Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Ο Milan Kundera, το όνειρο, ο συγνωμάκιας και άλλες ιστορίες…

feature_img__o-milan-kundera-o-signomakias-to-oneiro-kai-alles-istories
«Περπατάς στον δρόμο, βυθισμένος στις σκέψεις σου. Προς το μέρος σου έρχεται μία κοπέλα, σαν να ‘ναι μόνο αυτή στον κόσμο και βαδίζει ολόισια μπροστά της, χωρίς να κοιτάζει ούτε αριστερά, ούτε δεξιά. Πέφτετε ο ένας πάνω στον άλλον. Και ιδού η στιγμή της αλήθειας. Ποιος θα βρίσει τον άλλον και ποιος θα ζητήσει συγνώμη».

Ήταν οι πρώτες μέρες της φοιτητικής μου ζωής στο Λονδίνο και περπατούσα στην Oxford Street με τη μητέρα μου. Κάποια στιγμή, συγκρουστήκαμε με έναν νεαρό. Ζήτησα αυθόρμητα συγνώμη και η αντίδραση του νεαρού ήταν να με αποκαλέσει: “You fucking bitch!”… Η σκηνή έχει χαραχτεί στη μνήμη μου, ίσως, γιατί ήταν από τις πρώτες μου αναμνήσεις σε αγγλικό έδαφος. Στην ενθύμηση αυτή, ακόμα νιώθω το στόμα μου να χάσκει και ακόμα θυμάμαι το κατάπληκτο βλέμμα της μητέρας μου. Σύμφωνα με τον Αλαίν, τον βασικό ήρωα του Milan Kundera (Μίλαν Κούντερα) στο βιβλίο «Η γιορτή της ασημαντότητας», που συγκρούστηκε με μία κοπέλα, του έδωσε μια δυνατή σκουντιά, τον αποκάλεσε «Ηλίθιο», της ζήτησε συγνώμη και τον αποκάλεσε «Μαλάκα!», «η ζωή είναι ένας αγώνας εναντίον όλων» και σε μία «πολιτισμένη, ας πουμε, κοινωνία», κερδίζει αυτός που ρίχνει την ενοχή στον άλλον. Παρόλο, που «στην πραγματικότητα ο καθένας από τους δύο σκουντάει και ταυτόχρονα σκουντιέται», αν τη στιγμή της σύγκρουσης στον δρόμο, ζητήσεις συγνώμη, δηλώνεις αυτόματα την ενοχή σου και δίνεις το δικαίωμα στον άλλον να σε βρίζει και να σε κατηγορεί. Ανήκεις, δηλαδή, όπως ο Αλαίν, και σίγουρα, όπως εγώ, στη «στρατιά των συγνωμάκηδων». Δεν μπόρεσα, παρά να ταυτιστώ με τον ήρωα, όταν παραπονέθηκε στον φίλο του: «Γιατί άραγε πιάνομαι από κάθε ευκαιρία για να νιώσω ένοχος;». Στη βάση των σκέψεων του Κούντερα, διά στόματος του ήρωά του, σχετικά με τη γέννηση και την ταυτότητα του «συγνωμάκια», έμεινα να αναρωτιέμαι διάφορα πράγματα για τον εαυτό μου και την πηγή της μόνιμης ενοχής μου. 

Έχω αδιάλλακτα τοποθετήσει τον Κούντερα στην υψηλότερη θέση του βάθρου των αγαπημένων μου μυθιστοριογράφων, αλλά, όταν διάβασα, ή μάλλον ρούφηξα τη «γιορτή της ασημαντότητας» που κυκλοφόρησε προ διετίας, έμεινα με ένα τεράστιο ερωτηματικό. Ποιο είναι το νόημα όλων αυτών των μικρών αποσπασματικών ιστοριών που δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη συνοχή και μπορούν να ιδωθούν αυτόνομα σαν μικρά σουρεαλιστικά διηγήματα; Και το ερωτηματικό και η υποβόσκουσα απογοήτευση μετατράπηκε σε θλίψη, διαβάζοντας τα αρνητικά και υποτιμητικά σχόλια των κριτικών λογοτεχνίας, συνοδευόμενα από πηχαίους τίτλους, όπως “Does Milan Kundera Still Matter?”. Οπότε, ξαναδιάβασα το βιβλίο και επειδή πάλι τα βρήκα σκούρα, ξαναέπιασα αποσπασματικά όλο το έργο του από την αρχή. Αλλά και πάλι βρέθηκα σε μεγάλη σύγχυση και τον λόγο πήρε το ασυνείδητό μου, όπου και βίωσα το παράλογο της κατάστασης στον ύπνο μου... 

Επικρατούσε, λέει, μια τεταμμένη κατάσταση στον κόσμο και εμφανίστηκε ο Κούντερα από το πουθενά στο σπίτι μου... Και παρόλο που ήμουν αγανακτισμένη μαζί του, γιατί αποβλακώθηκα ολημερίς με τα βιβλία του ανα χείρας, δεν μπορούσα να τον πλησιάσω και να του μιλήσω, είτε επειδή φοβόμουνα είτε για κάποιον άλλον λόγο που δεν μπορώ να θυμηθώ, οπότε τον παρακολουθούσα να περιφέρεται τριγύρω μου, αλλά φωνή δεν έβγαινε. Ώσπου κάποια στιγμή, βρισκόμαστε σε απόσταση αναπνοής και γυρνάω σκασμένη και του φωνάζω: «Έκανα τόσο κόπο για να σας καταλάβω, έκανα τις εξής σκέψεις… αλλά μετά διάβασα αυτά και…». Για να λάβω την απάντηση: «Μήπως το παίρνεις πολύ στα σοβαρά;»

«Καταλάβαμε από καιρό ότι δεν είναι πια δυνατόν να ανατρέψουμε τον κόσμο, ούτε να τον ξαναφτιάξουμε, ούτε να σταματήσουμε την πορεία του προς τα μπρος. Μόνο μια μορφή αντίστασης ήταν εφικτή: Να μην τον παίρνουμε στα σοβαρά», αναφέρει ο Ραμόν, ο ένας εκ των τριών φίλων του Αλαίν στη «γιορτή της ασημαντότητας». Ο Κούντερα, λοιπόν, γράφει ένα μυθιστόρημα, εμπλουτίζοντας το προσωπικό του ξεχωριστό ύφος (ποιητικός λόγος, «ονειρική φαντασία», «μυθιστορηματικός στοχασμός», «τεχνική της έλλειψης», ειρωνία) με την αναβίωση εκείνων των αισθητικών τεχνικών του μυθιστορήματος που έχει οραματιστεί και νοσταλγήσει στα γραπτά του: τις αισθητικές του «μη-σοβαρού» και του «παιχνιδιού» (που διακρίνει στα έργα «Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ» του François Rabelais και «Ιάκωβος ο Μοιρολάτρης» του Denis Diderot αντίστοιχα), τις οποίες έχει χαρακτηρίσει ως «δυνατότητες» της τέχνης του μυθιστορήματος που δεν εξελίχθηκαν καθόλου και έπεσαν στη λήθη. 

Όπως αναφέρει στο βιβλίο «Η Τέχνη του Μυθιστορήματος», τα μυθιστορήματά του δεν είναι παρά «μια μακριά σειρά ερωτημάτων», όπου αναλύει διακριτές «υπαρξιακές κατηγορίες» (Το γέλιο, η λήθη, η ελαφρότητα, η βαρύτητα, ο άγγελος, ο ίλιγγος, ο ποιητής, το κωμικό, το κιτς, η μνήμη κλπ.), οι οποίες και αποτελούν το συνθετικό μοτίβο του αφηγηματικού τοπίου, στην προσπάθειά του να εξερευνήσει και να αποκαλύψει «τι είναι η ανθρώπινη ζωή στην παγίδα που έχει γίνει ο κόσμος». 

Ζούμε το «λυκόφως των αστείων», ζούμε στη «μετά πλάκαν εποχή» φωνάζει ο Ραμόν, αναζητώντας μία πηγή κεφιού. Αναφορές στο «γέλιο», που ως θεματική έχει απασχολήσει τον Κούντερα και σε άλλα βιβλία του, υπάρχουν διάσπαρτες σε όλη τη «γιορτή της ασημαντότητας» και, όπως αφήνεται να εννοηθεί, το αυθεντικό γέλιο έχει χαθεί, γελάμε ως αντίδραση στο «μη κωμικό».

Ο Ντ’ Αρντελό (ένα από τα πρόσωπα του βιβλίου) γελάει, παρόλο που δεν έχει καμία «αίσθηση του κωμικού», γελάει, μάλλον, ως μία εσωτερική αντίδραση στο κιτς που τον χαρακτηρίζει, αφού είναι η προσωποποίηση του κιτς. Οι συνδαιτημόνες του, από ευγένεια, αντιδρούν με γέλια στα ανέκδοτα που λέει, μιμούμενοι την αντίδρασή του: «Πρέπει να περιμένεις να βάλει τα γέλια ο ίδιος […] ωσπού να καταλάβουν οι άλλοι και να αντιδράσουν ευγενικά μαζί του». 

Στο δοκιμιακό βιβλίο του «Συνάντηση», που κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια και οι σκέψεις του Κούντερα ταξιδεύουν, συναντούν και συνδιαλέγονται με τα έργα αγαπημένων του καλλιτεχνών, προαναγγέλει, νομίζω, τη «γιορτή της ασημαντότητας». Στην ενότητα με τίτλο «Η κωμική απουσία του κωμικού», αναφέρεται σε μία εκπομπή στην τηλεόραση όπου διάφοροι διάσημοι με «την παραμικρή αφορμή ανοίγουν όλοι διάπλατα το στόμα και βγάζουν πολύ δυνατούς ήχους, χειρονομώντας υπερβολικά, μ’ άλλα λόγια γελούν». Και φαντάζεται τον Ευγένιο Πάβλοβιτς (από το έργο «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι), «να προσγειώνεται ξαφνικά ανάμεσά τους» και μένοντας «άναυδος» μπροστά σ’ αυτό «το γέλιο το χωρίς καμία κωμική αιτία», «να βά[ζ]ει και ο ίδιος τα γέλια». Οι υπόλοιποι «ανακουφίζονται» με την αντίδρασή του και «τον δέχονται θορυβωδώς στον κόσμο τους, τον κόσμο του χωρίς χιούμορ γέλιου που είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε». Η «Συνάντηση» κλείνει με την εξής φράση: 

Οι νεκροί όλων των εποχών [...] σίγουροι για την υπεροχή τους, μας χλευάζουν, χλευάζουν αυτήν τη νησίδα του χρόνου όπου ζούμε εμείς, αυτόν τον απειροελάχιστο χρόνο της καινούργιας Ευρώπης της οποίας μας δίνουν να καταλάβουμε όλη την ασημαντότητα, όλη την παροδικότητα...

Τέσσερις Γάλλοι του σήμερα, ο Αλαίν, ο Ραμόν, ο Σαρλ και ο Κάλιμπαν (ο ήρωας που έχει επινοήσει μια πακιστανική γλώσσα για να διασκεδάζει με τον φίλο του και που το όνομά του γίνεται Ταλιμπάν με μια μικρή αλλαγή) διαφορετικής ηλικίας, που τους δένει η «ύστατη αρετή», η φιλία, στοχάζονται πάνω στον αφαλό και τη γυναικεία σεξουαλικότητα, τη μητρότητα και τους αγγέλους, τη μοναξιά και τα γηρατειά, το κέφι και το γέλιο, τις πλάκες και τα αστεία, τον ηθοποιό και τον ποιητή, την τρυφερότητα και την αγνότητα, το σημαντικό και το ασήμαντο… και συζητούν τους προβληματισμούς τους σε μέρη όπως το Πάρκο του Λουξεμβούργου, μία κιτς δεξίωση, ένα μπιστρό κτλ.

Παράλληλα, όμως, ο κύριός τους τούς δίνει για να διασκεδάσουν τα «Απομνημονεύματα του Νικίτα Χρουστσόφ», όπου τους έχει υπογραμμίσει αστείες ιστορίες με τον Στάλιν, όπως το ανέκδοτο με τις είκοσι τέσσερις πέρδικες. Ο Στάλιν λέει αστείες ιστορίες, ο Χρουστσόφ εξίσταται, ο Καλίνιν κατουριέται, ο Στάλιν ξεκαρδίζεται… Ναι, αλλά τί σχέση έχει ο Στάλιν -που και αυτός χάνεται στη λήθη του παρελθόντος, αφού η εικοσάχρονη Μαντλέν (η φιλενάδα του Αλαίν) δεν αναγνωρίζει το όνομά του- με το χιούμορ και το γέλιο; 

Η απάντηση, ίσως βρίσκεται στο εξής απόσπασμα της «Συνάντησης»:

Τι δουλειά έχει το χιούμορ στο αιματοβαμμένο πεδίο μιας από τις χειρότερες τραγωδίες της Ιστορίας; Κι όμως, αυτό ακριβώς είναι μοναδικό, καινούργιο, αξιοθαύμαστο: να μπορεί κανείς να αντιστέκεται στον σχεδόν υποχρεωτικό στόμφο ενός τόσο σημαντικού θέματος. Γιατί μόνο η αίσθηση του χιούμορ έχει τη δυνατότητα να αποκαλύπτει την έλλειψη χιούμορ των άλλων.

Το συνολικό έργο του Κούντερα χαρακτηρίζεται, κυρίως, από τη διάχυτη ειρωνία του, τις αμφίσημες καταστάσεις που προβάλλονται, αλλά για τον ίδιο, το ειρωνικό ύφος στο μυθιστόρημα δεν είναι θέμα επιλογής. Η ειρωνία αποτελεί την εν γένει φύση του μυθιστορήματος, είναι σύμφυτη με το μυθιστόρημα, αφού δεν υπάρχει διάκριση καλού και κακού, σωστού και λάθους, όλα είναι διφορούμενης σημασίας. Στην «Τέχνη του Μυθιστορήματος» αναφέρει ότι υπάρχουν 4 «εκκλήσεις», στις οποίες δεν μπορεί να αντισταθεί: «Η έκκληση του παιχνιδιού», «η έκκληση του ονείρου», «η έκκληση του στοχασμού» και «η έκκληση του χρόνου». 

«Η γιορτή της ασημαντότητας» είναι η παιγνιώδης σύλληψη του σήμερα, μέσα από την «ονειρική φαντασία» και το στοχαστικό βλέμμα ενός μυθιστοριογράφου που έχει βιώσει το παράλογο της ιστορίας, διανύει την ένατη δεκαετία της ζωής του και αντιμέτωπος με τον πεσσιμισμό και τη θλίψη του σήμερα, καταφεύγει στο «έσχατο καταφύγιο του ανθρώπου», το χιούμορ. Παράλληλα, και με έναν κωμικό τρόπο, θέτει τον άνθρωπο του σήμερα –που δεν γνωρίζει ποιος ακριβώς είναι αυτός ο Στάλιν- αντιμέτωπο με την ιστορία του, διευρύνοντας το έργο του «στο αίνιγμα του συλλογικού χρόνου, του χρόνου της Ευρώπης, της Ευρώπης που στέκεται για να κάνει τον απολογισμό της, να συλλάβει την ιστορία της».

Όταν διαβάζω βιβλία του Κούντερα, νιώθω σαν να κάνω βουτιά στα βαθιά, που όσο καταδύεσαι, ο βυθός καθαρίζει, αλλά γίνεται πιο επικίνδυνος, τα αυτιά αρχίζουν και πονάνε, πρέπει να κάνεις στάσεις για να προσαρμοστείς στα διάφορα βάθη, μπορεί να σπάσει το τύμπανο αν δεν προσέξεις, μπορεί να αρχίσεις να ζαλίζεσαι… και όσο πιο βαθιά πηγαίνεις τόσο λιγότερα έμβια όντα συναντάς.

Λες και όλη μου η καθημερινότητα, οι διαπροσωπικές μου σχέσεις, τα όνειρα, οι συζητήσεις, όσα παρακολουθώ, ακούω και βλέπω, διαδραματίζονται στην επιφάνεια της θάλασσας, όπου όλα είναι ψευδαισθήσεις, και μόνο αν σταθώ και βουτήξω προς τα κάτω θα έχω μια λίγο πιο αληθινή αίσθηση της ύπαρξής μου και του κόσμου γύρω μου. Σαν ένα είδος αυτοψυχανάλυσης, που, όμως, συνοδεύεται πάντα από ένα αίσθημα κατάθλιψης και απογοήτευσης. 

Ο Κούντερα, στο πρώτο κεφάλαιο της «Συνάντησης», μιλάει για το έργο του Francis Bacon (1909-1992), ο οποίος, νιώθοντας ότι βιώνει «το τέλος ενός πολιτισμού», «προσπαθεί να εμβαθύνει στο ουσιώδες» που δεν είναι άλλο από «το σώμα». Το σώμα του ανθρώπου καλύπτεται από έναν μανδύα, έναν «πέπλο», υφασμένο από όνειρα, διαπροσωπικές σχέσεις, θρησκευτικές ελπίδες και υπερφυσικά καταφύγια, κοινωνικές και πολιτικές καταβολές. Αν απογυμνωθεί ο άνθρωπος από τον μανδύα αυτόν, μένει αντιμέτωπος με το σώμα του, βρίσκεται «στο έλεος του σώματός» του και συνειδητοποιεί ότι είναι στην ουσία «ένα τυχαίο συμβάν, μια μάταιη ύπαρξη που πρέπει να παίξει μέχρι τέλους το παιχνίδι» της ζωής. 

Και ο Μίλαν Κούντερα αναρωτιέται…

«Τι μας μένει όταν έχουμε καταδυθεί ως εκεί;
To πρόσωπο, […]
το πρόσωπο που πάνω του καρφώνω το βλέμμα μου, για να βρω έναν λόγο να ζήσω αυτό το «μάταιο τυχαίο συμβάν», τη ζωή.

Η γιορτή της ασημαντότητας, του Μίλαν Κούντερα
Μετάφραση: Γιάννης Η. Χάρης
Εκδόσεις Βιβιλοπωλείον της Εστίας, 2014
σελ. 144

2
Μοιράσου το