Scroll Top

Serial Killers

Μπράβο ρε Λάνθιμε!

feature_img__mprabo-re-lanthime
Πως τα φέρνει έτσι αυτή η κακόβουλη η μοίρα κι όλα μοιάζουν να συμπίπτουν και να αλληλοσυμπληρώνονται σ’ αυτόν τον κόσμο; Παραμένει πραγματικά άγνωστο. Μυστήριο πράγμα η ζωή δηλαδή «κι η τύχη άσπλαχνος κι η μοίρα μισητή» που γράφει ο Αλεξανδρινός. Τις ώρες λοιπόν που γράφονται αυτές οι γραμμές και τιμούμε τη μνήμη του μεγαλύτερου κινηματογραφιστή αυτού του έθνους, του Θόδωρου Αγγελόπουλου που μας εγκατέλειψε πριν από εφτά ακριβώς χρόνια, το ζήτημα που μονοπωλεί την κοινωνική πραγματικότητα και τις καθημερινές συζητήσεις δεν είναι άλλο από την ιστορική συμφωνία επίλυσης του λεγόμενου «Μακεδονικού» ζητήματος. Κι όλα αυτά ήρθαν να συγκεραστούν παροιμιωδώς με μια μεγαλειώδη στιγμή του ελληνικού αθλητισμού στην Αυστραλία, καθώς και με τη μνημειώδη πορεία του Λάνθιμου μέχρι τις 10 οσκαρικές υποψηφιότητες.

Και με εφαλτήριο την τελευταία αυτή επιτυχία του Γιώργου Λάνθιμου γεννήθηκε μέσα μου μια αντισυμβατική αν θέλετε σκέψη, καθαρά προσωπική και υποκειμενική. Ποιο ακριβώς κοινό στοιχείο στα τρία μεγάλα αυτά γεγονότα της ελληνικής ειδησεογραφίας είναι εκείνο που διεγείρει -αν όντως διεγείρει- αισθήματα εθνικής υπερηφάνειας και πατριωτικής αυτοϊκανοποίησης; Πάνω σε ποια ακριβώς βάση ερείδονται τα ένστικτα αγάπης κι αφοσίωσης που οδηγούν θεωρητικώς ή θα έπρεπε να οδηγούν έναν ολόκληρο λαό σε πανηγύρια και επευφημίες; Γιατί δεν σας το κρύβω, μου φάνηκε εξαρχής αδιανόητο να μας χαροποιούν εξίσου μια σπουδαία κινηματογραφική καταξίωση, μια αξιοπρεπής διεθνής πορεία ενός Έλληνα αθλητή και μια ιστορική συνθήκη της ελληνικής διπλωματίας! Να με συγχωρέσετε, αλλά δεν μπορούσα και δεν μπορώ να το δεχτώ. Μου κάθεται στραβά ρε παιδάκι μου να μπαίνουν όλα έτσι φύρδην μίγδην στο ίδιο τσουβάλι.

Θα μου πείτε περίπλοκο πράγμα το «έθνος», δύσκολα προσδιορίζεται. Στην πολιτισμική του έκφανση ωστόσο δεν είναι τίποτα άλλο από ένα συγκροτημένο σώμα κοινωνικών σχέσεων που συνδέουν μια ομάδα ανθρώπων μεταξύ τους. Το σώμα αυτό περιλαμβάνει μια κοινή γλώσσα, κοινά ήθη κι έθιμα, θρησκεία, ιστορία, παράδοση και κουλτούρα και θεμελιώνει στην ουσία μια ταυτότητα μεταξύ των μελών της κοινότητας που προσδίδει την αίσθηση του «εθνικώς ανήκειν». Το αν αυτή η διαδικασία κοινωνούμενων δεσμών θα κινητοποιήσει κάποια μορφή κοινής πίστης στην αξία της πατρίδας και θα διεγείρει αισθήματα αφοσίωσης που να συνδέονται με μια κρατική κι εδαφική οντότητα είναι θέμα καθαρά ψυχολογικό. Σίγουρα το έθνος ως θεωρητική δομή σφυρηλατεί κάποια αισθήματα αλληλεγγύης στην κοινότητα των ανθρώπων που μετέχουν σε αυτό, αλλά δεν νομίζω ότι επαρκεί αυτό ως υπόθεση για να εξηγήσει τη μεγάλη «χαρά» των Ελλήνων μπροστά στο θρίαμβο του Στέφανου. Ή έτσι τουλάχιστον το βλέπω εγώ. Οι Γερμανοί θεωρητικοί του εθνικισμού αντίθετα, με προπάτορες τον Herder και τον Fichte, πίστευαν ακράδαντα πως μια κοινή γλώσσα αποτελεί φορέα παραδόσεων και ιστορικής μνήμης κι ενσαρκώνει έτσι τη διαφορετική κουλτούρα και φύση ενός λαού, αρκώντας από μόνη της για να γεννήσει συναισθήματα αγάπης που θα μας δέσουν αρραγώς με το έθνος. Είναι αυτό που καλείται «Volksgeist» ή «λαϊκό πνεύμα» και ενσωματώνει όλη την κουλτούρα μιας κοινότητας ανθρώπων που μοιράζονται κοινή ταυτότητα. Αρκεί όμως από μόνο του αυτό το ιστορικά διαμορφωμένο αίσθημα του «κοινώς ανήκειν» για να μας κάνει να πανηγυρίσουμε το ίδιο έξαλλα έναν αγώνα τένις που γίνεται μερικά χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά με δέκα οσκαρικές υποψηφιότητες ενός μεγάλου Έλληνα καλλιτέχνη;

Η ιστορία αυτής της αλλοπρόσαλλης χώρας έχει πολλάκις απαντήσει ένα μεγάλο και φανφαρόνικο «ναι» στην παραπάνω ερώτηση. Όταν η ελληνική Πολιτεία, σφιχταγκαλιασμένη με την Εκκλησία και το τρελοπαπαδαριό του Καντιώτη, κυνήγησε αναίσχυντα τον Θόδωρο Αγγελόπουλο για το «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» (μια ταινία που αμφισβητούσε με τον πιο δομικά επαναστατικό τρόπο τις παντός φύσης συνοριακές γραμμές αυτού του κόσμου -κυριολεκτικές κι υπαρξιακές-), το ελληνικό έθνος ποιούσε την νήσσαν, εφιαλτικά βυθισμένο μέσα στην πνευματική χαύνωση και τη συνειδησιακή απονέκρωση και πλήρως αδιάφορο απέναντι στην ιερόσυλη βαρβαρότητα του τόπου. Ήταν την ίδια ακριβώς εποχή που βγήκαν στα μπαλκόνια οι πρώτες γαλανόλευκες σημαίες για το «Μακεδονικό» και για το χρυσό μετάλλιο του Πύρρου Δήμα στη Βαρκελώνη. Ήταν η εποχή των πιο παχιών αγελάδων, όπου η ελληνική κοινωνία εθίστηκε μαζικά στο βούρκο της εθνικιστικής έξαψης και εξηλιθιώθηκε από την εκκωφαντική επέλαση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Εκτράφηκε ένας πατριδολάγνος, κιτς -αν όχι trash- αρχοντοεπαρχιωτισμός που λίγα χρόνια αργότερα θα έδινε το λαμπρότερο δείγμα της συστατικής του σχιζοφρένειας. Στα μπαλκόνια είχαν βγει οι ίδιες γαλανόλευκες σημαίες, μέσα στο ίδιο παράφορο ντελίριο πανηγυριώτικης φιλαυτίας. Αυτή τη φορά όμως ο λόγος ήταν τελείως διαφορετικός: ο Αγγελόπουλος είχε μόλις κερδίσει το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών. Ένα ολόκληρο κοινωνικό σώμα, βουτηγμένο από τα χέρια της ίδιας της πολιτικής του ηγεσίας μέσα στα λασπόνερα του πνευματικού ευνουχισμού, πανηγύριζε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με τα ίδια σοβινιστικά συνθήματα και τις ίδιες ελληνόχρωμες κορώνες έναν αρσιβαρίστα κι έναν καλλιτέχνη που όμοιό του δεν είχαν ξαναβγάλει ως τότε αυτά τα χώματα. Αν όντως μπλέκονται τα χώματα. Αχ «θεϊκιά κι όλη αίματα πατρίδα».

Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού

Δεν θέλω να είμαι κακόπιστος και κυνικός. Ο Στέφανος Τσιτσιπάς, σε πολύ πολύ μικρή ηλικία, μ’ ένα εξωπραγματικό χάρισμα και γνήσιο, άφθονο κόπο, κατόρθωσε κάτι πραγματικό σπουδαίο στο χώρο του και διέγραψε μια αληθινά αξιοζήλευτη πορεία σ’ ένα από τα τέσσερα μεγαλύτερα τενιστικά τουρνουά του κόσμου. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Ο Γιώργος Λάνθιμος όμως δεν μοιάζει σε τίποτα με όλα αυτά. Μπορεί κι αυτός να δούλεψε εξίσου σκληρά και να πιστοποίησε με το έργο του το έμφυτο ταλέντο του, αλλά τα κατορθώματά του πηγαίνουν ένα βήμα μακρύτερα απ’ αυτό.

Στα γυρίσματα της νέας του ταινίας “The Favourite” με την Emma Stone

Γιατί ο Λάνθιμος, ένας αδιαπραγμάτευτα φωτεινός κι εμβριθής καλλιτέχνης που κάθε του πόνημα μοιάζει μαγευτικότερο από το αμέσως προηγούμενο, επαναπροσέγγισε την ίδια τη φύση του καλλιτεχνικού μέσου με το οποίο εργάστηκε. Αναβάθμισε τον κινηματογράφο ως αισθητικοκοινωνικό και ιδεολογικό φαινόμενο, σημαδεύοντάς τον με μια τεχνοτροπία που δεν μοιάζει σε τίποτα με καμία άλλη. Αξιοποιώντας στο έπακρο την εκφραστική δύναμη του μέσου, εργάστηκε με ευλαβική προσήλωση πάνω σε θέματα που άγγιξαν το βαθύτερο πυρήνα της ύπαρξης του ανθρώπου και ανέδειξαν με μεταφυσική ενάργεια μια εξουσιαστική, νοσηρή «δύναμη» που καταδυναστεύει τις ζωές μας. Σημειώνω πως δεν έψαξα να βρω πειρατικά την καινούργια του ταινία, το “The Favourite”, κι ως εκ τούτου δεν το έχω δει ακόμα. Αναμένω την διανομή του στη μεγάλη οθόνη για να το απολαύσω. Δεν έχω ανάγκη όμως τη νέα του ταινία για να επιβεβαιώσω το στέρεο καλλιτεχνικό αποτύπωμα που έχει ήδη αφήσει στο χώρο της κινηματογραφικής τέχνης.

Αγαπώ το σινεμά, κι ακριβώς επειδή το αγαπώ βαθιά κι αδέσμευτα, θέλω να αποστείλωμε όση αγνότητα κι ειλικρίνεια διαθέτω ένα μεγάλο «μπράβο» στον Γιώργο Λάνθιμο και στην τέχνη του. Μπράβο γιατί κατάφερε να σπάσει το κέλυφος της δημιουργικής φαυλότητας του τόπου του κι εφοδιασμένος με την ελληνική παιδεία και γλώσσα να ακτινοβολήσει στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα. Μπράβο γιατί κατόρθωσε να αποπέμψει από πάνω του τη μεμψιμοιρία της φτήνιας και την παραλυτική ασθένεια της υποκουλτούρας. Κι όχι πως όλα αυτά επιβεβαιώνονται με τις 10 υποψηφιότητες της Ακαδημίας. Τα γράφω απλά για να τονίσω πως δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να διεγείρει τα αισθήματα της εθνικής μας υπερηφάνειας η καταξίωσή του. Ο Λάνθιμος δεν είναι ελληνικός παρ’ ότι Έλληνας. Ο Λάνθιμος είναι οικουμενικός και γι’ αυτό ας μην τον βρωμίζουμε. Οποιαδήποτε δύσμοιρη προσπάθεια να τον χωρέσουμε στο ίδιο τσουβάλι και στο ίδιο ειδησεογραφικό δελτίο με αθλητικά σορτσάκια και κύπελα, ευτελίζει εμάς τους ίδιους και διατρανώνει άριστα την αβάσταχτη μικροπρέπειά μας. «Όλο το έθνος προσκυνάει σώβρακα και φανέλες» που έλεγε κι ο Τζίμης. Μια κοινωνία που υποκινείται σύσσωμη από την παράνοια του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και χρησιμοποιεί τις εθνικιστικές της φαντασιώσεις ως όργανο ηθικής και πνευματικής αναγέννησης, ενώ ταυτόχρονα απορρίπτει τον Αγγελόπουλο και το έργο του, ήταν από καιρού καταδικασμένη να πεθάνει. Και τώρα, για να επανέλθω στα καθ’ ημάς, πάνω ακριβώς στο τέλος μιας μακράς κι επίπονης ιστορίας για τη μοίρα των λαών, το όποιο φως της «Συνθήκης των Πρεσπών» δεν αρκεί για να φωτίσει τέτοιο αχανές σκοτάδι. Μόνο μια τέτοια μονολιθική και καταδικασμένη κοινωνία θα πανηγύριζε με τις ίδιες ακριβώς ιαχές τον σπουδαίο Τσιτσιπά και τον λαμπρό Λάνθιμο. Εγώ θα προσπαθήσω να απέχω.

Μπράβο ρε Λάνθιμε!

βενσερέμος κι εις το επανιδείν

1
Μοιράσου το