Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Ο θάνατος των ανθρώπων

feature_img__o-thanatos-ton-anthropon
«Οι μέρες έφευγαν, αλλά ο χρόνος είχε συρρικνωθεί σε μια αλλόκοτη μάζα επαναλαμβανόμενων κινήσεων. Σαν καλοκουρδισμένες μηχανές, περιφερόμασταν από γειτονιά σε γειτονιά, ή ακόμα και μέσα στα σπίτια μας, γνωρίζοντας ενδόμυχα ότι δεν υπήρχε πλέον τίποτα να ειπωθεί και τίποτα να περιμένουμε, εκτός από το ποιος από όλους μας θα ήταν το επόμενο θύμα.

Το νέο βιβλίο του Δημήτρη Σωτάκη με τίτλο «Ο θάνατος των ανθρώπων» που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Κέδρος σκιαγραφεί μέσα από συμβολισμούς και αντιπαραβολές την εικόνα της σύγχρονης δυτικής πραγματικότητας. Πρόκειται για τη συμβολική αφήγηση της ιστορίας των κατοίκων ενός παράξενου και απομονωμένου χωριού με το όνομα «Θάλχη» : «μια σφιχτή αρμονική κοινότητα, η οποία είχε βρει τον τρόπο να ζει με βεβαιότητα μέσα στην ανοιχτή αγκαλιά ενός ασφαλούς μικροκόσμου». Η ισορροπία του μικροκόσμου διαταράσσεται, όταν μια θανατηφόρα ασθένεια πλήττει τους κατοίκους και τα ζωντανά της Θάλχης. Οι κάτοικοι του χωριού, που μέχρι τότε ζούσαν ναρκωμένοι στην προσωπική τους ευτυχία και στην ευημερία της μικρής τους κοινότητας, βιώνουν αναπάντεχα τα δεινά από μια ακατανόητη ασθένεια την οποία δεν μπορούν να δαμάσουν, ερχόμενοι έτσι αντιμέτωποι με τον ίδιο τους τον εαυτό αλλά και με την παραδοξότητα που διέπει την ανθρώπινη φύση.

Νευρώνας της αφήγησης είναι η μοναξιά του κεντρικού ήρωα και αφηγητή καθώς και η πολυτέλεια του να συνομιλεί αδέσμευτος και απερίσπαστος με τον εαυτό του. Τα υπόλοιπα πρόσωπα του μυθιστορήματος λειτουργούν σαν κομπάρσοι, υπό την έννοια ότι αποτελούν την αφορμή του ήρωα για αυτοαναφορικότητα και ενδοσκόπηση. Οι πρωτόγνωρες διαστάσεις της θανατηφόρας ασθένειας που πλήττει τη Θάλχη δημιουργούν με την σειρά τους τα θεμέλια πάνω στα οποία γεννιέται ο ατομικός ηρωισμός. Κατά αυτόν τον τρόπο, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, δομείται σταδιακά ο σκελετός μια κοινωνίας βαθιά εγωκεντρικής όπου κυριαρχούν τα ατομικά πρότυπα και όπου η επαναφορά και η διατήρηση της κοινωνικής ισορροπίας επαναπαύονται σε μεμονωμένες δράσεις. Οι κάτοικοι του χωριού έχουν την ανάγκη να αναπαυτούν στον προσωπικό τους λήθαργο, ακόμη και όταν ο συνολικός τους αφανισμός εξαιτίας της ανεξέλεγκτης ασθένειας βρίσκεται προ των πυλών:

«Μας ένωνε η μνήμη και η Θάλχη, και τώρα οι ίδιοι οι άνθρωποι μεταμορφώθηκαν σε κάποια πλάσματα που περνάνε τις ώρες τους στην πλατεία, χωρίς να ενδιαφέρονται για την καταστροφή του χωριού, μια καταστροφή που, αν τέντωνες με προσοχή τα αυτιά σου και αφουγκραζόσουν, θα μπορούσες να την ακούσεις να έρχεται από μακριά, νε σέρνεται στο χώμα, ύπουλη σαν φίδι, ανυπομονώντας να χύσει όλο το δηλητήριό της μέσα στο σώμα μας».

Έτσι, ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής της ιστορίας εισάγει τον αναγνώστη με συμβολικό τρόπο στους κόλπους μιας κοινωνίας που καταβροχθίζει τον εαυτό της και τροφοδοτεί τον αφανισμό των μελών της. Ο ήρωας φτάνει τελικά στο σημείο να προβληματίζεται πάνω στον σκοπό και τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξής του: «ποια στάση οφείλει να έχει ένας άνθρωπος που δεν υπάρχει ;» για να καταλήξει στην επώδυνη διαπίστωση ότι στέκεται ανήμπορος και ντροπιασμένος ενώπιον της ανθρώπινης φύσης η οποία τον έχει εγκλωβίσει σε μια αδιέξοδη κατάσταση διαρκούς αναμονής: «πνιγμένος στην ντροπή, στους αιώνες των αιώνων».

Ο θάνατος των ανθρώπων δίνει τελικά την αίσθηση της παλινόστησης του ανθρώπινου είδους σ’ έναν εξελιγμένο πρωτογονισμό, αφήνοντας στον αναγνώστη την εντύπωση ότι δεν πρόκειται απλώς για μια φανταστική ιστορία που αντικατοπτρίζει το σήμερα, αλλά αναφέρεται περισσότερο σε μια ιστορία που πρόκειται να λάβει χώρα στο μέλλον εν όψει της σύγχρονης πορείας που ακολουθεί ο άνθρωπος.

3
Μοιράσου το