Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Ο κ. Μάκης

feature_img__o-k-makis
Ο κύριος Μάκης ήταν ψηλός, πάνω από εξήντα, καλοντυμένος. Πήγαινε πάντα στο ίδιο ξενοδοχείο, μια φορά το μήνα. Είχε μάλλον στενάχωρο βλέμμα, δεν χαμογελούσε πολύ. Ντρεπόταν να σε κοιτάξει στα μάτια. Έκλεινε το δωμάτιο από πριν. Έλεγε το επίθετό του, έπαιρνε τα κλειδιά και ψέλλιζε ένα «ευχαριστώ» στον υπάλληλο στη ρεσεψιόν. Πήγαινε πάντα την ίδια ώρα, δέκα το βράδυ, με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι. Πάντα παρέα με μια κοπέλα. 

Αυτή θα ήταν γύρω στα σαράντα. Μελαχρινή, με μεγάλα μάτια. Γυμνασμένη, αρκετά γοητευτική. Δεν ήταν ντυμένη πρόστυχα. Για την ακρίβεια, ήταν ντυμένη σαν να γυρνούσε από τη δουλειά στο σπίτι. Αθλητικά, κολάν, φούτερ. Ο κ. Μάκης πάντα της κρατούσε το χέρι.

Έτσι και σήμερα. Πήρε τα κλειδιά από τη ρεσεψιόν, ανέβηκε πάνω στο δωμάτιο με την κοπέλα. Έδωσε το φιλοδώρημα στον υπάλληλο. Όπως πάντα. 
Μπήκαν μέσα, άνοιξε τη βαλίτσα του. Το ίδιο έκανε και η κοπέλα. 

«Και για πες; Πως ήταν ο προηγούμενος μήνας σου;» τη ρωτάει με στοργική έκφραση κι ένα πλατύ χαμόγελο. Τα μάτια του ήταν χαρούμενα, διαφορετικά από πριν.
«Τα ίδια, κ. Μάκη, έχω κουραστεί, πρέπει να σταματήσω να κάνω αυτή τη δουλειά, πρέπει να καταφέρω να ξεκόψω από δω».

Όσο μιλούσε, είχε βγάλει τα ρούχα και είχε βάλει τις πυτζάμες της. Ό,τι φορούσε και στο σπίτι δηλαδή: μια φόρμα. Ο κ. Μάκης δεν κοιτούσε καθόλου όσο εκείνη άλλαζε. Το απέφευγε με επιμέλεια. Έβαλε κι αυτός τις πυτζάμες του. Οι δικές του ήταν σοβαρές. Καρό παντελόνι και ασορτί μπλούζα από πάνω.

Ξάπλωσε πρώτη πάνω απ’ τα σκεπάσματα. Ο κ. Μάκης βγάζει μια πικέ κουβέρτα απ’ τη βαλίτσα του και σκεπάζει στοργικά τη Φωτεινή, που ήδη ακουμπάει το ένα πέλμα πάνω από το άλλο, κι ας έχει ζέστη στο δωμάτιο. Μπαίνει κι εκείνος κάτω απ’ την κουβέρτα. Απλώνει το χέρι του σε μια γνώριμη κίνηση. Εκείνη κουρνιάζει στην αγκαλιά του. Της χαϊδεύει το μάγουλο και της φιλάει το κεφάλι. Εκείνη μπλέκει τα πόδια και τα πέλματά της με τα δικά του.

«Πάντα κρύα πόδια έχεις, ε;» Τα χέρια του χαϊδεύουν ήδη τα μαλλιά της.
«Ε, ναι, αφού το ξέρεις, κ. Μάκη». Χαμογελάει και εκείνη και τον κοιτάζει ντροπαλά.
«Πρέπει να σταματήσεις αυτή τη δουλειά, συμφωνώ». Κάνει μια παύση. Σκέφτεται αμέσως ότι δεν θα μπορεί να τη βλέπει. Αναστενάζει, δεν θα τον ενοχλούσε να δουλεύει η 

Φωτεινή λίγο καιρό ακόμα. «Να σταματήσεις, να ξεκουραστείς κι εσύ», της λέει, τελειώνοντας τη φράση του.

Εκείνη ξέρει πόσο του αρέσει να είναι μαζί της. Αλλά, ακούγοντας τον να λέει αυτά τα λόγια, του σφίγγει ασυναίσθητα το χέρι. Η καρδιά του αρχίζει να ανεβάζει παλμούς. Κλείνει τα μάτια του, να βιώσει τη στιγμή.

«Σου έχω πει ποτέ, Φωτεινή, πώς απέκτησα αυτά τα σημάδια στο χέρι μου;» Σηκώνει λίγο το μανίκι του. Είχε δύο σκούρες γραμμές, που ανέβαιναν από το καρπό μέχρι το μπράτσο. Φαίνονταν παλιές, χωρίς τη παραμικρή διάθεση να φύγουν από εκεί.

«Όχι, κ. Μάκη». Αφήνει τα δάκτυλα της να διατρέξουν τη βαθιά ουλή, όπως η βελόνα του πικάπ διαβάζει το βινύλιο. Οι τρίχες στο σβέρκο του σηκώθηκαν.
«Το έπαθα σε ένα ατύχημα, όταν ήμουν μικρός, στο χωριό. Είχα κλέψει τη μηχανή του πατέρα μου».

Της διηγήθηκε την αγαπημένη του ιστορία, ενώ απόρησε πώς δεν της την είχε πει τόσο καιρό. Της είπε πόσο φοβόταν όταν έκλεβε τη μηχανή και πόσο όμορφα ένιωσε που πήγε βόλτα με αυτήν. Πώς ένιωσε όταν έπεσε πάνω στη τζαμαρία του ζαχαροπλαστείου. Πόσο αστείο και τρομακτικό συνάμα ήταν, όταν τον είδε ο πατέρας του με αίματα παντού. Όση ώρα της μιλούσε, δεν την άφησε απ’ την αγκαλιά του. Δεν την άφησε, μέχρι που μούδιασε το χέρι του, και εκείνη φαινόταν έτοιμη να την πάρει ο ύπνος. Γλυκό μούδιασμα, όπως κάθε φορά.

Της ψιθύρισε μήπως είναι ώρα να πάνε για ύπνο. Για την ακρίβεια, τη ρώτησε αν θέλει να πάνε για «νάνι». Ντρεπόταν κάπως να της μιλάει έτσι, λες και οι δυο τους είναι παιδάκια, ή –ακόμα χειρότερα– λες κι αυτό που ζούσαν ήταν κάτι αληθινό, αλλά του άρεσε. Του θύμιζε άλλες εποχές. Τότε που δεν ήταν μόνος.

Έπεσαν για ύπνο. Πάντα της έδινε το χέρι του για μαξιλάρι, αφού πρώτα της μάζευε τα μαλλιά, για να μην μπλεχτούν και πονέσει. Εκείνη γυρνούσε και ακουμπούσε το χέρι της στο στέρνο του. Έτσι, τον έπαιρνε ο ύπνος γλυκά. Αν ήταν αληθινή σχέση, θα σιγοτραγουδούσε κάποιον αυτοσχέδιο σκοπό. Έβαλε το ξυπνητήρι στη συνηθισμένη ώρα. Εννέα το πρωί. Ξύπνησαν, με το χέρι του να πονάει.

«Θέλεις; Πάντα θέλω το πρωί». Ψαχουλεύει κάτι στη βαλίτσα του.
«Θέλω, ναι!»

Αφού τελειώσανε, έβαλαν τα ρούχα τους. Το χαμόγελό του είχε σβήσει. Μάζεψε την κουβέρτα του, έφτιαξε βιαστικά τη βαλίτσα του. Κατέβηκαν κάτω μαζί, αλλά τώρα δεν της κρατούσε το χέρι. Πλήρωσε βιαστικά και έφυγε.

«Πάλι πέταξες τα λεφτά σου, κορόιδο, ε, κορόιδο. Αφού είναι ψεύτικο…», γρύλισε στον εαυτό του. Αναστέναξε ξανά και πήρε να ανεβαίνει σκυθρωπός το σοκάκι της Πλάκας.

Πίσω στο ξενοδοχείο, η καμαριέρα έχει μόλις καθαρίσει το δωμάτιο κι επιστρέφει στη ρεσεψιόν. Όλοι την περιμένουν με αγωνία.

«Είχε και σήμερα πεταμένα περιτυλίγματα;»
«Ναι, δύο σοκοφρέτες. Όπως πάντα. Το κρεβάτι πάλι άθικτο».
«Τι να της κάνει άραγε; Λέω να τον βγάλουμε σοκοφρετάκια». 

1
Μοιράσου το