Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Ο πρώτος άνθρωπος, του Albert Camus

cover-o-protos-anthropos-tou-albert-camus

Στις 4 Ιανουαρίου 1960, ένα σπορ αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Michel Gallimard, ο ανιψιός του διάσημου εκδότη, στο οποίο επέβαιναν επίσης η σύζυγος και η κόρη του αλλά και ο συγγραφέας Albert Camus, έφυγε απ’ την πορεία του και προσέκρουσε με δύναμη πάνω σ’ ένα δέντρο. Ο Camus πέθανε ακαριαία, ενώ ο οδηγός λίγες μέρες αργότερα υπέκυψε στα τραύματά του στο νοσοκομείο (η μητέρα και η κόρη σώθηκαν). Η αστυνομία περιέγραψε την τραγωδία αυτή ως τροχαίο ατύχημα που προκλήθηκε από σπασμένο άξονα – δεν έλειψαν βέβαια και οι θεωρίες συνωμοσίας που απέδωσαν το θάνατο του Camus σε δολοφονική επίθεση από πράκτορα της ΚGB.

Μέσα στον χαρτοφύλακα του βραβευμένου με νόμπελ Albert Camus (1957, για το μυθιστόρημά του «Ο ξένος») ανάμεσα σε άλλα προσωπικά έγγραφα βρέθηκε ένα ημιτελές μυθιστόρημα γεμάτο σημειώσεις. Είχε γραφτεί μόνο το πρώτο μέρος, δύο κεφάλαια του δεύτερου μέρους και το τρίτο έλειπε εντελώς. Το μυθιστόρημα αυτό έγινε έτσι η διαθήκη του Camus και αποτελεί το πιο αυτοβιογραφικό έργο του, αφού στο χειρόγραφο υπήρχαν αναφορές εκτός των άλλων και στους πραγματικούς γονείς και τον δάσκαλό του. Χρόνια αργότερα η κόρη του, Catherine Camus, επεξεργάστηκε το κείμενο και τις σημειώσεις και αυτό το ημιτελές μυθιστόρημα εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1994, τελευταία παρακαταθήκη του μεγάλου Γάλλου διανοητή που χάθηκε πρόωρα σε ηλικία 46 ετών.

Ο πρώτος άνθρωπος (“Le premier homme”) είναι ένα μυθιστόρημα επιστροφής στην παιδική και νεανική ηλικία του Camus στην Αλγερία, ένα χρονικό αναζήτησης των ριζών ενός ανθρώπου, μιας οικογένειας, μιας κοινωνίας, μιας χώρας στοιχειωμένης από το αποικιακό παρελθόν της – είναι η υπαρξιακή αναζήτηση ενός εαυτού ξεριζωμένου από το παρελθόν και την ιστορία του.  Αυτός ο άνθρωπος αναζητεί μια αρχή – όταν χάνονται οι ρίζες του, η αρχή γίνεται αυτός. Στα σαράντα του συνειδητοποιεί ότι έχει ανάγκη «κάποιον να του δείξει τον δρόμο και να τον ψέξει ή να τον επαινέσει: έναν πατέρα. Την αυθεντία, όχι την εξουσία». Επιστρέφει λοιπόν σ’ εκείνον τον τόπο για να βρει τον τάφο αυτού του πατέρα, αφού πρώτα συναντήσει την εν ζωή μητέρα του – αυτήν την οποία αγάπησε πέρα και πάνω από οτιδήποτε άλλο. Ίσως μάλιστα το βιβλίο να ήταν γραμμένο γι’ αυτήν απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, όπως ομολογεί στις σημειώσεις του ο Camus, ίσως αυτό που επιθυμούσε πιο πολύ στον κόσμο ήταν να διαβάσει η μητέρα του όλα όσα ήταν η ζωή του και η ύπαρξή του… (Όμως η μητέρα του Ζακ δεν ήξερε να διαβάζει).

Ο Ζακ επισκέφθηκε τελικά το μικρό νεκροταφείο με τους τάφους των στρατιωτών που είχαν χαθεί στον πόλεμο για να γίνουν σκόρπιες σειρές από δυσανάγνωστες επιτύμβιες στήλες:

(...)Συλλογιόταν τους ρημαγμένους τάφους που μόλις είχε αφήσει, αναγνωρίζοντας με μια αλλόκοτη χαρά ότι ο θάνατος είναι αυτός που τον φέρνει πίσω στην αληθινή του πατρίδα και, με την απέραντη λήθη του, σβήνει την ανάμνηση εκείνου του τερατώδους και [συνηθισμένου] άντρα ο οποίος είχε μεγαλώσει, είχε χτίσει χωρίς βοήθεια, χωρίς στήριγμα, μες στη φτώχεια, πάνω σε μια ευτυχισμένη όχθη και κάτω απ’ το φως των πρώτων πρωινών του κόσμου, κι ύστερα μόνος, χωρίς μνήμες, χωρίς πίστη, εισήλθε στον κόσμο των ανθρώπων της εποχής του και στη φοβερή και συναρπαστική ιστορία του.

Ταξιδεύοντας στη γενέθλια πόλη του ο Ζακ Κορμερί παρατηρεί, καταγράφει, ζει τις αναμνήσεις του, οικοδομώντας μέσα από μνήμες, εικόνες, αισθήσεις, συναισθήματα αυτόν τον πρώτο άνθρωπο,

(...) σ’ έναν τόπο όπου ένιωθε ακριβώς σαν να τον είχαν πετάξει, θαρρείς και ήταν ο πρώτος κάτοικος ή ο πρώτος κατακτητής που πάτησε το πόδι του εδώ όπου επικρατούσε ακόμα ο νόμος του ισχυρού και όπου η δικαιοσύνη τιμωρούσε ανηλεώς όσα δεν μπορούσαν ν’ αποτρέψουν τα ήθη, κι ολόγυρά του ένας λαός θελκτικός και ανησυχητικός συνάμα, κοντινός κι απόμακρος, άνθρωποι με τους οποίους συγχρωτιζόταν ολημερίς (...)

Μέσα από αυτές τις μνήμες ο Camus αναβιώνει μια πάμφτωχη, σκληρή αλλά ευτυχισμένη παιδική ηλικία και σκιαγραφεί μια Αλγερία γεμάτη εντάσεις, μέσα στην οποία συμβιώνουν μαύροι και λευκοί, οι Άραβες μαζί με τους Γάλλους αποικιστές (οι πρώτοι εκ των οποίων, όλοι άνεργοι Παριζιάνοι, στάλθηκαν στην Αλγερία το 1848) μια κοινωνία που έχει χάσει κάθε ελπίδα για ειρήνη, μια κοινωνία διχασμένη, φοβισμένη, παραδομένη, βουβή. Η απειλή, η βία κι ο φόβος πλανιόνταν στους δρόμους εκείνου του εκθαμβωτικού και τρομαχτικού τόπου με τον οποίο ο πρωταγωνιστής Ζακ Κορμερί ήταν δεμένος «με ρίζες σκοτεινές και μπερδεμένες».

Προσπαθεί να πιάσει το νήμα απ’ την αρχή ρωτώντας τη μητέρα του για τον πατέρα που σκοτώθηκε στον πόλεμο, την πρώτη και τελευταία φορά που αυτός πήγε στο Παρίσι. Οι δικές της μνήμες δεν βοηθούν πολύ:

Η μνήμη των φτωχών είναι λιγότερο καλοσυντηρημένη από εκείνη των πλουσίων, έχει λιγότερα σημεία αναφοράς στο χώρο εφόσον σπάνια αφήνουν το μέρος όπου ζουν, λιγότερα σημάδια αναφοράς και στο χρόνο κατά τη διάρκεια μιας ζωής μονότονης και γκρίζας(...) Άλλωστε, για να αντέξει κανείς δεν πρέπει να πολυθυμάται, αλλά να υπομένει μέρα τη μέρα(...)

Όμως ο Ζακ επιμένει, βρίσκει τον δάσκαλο ο οποίος κάποτε τον είχε παροτρύνει να συνεχίσει τις σπουδές του στο λύκειο, βοηθώντας έτσι τον Ζακ να ξεφύγει από την άγνοια και τη φτώχεια, στην πραγματικότητα βοηθώντας τον να ζήσει. Χρωστάει πολλά σ’ εκείνον τον δάσκαλο ο Ζακ, όπως και ο Camus ευγνωμονούσε διαπαντός τον δάσκαλό του τον κύριο Germain (η επιστολή του προς αυτόν το 1957 όπως και η απάντηση του Germain Louis προς τον Camus παρατίθενται στο τέλος της παρούσας έκδοσης).

Η τριτοπρόσωπη αφήγηση και τα φανταστικά ονόματα δίνουν την απαραίτητη απόσταση στον συγγραφέα για να υπερβεί μέσω της μυθοπλασίας την αυτοβιογραφική διάσταση του έργου, να δει και να ερμηνεύσει καταστάσεις και πρόσωπα χωρίς προσωπική εμπλοκή ούτε όμως και με ψυχρή αποστασιοποιημένη καταγραφή (ο Camus είχε πειραματιστεί αρκετά με τα αφηγηματικά είδη), βουτώντας ωστόσο στα βάθη της ψυχής με την ανθρωπιά και την ευαισθησία που χαρακτηρίζουν όλο το έργο του, δίνοντας φωνή σ’ εκείνους «στους οποίους απαγόρευαν το λόγο», στους καταπιεσμένους, μιλώντας, όπως ανέφερε ο ίδιος στις σημειώσεις του, για εκείνους που αγαπούσε. Αν το απολαυστικό αυτό ανάγνωσμα δίνει αρχικά την εντύπωση μιας ολοκληρωμένης αφήγησης, η εντύπωση εξαφανίζεται μόλις διαβάσει κανείς τις σημειώσεις που υπήρχαν ενσωματωμένες στο πρωτότυπο χειρόγραφο (και που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου). Τότε γίνεται αντιληπτό το πόσο μεγαλόπνοο έργο ήταν για τον Camus «Ο πρώτος άνθρωπος» και πως ίσως συνυπήρχαν μέσα σ’ αυτό όλα όσα είχε γράψει στο παρελθόν ο μεγάλος Γάλλος διανοητής του 20ού  αιώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε μια συνέντευξή του, λίγο πριν πεθάνει, είχε δηλώσει ότι σκεφτόταν να τιτλοφορήσει το μυθιστόρημα «Αδάμ», ενώ η σχεδόν βιβλική σκηνή της γέννησής του με την οποία ξεκινά η αφήγηση ίσως παραπέμπει επίσης σ’ έναν άλλο πρώτο άνθρωπο, τον Ιησού.

Ζητήματα ηθικής, δικαιοσύνης, πολιτικής, τρομοκρατίας, θρησκείας, φιλοσοφίας, περιστρέφονται γύρω από τη διήγηση της ζωής ενός pied-noir (Γάλλου γεννημένου στην Αλγερία) αλλά και από τις διάσπαρτες σημειώσεις του Camus, αναδύοντας τον νηφάλιο στοχασμό, την ηθική ταπεινοφροσύνη και τη σαγηνευτική ανθρωπιά που ήρθε σε σύγκρουση με τον σκληρό ιδεαλισμό του Sartre (είναι διάσημη η κόντρα των δύο φιλοσόφων). Αν δεν είχε χαθεί τόσο πρόωρα σ’ εκείνο το δυστύχημα και αν ολοκλήρωνε αυτό το μυθιστόρημα ίσως να αποτελούσε πράγματι το opus magnum του. Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Το μόνο σίγουρο είναι πως το όραμά του για έναν πιο ελεύθερο και δίκαιο κόσμο παραμένει ανεκπλήρωτο, στη σημερινή εποχή περισσότερο από ποτέ.

Για μένα, η τιμή του κόσμου βρίσκεται στους καταπιεσμένους κι όχι στους ισχυρούς. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η ατίμωση. Όταν έστω και μια φορά στην Ιστορία ένας καταπιεσμένος καταλάβει, τότε... (από τις σημειώσεις του A.Camus).

Ο πρώτος άνθρωπος, του Albert Camus

Μετάφραση: Ρίτα Κολαίτη
Εκδόσεις Καστανιώτης
σελ. 336

15
Μοιράσου το