Scroll Top

Art Outside the Core

Κρίσιμα Ερωτήματα. Μέρος Α: Πού πάει η τέχνη όταν πεθάνει;

feature_img__krisima-erotimata-meros-a-pou-paei-i-texni-otan-pethanei
Στα μουσεία, θα μου πείτε. Και ημιθανής να είναι, αν την πάρεις και τη στήσεις στον τοίχο ως μεγάλο αριστούργημα, την περιβάλλεις με περισπούδαστες ακαδημαϊκές περικοκλάδες και, κυρίως, αν τη χρησιμοποιήσεις πλυντηριακώς (για να ξεπλύνεις την ντροπή σου, το μαύρο σου χρήμα, τον καημό σου, τις γνώσεις σου, τον μισθό σου, την αδυναμία σου να δημιουργήσεις και τα παρόμοια) έχεις συμβάλει τα μέγιστα στη θανατική της καταδίκη.

Ως κοινό, την πυροβολείς στο μέτωπο με το αγελαδινό σου βλέμμα. Την πετροβολείς ανελέητα με τις ακατέργαστες λέξεις σου, το ωραίο, το μ' αρέσει, το συγκλονιστικό, το υπέροχο, το φανταστρουμφικό… Την ευτελίζεις κάνοντάς τη διακόσμηση και αισθητική σου παντιέρα. Το ερώτημα δεν είναι τι κάνει η τέχνη για σένα. Εσύ τι κάνεις γι' αυτήν; ε; Ε;

Τι κομίζεις εσύ σ' αυτήν; Κι εσύ, πεθαμένε καλλιτέχνη, πρωτοπόρε της πρωτοπορίας, διανοητή του ασύλληπτου, οραματιστή ενός καινούριου, αξημέρωτου κόσμου, τι εκόμισες στην τέχνη; και τι απέγινε αυτό που εκόμισες;

H ιστορία που ακολουθεί, με πρωταγωνιστές κάποιους από τους σημαντικότερους παίκτες στην υπόθεση του μοντερνισμού, απαντάει στην αιώνια απορία: τι λένε οι πεθαμένοι βλέποντας τους ζωντανούς; Και, στην περίπτωσή μας, ποια είναι η μοίρα αυτών που ζουν στο μέλλον, όταν γίνονται παρελθόν;

Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στο Παρίσι, η Gertrude Stein (1874 – 1946), συλλέκτρια μοντέρνας τέχνης και εκκεντρική συγγραφέας, υπήρξε οικοδέσποινα, τροφός, σύμβουλος, αυστηρός κριτής και στενή φίλη νέων ανθρώπων, γεμάτων δημιουργική ορμή και με υπερτροφικό εγώ, που έμελλε να γίνουν διάσημοι, εν ζωή ακόμη: o Pablo Picasso (1881-1973), o Henri Matisse (1869-1954), η Marie Laurencin (1883-1956), o Gauillaume Apolllinaire (1890-1918), o Juan Gris (1887-1927), o George Braque (1882-1963), o Ernest Hemingway (1899-1966) και αμέτρητοι άλλοι σύχναζαν στο σαλόνι της στο περίφημο 27 rue de Fleurus, στο σπίτι που μοιραζόταν με τη σύντροφο της ζωής της, την Alice B. Toklas.

Μετά, όλοι πέθαναν. Χάρις όμως στην εκστατική ενόραση ενός απλού εραστή της τέχνης και στη βοήθεια του ψυχαναλυτή του, θα μάθουμε σε λίγο, τι έγινε μετά…

«Γιατρέ μου, αν σας πω τι μου συνέβη… είμαι ακόμη ταραγμένος…»

«Πείτε μου».

«Από πού ν'αρχίσω;»

«Από την αρχή!»

«… Η έκθεση… που… την Κυριακή πήγα… ξέρετε για μένα η τέχνη… είχα παραισθήσεις…» (κομπιάζοντας)

«Τι μου λέτε;! Πότε;»

«Δηλαδή όχι ακριβώς…»

«Α, όχι…» (με απογοήτευση)

«Λιποθύμησα!»

«Πότε, πριν που περιμένατε τη σειρά σας;»

«Όχι, όχι, κι εκεί μου ήρθε, αλλά ήρθε η δεσποινίς Λίτσα και μου έδωσε μια σακούλα να φυσάω και μου 'φυγε…»

«Και πότε σας ήρθε;»

«Τώρα… μου 'ρχεται πάλι, θα πάθω κρίση πανικού!»

«Θέλετε τη σακούλα;»

«Όχι ευχαριστώ, την έχω μαζί μου».

«Ηρεμήστε, εισπνοή-εκπνοή, εισπνοή-εκπνοή, εντάξει τώρα;»

«Κάπως καλύτερα».

«Λοιπόν;»

«Tι λοιπόν;… A, ναι… εγώ ξέρετε, έχω έναν φίλο που είναι Ιστορικός της Τέχνης».

«Μάλιστα, πήγατε μαζί σε μια έκθεση».

«Όχι, δεν ήθελε να έρθει, δεν… δεν του αρέσει η τέχνη».

«Τι μου λέτε; Ποιος τον κουράρει;»

«Κανείς νομίζω, να του πω να περάσει από σας;»

«Aν νομίζει ο ίδιος ότι συντρέχει λόγος…»

«Που λέτε αυτός είναι… λέει κάτι… περίεργα…»

«Ακούει φωνές;»

«Όχι, κάτι με την παγκοσμιοποίηση και τον θρίαμβο του ύστερου καπιταλισμού…»

«Α, τέτοια…»

«Ναι!»

«Και δεν του τα υπαγορεύουν εξωγήινοι όλα αυτά, είστε βέβαιος;»

«Ε ναι, τι λέμε;…»

«Μάλιστα… παρακαλώ, συνεχίστε».

«Γίνεται μια έκθεση στο, πώς το λένε αυτό, τον πολυχώρο… αυτόν… που το όνομά του θυμίζει μικρό σκύλο που πέρδεται…»

«Α, το Πορδικάνεουμ».

«Αυτό!»

«Και πήγατε;»

«Εγώ ήθελα πολύ να πάω. Διάβαζα παντού γι’ αυτήν την έκθεση, όλοι λένε ότι είναι το καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς… Με κέντρο τον πατέρα της σύγχρονης τέχνης, ξέρετε αυτόν που έπαιρνε πράγματα και τα έκανε τέχνη…»

«Χμμμ, ξέρω», (εσείς δεν ξέρετε!).

«Και είχε και κάτι χορευτικά στο σκοτάδι και περίεργη μουσική και έδειχνε, διάβασα πως όλες οι τέχνες ανακατεύονται και γίνονται…»

«Αχταρμάς!»

«Ναι, ε, όχι ακριβώς…»

«Και πήγατε;»

«Πήγα μόνος μου την Κυριακή. Αφού δεν ερχόταν μαζί μου πήγα μόνος μου…»

«Και;»

«Και λιποθύμησα».

«Στην είσοδο;»

«Όχι, μέχρι εκεί ήμουν καλά… λίγο μετά, μπροστά στο κεντρικό έργο, το “Εξαγνιστήριο”…»

«Το περίφημο πλυντήριο του Ντυξάν!»

«Αυτό! είχα ακούσει τόσα γι' αυτό το έργο!»

«Και λιποθυμήσατε στη θέα του».

«Ναι, έχασα τις αισθήσεις μου… αλλά αυτό δεν είναι τίποτα… μετά… όσο δηλαδή ήμουν λιπόθυμος, είδα ένα περίεργο όνειρο…»

«Πείτε μου… χαλαρώστε και πείτε μου τι θυμάστε».

«Το θυμάμαι σαν να το βλέπω μπροστά μου…»

27 rue de Fleurus, Paris: Η Γερτρούδη καη η Άλις περιμένοντας την τρελοπαρέα μια μέρα του 1922

Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο, με ένα μακρύ τραπέζι στο κέντρο και γύρω του πολυθρόνες μαύρες, σαν σε αίθουσα συνεδριάσεων κάποιας εταιρείας. Δεν υπήρχε όμως τίποτα εκεί που να φανερώνει τι ήταν, μόνο μερικές αφίσες στους τοίχους που διαφήμιζαν μεγάλες εκθέσεις τέχνης στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη και το Τόκιο. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε μια κοντόχοντρη κυρία με γκρίζα μαλλιά κομμένα πολύ κοντά. Πριν μπει μέσα γύρισε και φώναξε:

«Έλα επιτέλους, Άλις, άσε πια το κέντημα, οι καλεσμένοι μας θα φτάσουν σε λίγο».

Η Άλις μπήκε μέσα και οι δυο τους κάθισαν δίπλα-δίπλα στην κορυφή του τραπεζιού.

«Γιατί ενοχλείσαι ακόμη με το κέντημα, είναι κι αυτό μια τέχνη».

«Η τέχνη είναι τέχνη, είναι τέχνη», απάντησε η κοντή.

«Αυτή την ταυτολογία πια, από τότε που την ανακάλυψες, θα 'ναι καμιά εκατοστή χρόνια από τότε, την ακούμε κάθε μέρα».

Η κυρία την κοίταξε με αγάπη. Χαμογέλασε:

 «Γκρινιάρα… πώς θα περνούσα μια αιωνιότητα μακριά σου!»

Η Άλις παράτησε το κέντημα στο τραπέζι και κοίταξε στο κενό.

«Η αλήθεια είναι ότι είχα μια ελπίδα ότι θα καταλήξω στον παράδεισο… αφού με βασάνισες εσύ όσο ζούσαμε…»

Κοιτάχτηκαν αμίλητες και ξαφνικά έβαλαν τα γέλια.

«Φαντάζεσαι να μην ήμασταν μαζί εδώ; Πώς θα τα κατάφερνα μόνη μου με τόσες συνεδριάσεις…;»

«Θα τα κατάφερνες μια χαρά, όλα τα καταφέρνεις εσύ! Πρέπει βέβαια να ομολογήσω ότι η παρουσία μας, της μιας δίπλα στην άλλη, είναι μέρος της τιμωρίας μας».

«Κι εγώ θυμάμαι, όταν πρωτοήρθα εδώ, το είχα διαβάσει στο εγχειρίδιο οδηγιών για τη μετά θάνατον ζωή που μου έδωσαν… Έπρεπε βέβαια να σε περιμένω, αλλά τελικά ήρθες… όλοι ήρθαν».

«Όχι και όλοι, θυμάμαι που έψαχνα στις λίστες με τους καλλιτέχνες, κι έλειπαν τόσοι και τόσοι…»

«Βέβαια! Ο Καραβάτζιο για παράδειγμα, βρέθηκε σε λάθος τμήμα, αλλά ο ίδιος έφταιγε, αφού, όταν πέθανε, ήταν ακόμη μεταμφιεσμένος σε γριά και τον έθαψαν ως Μικαέλα Λουλάτσι Αρτσιμπούρτζι…»

«Ναι, ναι το θυμάμαι, μου το είπε εκείνος ο Έλληνας ζωγράφος, ο κουτσομπόλης, αυτός μωρέ που κατουρούσε στη γλάστρα του γείτονά του γιατί δεν τον χώνευε, α ναι, ο Τσαρούχης».

«Εγώ είχα ακούσει ότι οι αρχές αναζητούσαν μια γριά μ' αυτό το όνομα, οπότε όταν βρέθηκε το πτώμα έκαναν την ταύτιση και ο καημένος ο Καραβάτζιο, αντί για Μικελάντζελο Μερίζι, ετάφη στη θέση της…»

«…και κρίθηκε αναλόγως… είχε βλέπεις την ατυχία να κλέψει μια φορεσιά της που στη μέσα τσέπη είχε ένα έγγραφο με το όνομά της και τα ενοίκια που της χρωστούσαν».

«Καλά, αυτός δεν είχε μούσι; Δεν το είχε ξυρίσει;»

«Αντιθέτως, από το μούσι έγινε η ταύτιση με τη σπιτονοικοκυρά!…»

«Έχουν αργήσει λίγο ή μου φαίνεται;»

«Σου φαίνεται! Δεν υπάρχει χρόνος εδώ, πότε θα το συνηθίσεις;»

«Πάντως, πες μου, βρε Γερτρούδη μου, τι είδους δικαιοσύνη είναι αυτή, να κρίνονται οι νεκροί από το τι φοράνε και το πώς είναι τα μαλλιά τους!;»

«Πάντως έχει πλάκα… μ' όλους αυτούς τους καραφλούς που κυκλοφορούν με ράστα και…»

«…και τα ανορεκτικά μοντέλα με κυτταρίτιδα!»

Άρχισαν πάλι να χαχανίζουν ασταμάτητα. Τότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας κοντός, μελαμψός νεαρός, με πολύ αέρα.

«Πάμπλο!» αναφώνησε η Γερτρούδη και σηκώθηκε από τη θέση της να τον προϋπαντήσει. Ο νεαρός κοίταξε γύρω του απαξιωτικά.

«Πάλι να μας εκνευρίσουν προσπαθούν… κοίτα χάλια στους τοίχους!»

Η Άλις άφησε το κέντημα κι σηκώθηκε κι αυτή για να τον αγκαλιάσει.

«Μην κάθεστε, έρχεται ο Έρνεστ και η Λωρανσέν… ήταν από πίσω μου… τώρα μπορεί και να ήταν μπροστά μου ή μήπως ήταν δίπλα μου;…. μη γελάτε! Ξέρετε πόσο με εκνευρίζει αυτό!»

«Πάμπλο», είπε η Γερτρούδη, «αυτή θα έπρεπε να είναι η μεγαλύτερη ευτυχία για σένα… να βιώνεις στην αιωνιότητα τις αρχές του κυβιστικού χώρου!»

«Ναι, καλά, βάλε και τις ανωμαλίες του χρόνου εδώ πέρα και προσπάθησε μετά να βγεις μια βόλτα σ’ ένα μπαρ για να χτυπήσεις γκόμενα, να δεις γέλια τότε!»

Η πόρτα ξανάνοιξε και μπήκε μέσα μια όμορφη κοπέλα και ένας ψηλός γοητευτικός άντρας.

«Μαρί, Έρνεστ, γιατί αργ… καλά, καλά, δε λέω τίποτα».

«Περιμέναμε τον Ντυξάν για να μην ερχόμαστε ένας ένας, αλλά μας έστησε», είπε η κοπέλα.

«Θα μιλούσαν με τον Κλουέ για σένα», κάγχασε η Άλις μέσα από τα δόντια της περνώντας μια κόκκινη κλωστή στη βελόνα της.

«Θα βρήκε κανένα ανοιχτήρι στα σκουπίδια και θα κοντοστάθηκε να το μαζέψει», είπε ο Πάμπλο, που όλοι ήξεραν ότι δε συμπαθούσε τον κύριο Ντυξάν.

«Καθήστε, φίλοι μου», πρότεινε η Γερτρούδη δείχνοντας ευγενικά τις άδειες πολυθρόνες γύρω από το τραπέζι.

«Πάμπλο, έλα, μην προσπαθείς άδικα, δεν ξεκολλάν οι αφίσες, γι’ αυτές θα μιλήσουμε άλλωστε σε λίγο. Μαρί, έφερες το λάπτοπ σου να κρατήσεις τα πρακτικά;»

«Πάλι άργησε ο Λεό, μα επιτέλους, πού είναι πάλι;»

«Μην ξεχνάς ότι είναι ο πιο γέρος από όλους μας, Άλις», είπε η Γερτρούδη.

Ο Έρνεστ ξινισμένος αντιγύρισε:

«Δεν είχαν βλέπεις όλοι την τύχη του Πάμπλο και της Μαρί να διατηρήσουν, για αδιευκρίνιστους, το τονίζω, λόγους τη νεότητα και την ομορφιά τους».

«Η περίπτωση της Μαρί δε μετράει. Η εμφάνισή της είναι μέρος της τιμωρίας του Κλουέ. Τον κυνηγάει μανιωδώς, αλλά δεν της κάθεται».

«Οι παρατηρήσεις, Έρνεστ, δεν είναι λογοτεχνία!» σχολίασε αυστηρά η Γερτρούδη.

Σε λίγο, ήταν όλοι καθισμένοι αναπαυτικά στις μαύρες δερμάτινες πολυθρόνες και η Μαρί περίμενε με τα δάχτυλά της στον αέρα πάνω από το πληκτρολόγιο να αρχίσει την καταγραφή της συζήτησης.

«Λοιπόν», είπε η Γερτρούδη, «άρχεται η συνεδρίαση».

«Συγγνώμη, τι γλώσσα μιλάμε;» ρώτησε η Άλις.

Η Μαρί κοίταξε την ένδειξη του πληκτρολογίου στον υπολογιστή της:

«Ελληνικά».

«Ναι, ξέχασα να σας το πω», ομολόγησε η Γερτρούδη, «μιλάμε στα Ελληνικά, γιατί είμαστε η παραίσθηση ενός Έλληνα που έχει λιποθυμήσει στο Πορδικάνεουμ».

«Εκεί φτάσαμε», μονολόγησε σκεπτικός ο Πάμπλο.

«Λοιπόν, μέλη της επιτροπής, παρουσίες/απουσίες:»

Η Γερτρούδη έβαλε τα γυαλιά της και πήρε το γνωστό ηγετικό ύφος που είχε σε παρόμοιες περιστάσεις.

«Πρόεδρος ΕΚΑΠΕΤ113ΕΓΧ 

(Επιτροπής Καλλιτεχνικής Αναθεώρησης Πεπραγμένων Των Τελευταίων 113 Επι Γής Χρόνων): Στάιν Γερτρούδη, παρούσα.

Αντιπρόεδρος: Τόκλας Μπ., Άλις, παρούσα κεντώντας!

Ταμίας: Πικάσο Πάμπλο, παρών αλλά θα μπορούσε να είναι και απών…

Γραμματέας: Λωρανσέν Μαρί, παρούσα και όμορφη σαν Κλουέ.

Eξωτερικά μέλη:

Χέμινγουει Έρνεστ, παρών και οπλοφορών.

Ντυξάν Φαρσέλ, απών, κάπου έμπλεξε.

Ντα Βίντσι, Λεονάρντο, απών, κάτι θα εφηύρε που ανατινάχθηκε πάλι».

 

Συνεχίζεται…

1
Μοιράσου το