Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Κρήτη. Αύγουστος 2013

feature_img__kriti-aigoustos-2013
Ένιωθα το νερό της θάλασσας να μου γαργαλάει τα πόδια. Μύριζα τον αέρα. Μύριζα τη θάλασσα. Μύριζα την ηρεμία. Μύριζα τη χαρά, το γέλιο. Μύριζα την ελευθερία.

Σιωπή …

Ώρα 4:00 πμ. Πέντε κορμιά παρατημένα οριζοντίως σε μία πέτρινη αυλή. Χέρια και πόδια διάπλατα απλωμένα, ρούχα ελάχιστα, άδεια μπουκάλια πεσμένα στο πάτωμα, τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα και μάτια κόκκινα να κοιτάνε ορθάνοικτα τον ξάστερο ουρανό. Σιωπή… Τα σώματά μας είχαν παραλύσει από τις καταχρήσεις αλλά κυρίως από αυτήν την απίστευτη γαλήνη που μας προσέφερε τόσο απλόχερα η φύση. Όλα ήταν τόσο ήρεμα και ήσυχα. Μόνο αυτά τα σπαστικά τζιτζίκια δεν έλεγαν να πάνε για ύπνο αλλά ακόμα και αυτά συνέβαλαν με τον δικό τους τρόπο σε αυτήν τη χαλάρωση. Ήταν μία από αυτές τις φορές που νιώθεις πως… να αυτό εδώ θέλω, τίποτα άλλο. Ναι, τέτοια στιγμή ήταν. Σιωπή …

Οι αλλεπάλληλες, κοφτές ματιές μεταξύ μας, το τελευταίο τέταρτο υποδήλωναν πως κάποιος έπρεπε να κάνει αυτή τη τεράστια, για εκείνη την ώρα, θυσία, να σηκώσει το χέρι του και να πιάσει τη ρακή. Για ακόμη μία φορά, έχασα σε αυτό το παιχνιδάκι. Επίπονο τέντωμα χεριού στη προσπάθεια να μην κουνήσω κανένα άλλο μέρος του σώματός μου και θρύψαλα παντού. Μπουκάλι στο πάτωμα. Ο κόκορας ξύπνησε, ο σκύλος άρχισε να γαυγίζει, οι γάτες τρόμαξαν και από το βάθος μία φωνή «Ακόοοοοομα ξύπνιοι είστεεεεεε;» Αρχίσαμε να γελάμε τόσο πολύ, που για μια στιγμή πίστεψα πως οι γείτονες θα καλέσουν την αστυνομία. Γέλιο, γέλιο, γέλιο συνεχόμενο, γέλιο αθώο, γέλιο παιδικό. Η ώρα όμως ήρθε. Έτσι, βοηθώντας ο ένας τον άλλον να σηκωθεί από το πάτωμα, σταθήκαμε όλοι στα πόδια μας και προσπαθώντας να μην πετσοκοπούμε, προχωρήσαμε προς το σπίτι. Καληνύχτα, καληνύχτα, καληνύχτα, ναι άντε γεια, και χωρίσαμε.

΄Ωρα 6:28. Είχε σχεδόν ξημερώσει, όταν συνειδητοποίησα πως δεν πρόκειται να κοιμηθώ. Αν και τόσο όμορφα χαλαρωμένη, τα μάτια μου δεν έλεγαν να κλείσουν για πάνω από πέντε λεπτά. Το πήρα λοιπόν απόφαση και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα. «Γαμώτο!!» Πριν ολοκληρώσω την είσοδο μου, σκόνταψα για εικοστή όγδοη φορά πάνω σε αυτήν την πολυθρόνα που υπήρχε μπροστά από την πόρτα. «Μα είναι δυνατόν;;!» Κουτσαίνοντας, κατευθύνθηκα προς το ψυγείο, όταν άκουσα βρισιές να έρχονται από την πόρτα. Ξαφνιασμένη, έπιασα ένα κουτάλι που βρήκα μπροστά μου και περίμενα με κρατημένη αναπνοή τον άγνωστο επισκέπτη να πλησιάσει. Ένα φουντωτό κεφάλι ξεπρόβαλε από τη πόρτα και τότε κατάλαβα πως δεν υπήρχε λόγος να ανησυχώ. Ήταν η φίλη μου. Μάλλον αυτή τρόμαξε περισσότερο, βλέποντας εμένα σε θέση επίθεσης με ένα κουτάλι στο χέρι.

«Είσαι σοβαρή; κουτάλι;»

«Mε τρόμαξες!»

«Ναι, κουτάλι» και άλλες τέτοιες ανούσιες προτάσεις, ώσπου πεπεισμένες πλέον πως δεν θα κοιμηθούμε, αποφασίσαμε να πάμε βόλτα. 

 Φορώντας δύο ζακέτες που βρήκαμε μπροστά μας, αφήσαμε τους υπόλοιπους να κοιμούνται και κατεβήκαμε τα σκαλοπατάκια που οδηγούσαν στην ερημική παραλία. Ήταν το αγαπημένο μου σημείο. Κανένας δεν πατούσε ποτέ εκεί και ειδικά εκείνη την ώρα ήταν τόσο μαγικά. Ο ουρανός ήταν ένα σπάνιο κοκτέιλ χρωμάτων που ταξίδευε το μάτι σου σε άλλες διαστάσεις. Κάθησα λίγο πριν την αρχή της θάλασσας, έβγαλα τα πέδιλα μου και άπλωσα τα πόδια μου στη θάλασσα. Το ελαφρύ κυματάκι με γαργαλούσε ευχάριστα ενώ ταυτόχρονα μου προκαλούσε ένα παράξενο ρίγος. Τα λεπτά κυλούσαν σιωπηλά ενώ η φίλη μου είχε αποκοιμηθεί στην άμμο. Κοιτώντας μία τη θάλασσα, μία τη φίλη μου και νιώθοντας τόσο γεμάτη και ήρεμη άρχισα να μπαίνω σε διάφορες σκέψεις για τον εαυτό μου και για τη ζωή μου. Ίσως χρειάζονται κάτι τέτοιες στιγμές απόλυτης σιωπής και γαλήνης για να σκεφτείς πράγματα που σε απασχολούν. Να αφουγκραστείς τον ίδιο σου τον εαυτό. Σώμα ενωμένο με την άμμο και λίγα λεπτά ησυχίας ώσπου… «Ααααα» νερό μου έκαψε το πρόσωπο! Ρακή! «Μα ποιός…» Φαίνεται πως και οι υπόλοιποι επίσης δε μπορούσαν να κοιμηθούν. Και έτσι, όλα πάλι από την αρχή.

Μόνο που αυτή τη φορά τη θάλασσα την ένιωθα πιο έντονα, το γαργαλητό στα πόδια μου γινόταν ενοχλητικό. Ένας ήχος μονότονος άρχισε να ακούγεται που με τα δευτερόλεπτα δυνάμωνε. Το τοπίο άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο θολό και οι φωνές απομακρυνόντουσαν. Και ζέστη, πολύ ζέστη. ΄Ωσπου κάτι τριχωτό πετάχτηκε στο πρόσωπό μου και με έκανε να αναπηδήσω. Η γάτα μου! «Μα πως…»

Η θάλασσα είχε φύγει και στη θέση της υπήρχε το κρεβάτι μου με στιβάδες χαρτιών στις άκρες και τη θέση του ήλιου την είχε πάρει ο ανεμιστήρας, που για κάποιο λόγο σταμάτησε να λειτουργεί. Αμέσως συνειδητοποίησα τι συνέβαινε. Ήμουν στη μέση του καλοκαιριού και είχα εξεταστική, ενώ η γάτα μου με έγλειφε συνέχεια για να ξυπνήσω. Ένιωσα πραγματικά την καρδιά μου να βουλιάζει. Άρπαξα το κινητό και έκλεισα το ξυπνητήρι. Το βλέμμα μου έπεσε στον ήλιο – ανεμιστήρα. Χαμογέλασα θλιμμένα. Γύρισα το κεφάλι μου και κοίταξα περιφρονητικά τις στοίβες χαρτιών. Ξαναπήρα το κινητό μου και πληκτρολόγησα τον αριθμό της φίλης μου. «Έλα ρε, θα έρθω τελικά Κρήτη τον Αύγουστο.»

1
Μοιράσου το