Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Indignation, του James Schamus

feature_img__indignation-tou-james-schamus
Το εναρκτήριο λάκτισμα δόθηκε με “ Portnoy's Complaint ” (1969), που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1972, σε σκηνοθεσία Ernest Lehman. Επόμενος σταθμός μας “ The Human Stain ” (2000), σε σκηνοθεσία Robert Benton, το 2003, με πρωταγωνιστές τους Anthony Hopkins και Nicole Kidman. Η συνέχεια δόθηκε με “ The Dying Animal ” (2001), το οποίο γυρίστηκε σε ταινία από την Isabel Coixet, το 2008, με κινηματογραφικό τίτλο Η ελεγεία ενός έρωτα και πρωταγωνιστές την Penélope Cruz και τον Ben Kingsley. Το πιο πρόσφατο δείγμα γραφής ήταν “The Humbling” (2009), σε σκηνοθεσία Barry Levinson, το 2014, με πρωταγωνιστές τους Al Pacino και Greta Gerwig.

Συμπληρωματικά να αναφέρουμε ότι τον Δεκέμβριο αναμένουμε με ιδιαίτερη ανυπομονησία την κινηματογραφική μεταφορά του συγκλονιστικού μυθιστορήματος “American Pastoral“, στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ewan Gordon McGregor, με πρωταγωνιστές τον ίδιο, την Jennifer Connelly και την Dakota Fanning. Ποιος είναι ο κοινός άξονας σε όλα τα παραπάνω; Μα φυσικά η δαιδαλώδης, σκανδαλωδώς οξυδερκής και ασύλληπτα ενδοσκοπική πένα του τιτάνιου Philip Roth.

Οι ώς τώρα απόπειρες κινηματογραφικής προσέγγισης των μυθιστορημάτων του Roth έχουν, όχι απλώς αποτύχει, αλλά εξ ολοκλήρου ναυαγήσει για έναν απλό και ουσιώδη λόγο. Διότι επιχείρησαν να αναμετρηθούν κατάφατσα με ένα πολύπλοκο και σύνθετο σύμπαν, το οποίο είναι -από κάθε άποψη- τρομακτικά δύσκολα κινηματογραφήσιμο. Πρωτίστως, λόγω της δομής και της διάρθρωσης των μυθιστορημάτων του Roth, που μοιάζουν με ρώσικη μπάμπουσκα, με μία καινούργια ιστορία να ξεπηδά συνεχώς από την προηγούμενη, με ασταμάτητες παρεκκλίσεις, παρακάμψεις και παρενθέσεις. Εν δευτέροις, επειδή είναι πραγματικά αδύνατον να ανασυστήσεις μία διαολεμένα πυκνή γραφή που ψηλαφεί την ανθρώπινη ύπαρξη στα κατάβαθά της. 

Πώς να καταφέρεις να αποδώσεις τον σκληρό -αλλά ποτέ αβάσιμο- σαρκασμό; Τον ανελέητο φαταλισμό που εκφράζεται με μία λυσσαλέα αγκίστρωση στη ζωή και τις μικρότητές της; Πώς να αναπλάσεις την ανατομία της τόσο ιδιόμορφης εβραίο-αμερικανικής ταυτότητας; Την αφόρητη και δυσβάσταχτη ειλικρίνεια για τις ανθρώπινες προθέσεις, αδυναμίες, νίκες και συντριβές; Πώς να διατυπώσεις με τόση σαφήνεια τη σαρκοβόρα φύση της σεξουαλικής πράξης, σκέψης και επιθυμίας; Την κανιβαλιστική, αλλά και βαθιά απαραίτητη, ανάγκη της ανθρώπινης συνύπαρξης; Ο Roth είναι εξ ορισμού απρόσιτος κινηματογραφικά, τόσο από άποψη σκελετού όσο και από άποψη (επ)οικοδομήματος.

Πώς κατορθώνει, λοιπόν, ο -σεναριογράφος του Ang Lee στις ταινίες “ Eat Drink Man Woman ” (1994), “The Ice Storm” (1997), “Crouching Tiger, Hidden Dragon” (2000)- James Schamus, στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, να πετύχει την πληρέστερη και γλαφυρότερη απόδοση της «Rothικής» ψυχής; Απλούστατα, με το να επιλέγει συνετά πότε και πώς να ανεβάσει τους τόνους, με το να μετρονομεί την Αγανάκτηση του ήρωά του. Με το να πλαγιοκοπεί τις συγκρούσεις του ωσότου βρει άνοιγμα για κάποια κατά μέτωπον επίθεση. 

Η εναρκτήρια σκηνή μας μεταφέρει σε ένα καταθλιπτικό γηροκομείο και από εκεί, μέσα από ένα dissolve, στον Πόλεμο της Κορέας, και από εκεί, χάρη σε ένα απαλό και διακριτικό voice over που θα διατρέξει εν τέλει ολόκληρη την ταινία, λίγους μήνες νωρίτερα, στο Newark (τη γενέτειρα, δηλαδή, του Roth και μόνιμο τόπο καταγωγής των alter ego ηρώων του). Ένας πανέξυπνος και υπερευαίσθητος νεαρός, που αντιμετωπίζει τα πάντα με βλέμμα σοβαρό θαρρείς όχι από επιλογή, αλλά από βιολογική αναγκαιότητα, πρόκειται να μετακομίσει εν μέσω πένθιμης ατμόσφαιρας.

Η εβραϊκή κοινότητα του Newark θάβει με θλίψη τα τέκνα της που στάλθηκαν στην κιμαδομηχανή ενός ανούσιου πολέμου και ο Marcus Messner (ο Logan Lerman από το “Perks of Being a Wallflower”) ετοιμάζεται να μετακομίσει στο Οχάιο, στο κολέγιο όπου έχει γίνει δεκτός. Από τη μέγγενη του ασφυκτικού υπερπροστατευτισμού του πατέρα του (ψήγματα αναφοράς σε αυτή την ιδεοληπτική φοβία απέναντι στην πιθανότητα του ατυχήματος συναντούμε σε πολλούς Αμερικανό-Εβραίους κωμικούς), θα μεταφερθεί σε ένα ακόμη πιο πνιγηρό περιβάλλον συντηρητισμού.

Αναπόδραστη μοίρα ή μία υποδόρια επιλογή αναμέτρησης με τα ίδια τέρατα, ουδείς μπορεί να πει με σιγουριά. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο πύρινος ιδεαλιστής και άβγαλτος ερωτικά Marcus θα βρεθεί με ένα περιοριστικό λουρί τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του. Κι όσο αυτός αντιδρά και κυρίως, όσο αυτός συνεχίζει να μην γνωρίζει πώς πρέπει να αντιδράσει, αντί να το χαλαρώσει, το κάνει ακόμη πιο σφιχτό.

Η ζωή του Marcus άλλαξε όταν η καρδιά του έχασε απότομα ορισμένους χτύπους. Όταν το βλέμμα του συνάντησε τη γάμπα της Olivia που παλλόταν σαν εκκρεμές, στηριζόμενη σε ένα χερούλι καρέκλας, στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη. Η Sarah Gadon έχει μία σαφώς δυσκολότερη αποστολή από τον (επιτυχημένα στιβαρό) Lerman. Να δώσει αυτάρκη και ανεξάρτητη υπόσταση σε ένα ρόλο που εκ των πραγμάτων οριοθετείται από την οπτική του Marcus. 

Και το πράττει σε ικανοποιητικό βαθμό, υποδυόμενη μία μικρή πριγκίπισσα που τα μεταξωτά της σεντόνια έχουν λερωθεί με δάκρυα, αίμα, σκοτάδια και ερωτικά υγρά. Ο Schamus, με μία προσεγμένη εναλλαγή τονικότητας στις εικόνες και στα λόγια της ταινίας του, αποδίδει ένα μικρό δείγμα της σαρκοβόρου ειρωνείας και του κατάμαυρου, αλλά πάντα φανερού, χιούμορ του Roth. Αυτό, όμως, δεν θα ήταν αρκετό.

Ο Schamus, όπως προείπαμε, δεν θα αποφύγει τη φωτιά της μάχης, απλώς θα διαλέξει προσεκτικά ποιες μάχες θα δώσει, προτιμώντας να κερδίσει κάποιες από αυτές παρά να χάσει τον πόλεμο. Και θα εξαπολύσει τις επιθέσεις του, ευφυώς, σε σχετικά ανύποπτες στιγμές. Στις οποίες στιγμές θα λάμψουν δύο δευτεραγωνιστές, ευρισκόμενοι εκτός του πρώτου (Marcus) και του δεύτερου (Marcus και Olivia ) κάδρου. 

Από τη μια, ο Tracy Letts, που υποδύεται υποδειγματικά τον Κοσμήτορα Caudwell και κλέβει την παράσταση σε μία 20λεπτη σκηνή λεκτικής αντιπαράθεσης, η οποία όχι μόνο δεν εξαντλεί, αλλά σε κάνει να παρακαλάς να μην τελειώσει ποτέ. Ο Κοσμήτορας είναι ένας άνθρωπος αρχοντικός μέσα στη ναφθαλίνη του, εξοργιστικά μειλίχιος μέσα στην εξίσου εξοργιστική αρτηριοσκλήρυνσή του. Σφόδρα επικριτικός και τρυφερά ενθαρρυντικός την ίδια στιγμή. Ένας άτυπος Θεός ενός περίκλειστου κυκλώματος, που αγκαλιάζει θερμά τον συντηρητισμό του και διαφυλάττει ψύχραιμα το κύρος που αποδίδει ο ίδιος στο αξίωμά του.

Από την άλλη, η Linda Emond, η οποία ξεπροβάλλει απότομα από το πίσω φόντο στο οποίο είχε αρχικά τοποθετηθεί, ούσα η αντίρροπη δύναμη μητρικής κατανόησης απέναντι στην ψυχοπαθολογική πατρική υπερβολή. Με ένα μονόλογο βάναυσης αμεσότητας καταδεικνύει αυτό που ο Roth γνωρίζει πολύ καλά. Καμία ανθρώπινη σχέση δεν είναι ολότελα ανιδιοτελής. Ακόμη και η μητρική αγάπη ενδέχεται να ζητήσει ορθολογικά ανταλλάγματα. Ακόμη και η μητρική αγάπη που έχει ως δέκτη έναν υποδειγματικό γιο. Ζητούμε πάντοτε ακόμη περισσότερα από όσους δείχνουν ότι μπορούν να προσφέρουν πολλά. Η δύναμη μετατρέπεται σε αδυναμία αντίστασης και η αδυναμία σε δύναμη επιβολής, σε ένα γαϊτανάκι που αλλάζει κατεύθυνση ανά πάσα στιγμή.

Όλα αυτά καθ’ οδόν προς ένα φινάλε που μας επαναφέρει στην αφετηρία, σε ένα σχήμα κύκλου που κλείνει και θα ξανανοίξει ευκαιρίας δοθείσης. Σε ένα φινάλε που γεννά ενσυναίσθηση και συγκίνηση, παρά τον ελαφρύ μελοδραματικό του τόνο. Γεμάτο κυνικό φαταλισμό, αλλά και εξύψωση της αγάπης. Η οποία πάντα θα χάνει όταν συναντά τη ζωή στον δρόμο της, αλλά κάποιες φορές θα έχει δώσει πρώτα μία τίμια μάχη.

Indignation, του James Schamus
Είδος: 
Δραματική
Διάρκεια: 110'

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

 

1
Μοιράσου το