Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Joker, του Todd Phillips

feature_img__joker-tou-todd-phillips
Έντονο και συχνά τοξικό διαδικτυακό debate, μάχη στα χαρακώματα της ιδεολογικής οικειοποίησης, συλλογική πρόσληψη που κατακερματίζεται σε ετερόκλητες ροές από ενθουσιώδη fanbase μέχρι τα πρόθυρα ηθικού πανικού: Αυτός είναι πάνω κάτω σήμερα ο “Joker” του Todd Phillips, προορισμένος σχεδόν από τα πρώτα του teaser στο να αποτελέσει ένα συμβάν στην μαζική κουλτούρα.

Ανάγνωση πρώτη

Όχι τυχαία, η πηγή προέλευσης του συμβάντος αυτού και η μήτρα από την οποία προέρχεται ο “Joker” δεν είναι άλλη το υπέρ-ηρωικό σινεμά, τη γνωστή γαργαντουική εμπορική ατμομηχανή που κυριαρχεί σε όλα τα επίπεδα της μαζικής ψυχαγωγίας. Σε αντίθεση βέβαια με τα pop λαϊκά θεματικά πάρκα (τάδε έφη Scorcese) που προσφέρουν τέσσερις και πέντε φορές το χρόνο οι κολοσσοί Marvel-Disney και DC, η ταινία “Joker” εμφανίζεται περίπου όπως ο πολυαγαπημένος ήρωάς του: Ως το παράξενο, «διαφορετικό» και σκοτεινό παιδί, που όσο ανήκει οργανικά στον κόσμο του Batman και της Gotham City άλλο τόσο κουβαλά (από τα κόμικς ακόμα) μια αύρα ενός οικουμενικού «κακού» που διαπερνά μέσα, στυλ και εποχές.

Όχι τυχαία, μια γρήγορη αναζήτηση του διαλόγου γύρω από την ταινία θα οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αυτή του η πτυχή, η σχέση του δηλαδή με τον κόσμο των υπέρ-ηρώων, είναι και τελευταία σε σχολιασμό. Όλα όσα ξέρουμε για τον Joker, τον Batman και την Gotham City εδώ δεν είναι παρά ένας γενικός ιστός για μια ιστορία που θέλει και δεν θέλει να επικοινωνήσει με τους άλλους Jokers, αυτούς που πρώτοι εξασφάλισαν το τεράστιο εμπορικό και καλλιτεχνικό gravitas του χαρακτήρα: Ο Joker χωρίς origin, ο devil ex machina του Heath Ledger του 2008 ή ο Joker του ατυχήματος στο οξύ του Jack Nicholson του 1989, είχαν ήδη φροντίσει να μετατρέψουν τον χαρακτήρα σε ένα pop είδωλο και να σιγουρέψουν ότι οτιδήποτε κινηματογραφικό λεγόταν “Joker” θα είχε από την αρχή επικοινωνιακό γκελ. Με άλλα λόγια, υπήρχε από την αρχή ένα ιδανικό τρίπτυχο: ένας μυθοποιημένος «κακός» – ένας ηθοποιός που ακροβατεί με επιτυχία ανάμεσα στο εμπορικό και το καλλιτεχνικό – ένα κινηματογραφικό σύμπαν που πουλάει σαν τρελό. Εύλογα λοιπόν, ο Todd Phillips δεν είχε ιδιαίτερη ανάγκη τα προηγούμενα νήματα της εξέλιξης του ήρωα, ούτε την γκροτέσκα παραφροσύνη του Nicholson ούτε την μηδενιστική χαοτική τρέλα του Ledger.
Όλες οι απεικονίσεις του Joker ως τα σήμερα αποτελούσαν πάντα το συμπλήρωμα (ή το αντίβαρο) εντός μυθιστοριών που είχαν ως βασικό πυλώνα τον Batman – στο “Joker” η Νέμεσις του απουσιάζει, δεν έχει ακόμα «γεννηθεί» (ο Bruce έχει βέβαια). Παρακολουθούμε το origin του ήρωα, τον ήρωα πριν τον ήρωα όπως τον ξέρουμε, τον ανεξερεύνητο λευκό καμβά που προηγείται των διάσημων ιστοριών. Και, όπως θα περιμένετε ή θα καταλάβατε βλέποντάς το, η ταινία αξιοποιεί τον λευκό της καμβά για να εξερευνήσει θέματα και πράγματα που ελάχιστα ή πολύ επιφανειακά έχει πιάσει το σινεμά από το οποίο προέρχεται. Ως τώρα τουλάχιστον, καθώς σίγουρα το “Joker” είναι ένα πολύ ευπρόσδεκτο game-changer για το «πεδίο εφαρμογής» των ταινιών αυτού του τύπου.

Υπάρχουν όμως και αρκετά σημεία «κοινότητας» με το παρελθόν του ήρωα αλλά και του σινεμά του, τα οποία ωστόσο δεν αφορούν την ιστορία. Όπως και το “Dark Knight” έτσι και το “Joker” βασίζεται τόσο πολύ στον ηθοποιό του που, χωρίς υπερβολή, χωρίς αυτόν πιθανώς το οικοδόμημα θα κατέρρεε. Ο Joaquin Phoenix, υπερπαίζοντας συνεχώς, κρατά όλη την ταινία με το σώμα και την σταδιακή του μεταμόρφωση, με σοβαρό κίνδυνο να κυριαρχήσει τόσο πολύ επί της ταινίας που να «κρυφτούν» τα (πολλά) ψεγάδια της (όπως το έκανε ο Ledger με το άνισο “Dark Knight” του Nolan, που αν κάπως απαλλαγείς από τον μαγνητισμό της παρουσίας του, διαπιστώνεις τεράστια σεναριακά και όχι μόνο κενά).

Συνοψίζοντας λοιπόν με τα βασικά και απαραίτητα: Το “Joker” είναι πρώτα και κύρια μια ταινία που δικαιώνει την θεώρηση ότι ο Phoenix είναι η κορυφαία ερμηνευτική δύναμη των τελευταίων χρόνων (γιατί όχι και της δεκαετίας, δεν θυμάμαι κάποιον άλλο με ανάλογο πλουραλισμό ρόλων και ερμηνειών), πατάει γερά στην διαχρονική δημοφιλία του ήρωα και συνδιαλέγεται όσο χρειάζεται με το κόμικ παρελθόν του και, φυσικά, είναι ένα συναρπαστικό και καθηλωτικό δίωρο, ιδίως στο κοινό που πηγαίνει να δει τον αγαπημένο του villain και όχι μια ταινία που φτιάχτηκε με αφορμή αυτόν.

Κάπου εδώ όμως προκύπτει και ένα από τα αφαιρετικά ερωτήματα που ίσως δεν έχουν καμία αξία ή ίσως και έχουν: Αν η πρόσληψη της ταινίας ήταν απαλλαγμένη από την βαρύτητα του Joker, τι ταινία θα ήταν; Όπως δεν θα υπήρχε χωρίς τον Phoenix, θα υπήρχε άραγε χωρίς την σκιά του μανιακού κλόουν; Με άλλα λόγια, πίσω από τα brand name και το hype και το κύμα της super-hero φρενίτιδας, τι ακριβώς ταινία είναι το «Joker»;

Ανάγνωση δεύτερη

Το βιογραφικό του (σκηνοθέτη/συν-σεναριογράφου) Todd Phillips αλλά και όλα όσα λέει ή σκέφτεται δυνατά δεν θα ήταν ποτέ ελκυστικά για ένα κοινό που περιμένει να δει κάτι με στοιχειώδες βάθος ή ποιότητα. Ο δημιουργός των “Hangover”, μέλος των δημιουργικών ομάδων που παράγουν το μαζικό προϊόν των κολλεγιακοεφηβικών σκατολογικού χιούμορ εξωφρενικά κακών φιλμ, ο άνθρωπος που ασχολείται επαγγελματικά με την κωμωδία και δηλώνει, στα πλαίσια του “Joker”, πως το πρόβλημα της σημερινής κωμωδίας είναι ότι υπάρχει ένας αόριστος μπαμπούλας που σου απαγορεύει να χλευάσεις ανάπηρους και μειονότητες, αυτός λοιπόν ο αντιδραστικός χαβαλές, φτάνει σήμερα να φέρει την υπογραφή του σε μια ταινία που αναφέρεται σε περισσότερες προτάσεις μαζί με τον Scorsese παρά με τον Batman. Πως ακριβώς συνέβη κάτι τέτοιο;

Ειδικά αυτό το τελευταίο, η «σκορσεζική» αύρα του Joker, είναι μυστήριο για το αν είναι κάτι που όντως έχει η ταινία ή προσπαθεί πολύ να αποκτήσει η ταινία μέσω της εικονοπλασίας και όψεων του σεναρίου της. Αν δηλαδή στέκει όντως ως διακειμενική σχέση ή αποτελεί μια έμπνευση του αρχικού brainstorming: «Ας κάνουμε την ταινία να έχει αναφορές στον Scorcese». Πως; «Ας βάλουμε π.χ. τον Robert deNiro να παίξει ένα ρόλο που θα θυμίζει έναν άλλο ρόλο σε μια σκορσεζική ταινία που έπαιξε παλιά (Ο Βασιλιάς της Κωμωδίας), ας κατασκευάσουμε μια Γκόθαμ που θα φέρνει πολύ με την τραχιά και σκοτεινή (κακόφημη) Νέα Υόρκη στην οποία ταξίδευε κάποτε ο Τράβις Μπίκλ στο (σκορσεζικό ορόσημο) «Ταξιτζής»». Μετά το αισθητικό φλερτ ώρα για τις συνδέσεις των χαρακτήρων: Ο Arthur Fleck του “Joker” είναι ένας μοναχικός περιθωριακός που κουβαλά τα σκοτάδια του και ο οποίος οδηγείται σε ένα μονοπάτι βίας και κάθαρσης (Ταξιτζής). Θα ήθελε να είναι stand-up κωμικός χωρίς να το «έχει» και έχει ως είδωλο παύλα πατρική φιγούρα έναν διάσημο παρουσιαστή που προκαλεί γέλιο (Βασιλιάς της Κωμωδίας). Τι έχουμε λοιπόν στο σύνολο; Ένα άθροισμα στοιχείων τα οποία δανείζονται, συνομιλούν ή παραπέμπουν σε σκορσεζικά αρχέτυπα. Αρκούν όμως αυτά για να θεωρηθεί μια ταινία ως σκορσεζική;
Όλα τα παραπάνω στοιχεία είναι δυνάμει εργαλεία που λειτουργούν συνεργατικά για κάτι που δεν περιγράφεται νέτα-σκέτα ως ένα «σενάριο». Πολύ επιγραμματικά, ο «Ταξιτζής», πέρα από την διαδρομή του deNiro-Τράβις, είναι μια ταινία που εξερευνά την Αμερική μετά το Βιετνάμ και την μοναξιά της μεγαλούπολης στον απόηχο της βίας, ο «Βασιλιάς της Κωμωδίας» τον τρόπο που παράγεται και αναπαράγεται ο μηχανισμός των pop ειδώλων και πολλά ακόμα. Το “Joker” ποια ακριβώς εξερεύνηση επιτελεί και, είναι αντίστοιχου εύρους, βάθους και, κυρίως, σημασίας;

Κάπου εδώ η σκορσεζική αύρα αρχίζει και γίνεται μια ασαφής ομίχλη και κάπου εδώ αρχίζει η μεγάλη σύγκρουση πρόσληψης για την ταινία: Είναι το “Joker” μια ταινία που μιλάει για τον ταξικό αποκλεισμό και την συστημική βία απέναντι στους ανθρώπους του περιθωρίου; Ή μήπως είναι μια γιορτή για τους incels και το «λούμπεν white trash» που έχει φαντασιώσεις αυτόκλητου τιμωρού και σωτήρα; Κατασκευάζει μια αισθητική δικαίωση του τύπου «που μένει στο υπόγειο της μαμάς και παίρνει μια μέρα όπλο» ή εξερευνά τα επικίνδυνα μονοπάτια του να εγκαταλείπει μια κοινωνία τους ψυχικά ασθενείς, αδύναμους και παρίες; Υμνεί την βία του περιθωρίου ως ανοσοποιητική αντίδραση και απόπειρα διόρθωσης στην συστημική βαρβαρότητα ή σκιαγραφεί ένα κόσμο τυφλής βίας στον οποίο σύντομα θα επιβληθεί ο «Νόμος του Batman» (βλ. του κατασταλτικού μηχανισμού);
Αν μη τι άλλο ενδιαφέροντα, σύγχρονα ερωτήματα, και ας τοποθετούνται σε μια ταινία που διαδραματίζεται κάπου στις αρχές του ’80. Ωστόσο η ταινία, όσο προκλητική και edgy είναι στο να τα θέτει, άλλο τόσο αποφεύγει συνεχώς να επιχειρήσει έστω μια ένδειξη απάντησης. Ή πιο σωστά, προτιμάει να παίζει κρυφτό με τα ίδια ζητήματα που αναδεικνύει. Σαν ένα δίωρο φιλμικό προβληματισμένο emoji, το “Joker” απολαμβάνει όλα αυτά που ήταν σίγουρο πως θα εγείρει, χωρίς καμία αίσθηση ευθύνης για την απάντησή τους. Χρησιμοποιεί τα επιμέρους υλικά της ατάκτως ερριμμένα, προσδοκώντας ότι ένα απλό ανακάτεμα τους θα οδηγήσει σε ένα ολοκληρωμένο κατασκεύασμα και φροντίζει επιμελώς (με όρους troll) να υπάρχει αμφισημία σε κάθε σχεδόν πτυχή που φωτίζει: (Minor spoilers ακολουθούν) Φωτεινό παράδειγμα ή a la V for Vendetta εισβολή του αγριεμένου πλήθους στο προσκήνιο, το οποίο ωστόσο κινηματογραφείται ως ένας όχλος άνευ αντικειμένου ή στόχου, ως «φαινόμενο» μιας αστικής παρακμής, που στο τέλος αποθεώνει το ίνδαλμά του (και κατά κάποιο τρόπο, την ταινία). Άλλο παράδειγμα η σχετικοποίηση με την οποία χειρίζεται το #metoo με το θέμα της μητέρας του Fleck/Joker, που από κρυφή ερωμένη ενός σπουδαίου Thomas Wayne καταλήγει ως μια ψυχικά ασθενής γυναίκα που σιωπούσε στην συστηματική κακοποίηση του υιοθετημένου Arthur. Στο φινάλε, ο Joker χορεύει σε μια σεκάνς που ολοκληρώνει την μεταμόρφωση του, στις ίδιες σκάλες που τον βλέπουμε για δυο ώρες να ανεβοκατεβαίνει σκυφτός και περίλυπος, υπό τους ήχους του “Rock and Roll Part 2” του Gary Glitter, ενός μουσικού που είναι πλέον φυλακή για κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας (προφανώς το διεθνές κοινό δεν θα κάνει την σύνδεση – αλλά επίσης προφανώς ο σκηνοθέτης ξέρει καλά τι επιλέγει και απολαμβάνει προκαταβολικά και αυτάρεσκα το debate για την επιλογή του. Τι να σημαίνει; Τι μας δείχνει; Τι συγκρίνει; Κατά πάσα πιθανότητα τίποτα: Του φάνηκε μια καλή ιδέα, χωρίς καμία δραματουργική αξία πλην την παραγωγή γραμμών σαν τις παραπάνω).

Ο Arthur Fleck βιώνει ένα προσωπικό μαρτύριο, το οποίο είναι εξωφρενικό εντός του πλαισίου ρεαλισμού που επιχειρεί η ταινία. Όλα όσα μπορεί να σκεφτεί κάποιος για το origin story ενός villain είναι εδώ: Απουσία πατρικής φιγούρας, άρρωστο codependence με την μαμά, ψυχικά νοσούσα μαμά, παιδική κακοποίηση από γκόμενο μαμάς, φτώχεια στα όρια της εξαθλίωσης, ψυχική νόσος, μοναξιά, απουσία έρωτα, στοργής και φιλίας, αναίτια συστηματική κακοποίηση από κάθε πιθανή κοινωνική ομάδα με εντελώς random και αναίτιο τρόπο (παιδιά, κουστουμάτοι γιάπηδες, συνάδελφοι), ψευδαίσθηση ότι ένας Thomas Wayne είναι ο πατέρας του (τι ανούσια υποπλοκή), viral video ρεζιλέματός του από το ίνδαλμά του, κόψιμο της φαρμακευτικής του αγωγής… και μπορεί αυτά να είναι τα μισά. Σε αυτό το miseryexploitation πλαίσιο ο Arthur Fleck «φοράει» την περσόνα του Joker, λυτρώνεται και το κρεσέντο της βίας ξεκινά, πυροδοτώντας ως θρυαλλίδα την βία σε ολόκληρη την Gotham. Κατά κάποιο τρόπο, ο Phillips (ως γνήσιος απατεώνας) υπόσχεται μια βαθιά και σκεπτόμενη εξερεύνηση που ξεφεύγει από το χρωματιστό γλέντι των super heroes και εν τέλει «κρύβεται» συνεχώς πίσω την κομιξική υπερβολή του είδους της.

Ανάγνωση τρίτη

Κάτι λειτουργεί όμως μέσα σε όλες αυτές τις αντιφάσεις. Ή, πιο σωστά, κάτι που συνεχώς μοιάζει να καταρρέει συγκρατείται και συνεχίζει για δυο ώρες και ένα λεπτό, και αν είχε ακόμα μια δεν θα πείραζε κανέναν, καθηλωμένο στο κάθισμά του, θεατή. Η εύκολη ερμηνεία για αυτήν την χορταστική εμπειρία της ταινίας επιστρέφει στην ερμηνευτική tour de force του Phoenix, τους χορούς του και το νευρικό στοιχειωμένο του γέλιο. Εναλλακτικά σε κάποιες αρκούντως περίτεχνες σεκάνς, είτε στα θλιβερά βαγόνια του μετρό είτε στα μακρινά δυσοίωνα πλάνα της Γκόθαμ υπό τις δοξαριές μιας εμπνευσμένης Hildur Guðnadóttir (ίσως το υπέροχο, στοιχειωμένο της soundtrack να ευθύνεται για μια δραματική ένταση που μπορεί να μην υπήρχε χωρίς αυτό). Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο, που αφορά όλα αυτά που ο Phillips κάνει άθελά του, η μάλλον κάνει ακριβώς επειδή είναι και αυτός παιδί της εποχής του και παρά τις προθέσεις του να ικανοποιήσει κάθε πιθανή πλευρά του φάσματος του ακροατηρίου του (ο Joker φυσικά δηλώνει ότι δεν είναι καθόλου πολιτικός).

Ο Arthur Fleck είναι ένας λευκός μεσήλικας άντρας με πλήρη απώλεια ελέγχου: Από το νευρωτικό του γέλιο που δεν μπορεί να ελέγξει μέχρι ολόκληρη τη ζωή του σε κάθε όψη της. Η δυσφορία του λόγω της ζωής που του έλαχε είναι στον υπερθετικό βαθμό: «Έχω μόνο αρνητικές σκέψεις» λέει στην διεκπεραιωτική κοινωνική λειτουργό με την οποία μιλάει, λίγο πριν του την «κόψουν» και αυτή στα πλαίσια περικοπών «οικονομικής εξυγίανσης». Η κοινωνία δεν του δίνει καμία διέξοδο- αντίθετα, σε κάθε ευκαιρία τον γελοιοποιεί και κακοποιεί. Η «γέννηση» ενός χαοτικού κακού είναι μάλλον ένα από τα πολλά ενδεχόμενα μιας τέτοιας συνθήκης, ενδεχόμενο που μάλιστα παίζεται για ένα διάστημα παράλληλα με το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας, με την οποία ο Arthur φλερτάρει.

Ας αφήσουμε στο συρτάρι τις μάλλον παραπλανητικές και μαρκετίστικες συνδέσεις του έργου με τον Scorcese και ας θεωρήσουμε για μια στιγμή πως ο Joker εδώ έχει μια μυθολογική αυτοτέλεια με τους Joker στη σκιά της Νυχτερίδας και με τον χάρτινο πρόγονό του. Αφαιρώντας αυτά τα φορτία, ας κρατήσουμε τον Arthur Fleck και την απελπισμένη δυσφορία του, σε μια περίοδο μάλιστα που έννοιες όπως μοναξιά, κατάθλιψη, κοινωνική δυσλειτουργία, συναισθηματικά αδιέξοδα αφορούν ολοένα και περισσότερα υποκείμενα σε ολοένα και περισσότερα αστικά κέντρα. Ας δούμε λοιπόν μια άλλη (ιδιαιτέρως κολακευτική) σύνδεση:

Το όχι και τόσο μακρινό 1999 η μαζική κουλτούρα ενεργοποίησε έναν διακριτικό, κάπως ασαφή, αλλά επιτακτικό συναγερμό. Η δυσφορία και η απώλεια ελέγχου του μεσήλικα άντρα έμελλε να γίνει μια από τις κύριες θεματικές: Από τον Lester Burnham (Kevin Spacey) του “American Beauty” μέχρι τον τηλεοπτικό Toni Soprano (James Gandolfini) των “Sopranos”, οι ήρωες που μονοπώλησαν τα φιλμ και τις τηλεοπτικές σειρές (που έμελλε να αναγεννήσουν συνολικά την tv) ξεδίπλωναν πολλές εκδοχές μιας αρρενωπότητας σε κρίση. Την ίδια στιγμή ταινίες όπως το “Matrix” αποτέλεσαν game changers στην μαζική ψυχαγωγία, φέροντας μαζί με τις αισθητικές τους τομές και ένα περιεχόμενο αρκετά μπολιασμένο με μια έντονη ανησυχία ή και αμφισβήτηση για την κατάσταση των πραγμάτων στον δυτικό κόσμο.

Μια από τις ταινίες που έμελλε να αποτελέσει ορόσημο για την χρονιά (και την δεκαετία), κάπως υποτιμημένη στην εποχή της, ήταν το “Fight Club” του David Fincher. Εκεί, η δυσφορία του ανώνυμου αφηγητή (Edward Norton) έμοιαζε να εδράζεται όχι τόσο στην έλλειψη αλλά στην αφθονία. Η κοινωνική και συναισθηματική του αποξένωση στηριζόταν πάνω στην κενότητα ενός τρόπου ζωής που θεωρήθηκε, για την δεκαετία του ’90, υποδειγματικός και συνταγή ευτυχίας. Παρά τον υπερκορεσμό των αγαθών ωστόσο, οι ενορμήσεις και φαντασιώσεις θανάτου του ήρωα όχι απλά δεν υποχωρούσαν αλλά έμοιαζαν να ξεφεύγουν από τον έλεγχο. Enter Tyler Durden (Brad Pitt), ένα ανεστραμμένο διονυσιακό είδωλο που στέκεται υπεράνω αρχών, κανόνων και υλικών αναγκών. Η ταινία, που πλέον έχει είκοσι χρόνια ζωής ώστε να μην θεωρείται spoiler αυτό που ακολουθεί, είναι η ιστορία μιας μεταμόρφωσης και κατόπιν ενός συμβιβασμού. Από τον εύθραυστο συνεσταλμένο και κοινωνικά αποξενωμένο γιάπη προς τον άφθαρτο βίαιο και χαοτικό τρομοκράτη και από εκεί στο νέο τους γινόμενο. Και εδώ η ψυχική νόσος, η διέξοδος της βίας, η συστημική ρίζα του κακού, μπλέκονται μαζί και εξερευνούν παράλληλα το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας με το ενδεχόμενο της οργανωμένης αντισυστημικής βίας. Ως ένα σήμα κινδύνου για ένα κόσμο που οφείλει να είναι πιο συμπεριληπτικός, ακόμα και αν δεν θα μπορούσε να προβλέψει το εύρος αυτής της ανάγκης για συμπερίληψη και θέτοντας ως κέντρο τον λευκό περιθωριακό μεσήλικα, το “Fight Club” αποτελεί τον βασικό καμβά πάνω στον οποίο μοιάζει να κινείται και το “Joker” (όπως και το, επίσης συναφές ποικιλοτρόπως, τηλεοπτικό “Mr. Robot”). Αυτό όμως που το 1999 ήταν ένα σκίρτημα ανησυχίας για το μέλλον που έφερνε την βία απέναντι στον εαυτό (οι λέσχες ξύλου/εκτόνωσης για τις οποίες δεν πρέπει να μιλάμε) ή απέναντι σε κτίρια-σύμβολα (φινάλε ή εκείνο το σημείο που μπαίνουν οι Pixies), γίνεται, το 2019, δολοφονική βία απέναντι στον «καταπιεστή». Εν προκειμένω, στην ταινία του Phillips, ο καταπιεστής έχει άλλοτε την μορφή ενός αντίστοιχου με τον Edward Norton γιάπη ή ενός αυτάρεσκου παρουσιαστή ή ενός αλαζόνα αστού εκπροσώπου. Φεύγοντας από το σινεμά και πηγαίνοντας στον πραγματικό κόσμο ωστόσο, ο «καταπιεστής» αποκτά πολλές μορφές, δείχνοντας, για μεγάλη μερίδα της εν κρίση αρρενωπότητας, μια προνομιακή προτίμηση στον καταπιεστή «άλλο», όπου ο «άλλος» δεν είναι παρά μια ακόμα ταυτότητα σε κρίση (φυλετική, σεξουαλική, οικονομική κ.α.). Με άλλα λόγια, η ταινία σηκώνει με αφέλεια στους ώμους της ένα δυσανάλογα σοβαρό θέμα και το αντιμετωπίζει με ελαφρότητα: Η τυφλή δολοφονική βία, που είναι ένας θλιβερός κανόνας σε χώρες της ανεπτυγμένης δύσης, συνεχώς «ψυχιατρικοποιείται» ή ανάγεται σε «βίαιο περιεχόμενο» ταινιών και videogames ακριβώς για να αποκρυφθούν βασικά κοινωνικά πλέγματα που την δρομολογούν, από την οπλοκατοχή μέχρι την κοινωνική μέριμνα, και βασικά ιδεολογικά αφηγήματα που την νομιμοποιούν (ρατσισμός, μισογυνισμός, νεοφασισμός). Όμως το “Joker” σε τελική ανάλυση είναι μια mainstream ταινία και ως τέτοια ανοίγει πλατιά και μαζικά debate – θέλοντας και μη, συμβάλλει στην ορατοποίηση των προβλημάτων. Οι χειρότερες μάλιστα προσπάθειες προσέγγισής της είναι αυτές που προσπαθούν να την αποπολιτικοποιήσουν.
Εν τέλει, το “Joker” μοιάζει με το αντίστροφο είδωλο του “Fight Club”. Αφορά έναν εξαθλιωμένο παρία όταν το “Fight Club” αφορά έναν καλοθρεμμένο γιάπη, και είναι εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία (Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία, ας μην το ξεχνάμε) όταν το “Fight Club” ήταν μια εισπρακτική απογοήτευση. Αναμφίβολα όμως η πρόσληψη και πορεία τους έχει και αυτή μια ερμηνεία: Η υποτίμηση του “Fight Club” κάτι σήμαινε, ίσως μια άρνηση του δυτικού κοινού να αντιμετωπίσει τον νιχιλισμό που εξέπεμπε. Η μετέπειτα υπερτίμησή και λατρεία του ίσως φανερώνει μια ουσιώδη μετατόπιση προς την δυστοπική του ανάγνωση, η οποία μετατόπιση ολοκληρώνεται σήμερα με την αποθέωση (και αναμφίβολη υπερτίμηση) του “Joker”. Αυτή η όμως η συζήτηση και, κυρίως, αυτή η υπόσχεση πως το υπερηρωικό genre θα αρχίσει πλέον να «σκάβει βαθύτερα» είναι ένα δώρο του “Joker” στο διεθνές κοινό, μαζί με το ευπρόσδεκτο bonus ενός ψυχαγωγικού δίωρου στο σινεμά και μιας ακόμα πανέμορφης στοιχειωμένης ερμηνείας του παρανοϊκού γελωτοποιού. Άλλωστε, έχει ενοχλήσει αυτούς που πρέπει, και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι κάτι ευπρόσδεκτο. (Αλλά αν αυτό ήταν αρκετό θα έπρεπε να αποθεώνουμε και τους «Ενήλικες στο δωμάτιο», άλλη κουβέντα αυτή)

#Σε περίληψη
Μετά την αρχική φρενίτιδα που ενισχύεται και από το debate το οποίο η ταινία προετοίμασε σχολαστικά με όρους marketing, πιθανώς ο “Joker” του Phillips να μείνει στη μνήμη για την πληθωρική ερμηνεία του Phoenix, ένα έξοχο soundtrack και μερικές πραγματικά καλές σκηνές. Κατά τα άλλα, pop εφηβικές φιλοσοφίες ως απάντηση σε πολύ σημαντικά ερωτήματα με ολίγη από κόμικς. Καλό είναι που κάποιος τα θέτει, καλύτερο θα ήταν να μπορούσε να παρουσιάσει και ένα ψήγμα βάθους σε αυτά που εξερευνά. Αλλά ναι, αξίζει αυτή η εμπειρία στο σινεμά. Και ο λόγος είναι απλός: Ο “Joker” παράγει συζήτηση, πατάει κουμπιά. (Μάλλον) Θα ενοχλήσει τον ίδιο κόσμο που ενόχλησε το “Fight Club” και (μάλλον) θα λατρευτεί από τον ίδιο κόσμο που το λάτρεψε. Και μεταξύ μας, όλοι ξέρουμε ότι ένας βασικός αισθητικός, φιλοσοφικός, ιδεολογικός και κοινωνικός διαχωρισμός ήταν και το αν σου άρεσε ή όχι το “Fight Club”…
#Σε άκυρο συλλογισμό
O “Joker” είναι ή ήττα του ανώνυμου αφηγητή από τον Tyler Durden και η οριστική κατάρρευση εντός της αστικής αποξένωσης. Ο Edward Norton ήταν για το 1995-2005 ότι είναι τώρα ο Joaquin Phoenix. Αλλά την ταινία που έπαιξε με τον deNiro δεν την θυμάται κανείς.

1
Μοιράσου το