Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Κάθε Άνθρωπος οφείλει στον εαυτό του μιαν Επανάσταση

feature_img__kathe-anthropos-ofeilei-ston-eauto-tou-mian-epanastasi
Ο Ίρβιν Γιάλομ στο «Ο Κήπος του Επίκουρου: Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου» αναφέρεται στο Αφυπνιστικό Γεγονός που μπορεί να συμβεί σ’ έναν άνθρωπο και το οποίο θα πυροδοτήσει τις δυνάμεις εκείνες που υπάρχουν μέσα του και που θα τον οδηγήσουν στο να πάρει τη ζωή αλλιώς. Ένα τέτοιο Γεγονός μπορεί να είναι ένας θάνατος, μια ασθένεια, στην περίπτωση του βιβλίου του Μερσιέ είναι μια παράξενη συνάντηση του ήρωα με μια γυναίκα. Το «Νυχτερινό Τρένο για τη Λισαβόνα» έκανα αρκετό καιρό να το τελειώσω και παράλληλα διάβαζα κι άλλα πράγματα, μόνο και μόνο γιατί στις σελίδες του επιστρέφεις ξανά και ξανά, διαβάζοντας δύο και τρεις φορές ολόκληρες σελίδες. Σε κάποια σημεία αγκομάχησα αλλά ξέρω πως δεν έφταιγε το βιβλίο αλλά εγώ που εκείνη την ώρα δεν είχα την πραγματική διάθεση να σκεφτώ την ουσία της σκέψης που αποτυπωνόταν μεν στα μάτια μου όχι όμως και στο μυαλό μου. 

Η ιστορία είναι απλή αρχικά. Ένας καθηγητής αυθεντία στις αρχαίες γλώσσες, μεσήλικας, χωρίς προσωπική ζωή που διδάσκει σε γυμνάσιο της τακτοποιημένης Βέρνης. Μια ζωή ουδετερότητας.

Συναντά τυχαία στο δρόμο μια γυναίκα και ακολουθώντας την από μια περίεργη παρόρμηση ανακαλύπτει τον άλλον του εαυτό ή έστω αυτό που κρυφά θα ήθελε να είναι. Ένα μικρό βιβλίο, «Ο Χρυσοχόος των Λέξεων» ενός πορτογάλου με τ’ όνομα Αμαντέου Πράντου θ’ αποτελέσει το έναυσμα, ώστε ο ήρωας να κάνει την Επανάσταση που δεν είχε διανοηθεί να κάνει ποτέ στη ζωή του. Θα παρατήσει άπαντες σύξυλους και θα πάρει το τρένο για τη Λισαβόνα, αναζητώντας τα ίχνη του συγγραφέα. 

Είναι πρόκληση αυτό. Είναι πρόκληση προς όλους εκείνους που έζησαν σ’ όλα τα χρόνια τους μια τακτοποιημένη ζωή κι ετοιμάζονται να πεθάνουν εξίσου τακτοποιημένα. Είναι η ζωή του επίπεδου, αυτή που δεν προσφέρει συγκινήσεις, ούτε τραύματα, ούτε ανοιχτές πληγές, ούτε σημάδια. Δεν προσφέρει καμία χαρά. Τότε είναι που «στρίβει ο διακόπτης» και αυτοί οι άνθρωποι διακατέχονται από μια πρωτόγνωρη αίσθηση αναζήτησης προκειμένου να μάθουν, να δουν, να βιώσουν. 

Φτάνει στη Λισαβόνα συντροφιά με το μικρό βιβλίο μέσα απ’ τα κείμενα του οποίου αναγνωρίζει κάθε μέρα που περνάει τον άνθρωπο πίσω απ’ τις λέξεις. Κι εκεί αρχίζει ένα μικρό παιχνίδι θησαυρού, από σημείο σε σημείο κάτω απ’ τον ήλιο του Νότου, σε μια πόλη που δεν έχει καμία σχέση με την ουδετερότητα της Βέρνης. Είναι το παιχνίδι της αναζήτησης βήμα προς βήμα, η συλλογή των στοιχείων της ζωής του Αμαντέου Πράντου. Οι φίλοι του, η οικογένειά του, άλλοι άνθρωποι που πέρασαν απ’ τη ζωή του, ο καθηγητής μετατρέπεται σ’ ερευνητή που του έχει γίνει έμμονη ιδέα η αποκρυπτογράφηση μιας ζωής ενός ανθρώπου που όπως φαίνεται μέσα απ’ τις σελίδες θα ήθελε να βρίσκεται στη θέση του. 

«Αλήθεια, τι γνωρίζουμε ακριβώς για τους ανθρώπους;» αναρωτιέται σε κάποιο σημείο την ώρα που ουσιαστικά αναζητά να μάθει τι γνωρίζει ακριβώς για τον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί όλο το παιχνίδι εκεί παίζεται. Όταν μαθαίνεις τον άλλον, μαθαίνεις παράλληλα τον εαυτό σου. Όταν πολεμάς για κάτι, πολεμάς πρώτα για τον εαυτό σου. Μπορεί η γνώση που συλλέγεις να είναι τελικά ελάχιστη απέναντι στον ίδιο τον Χρόνο αλλά είναι η διαδικασία που σε παθιάζει και όχι το αποτέλεσμα αυτής. 

Οι λέξεις του Πράντου συνοδεύουν τον καθηγητή σε κάθε σημείο της πόλης. Μοιάζουν μ’ έναν περίεργο χάρτη, όχι ταξιδιωτικό, τον χάρτη μιας ζωής στην οποία έζησε κι έδρασε ο συγγραφέας. Οι συναντήσεις με πρόσωπα που έζησαν τον Πράντου θ’ αρχίσει να συμπληρώνει το παζλ της ζωής του και θα βυθίζει τον καθηγητή όλο και περισσότερο σε μιαν αγωνία, μια έκδηλη αγωνία για την έκβαση όλων αυτών που περιμένει μια απάντηση στο τέλος.

Μα δεν υπάρχει μία απάντηση. Δεν υπάρχει σαφής απάντηση. Απάντηση είναι η ίδια η Εμπειρία.

Ένα συναίσθημα δεν είναι ποτέ ίδιο όταν το γευόμαστε για δεύτερη φορά. Η αντίληψη της επανάληψής του το αποχρωματίζει στα μάτια μας. Βαριόμαστε και κουραζόμαστε από τα ίδια μας τα συναισθήματα, όταν τα νοιώθουμε πολύ συχνά και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η αθάνατη ψυχή θα μπούχτιζε, θα πνιγόταν απ' τη μονοτονία και την κούραση, θα ασφυκτιούσε από την απελπισία ξέροντας ότι ποτέ τίποτε δεν πρόκειται να πάρει τέλος. Τα συναισθήματα θέλουν ν' αναπτύσσονται, κι εμείς μαζί τους. Είναι συναισθήματα επειδή ακριβώς απορρίπτουν αυτό που πριν ήθελαν , επειδή προσπερνούν αυτό που κάποτε ήταν. Κι επειδή προχωρούν ακάθεκτα προς ένα μέλλον απ' το οποίο και πάλι θα απομακρυνθούν. Αν αυτό το ρεύμα εξακολουθούσε αιώνια να κυλάει, τότε θα γεννιόνταν μέσα μας χιλιάδες αισθήσεις που εμείς δεν είμαστε σε θέση ούτε να τα φανταστούμε. Πως θα ήταν άραγε να είμαστε αιώνιοι οι ίδιοι; Και μάλιστα δίχως την παρηγοριά που μας δίνει τώρα η ελπίδα πως κάποτε θ' αλλάξουμε; Ότι κάποτε θ' απαλλαγούμε από την υποχρέωση να είμαστε εμείς οι ίδιοι όπως μάς ξέρουμε; Δεν το ξέρουμε κι ευτυχώς δεν πρόκειται ποτέ να το μάθουμε. Γιατί ένα είναι σίγουρο: θα ήταν κόλαση αυτός ο παράδεισος της αθανασίας. Είναι ο θάνατος που δίνει στη στιγμή την ομορφιά και τη φρίκη της. Μόνο χάρη στο θάνατο είναι ο χρόνος, ζωντανός χρόνος», γράφει ο Πράντου στον «Χρυσοχόο των Λέξεων» --τι απίστευτα όμορφος τίτλος αλήθεια…

*Το αγαπημένο μου κομμάτι απ' το βιβλίο είναι όταν μέσα απ' τις διηγήσεις περιγράφεται πώς ο Πράντου – ο οποίος ήταν γιατρός στο επάγγελμα – σώζει τον “Χασάπη της Λισαβόνας”, έναν διαβόητο τύπο της μυστικής αστυνομίας του δικτάτορα Σαλάζαρ, ο οποίος είχε σκοτώσει και βασανίσει αρκετούς ανθρώπους. Τον φέρνουν βαριά πληγωμένο στο γραφείο του όπου η Ηθική αντιμάχεται το Συναίσθημα με την σπάθα του Αμείλικτου Χρόνου να κρέμεται πάνω απ' το κεφάλι του καθώς όποια απόφαση πάρει αφενός πρέπει να είναι γρήγορη, αφετέρου θα είναι καθοριστική για το μέλλον. Είναι πραγματικά συγκλονιστική η περιγραφή.

ΥΓ. Το βιβλίο δεν το γνώριζα. Το έμαθα όταν έπεσε στα χέρια μου η ταινία του Μπιλ Όγκαστ που βασίστηκε στο βιβλίο. Ο Τζέρεμι Άιρονς που πρωταγωνιστεί είναι πάντα ο Τζέρεμι Άιρονς που λατρεύω ωστόσο γι’ άλλη μια φορά η ταινία ήταν μακράν κατώτερη των σελίδων. Ένα κατά βάση φιλοσοφικό μυθιστόρημα που χαρτογραφεί την ανθρώπινη ψυχή είναι πολύ δύσκολο να το κάνεις ταινία και να καταφέρεις ν’ αποδώσεις το πνεύμα του.

Νυχτερινό Τρένο Για Τη Λισαβόνα, του Πασκάλ Μερσιέ

Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Eκδόσεις Ψυχογιός, 2006

σελ. 556

1
Μοιράσου το