Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Mandy, του Πάνου Κοσμάτου

feature_img__mandy-tou-panou-kosmatou
Σεναριακά προσχηματικό σε ακραίο σημείο, το “Mandy”, από τα πρώτα του κιόλας λεπτά, καθιστά σαφές ότι δεν θα ασχοληθεί με τα απομεινάρια της ορθολογιστικής παράδοσης που ακόμα μαστίζουν την κινηματογραφική δραματουργία. Δηλαδή με τη σκιαγράφηση μιας –λιγότερο ή περισσότερο πειστικής- «ιστορίας». Για το μεταμοντέρνο σινεμά του Κοσμάτου, η υπερρεαλιστική επανάσταση έχει πετύχει.

Ζούμε υπό το καθεστώς αφηρημένων, εκμαυλιστικών εικόνων, εικόνων που έχουν πάψει να «σημαίνουν», που μονάχα επιφανειακά απευθύνονται στο λογικό μας. Ο σύγχρονος κόσμος διατηρεί μια κακόπιστη σχέση με τη Συνείδηση. Προσποιείται ότι την υπακούει, ότι της υποτάσσεται ενώ, στην πραγματικότητα, όλο το παιχνίδι παίζεται στο Ασυνείδητο. Πολιτική, οικονομία, κοινωνικές σχέσεις, τέχνη, ιδεολογία, σεξ, πολλαπλασιάζουν τα κεφάλαιά τους στη «βιομηχανία» του ασυνείδητου.

Για έναν κινηματογραφιστή που είναι ειλικρινής απέναντι στο κοινό του, δεν συντρέχει λόγος να αποκρύψει αυτό το γεγονός. Η «πλοκή», λοιπόν, θα είναι επουσιώδης και θα μπορεί να συνοψιστεί σε τρεις προτάσεις το πολύ. Από εκεί και πέρα, θα ξεκινήσει αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό: το όργιο μιας επιβλητικής, θρησκευτικής υφής, εικονοποιίας που στοχεύει κατευθείαν στο ασυνείδητο, προσπερνώντας την υποκρισία του αφηγηματικού ρασιοναλισμού.

Ο παρανοϊκός, θρησκόληπτος χίπις (“jesus freaks” αποκαλεί πολύ εύστοχα ο Red Miller τον συρφετό τρελών που έχει μαζέψει γύρω του o -όχι τυχαία επονομαζόμενος- Jeremiah) που απαγάγει τη Mandy, βουτηγμένος στα ναρκωτικά και τις ψευδαισθήσεις μεγαλείου, διαπράττει μια ύβρη η οποία δεν μπορεί να μείνει ατιμώρητη. Αρχικά, η βλασφημία του έγκειται στο γεγονός ότι αποσπά από τη μητέρα Φύση ένα πολύτιμο κομμάτι της. Έπειτα το καταστρέφει διότι δεν δέχεται να τον υπηρετήσει.

Αυτός ο σχιζοφρενής μουσικός, διαβολικό απόρριμμα ενός πολιτισμού που έχει μάθει να αρπάζει και να χρησιμοποιεί κατά βούληση, επεμβαίνει και διαταράσσει την ισορροπία ενός αγνού συστήματος που δεν έχει καμία θέση για τη διαφθορά του. Συνεπώς, θα γίνει στόχος μιας εκδίκησης που δεν είναι τίποτα λιγότερο από ιερή, καθαγιασμένη. Δεν θα ήταν εντελώς άστοχο να δούμε εδώ την αντίθεση χριστιανισμού και παγανισμού.

O χριστιανισμός, στην αστική εποχή, είναι η θρησκεία των άπληστων καπιταλιστών –ειδικά στην Αμερική-, δηλαδή της αρπαγής, της θεοποίησης της εργασίας που μετατρέπει τον φυσικό κόσμο σε αντικείμενο προς κτήση, της υλικοτεχνικής επέκτασης, της τεχνοκρατικής επέλασης, της από-ιεροποίησης της Φύσης. Αντίθετα, για τον παγανισμό η Φύση είναι πάντα θεϊκή, συνεπώς ο άνθρωπος οφείλει να τη φοβάται, να τη σέβεται και να ζει σε αρμονία μαζί της.

Ο Red, του υπέροχα παραληρηματικού Nicolas Cage, θα ξεκινήσει να βρίσκει έναν-έναν τους βέβηλους και να τους μακελεύει. Εκτελεστής της θεϊκής βούλησης για τιμωρία, εντολοδόχος ανώτερων δυνάμεων (είναι κι η αγάπη μια ανώτερη δύναμη, μάλιστα στην άθεη εποχή μας παραμένει η πιο εύληπτη μορφή της θεότητας που μπορούμε να γνωρίσουμε), καταδύεται στον ζόφο ενός παρηκμασμένου περιβάλλοντος, ζητώντας τη λύτρωση στη βία (Red φυσικά, κόκκινος, αφού το αίμα είναι το πεπρωμένο του). Αλλά η βία εδώ είναι επίσης ψευδαισθητική, αποκομμένη απ’ τον οποιονδήποτε νατουραλισμό του Κακού, γοητευτικό μοτίβο ενός μετά-αναγεννησιακού ντεκόρ.

Pulp στυλιζάρισμα (στα κουστούμια, τη γκροτέσκα όψη των κακών, τη σκηνογραφική θύελλα χρωμάτων), «βρώμικη» eighties αισθητική (στα καδραρίσματα, το αφηγηματικό τέμπο, τα μπιμουβάδικα, συμβολικά αρχέτυπα), κομιξάδικος αβαντγκαρντισμός και heavy metal τονικότητα, είναι το φορμαλιστικό πέπλο: από πίσω κοχλάζει μια σκοτεινιασμένη ποιητικότητα που δονείται από μελαγχολία και ρεμβώδη μυστικισμό. Το σύμπαν του “Mandy”, είναι ονειρικό, παραισθησιογόνο και, πέρα ως πέρα, εξπρεσιονιστικό.

Δεν «σημαίνει»: Είναι. Επαφίεται στην αίσθηση και την καλεί να αναλάβει τα ηνία, να αμφισβητήσει την συζητήσιμη εξουσία του νου. Ομνύει στη σαγηνευτική κραταιότητα της Εικόνας. Είναι ολόκληρο μια παθιασμένη ερωτική πράξη μεταξύ φωτός και ήχου, ένας κινούμενος πίνακας ζωγραφικής που πυρακτώνεται σε κάθε πλάνο και αναδημιουργείται απ’ τις στάχτες του στο επόμενο, για να αναφλεχθεί ξανά.

Κάνουμε κατάχρηση καθήκοντος όταν γράφουμε για έργα σαν αυτό, που δεν έχουν καμιά ανάγκη κριτικών προσεγγίσεων ή θεωρητικών σχολιασμών. Το “Mandy” γυρεύει να βιωθεί κι όχι να «εξηγηθεί», με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Παράταιρο (όπως κάθε αυθεντικό έργο τέχνης), ιδιόμορφο, υπέρλαμπρα ιδιοσυγκρασιακό, το φιλμ του Κοσμάτου μοιάζει να εξορίστηκε στον –απελπιστικά εθισμένο στις εγκεφαλικές ερμηνείες- αντιποιητικό κόσμο μας. Δεν ανήκει εδώ σίγουρα, αλλά πρέπει να αισθανόμαστε τυχεροί που ευλογηθήκαμε με μια συνάντηση μαζί του.

Mandy, του Πάνου Κοσμάτου
Είδος: Θρίλερ, Τρόμος
Διάρκεια: 121'

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

_
Γιάννης Σμοΐλης
- γράφει για το Artcore
1
Μοιράσου το