Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Λάννυ, του Max Porter

feature_img__lanni-tou-max-porter
Λάννυ: Ένα σύγχρονο παραμύθι

Γιατί αξίζει μιαν ανάγνωση – Νέα Κυκλοφορία: Μια μοντέρνα μορφολογικά και θεματικά προσέγγιση στις παγανιστικές αφηγήσεις και το παραμύθι.

Στο μυθιστόρημά του «Λάννυ», που κυκλοφορεί φέτος από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση Μυρσίνης Γκανά, ο Βρετανός Max Porter προσεγγίζει με έναν πρωτότυπο τρόπο έναν από τους βασικούς «τρόπους» του αστυνομικού μυθιστορήματος, την εξαφάνιση ενός μικρού παιδιού, με σκοπό να του δώσει τη χροιά ενός μοντέρνου παραμυθιού, που επικοινωνεί με τις παγανιστικές ρίζες του παρελθόντος, αναδεικνύοντας έτσι αλληγορικά ζητήματα που σχετίζονται με τη ζωή και τη θέση των ανθρώπων.

Πρόκειται για μια κλασική ιστορία, βγαλμένη από τον κόσμο του αστυνομικού μυθιστορήματος, που γίνεται στα χέρια του Max Porter η αφορμή για να πειραματιστεί τόσο μορφολογικά όσο και θεματικά: σε ένα μικρό χωριό της Αγγλίας, έξω από το Λονδίνο, η φιλήσυχη ζωή διαταράσσεται όταν ένα μικρό, παράξενο στο χαρακτήρα του αγόρι, ο Λάννυ, εξαφανίζεται αιφνιδιαστικά, ενώ όλες οι υποψίες πέφτουν αρχικά στον περιθωριακό γερο-Πιτ, στον οποίο πηγαίνει συχνά ο Λάννυ για να «εκπαιδευτεί» στη ζωγραφική. Ωστόσο, ο Max Porter δεν ενδιαφέρεται καθόλου να αφηγηθεί μια τόσο συνηθισμένη ιστορία, αλλά αντίθετα βρίσκει την ευκαιρία να μεταμορφώσει την ιστορία σε ένα όχημα για να πραγματευτεί έναν άλλο κοινό τόπο της λογοτεχνίας, το υπερφυσικό και το παγανιστικό στοιχείο, εντάσσοντας στην «αστυνομικής κοπής» ιστορία το παραμυθικό. Συγκεκριμένα, βασικός χαρακτήρας στην ιστορία, πέρα από τα υπόλοιπα πρόσωπα, αναδεικνύεται ο Γερό-Άκανθος, ένα σχεδόν θεϊκό πρόσωπο, ένα ον από άλλο κόσμο, που φαίνεται πως ενσαρκώνει όλες τις δυνάμεις της φύσης αλλά και εκείνη του θανάτου· πρόκειται για ένα ον του ο οποίου η μορφή δεν είναι καθορισμένη αλλά αλλάζει διαρκώς, αν και περισσότερο τείνει να παρουσιάζεται στο κείμενο ως κάτι φυτικό, με τη μορφή δέντρου, ή τουλάχιστον ως κάτι παραπλήσιο, που έχει παρ’ όλα αυτά υπερφυσικές ιδιότητες. Αν έπρεπε να συνοψίσω την παρουσία του Γερο-Άκανθου, θα έλεγα ότι μπορεί να περιγραφεί ως η υλοποιημένη μορφή της Φύσης και του κύκλου της Ζωής. Τελικά, είναι ο Γερο-Άκανθος ο υπαίτιος, που, όπως το μυθιστόρημα μας προετοιμάζει από την αρχή του, θα «στήσει την παγίδα» -ή, αν θέλετε, θα καταστρώσει το σχέδιο -ώστε ο Λάννυ να εξαφανιστεί. Ακριβώς σε αυτό το σημείο ο Max Porter «αλλάζει» τα δεδομένα του «λογοτεχνικού παιχνιδιού», μεταμορφώνοντας το μοτίβο της εξαφάνισης σε συστατικό μιας πιο μαγικής, παραμυθικής και «λαϊκότροπης» (με την έννοια του παραδοσιακού-λαϊκού στοιχείου) αφήγησης, όπου πλέον το διακύβευμα δεν έχει να κάνει μόνο με τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη μιας κοινότητας αλλά και, επιπλέον, με τις σχέσεις του ανθρώπου με το εξω-ανθρώπινο κομμάτι -είτε κάποιος το ορίσει ως μεταφυσικό είτε απλά ως φυσικό-, δηλαδή με τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο.

Νομίζω, λοιπόν, πως το «Λάννυ» είναι ένα μυθιστόρημα που προσπαθεί να θέσει στο κέντρο του το ζήτημα της συνύπαρξης του ατόμου με τον κόσμο που τον περιβάλλει και με τις δυνάμεις του, και γι’ αυτό ακριβώς επιλέγεται η μορφή και η γλώσσα του είδους του παραμυθιού και των λαϊκών αφηγήσεων, με όλο το παγανιστικό φορτίο που συνεπάγονται, και γι’ αυτό συνδυάζονται με τους τρόπους του αστυνομικού μυθιστορήματος: οι πιο ακραίες μορφές της ανθρώπινης ζωής και εμπειρίας είναι και αυτές που ισορροπούν στα όρια με τον κόσμο της φύσης, μέρος της οποίας αποτελεί ο κύκλος της ζωής και ο θάνατος. Έτσι, η δράση του Γερο-Άκανθου, με όλο το συμβολικό βάρος που έχει -και το οποίο τονίζεται ιδιαίτερα από τον Porter, όπως γίνεται για παράδειγμα όταν η παρουσία του Γερο-Άκανθου συνδυάζεται στο κείμενο με το παρελθόν, την ιστορία, τη φυσιογνωμία και τους νεκρούς του χωριού- έρχεται να υποδείξει πόσο πολύ είναι συνδεδεμένοι ή και εντελώς υποταγμένοι οι άνθρωποι στις φυσικές δυνάμεις που τους περικλείουν. Μα, ταυτόχρονα, ο Γερο-Άκανθος, ακριβώς λόγω και της υπερφυσικής του υπόστασης έρχεται και σαν καταλύτης εντός της ιστορίας που διευκολύνει και την «αποκάλυψη» (με πιο θρησκευτική χροιά αν θέλετε), τη ανακάλυψη από τους ανθρώπους των πραγματικών τους εαυτών, των πραγματικών τους φόβων και επιθυμιών, της πραγματικής τους θέσης στον κόσμο (αυτό είναι κατά τη γνώμη μου που επιτυγχάνεται στο τρίτο και πιο «ερμητικό» μέρος του μυθιστορήματος, το οποίο ίσως το ονόμαζα «Αποκάλυψη του Γερο-Άκανθου»). Κι ωστόσο, η όλη αυτή παρουσία του υπερφυσικού στοιχείου, αν και κεντρική στο έργο, παραμένει κάπως σαν ένα ημιδιαφανές πέπλο, που αφήνει και δεν αφήνει τον αναγνώστη να δει από πίσω της· είναι σαν ο Porter να μη θέλει να «πιέσει» και πάρα πολύ την αλληγορία, να μη θέλει να την επιβάλλει με εντελώς ξεκάθαρο τρόπο στον αναγνώστη του, αφήνοντάς τον να αποφασίσει ο ίδιος για το πώς θα ερμηνεύσει τελικά το υπερφυσικό στοιχείο. Κι αυτό, νομίζω, είναι μια πρακτική που -είτε το εκλάβει κανείς θετικά είτε αρνητικά- μπορεί να υιοθετηθεί στις αφηγήσεις που ενσωματώνουν το μεταφυσικό, όταν επιλέγεται η ανοιχτή ερμηνεία έναντι μιας τελεσίδικης ερμηνείας δοσμένης από τον αφηγητή (κάτι που μπορεί να γίνεται και για τους ευνόητους, φιλοσοφικού χαρακτήρα λόγους, αναφορικά με το ζήτημα της αλήθειας και της μεταφυσικής).

Όμως, για μένα προσωπικά, εκεί που επιτυγχάνει περισσότερο το «Λάννυ», εκεί που θεωρώ ότι φαίνεται η μαεστρία του Porter, είναι στη μορφή του λόγου. Γιατί εκεί ακριβώς είναι που η πιο πειραματική γραφή απελευθερώνει τη ροή και τη δομή της αφήγησης, προσφέροντας έτσι στον αναγνώστη και έναν αφηγηματικό λόγο που ταιριάζει αρκετά και με το περιεχόμενο της «μαγικής» ιστορίας. Συγκεκριμένα, ο Porter ακολουθεί την πρακτική να αποδεσμεύει το λόγο του και τον αφηγηματικό του τρόπο από τους τυπικούς κανόνες που θα ανέμενε κανείς να ακολουθήσει ένας συγγραφέας. Έτσι μπορεί να μην έχουμε σαφή δομή στις παραγράφους, ενώ πολλές φορές η ίδια η λογική ροή διαταράσσεται όταν μπλέκονται ξαφνικά μεταξύ τους διαφορετικές φωνές και διαφορετικές οπτικές για το ίδιο γεγονός. Στο σημείο αυτό, ας προστεθεί και η ιδιαίτερη επιλογή στην τυπογραφική μορφή του κειμένου που φαίνεται να επισφραγίζει την αποδέσμευση από το τυπικό/παραδοσιακό: συχνά, το κείμενο δίνει την εντύπωση προτάσεων ή δεσμών προτάσεων που τοποθετούνται η μία κάτω από την άλλη, ενώ άλλοτε, στο πρώτο μέρος, όταν η δίνεται η οπτική του Γερο-Άκανθου, ακόμη και οι προτάσεις σπάνε σε απλές φράσεις και τοποθετούνται κάπως άτακτα, για να γίνει σαφές ότι τα λόγια που φτάνουν στον Άκανθο έρχονται απλά σαν παρασυρμένες από τον άνεμο (και τυπογραφικά αποδίδονται εν είδει σχεδίου που εικονίζει τα ρεύματα του αέρα). Για μένα, μια τέτοια συγγραφική επιλογή ως προς τη δόμηση και διάταξη του κειμένου, δεν είναι μόνο μια υφολογική, πειραματική σε επίπεδο μορφής πρόταση, αλλά και μια προσπάθεια να παραλληλιστεί η «ιδιοτροπία» της μορφής -η οποία απελευθερώνει τις εκφραστικές δυνατότητες και τα όρια του κειμένου- με την «ιδιοτροπία» της ίδιας της μαγικής ιστορίας, η οποία φτάνει στα όρια τα άτομα και τους ανοίγει καινούργιους τρόπους να δουν τη ζωή και το περιβάλλον τους.

Το «Λάννυ», λοιπόν, είναι ένα βιβλίο που προσφέρεται στον αναγνώστη ως μια ιδιαίτερη αναγνωστική επιλογή, η οποία ανοίγεται σε ένα ευρύ πεδίο ερμηνειών, ειδικά σε ό,τι αφορά τη σχέση του ατόμου με το υπερ-φυσικό, και, αν μη τι άλλο, αποζημιώνει με την «ανοιχτότητα» και το καινοτόμο της αφηγηματικής του σύνθεσης.

Λάννυ, του Max Porter
Μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά
Εκδόσεις Πόλις
σελ. 220

1
Μοιράσου το