Scroll Top

Art Outside the Core

Ο Θεός πέθανε: Μια κλεφτή ματιά στον «Ηλίθιο» του Dostoyevsky

feature_img__o-theos-pethane-mia-klefti-matia-ston-ilithio-tou-dostoyevsky
Ήθελα, που λέτε,τις πρώτες γραμμές αυτής της στήλης, να τις αφιερώσω σε μια αλήθεια πανανθρώπινη και νομοτελειακή· γιατί, ποιος ο σκοπός της τέχνης, αν όχι να αναλύσει όψεις του ανθρώπου; Να σκιαγραφήσει την αδυσώπητη πραγματικότητα, μέσα από διαφορετικά βέβαια κάθε εποχή πρίσματα και μανιέρες;

Μέσα στο καλοκαίρι λοιπόν, τελείωσα τρία μεγάλα στη σύλληψή τους μυθιστορήματα. Πρώτο ήρθε το αριστουργηματικό «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή, η σπουδαιότερη ηθογραφική πραγματεία της νεοελληνικής γραμματείας. Ακολούθησε το «Καθώς Ψυχορραγώ» του Faulkner, από μια έκδοση του 1970 (Κέδρος), το οποίο και διακρίνεται ασφαλώς για τη θαυμάσια πρόζα του και την εντυπωσιακή θεατρικότητα με την οποία στήνει τα δρώμενα ο συγγραφέας (εντυπωσιακή φυσικά κι η μεταφορά του αδικοχαμένου Μένη Κουμανταρέα). Φτάνει να πω, για όσους δεν το έχουν διαβάσει, πως το κάθε κεφάλαιο -πάντα ολιγοσέλιδο- γράφεται κάθε φορά σε πρώτο πρόσωπο, από την οπτική γωνία ενός εκ των πρωταγωνιστών (και τιτλοφορείται αναλόγως). Τρίτο και τελευταίο (και πολύ πρόσφατα τελειωμένο) ήρθεένα από τα εξοχότερα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας·«Ο Ηλίθιος» του Fyodor Dostoyevsky. Το ασύλληπτης ομορφιάς ποίημα του μεγάλου Ρώσου λογοτέχνη -magnum opus για πολλούς- είναι τέτοιας αχανούς πυκνότητας, ώστε οποιαδήποτε ανάλυση επιχειρήσω εγώ στο σύνολό του, στερείται μάλλον νοήματος. Βρίθει τόσο πολύ κρίσιμων κι άκρως αποκαλυπτικών ιδεών, που καθεμιά απ’ αυτές θα μπορούσαν ίσως να μελετηθούν από ολόκληρες φιλοσοφικές σχολές και να καθορίσουν πνευματικά ρεύματα του μέλλοντος. Καθεμιά τους κι «ένα κάστρο για να το πολεμάς σαράντα χρόνους» που έγραφε ο Σεφέρης.

Απ’ αυτά τα τρία λοιπόν μεγαλειώδη έργα, θέλησα να βρω το καταλληλότερο απόσπασμα για το καλωσόρισμα·ένα κομμάτι τέτοιο, ώστε να εγκλείει μέσα του μια πάγκοινη και διαχρονική αλήθεια -έστω κι ακροθιγώς-, για να αξίζει τελικά να γράψει κανείς κάτι πάνω σ’ αυτό και συνακόλουθα να αξίζει να διαβαστεί από κάποιον. Σκέφτηκα πολλά θέματα που θα μπορούσαν να πληρούν αυτά τα χαρακτηριστικά: ο έρωτας, η χαρά, η λύπη ή ένα στοιχειώδες ανέκδοτο που λέγεται μεταξύ φίλων, εμπεριέχουν κι εκφράζουν μια κοινή αλήθεια μεταξύ μας. Στοιχεία όμορφα, που όλοι μας μοιραζόμαστε. Προτίμησα ωστόσο, το πρώτο αυτό άρθρο, να αφορά την πρώτη και τη μοναδική μας βεβαιότητα. Το θεμελιώδες γεγονός του θανάτου.

«Ο Θρίαμβος του Θανάτου» (1562) του Pieter Bruegel του γηραιότερου, Museo del Prado, Μαδρίτη

Κι έτσι εγένετο ο «Ηλίθιος». Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Dostoyevsky, δια στόματος ενός φυματικού τελικού σταδίου (κι αυτό έχει τη δική του βαρύνουσα σημασία), περιγράφει κάποιον περιώνυμο πίνακα ενός Γερμανού αναγεννησιακού ζωγράφου του 16ου αιώνα, του Hans Holbein του νεότερου. Ο τίτλος του έργου (το οποίο και παρατίθεται παρακάτω) είναι «Το Σώμα του Νεκρού Χριστού στον Τάφο», κι ήταν τέτοια η εντύπωση που προκάλεσε στον συγγραφέα, ώστε αφιερώνει δύο εντελώς ξεχωριστές στιγμές στην κριτική προσέγγισή του πίνακα, και μάλιστα από δύο αντιδιαμετρικές ιδεολογικά φιγούρες του κειμένου. Είναι αρκετά ενδιαφέρον από ιστορικής απόψεως, ένα επεισόδιο κατά το οποίο ο Dostoyevsky απομακρύνθηκε από τον πίνακα προκειμένου να αποτραπεί μια υποτροπή του επιληπτικού συνδρόμου του!

«Το Σώμα του Νεκρού Χριστού στον Τάφο» (1520-1522) του Hans Holbein του νεότερου, Öffentliche Kunstsammlung,Βασιλεία

Γράφει λοιπόν:

Στον πίνακα αυτό απεικονιζόταν ο Χριστός, άρτι αποκαθηλωμένος από το σταυρό. Νομίζω ότι συνήθως οι εικονογράφοι προτιμούσαν να ζωγραφίζουν τον Χριστό, είτε στο σταυρό είτε κατεβασμένο από το σταυρό, με μια ασυνήθιστη ομορφιά στο πρόσωπό του· αυτήν την ομορφιά επιδιώκουν να τη διατηρούν ακόμη και στα πιο τρομερά μαρτύριά του. Στον πίνακα αυτόν όμως δεν τίθεται θέμα ομορφιάς· είναι ένα πανοραμικό του πτώματος ενός ανθρώπου που υπέφερε ατελείωτα μαρτύρια προτού φτάσει στο σταυρό, πληγές, βασανισμούς, δαρμούς από τη φρουρά, δαρμούς από τον κόσμο όταν κουβαλούσε το σταυρό του κι έπεφτε, και τέλος το μαρτύριο της σταύρωσης για έξι ολόκληρες ώρες. Βεβαίως, είναι το πρόσωπο ενός ανθρώπου που έχει μόλις αποκαθηλωθεί από το σταυρό, δηλαδή έχει διατηρήσει πάνω του αρκετή ζωντάνια και ζεστασιά· τίποτα ακόμα δεν έχει προλάβει να παγώσει, κι έτσι στο πρόσωπό του αποθανόντος βλέπεις τον πόνο σαν να τον αισθάνεται ακόμη (κι αυτό ο καλλιτέχνης το έχει συλλάβει πολύ καλά). Αλλά το πρόσωπο δεν το έχει λυπηθεί ούτε στο ελάχιστο. Εδώ μιλάει η φύση, και πράγματι τέτοιο πρέπει να είναι το πτώμα ενός ανθρώπου, όποιος κι αν είναι αυτός, μετά από τόσα μαρτύρια. Ξέρω ότι η χριστιανική Εκκλησία όρισε, από τους πρώτους αιώνες ακόμη, ότι ο Χριστός υπέφερε όχι ιδεατά, αλλά στην πραγματικότητα, κι άρα το σώμα του υπέκυψε πάνω στο σταυρό στους κανόνες της φύσης απολύτως και καθ’ ολοκληρίαν. Στον πίνακα το πρόσωπο αυτό είναι τρομερά πληγωμένο από χτυπήματα, πρησμένο, με φρικτούς πρησμένους και ματωμένους μώλωπες, τα μάτια είναι ορθάνοιχτα και οι κόρες αλληθωρίζουν· τα μεγάλα ασπράδια των ματιών λάμπουν από μια νεκρική, γυάλινη αντανάκλαση. Παράξενο όμως, όταν κοιτάζεις αυτό το πτώμα, ενός ανθρώπου βασανισμένου, σου γεννιέται ένα ξεχωριστό κι ενδιαφέρον ερώτημα: αν έτσι ακριβώς ήταν το πτώμα που είδαν όλοι οι μαθητές του, οι βασικοί μέλλοντες απόστολοί του, οι γυναίκες που τον είχαν ακολουθήσει και στάθηκαν κάτω από το σταυρό, όλοι όσοι τον πίστεψαν και τον λάτρεψαν, πως μπόρεσαν να πιστέψουν, κοιτάζοντας ένα τέτοιο πτώμα, ότι αυτός ο μάρτυρας θα αναστηθεί; Εδώ αυθόρμητα σου γεννιέται η σκέψη ότι αν ο θάνατος είναι τόσο φρικτός και τόσο δυνατοί οι νόμοι της φύσης, πώς γίνεται να τους νικήσει κανείς; Πώς να τους νικήσεις όταν δεν τους κατανίκησε ούτε Εκείνος, που εν ζωή νίκησε ακόμα και τη φύση, η οποία του υποτασσόταν, και στην οποία φώναξε «Ταλιθά κούμι» (κόρη, σε διατάζω να σηκωθείς) και το κορίτσι σηκώθηκε, «Λάζαρε, δεύρο έξω» κι ο πεθαμένος βγήκε; Κοιτάζοντας αυτόν τον πίνακα βλέπεις τη φύση με τη μορφή ενός γιγάντιου, ανελέητου και άφωνου κτήνους ή, για να το πούμε σωστότερα, έστω κι αν μοιάζει παράξενο, με τη μορφή μιας γιγάντιας μηχανής τελευταίας τεχνολογίας, η οποία αστόχαστα άρπαξε, κομμάτιασε, κατάπιε, αδιάφορα κι ανεπαίσθητα, ένα μεγάλο κι ανεκτίμητο πλάσμα, ένα τέτοιο πλάσμα που από μόνο του άξιζε όλη τη φύση κι όλους τους νόμους της, όλης της γης, η οποία και φτιάχτηκε ίσως αποκλειστικά και μόνο για την εμφάνιση αυτού του πλάσματος! Με τον πίνακα αυτό σαν να εκφράζεται ακριβώς αυτή η έννοια της σκοτεινής, αυθάδους και παράλογης αιώνιας δύναμης, στην οποία υποτάσσονται τα πάντα. Οι άνθρωποι που περιβάλλουν τον θανόντα, και κανένας από τους οποίους δεν φαίνεται στον πίνακα, θα πρέπει να αισθάνονταν τρομερή θλίψη κι αγανάκτηση εκείνο το βράδυ που τσακίστηκαν μονομιάς όλες οι ελπίδες τους και παρ’ ολίγο κι η ίδια τους η πίστη. Θα πρέπει να σκόρπισαν φρικτά τρομαγμένοι, έστω κι αν ο καθένας κουβαλούσε εντός του μια τεράστια ιδέα, η οποία ποτέ πια δεν θα μπορούσε να ξεριζωθεί από μέσα τους.

Το εξώφυλλο της α’ έκδοσης του «Ηλιθίου» (1874), Κρατική Βιβλιοθήκη της Πετρούπολης
Σκαρίφημα του πορτραίτου του Ηλιθίου από τον ίδιο τον Dostoyevsky
Σημειώσεις του Dostoyevsky σχετικά με την παθολογία της επιληψίας , ασθένειας από την οποία έπασχε ο Ηλίθιος

Θέλω πριν απ’ όλα τ’ άλλα να σημειώσω, πως δεν θα επιχειρήσω καθόλου να εισέλθω στα βαθιά και τρομαχτικά νερά της θεολογίας του πράγματος· Και παρ’ ότι ο ίδιος ο Dostoyevsky θεωρούσε τον εν λόγω πίνακα και την ιδέα από την οποία εμφορείται αυτός, ως τη μέγιστη δοκιμασία της Πίστης, εγώ θα περιοριστώ αποκλειστικά και μόνο στις οντολογικές διαστάσεις του όλου θέματος.

Αρχικά, αυτό που με απαράμιλλη δεξιοτεχνία καταφέρνει εδώ ο συγγραφέας, είναι να βάλει, με τρόπο σαφέστατο, τη σκέψη του αναγνώστη σε διαλεκτική θέση απέναντι στο φαινόμενο του θανάτου. Χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις και χωρίς καμιά ψυχολογική αναστολή, τοποθετεί -a priori όπως καταλαβαίνουμε- ένα κριτικό ον (στην προκειμένη περίπτωση τον ετοιμοθάνατο Ιππόλυτο), απέναντι στη θεμελιώδη αλήθεια της περατότητας. Τοποθετεί μια συνείδηση -μια νοητική δύναμη-,πλήρως απογυμνωμένη από την ψευδαίσθηση και την παραζάλη του χρόνου (εξαιτίας της σοβαρής ασθένειας), να αναρωτιέται ποιες επιπτώσεις θα είχε στον κόσμο η γνώση πως ο Ιησούς νικήθηκε από τον θάνατο. Τι θα σήμαινε αν κόντρα στις θρησκειολογικές υποσχέσεις της αιωνιότητας, μαθαίναμε πως τα νάματα της αθανασίας είναι λερά κι ακάθαρτα; (Καθ’ ότι «υπόσχεση αθανασίας» σημαίνει στοχάζομαι πάνω στην αθανασία κι επομένως «γνωρίζω» και μπορώ να δω το νόημα της αθανασίας, μου ‘ρχεται συνειρμικά ο υποβλητικός και μνημειώδης στίχος του Γκάτσου «Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά / δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά;). Τι σημαίνει εν τέλει να γνωρίζουμε πως ο κανόνας που διαποτίζει και διαπερνά τη ζωή, ο σπαρακτικός νόμος του Είναι κι η αναπόφευκτη μοίρα του ανθρώπου είναι ο θάνατος; Η βιολογική κατάλυση; Τι ακριβώς σημαίνει αυτό το «ξέρω» πως θα πεθάνω; Από μια άποψη, αυτό που ισχυρίζομαι εδώ είναι πως αυτή η «γιγάντια μηχανή τελευταίας τεχνολογίας» στην οποία και αναφέρεται ο Dostoyevsky, δεν είναι ο ίδιος ο θάνατος αλλά η «επίγνωση» ότι ο άνθρωπος είναι θνητός. Κι αυτό αποτελεί μια πολύ σημαντική διάκριση. Αυτός ίσως είναι και ο λόγος που τοποθετεί έναν ετοιμοθάνατο μηδενιστή απέναντι από το έργο.

Ένα από τα γλυπτά του «Σκεπτόμενου» (≈1900), Auguste Rodin

Μια από τις πρώτες απόπειρες θεωρητικής προσέγγισης αυτού του διχασμού μεταξύ «θανάτου» και «επίγνωσης θανάτου» (τονίζω το «θεωρητικής») στη σύγχρονη δυτική φιλοσοφία, επιχείρησε ο Martin Heidegger στο περίφημο «Είναι και Χρόνος». Ο αινιγματικός αυτός στοχαστής, με τρομακτική οξυδέρκεια πνεύματος, προσδιόρισε ως γενεσιουργό αιτία όλων των ανθρώπινων προβλημάτων την «Ύπαρξη»· το «Είναι» (το λεγόμενο «Dasein»). Πρόκειται για την υπόθεση της οντολογίας σ’ όλο της το μεγαλείο. Ο λόγος περί της ύπαρξης του «νου» και του «σκέπτεσθαι», που μεταμορφώνει τον κόσμο από ένα απλό ενδιαίτημα σε φιλοσοφικό πρόβλημα. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος σκέπτεται και γνωρίζει, τον αποκολλά βίαια από το περιβάλλον και του προσφέρει θαυμαστές ιδιότητες ανάλυσης. Τώρα το παν -ακόμα κι ο θάνατος- γίνεται αντικείμενο μελέτης. Το άπειρο Σύμπαν, σε ισόβια πλέον διάσταση με τον άνθρωπο κι απέναντι απ’ το εργαλείο του Νου, δεν είναι κάτι που βιώνεται, αλλά κάτι που πρέπει να μελετηθεί.O άνθρωπος δεν πεθαίνει, ο άνθρωπος «ξέρει» πως πεθαίνει.

Ο Γερμανός φιλόσοφος Martin Heidegger

Με τον τρόπο αυτό, εισάγονται στη δυτική σκέψη μερικοί κανόνες λογικής, υπό των οποίων μπορούν να τροχιοδρομηθούν, να μπουν σε μια σειρά κι εν τέλει να αναλυθούν ορισμένα προγενέστερα αλλά και μεταγενέστερα φιλοσοφικά συμπεράσματα σχετικά με τον θάνατο και τη φθορά. Ο Πλάτων, το διατύπωσε με παροιμιώδη ψυχική ηρεμία σ’ έναν από τους διαλόγους της μέσης ηλικίας του, τον «Φαίδωνα», λέγοντας πως «Φιλοσοφώ» σημαίνει απλώς ότι στοχάζομαι πάνω στο θάνατό μου («Οι ορθώς φιλοσοφούντες αποθνήσκειν μελετώσι») για να φτάσουμε μέχρι το σύγχρονο ευρωπαϊκό μηδενισμό κι ένα ρεύμα φιλοσοφίας πολύ πιο τραχύ και σαφώς περισσότερο φθαρτό από εκείνο της Κλασσικής Ελλάδας, με τον Albert Camus, να διακηρύττει με ωμότητα στο θρυλικό «Μύθο του Σίσυφου» πως δεν υπάρχει κανένα πραγματικό πρόβλημα στην ιστορία της Φιλοσοφίας, πέρα από το πρόβλημα της αυτοκτονίας.

Ο AlbertCamus με τον σεναριογράφο Pierre Cardinal σε μια πρόβα των «Δαιμονισμένων», έργο του Dostoyevsky που διασκεύασε αριστουργηματικά ο Γάλλος φιλόσοφος

Με τα παραπάνω ίσως, εξηγείται τογεγονός πως μόνο ο άνθρωπος απ’ όλα τα ζώα φοβάται τονθάνατο και τη ματαίωση της αθανασίας.Εξηγείται το γιατί μόνο ο άνθρωπος φοβάται μπροστά στον πίνακα του Hans Holbein.Υπάρχει μίαπολύ συγκεκριμένη ιδιότητα που μας ξεχωρίζει από την υπόλοιπη έμβια ύλη: το γεγονός πώς ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε· η σφοδρή ικανότητά μας να στοχαζόμαστε πάνω σ’ αυτό το γεγονός. Αυτό που συμπυκνώνει στην περιγραφή αυτού του πίνακα ο Dostoyevsky, είναι από μια άποψη το αποτέλεσμα αυτής της μοίρας που μας δόθηκε: της γνώσης του θανάτου. Τη «Γνώση» που μας εξοπλίζει με τη δυνατότητα να ξέρουμε την πιο αναπόφευκτη πτυχή του μέλλοντός μας. Την οδυνηρή «Γνώση» της συντριβής. Δεν φοβόμαστε να πεθάνουμε, φοβόμαστε το ότι ξέρουμε πως θα πεθάνουμε.

«Αγωνία» (1912), του Egon Schiele Neue Pinakothek, Μόναχο

Δύο μόνο αναφορές αξίζουν να προστεθούν για το πώς αυτή η «Γνώση» της θνητότητας, οδηγεί με μαθηματική ακριβεία στη συντριβή. Κι οι δύο σαν όψεις του ίδιου κέρματος. Από τη μία έχουμε τη βιβλική αναφορά του Προπατορικού Αμαρτήματος, όπου Εύα και Αδάμ, τρώγοντας τον απαγορευμένο καρπό της Γνώσης, εκπίπτουν αιώνια από τον παράδεισο κι αποκόβονται βάναυσα από μια ανέμελη και ξέγνοιαστη πλάνη. Μετατοπίζονται από την ευτυχία και τη γαλήνη που προσφέρει η ζωική άγνοια, στην αδυσώπητη ανθρώπινη γνώση του «υπάρχειν». Στη Γνώση πως θα πεθάνουν, την οποία έκτοτε κουβαλάμε όλοιεντόςμας. Γνώση που τους οδηγεί και σύμφωνα με τη θεϊκή απειλή στον «θάνατο». Αυτός είναι κι ο ουσιαστικός λόγος, κατά τον δάσκαλο Δημήτρη Λιαντίνη, που το Κεφάλαιο του απαγορευμένου καρπού στη «Γένεση» ακολουθείται από το Κεφάλαιο του θανάτου («Κάιν και Άβελ»)

«Απὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε.» Γένεσης 2.17, «Η Πτώση του Ανθρώπου»

Μια δεύτερη, εξίσου ειδικής σημασίας, αναφορά, οφείλεται στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, ο οποίος κατά τη γνωστή ιστορία, μόλις μαθαίνει πως έχει σκοτώσει τον ίδιο του τον πατέρα και πως η γυναίκα του Ιοκάστη είναι και μητέρα του («ω, μητέρα και μητέρα των παιδιών μου»), ξελύνει τις πόρπες που συγκρατούσαν τον χιτώνα στο άψυχο σώμα της μητέρας-γυναίκας του, και μ’ αυτές βγάζει τα ίδια του τα μάτια. Μεταβαίνει κι αυτός -έμπλεος απόγνωσης- από την ευτυχία, τη μακαριότητα και την καθαρότητα της άγνοιας στην αγωνιώδη καταδίκη της Γνώσης. Βασανισμένος κι απεγνωσμένος, ο άλλοτε δοξασμένος κι επιφανής Βασιλιάς της Θήβας, ο περίφημος σε κάθε γωνιά του κόσμου για τη σοφία του και για τη θαυμαστή του αντίληψη Οιδίπους («ο πάσι κλεινός Οιδίπους» μας λέει ο Σοφοκλής γι’ αυτόν πριν λύσει το αίνιγμα της Σφίγγας), παρακμάζει μέσα στην Άβυσσο της ίδιας του της σοφίας. Γνωρίζει!

«Οιδίπους Τύραννος» (1895), του Pierre-Auguste Renoir Ιδιωτική Συλλογή

Ποιος είναι ο λόγος όμως που τα γράφω όλα αυτά, θα σας το εξηγήσω αμέσως. Επέλεξα το συγκεκριμένο απόσπασμα και μίλησα για το «σκέπτεσθαι», αποκλειστικά και μόνο για να καταλήξω εδώ. Σε καμία περίπτωση δεν ήταν για να σας υποβάλλω ιδέες αναξιότητας και μηδενισμού. Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα.«Τη θνητή μας μέρα, η αψευδής γνώση για τη μοίρα μας την κάνει σχεδόν αθάνατη» έγραφε ο Λιαντίνης. Πράγματι, ο άνθρωπος -ή σωστότερα η Νόηση-, συντετριμμένος μπροστά στην αμείλικτη μοίρα του και ματαιωμένος μέσα στην πολυπλοκότητά του, μπορεί (στοχαζόμενος πάντα τον θάνατο) να κάνει μόνο τρία πράγματα σ’ αυτή τη ζωή (παθών εξαιρουμένων). Να «μελετήσει» τον κόσμο, κι εδώ μπαίνει η Επιστήμη. Να «παραμορφώσει» τον κόσμο, κι εδώ μπαίνει η Τέχνη. Και τρίτον -κι ίσως ουσιαστικότερο-, στο οποίο και συντείνουν τα προηγούμενα δύο, είναι να «οργανώσει» τη ζωή του με τρόπο ώστε να τη ζήσει όσο καλύτερα γίνεται.

Η στήλη αυτή, θα επιχειρεί κάθε δεύτερη βδομάδα να ενισχύει τη δεύτερή μας λειτουργία· την «παραμόρφωση». Θα επιχειρεί να συνδράμει στον αιώνιο αγώνα μας απέναντι στη φθορά το σκοτάδι. Αυτός άλλωστε είναι κι ο σκοπός της Τέχνης. Να καταποντίσει τον θάνατο. Γιατί το να «γνωρίζουμε» δεν είναι αμαρτία· είναι αρετή και μάθημα!

…δεν δέχεται το θάνατο όμως εσύ δεν είσαι ένα κύτταρο
που δεν το ξέρει πως τελειώνει, δεν είσαι ένα ελάφι
που μόνο τρέμει και βουβαίνεται – εσύ το ξέρεις
και το διαλέγεις και δεν το θέλεις και δεν το θέλεις…

βενσερέμος κι εις το επανιδείν

1
Μοιράσου το