Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Ιστορίες άγριων παιδιών

feature_img__istories-agrion-paidion
Αληθινές ιστορίες «άγριων» παιδιών, μέσα από τον φακό της Julia Fullerton-Batten. «Άγριο» παιδί θεωρείται εκείνο που ζει αποκομμένο από κάθε ανθρώπινη επαφή, συχνά από πολύ μικρή ηλικία. Έτσι το παιδί μεγαλώνει με ελάχιστη ή καθόλου εμπειρία ανθρώπινης φροντίδας, συμπεριφοράς ή γλώσσας. Καταγεγραμμένες ιστορίες άγριων παιδιών υπάρχουν σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Σε λίγες μόνο περιπτώσεις κατάφερε το παιδί να ανακτήσει ή να αναπτύξει την ικανότητα της ομιλίας ή να προσαρμοστεί στην κοινωνία. Πολλές φορές τα παιδιά αυτά έγιναν αντικείμενα έντονης επιστημονικής έρευνας προκειμένου να εξερευνηθούν η προέλευση του λόγου και της γλώσσας.

Η Julia Fullerton-Batten είναι μία διεθνώς αναγνωρισμένη φωτογράφος με έδρα το Λονδίνο, όπου ζει με τον άντρα της και τους δύο γιους της. Η θεματολογία του έργου της περιλαμβάνει ζητήματα όπως η περίπλοκη περίοδος της εφηβείας (“Teenage Stories”, 2005 – “School Play”, 2007 – “In Between”, 2009 – “Akward”, 2011), η σχέση μεταξύ μητέρας και κόρης (“Mothers and Daughters”, 2012), η στάση της κοινωνίας απέναντι στο γυναικείο σώμα (“Unadorned”, 2012) και άλλα θέματα ιδωμένα κυρίως από τη γυναικεία σκοπιά.

Η χρήση ασυνήθιστων τοποθεσιών για τις λήψεις και η δημιουργική της σκηνοθεσία, σε συνδυασμό με τη χρήση μοντέλων που βρίσκει στον δρόμο και τον κινηματογραφικό φωτισμό που χρησιμοποιεί, αποτελούν τα στοιχεία εκείνα που κάνουν το έργο της να ξεχωρίζει. 

Η πιο πρόσφατη δουλειά της έχει την ονομασία “Feral Children” και περιστρέφεται γύρω από πραγματικές ιστορίες άγριων παιδιών, δηλαδή παιδιών που για διάφορους λόγους και με διάφορους τρόπους βρέθηκαν να ζουν και να μεγαλώνουν αποκομμένα από οποιαδήποτε ανθρώπινη επαφή. Επέλεξε να απεικονίσει 15 τέτοιες περιπτώσεις. Η ιδέα ήταν όχι να κάνει μια ακριβή αναπαράσταση της κάθε ιστορίας, αλλά να προσπαθήσει να ερμηνεύσει τα συναισθήματα των παιδιών που πρωταγωνίστησαν σε αυτές τις ιστορίες. 

Ακολουθούν οι εικόνες και μια σύντομη αναφορά στην ιστορία που κρύβει η καθεμία.

Όταν ήταν ακόμα νήπιο, ο πατέρας της Genie αποφάσισε ότι ήταν καθυστερημένη και γι’ αυτό την έδεσε πάνω σε ένα παιδικό κάθισμα τουαλέτας και την έκλεισε σε ένα δωμάτιο για πάνω από 10 χρόνια. Στα 13 της πήγε με την μητέρα της στην πρόνοια κι εκεί η κοινωνική λειτουργός είδε την κατάστασή της. Η Genie είχε περίεργη κίνηση, δε μιλούσε ούτε έβγαζε ήχους. Για πολλά χρόνια έγινε αντικείμενο ερευνών και κατάφερε να μιλάει λίγο και να διαβάζει κάποιες λέξεις. Για πολλά χρόνια γνώρισε ακόμη περισσότερη κακοποίηση σε ανάδοχες οικογένειες μέχρι που κατέληξε σε ένα νοσοκομείο παίδων, έχοντας χάσει ξανά την ικανότητα γλωσσικής επικοινωνίας.

Ο Prava βρέθηκε όταν ήταν 7 ετών στο σπίτι της μητέρας του, περιορισμένος σε ένα δωμάτιο με τα δεκάδες πουλιά της, ανάμεσα σε τροφές και ακαθαρσίες. Η μητέρα του δεν τον κακοποίησε ποτέ σωματικά και του έδινε φαγητό, αλλά δεν του μιλούσε ποτέ. Δεν μπορούσε να μιλήσει παρά μόνο τιτίβιζε και κουνούσε τα χέρια του σαν πουλί. Βρίσκεται υπό ψυχιατρική φροντίδα προκειμένου να επανενταχθεί. 

Από τη γέννησή της και μέχρι τριών ετών η Madina ζούσε μαζί με σκύλους, έτρωγε το ίδιο φαγητό με αυτούς και κοιμόταν μαζί τους όταν έκανε πολύ κρύο. Οι κοινωνικοί λειτουργοί τη βρήκαν γυμνή, να περπατά στα τέσσερα και να γρυλλίζει. Η αλκοολική μητέρα της εξαφανιζόταν για μέρες και όταν ήταν στο σπίτι, άφηνε την κόρη της να μασουλάει κόκκαλα στο πάτωμα μαζί με τους σκύλους. Η Madina συχνά το έσκαγε για να πάει στην παιδική χαρά, αλλά κανένα παιδί δεν ήθελε να παίξει μαζί της, αφού δε μιλούσε και συχνά ήταν επιθετική. Οι γιατροί λένε πως παρά την εμπειρία της, η πνευματική και φυσική της κατάσταση είναι σε καλά επίπεδα και υπάρχουν πιθανότητες να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. 

Marina Chapman, Κολομβία, 1959.

Η Marina απήχθη το 1954 σε ηλικία 5 ετών και στη συνέχεια οι απαγωγείς της την παράτησαν στη ζούγκλα. Για πέντε χρόνια ζούσε με μια οικογένεια καπουτσίνων πιθήκων οι οποίοι την έμαθαν να σκαρφαλώνει στα δέντρα και να ξεχωρίζει τις ασφαλείς τροφές. Όταν την ανακάλυψαν οι κυνηγοί που την «έσωσαν», είχε χάσει τελείως τη γλωσσική ικανότητα. Οι σωτήρες της την πούλησαν σε έναν οίκο ανοχής, από όπου απέδρασε και ζούσε στους δρόμους μέχρι που μια οικογένεια μαφιόζων την έκανε σκλάβα τους. Με τη βοήθεια μιας γειτόνισσας, απέδρασε στην Μπογκοτά όπου υιοθετήθηκε από μια οικογένεια. Στα 15 της βρήκε δουλειά σαν οικονόμος και νταντά μιας οικογένειας κι έφυγε μαζί τους για το Λονδίνο, όπου αργότερα παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια. Οι εμπειρίες της καταγράφηκαν από την ίδια σε βιβλίο με τον τίτλο “The girl with no name”. 

Marie Angelique Memmie Le Blanc (The wild girl of Champagne), Γαλλία, 1731.

Για 10 χρόνια επιβίωνε μόνη της στα δάση της Γαλλίας, τρώγοντας πουλιά, βατράχια, ψάρια, φύλλα και ρίζες. Όταν τη βρήκαν, στην ηλικία των 19, επικοινωνούσε μόνο με κραυγές και έτρωγε μόνο ωμό κρέας για πολλά χρόνια. Η βελτίωσή της ήταν αξιοθαύμαστη, καθώς πολλοί ευκατάστατοι προστάτες ανέλαβαν την εκπαίδευσή της. Πέθανε στην ηλικία των 63 ετών στο Παρίσι, όντας αρκετά ευκατάστατη.

The leopard boy, Ινδία, 1912.

Το αγόρι ήταν δύο ετών όταν το άρπαξε μια θηλυκή λεοπάρδαλη. Μετά από τρία χρόνια ένας κυνηγός έτυχε να σκοτώσει τη λεοπάρδαλη και ανακάλυψε το πεντάχρονο αγόρι μαζί με τα τρία μικρά της. Το αγόρι επέστρεψε στην οικογένειά του, αλλά δεν μπορούσε πια να μιλήσει και το σώμα του ήταν παραμορφωμένο από τα χρόνια που πέρασε περπατώντας στα τέσσερα. Δάγκωνε όποιον τον πλησίαζε και σκότωνε πουλερικά για να τα φάει ωμά. Αργότερα έμαθε να μιλάει και να στέκεται περισσότερο σε όρθια θέση. Σταδιακά τυφλώθηκε λόγω του καταρράκτη που ήταν μια πάθηση συχνή στην οικογένειά του.

John Ssebunya (The monkey boy), Ουγκάντα, 1991.

Στην ηλικία των τριών και αφού είδε τον πατέρα του να δολοφονεί τη μητέρα του, ο John το έσκασε από το σπίτι και πήγε στη ζούγκλα όπου ζούσε μαζί με πιθήκους. Βρέθηκε όταν είχε γίνει έξι ετών και μπήκε σε ορφανοτροφείο. Ο John έμαθε να φέρεται σαν άνθρωπος και να μιλάει. Μάλιστα ανακάλυψαν ότι είχε πολύ καλή φωνή και έτσι βρέθηκε να περιοδεύει τραγουδώντας με την 20μελή παιδική χορωδία “Pearl of Africa”.

Kamala και Amala, Ινδία, 1920.

Τα δύο κορίτσια βρέθηκαν σε ηλικία οκτώ και ενός έτους αντίστοιχα, σε μια φωλιά λύκων και η ιστορία τους είναι από τις πιο γνωστές ιστορίες άγριων παιδιών. Στην αρχή τα κορίτσια κοιμόντουσαν κουλουριασμένα μαζί, γρύλιζαν, έσκιζαν τα ρούχα τους, τρέφονταν μόνο με ωμό κρέας και ούρλιαζαν σαν λύκοι. Δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για επικοινωνία με ανθρώπους, αλλά είχαν οξυμένες τις αισθήσεις της ακοής, της όρασης και της όσφρησης. Η Amala πέθανε ένα χρόνο μετά την ανακάλυψή της, ενώ η Kamala σταδιακά έμαθε να περπατά και να λέει κάποιες λέξεις, αλλά κι εκείνη πέθανε λίγα χρόνια αργότερα από νεφρική ανεπάρκεια.

Oxana Malaya, Ουκρανία, 1991.

Η Oxana βρέθηκε ανάμεσα σε σκύλους ενός κυνοτροφείου στην ηλικία των οκτώ ετών. Έζησε με τους σκύλους για έξι χρόνια, αφού οι αλκοολικοί γονείς της την άφησαν ένα βράδυ έξω, όταν ήταν τριών. Ψάχνοντας για ζεστασιά κουλουριάστηκε μαζί με τα σκυλιά της φάρμας, κάτι που πιθανώς της έσωσε τη ζωή. Όταν βρέθηκε, η συμπεριφορά της έμοιαζε περισσότερο με σκύλου παρά με ανθρώπου και ήξερε μόνο τις λέξεις ναι και όχι. Με εντατική θεραπεία απέκτησε βασικές κοινωνικές και λεκτικές δεξιότητες, αλλά στο επίπεδο ενός πεντάχρονου παιδιού. Σήμερα είναι 30 ετών και ζει σε μια κλινική στην Οδησσό, όπου εργάζεται με ζώα της φάρμας. 

Lobo Wolf Girl, Μεξικό, 1845/1852.

Το 1845 κάποιοι είδαν ένα κορίτσι να τρέχει στα τέσσερα μαζί με μια αγέλη λύκων και να επιτίθεται σε ένα κοπάδι με κατσίκες. Ένα χρόνο αργότερα την είδαν να τρώει μια κατσίκα μαζί με τους λύκους. Το 1852 την είδαν ξανά να θηλάζει δύο λυκάκια, αλλά έτρεξε στο δάσος κι από τότε δεν την είδε ξανά κανείς. 

Sujit Kumar (The chicken boy), Φίτζι, 1978.

Λόγω της προβληματικής του συμπεριφοράς, οι γονείς του τον έκλεισαν στο κοτέτσι. Αργότερα η μητέρα του αυτοκτόνησε και ο πατέρας του δολοφονήθηκε, οπότε η ευθύνη πέρασε στον παππού του, που συνέχισε να τον κρατά στο κοτέτσι. Στην ηλικία των οκτώ ετών βρέθηκε στη μέση του δρόμου να κακαρίζει. Τσιμπούσε το φαγητό του, καθόταν στην καρέκλα κουρνιασμένος και έκανε περίεργους ήχους με τη γλώσσα του. Μεταφέρθηκε σε ένα γηροκομείο, όπου λόγω της επιθετικότητάς του τον είχαν δεμένο σε ένα κρεβάτι για περισσότερα από 20 χρόνια. Τώρα είναι πάνω από 30 ετών και ζει με τη φροντίδα της γυναίκας που τον έσωσε από εκεί. 

Ανακαλύφθηκε σε ηλικία περίπου τεσσάρων ετών να ζει μαζί με λύκους σε ένα δάσος της Ινδίας. Του άρεσε να κυνηγά κότες, να τρώει χώματα και είχε ιδιαίτερη προτίμηση στο αίμα. Κατάφερε να μάθει σε κάποιο βαθμό τη νοηματική γλώσσα, αλλά δε μίλησε ποτέ. Το 1978 μπήκε στο άσυλο απόρων της μητέρας Τερέζας, όπου του έδωσαν το όνομα Pascal. Πέθανε το Φεβρουάριο του 1985. 

Rochom Pngien (Jungle Girl), Καμπότζη, 2007.

Η Rochom ήταν πια γυναίκα όταν την έπιασαν να κλέβει το φαγητό ενός χωρικού. Ένας από τους αστυνομικούς του χωριού υποστήριξε ότι ήταν η 27χρονη κόρη του, από ένα χαρακτηριστικό σημάδι στην πλάτη της. Είχε εξαφανιστεί το 1988 σε ηλικία οκτώ ετών μαζί με την εξάχρονη αδερφή της, όταν πήγαν να βοσκήσουν νεροβούβαλους. Η μικρή αδερφή δεν βρέθηκε ποτέ. Η Rochom δυσκολεύτηκε να επανενταχθεί στον πολιτισμό. Εξαφανιζόταν για κάποιες μέρες και μετά επέστρεφε, νοσηλεύτηκε γιατί αρνούνταν να φάει, αλλά κατάφερε να χρησιμοποιεί κάποιες λέξεις για να επικοινωνεί. Άρχισε να κοιμάται σε ένα μικρό κοτέτσι κοντά στο σπίτι της οικογένειάς της, την οποία επισκεπτόταν για φαγητό κάθε τρεις ή τέσσερις μέρες. 

Victor (The wild boy of Aveyron), Γαλλία, 1797.

Ο Victor είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που μελετήθηκαν εκτενώς προκειμένου να ανακαλυφθεί η προέλευση του λόγου. Όταν βρέθηκε ήταν περίπου 12 ετών καλυμμένος με πληγές και τελείως ανίκανος να μιλήσει. Η ανακάλυψή του προκάλεσε το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών που πήγαν να τον εξετάσουν. Ένας από αυτούς τον έστειλε γυμνό στα χιόνια για να μελετήσει την αντοχή του στο κρύο. Ο Victor έδειχνε ότι το κρύο δεν επιδρούσε καθόλου πάνω του. Πολλοί προσπάθησαν ανεπιτυχώς να του μάθουν να μιλάει και να φέρεται φυσιολογικά. Τελικά μεταφέρθηκε σε ένα ίδρυμα στο Παρίσι, όπου πέθανε σε ηλικία 40 ετών. 

Ivan Mishukov, Ρωσία 1998.

Ο Ivan το έσκασε από το σπίτι του σε ηλικία τεσσάρων ετών για να γλιτώσει από την κακοποίηση της οικογένειάς του. Ζούσε στους δρόμους και ζητιάνευε. Ανέπτυξε μια ιδιαίτερη σχέση με μια αγέλη σκύλων με τους οποίους μοιραζόταν το φαγητό του και κατέληξε να είναι ο αρχηγός τους. Έζησε έτσι για δύο χρόνια μέχρι που τελικά μεταφέρθηκε σε ένα ίδρυμα για παιδιά. Το γεγονός ότι ζητιάνευε τον βοήθησε να μη χάσει τη γλωσσική του ικανότητα. Αυτό και το μικρό διάστημα που έζησε σαν «άγριος» τον βοήθησαν να επανέλθει γρήγορα και να ζει σήμερα μια φυσιολογική ζωή. 

1
Μοιράσου το