Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Η τρύπα, του Jose Revueltas

feature_img__i-tripa-tou-jose-revueltas
Το μεξικανικό ’68, το Πανοπτικόν και το Μαύρο Παλάτι: Σημειώσεις για την «Τρύπα» του Jose Revueltas.

Ένας αιρετικός μαρξιστής

«Ο Jose Revueltas είναι η σύνθεση της μεξικανικής ψυχής: αντιφατικός, απεριποίητος, επινοητικός, απελπισμένος και οξυδερκής. Τον αγαπάμε βαθύτατα». Διαβάζοντας το οπισθόφυλλο από τη «Τρύπα» του Jose Revueltas, διαπιστώνουμε ότι αυτά σχόλια προέρχονται από τον Pablo Neruda, λίγα χρόνια πριν από το θάνατο του το 1973. Ο σπουδαίος Χιλιανός ποιητής δεν υπήρξε ο μόνος θαυμαστής του Revueltas. Στη πραγματικότητα, ο Neruda άργησε να αντιληφθεί την αξία του Μεξικανού μαρξιστή διανοούμενου, καθώς το 1941, όταν εκδόθηκαν τα «Τείχη του νερού», το πρώτο μυθιστόρημα του Revueltas, ο Χιλιανός το αποκήρυξε λόγω της επιρροής των χαρακτήρων από τον γαλλικό υπαρξισμό. Το γεγονός αυτό συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο τους λόγους για τους οποίους η φήμη του Revueltas δεν έφτασε ποτέ πέρα από τις αχανείς εκτάσεις των μεξικανικών συνόρων: οι ιδέες του ήταν αντίπαλες προς την κυρίαρχη κουλτούρα αλλά ταυτόχρονα υπερβολικά «αιρετικές» για να γίνουν αποδεκτές από τη κομμουνιστική ορθοδοξία της εποχής.

Γεννημένος το 1914, ο Revueltas πρόλαβε ήδη πριν την ενηλικίωση του να φυλακιστεί δύο φορές για τον ενεργό του ρόλο στην οργάνωση απεργιών. Μέχρι και το θάνατο του το 1976, οι καταδίκες για τη πολιτική του δράση, η φυλακή και η εξορία αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της πορείας του. Όπως είχε εξομολογηθεί σε μία επιστολή προς το φίλο του Σιμόν Κρέσπι, λίγο πριν τον θάνατό του, ο μεγάλος του φόβος ήταν η πιθανότητα ενός μεταθανάτιου διαχωρισμού του έργου του μεταξύ πολιτικού και λογοτεχνικού, δηλαδή η αλλοίωση του αμιγώς πολιτικού χαρακτήρα των μυθιστορημάτων του από τους κριτικούς λογοτεχνίας . Δεν αντιλαμβανόταν τη λογοτεχνία απλώς ως μορφή τέχνης που μπορεί να έχει πολιτική χροιά, αλλά περισσότερο ως μορφή πολιτικής παρέμβασης στη συγκυρία, σε ρόλο παρόμοιο με τα θεωρητικά κείμενα. Το μυθιστόρημα για τον Revueltas ήταν ένα δομικό συστατικό της πολιτικής του εργαλειοθήκης ως μέσο κοινωνικής κριτικής, αλλά και ως εργαλείο πολιτικής διαπάλης εντός της μεξικανικής Αριστεράς.

Το 1930, όντας 16 ετών, θα ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα Μεξικού. Η ταραχώδης σχέση που θα αναπτύξει με το κόμμα θα καθορίσει τη σκέψη και το έργο του. Μέσα από παρεμβάσεις σε μία σειρά από περιοδικά, άσκησε έντονη κριτική στο ΚΚΜ για τη προσωπολατρία, τον θεωρητικό δογματισμό, την έλλειψη αυτοκριτικής και εσωτερικής δημοκρατίας, καθώς και την άρνηση να συνεργαστεί με την υπόλοιπη μεξικανική Αριστερά. Η κριτική αυτή θα γίνει η αιτία απομάκρυνσης του από το ΚΚΜ το 1943. Ο ίδιος θα επιμείνει στις κριτικές παρεμβάσεις, αυτή τη φορά μέσα από τα μυθιστορήματα «Ανθρώπινο πένθος» (1943) και «Γήινες μέρες» (1944), στα οποία αποτυπώνονται έντονα τα ερωτήματα της σοσιαλιστικής στρατηγικής, της πρωτοπορίας και του δογματισμού. Τα έργα αυτά θα δεχθούν σκληρή κριτική τόσο από το ΚΚΜ όσο και από τις υπόλοιπες μεξικανικές αριστερές οργανώσεις, προσάπτοντας στον Revueltas επιρροή από την αστική ιδεολογία και τον μεταπολεμικό υπαρξισμό. Μετά από 12 χρόνια περιπλάνησης στον γαλαξία της μεξικανικής Αριστεράς, ο Revueltas θα κάνει αίτηση επανένταξης στο ΚΚΜ, για τις ανάγκες της οποίας θα προβεί σε μία δημόσια «αυτοκριτική για το πρώιμο έργο του». Η επανασύνδεση του με το ΚΚΜ όμως δεν θα έχει μεγάλη διάρκεια, καθώς η αδράνεια του κόμματος στη σκληρή καταστολή των εργατών του σιδηρόδρομου στη απεργία του 1959 θα γίνει αντικείμενο πολεμικής από τον Revueltas, συμπεραίνοντας πως η μεξικανική εργατική τάξη δεν είναι πραγματικά πρωτοποριακή. Έτσι, οδηγείται στη δεύτερη και τελική έξοδο του από το ΚΚΜ το 1960. Η επιμονή του Revueltas σε μια «άλλη αριστερά» για τον λαό του Μεξικού είναι αυτή που θα του δώσει τη θέση «δασκάλου, εμψυχωτή και πολιτικού καθοδηγητή» για το νέο κοινωνικό υποκείμενο που αναδύεται στα ταραχώδη χρόνια της δεκαετίας του ’60, το φοιτητικό κίνημα.

Μεξικό 1968: Ας μάθουμε να είμαστε νέοι! Επί το έργον!

Αντιφατικός, απεριποίητος, επινοητικός, απελπισμένος και οξυδερκής. Έτσι χαρακτήρισε τον Revueltas ο Neruda. Αλλά θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν εκφράζουν μόνο τον Revueltas, αλλά ολόκληρη τη μεξικανική εξέγερση του 1968. Ως μία από τις εκδοχές του παγκόσμιου Μάη, το μεξικανικό 1968 συχνά μνημονεύεται για την τελική του πράξη: την επίθεση του στρατού στους φοιτητές ώστε να εξασφαλίσει την ομαλή διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων. Με τη μεξικανική περίπτωση λοιπόν να μην απολαμβάνει αναγνώριση αντίστοιχη του ευρωπαϊκού αρχέτυπου, συχνά μένουν στο σκοτάδι όσα προηγήθηκαν των γεγονότων της πλατείας των Τριών Πολιτισμών, το νήμα των οποίων στην ουσία ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του 1920.

Για το Μεξικό της περιόδου 1930–1960, δύο πράγματα είναι σίγουρα: πρώτον, η ζωή κυλούσε στον απόηχο της μεγάλης μεξικανικής επανάστασης, με το Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα να βρίσκεται στην εξουσία (από το 1929 μέχρι το 2000), την ύπαρξη «επαναστατικών θεσμών» και «επαναστατικού Συντάγματος» καθώς και τη πλήρη αναδιοργάνωση της μεξικανικής κουλτούρας με επίκεντρο το επαναστατικό συμβάν. Δεύτερον, καμία πτυχή της καθημερινότητας των υποτελών τάξεων δεν θύμιζε το όραμα των μεγάλων μεξικανών επαναστατών, Zapata και Villa. Καθόλη τη διάρκεια της κυβέρνησης του ΘΕΚ επικρατούσε η λεγόμενη dictablanda, μία υβριδική πολιτική μορφή που αψηφά την παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα σε φιλελεύθερη δημοκρατία και στρατιωτική δικτατορία. Απέναντι σε ένα κόμμα-απόγονο της επανάστασης, το οποίο -ιδιαίτερα τη περίοδο της προεδρίας του Lázaro Cárdenas (’34–’40)- συνδύαζε κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, κοινωνική πολιτική και σκληρή καταστολή των εργατικών αγώνων, η μεξικανική αριστερά ήταν οργανωτικά αδύναμη και πολιτικά αμήχανη. Ως απάντηση στην αμηχανία αυτή ο Revueltas θα γράψει το “Mexico: una democracia Barbara” (1958), αναδεικνύοντας τη συνέχεια της μεροληπτικής ταξικής πολιτικής των κυβερνήσεων του Μεξικού, από το τέλος της επανάστασης μέχρι και το ΘΕΚ. Το έργο αυτό θα έρθει σε μία στιγμή οπού διαφαίνεται η ύπαρξη συσσωρευμένης αγανάκτησης και αντιστάσεων, που μεταφράζεται τόσο σε εργατικούς αγώνες, όσο και στη τέχνη και το πολιτισμό.

Τη δεκαετία 1930–1940 η κεντρικότητα της μεξικανικής επανάστασης στη κουλτούρα είναι αδιαμφισβήτητη. Η θεματική της επανάστασης αναδιάρθρωσε όλο το προεπαναστατικό πολιτισμικό εποικοδόμημα, συμβάλλοντας στη σφυρηλάτηση μίας «μεξικανικής εθνικής ταυτότητας». Η λογοτεχνία της μετεπαναστατικής περιόδου χαρακτηρίζονταν από γραμμική αφήγηση, έλλειψη κάθε είδους συμβολισμού και πρόζα που παρέπεμπε σε δημοσιογραφικό λόγο: ο κόσμος έπρεπε «να μάθει», να γνωρίσει την ιστορία και τα γεγονότα. Στις αρχές του ’40 έκαναν την εμφάνιση τους νέα ρεύματα, στα οποία ο Revueltas είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Αρχικά επηρεάζεται έντονα από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, ωστόσο, καθώς η κριτική του τόσο στο ΘΕΚ και στο ΚΚΜ βαθαίνει, μια νέα λογοτεχνική ταυτότητα γεννιέται: οι συμβολισμοί έχουν κεντρικό ρόλο, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ατμόσφαιρα όπου μία αίσθησης ματαιότητας κυριαρχεί και οι χαρακτήρες είναι μεξικανοί αγρότες, φυλακισμένοι ή ό,τι περιγράφεται ως λούμπεν προλεταριάτο, απέχοντας πλέον πολύ από τον ιδεότυπο του μπολσεβίκου που κυριαρχεί στα σοβιετικά λογοτεχνικά ρεύματα. Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων συγκροτεί ένα ρεύμα με σημαντική επιρροή στη νεολαία, τη μεξικανική Nueva Narrativa, με κύριους εκπροσώπους τον Revueltas και τους πιο γνωστούς στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό Juan Rulfo και Carlos Fuentes.

Τον Ιούλιο του 1968 ξεκίνησαν οι καταλήψεις. Κέντρα του κινήματος αποτελούσαν οι σχολές του πολυτεχνείου, των πολιτικών επιστημών και της φιλοσοφικής. Οι φοιτητές δήλωναν πως έκαναν «απεργία», σε μία προσπάθεια να συνδεθούν με τον υπόλοιπο λαό. Τα αιτήματα δεν είναι αμιγώς φοιτητικά, αλλά συνδέονται με το ευρύτερο αίτημα για βάθεμα του εκδημοκρατισμού: απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, αφοπλισμός των γραναδέρος (αντίστοιχα ΜΑΤ), αλλαγή του ποινικού κώδικα. Οι συνελεύσεις είναι μαζικότατες, το κίνημα δεν κάμπτεται από τις προσπάθειες για κρυφές διαπραγματεύσεις ή το αφήγημα των μέσων ενημέρωσης και φυσικά ούτε από την ωμή βία των γραναδέρος. Οργανώνονται καθημερινά «μπριγάδες», ομάδες φοιτητών που πηγαίνουν στις λαϊκές γειτονιές και στους χώρους εργασίας για να οικοδομήσουν την ενότητα νεολαίας και εργατικής τάξης. Οι συνελεύσεις, οι συζητήσεις και ο δρόμος πολιτικοποιούν τους φοιτητές με ραγδαίους ρυθμούς: πηγές έμπνευσης αποτελούν η επανάσταση στη Κούβα, η δολοφονία του Che στη Βολιβία, οι Βιετκόνγκ και οι Μαύροι Πάνθηρες, ενώ μετά την αρχική διστακτικότητα, το κίνημα έρχεται σε σύγκρουση με τη κυρίαρχη αφήγηση για τη μεξικανική επανάσταση και επανοικειοποιείται ριζοσπαστικά τον Zapata και τον Villa. Σε δεύτερο χρόνο έρχεται και η επιρροή του γαλλικού Μάη, αλλά και καλλιτεχνών όπως ο Bob Dylan και οι Beatles.

Ο Revueltas, σε ηλικία 54 ετών και ήδη αναγνωρισμένος συγγραφέας, δεν μένει αμέτοχος. Αποκτά ενεργό ρόλο στο κίνημα ως εκπρόσωπος της επιτροπής συγγραφέων και καλλιτεχνών στην Εθνική Απεργιακή Επιτροπή. Έχοντας δημοσιεύσει από το 1962 το σημαντικό του έργο «Δοκίμιο για ένα προλεταριάτο χωρίς ηγεσία», τάσσεται ολοκληρωτικά με το μέρος των φοιτητών. Στο βιβλίο του “Mexico 68. Juventud y revolucion” αναδεικνύει την ανεπάρκεια των κλασσικών μορφών οργάνωσης, τονίζοντας την ανάγκη «να δημιουργήσουμε τις πιο ποικίλες μορφές δημοκρατικής οργάνωσης για τη δράση, το διάλογο, την αντιπαράθεση, μορφές πλατιές, σταθερές, ακούραστες… Ας μάθουμε να είμαστε νέοι! Επί το έργον!». Σε ένα γράμμα του στους εξεγερμένους Γάλλους φοιτητές θα γράψει: «Εσείς, γράψατε το σύνθημα “απαγορεύεται το απαγορεύεται”. Ας πούμε: απαγορεύεται να απαγορεύεται η επανάσταση». Ο Roberto Escudero, εκ των ηγετικών μορφών του κινήματος, θυμάται:

ήταν κάτι πολύ κοινό για όσους συμμετείχαν στο κίνημα του ‘68 όταν έφταναν στη φιλοσοφική σχολή να αντικρίζουν τον Jose Revueltas εκεί, να γράφει, οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας, σε ένα τραπέζι που επίσης του χρησίμευε πολύ συχνά για κρεβάτι.

Η μεγάλη διαφορά του μεξικανικού ’68 με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά κινήματα είναι το κύκνειο άσμα του, με την αδιανόητη χρήση βίας από το μεξικανικό κράτος. Η κυβέρνηση του ΘΕΚ, βλέποντας το κίνημα να μην υποχωρεί και με τους Ολυμπιακούς αγώνες του Μεξικού να πλησιάζουν, έπρεπε να δράσει άμεσα, ώστε να αποκλείσει την πιθανότητα κινητοποιήσεων κατά τη διάρκεια της διοργάνωσης, οπού όλα τα ΜΜΕ θα ήταν στραμμένα στο Μεξικό. Και αυτό ακριβώς έκανε: έδρασε αποφασιστικά και με τρομακτική βιαιότητα. Δύο είναι οι κύριες ημερομηνίες. Στις 18 Σεπτέμβρη τανκς μπαίνουν στο πανεπιστήμιο και ο στρατός, με 10.000 στρατιώτες, καταλαμβάνει τη πανεπιστημιούπολη. Μία κοπέλα από την Ουρουγουάη, η Αλσίρα, έμεινε κρυμμένη στις τουαλέτες τις φιλοσοφικής για 13 ημέρες. Ο σπουδαίος Χιλιανός συγγραφέας Roberto Bolano έχει αφιερώσει στο Μεξικάνικο ’68 και στην ιστορία της Αλσίρα το βιβλίο του «Φυλαχτό», οπού αναπλάθει την ιστορία δίνοντας στη πρωταγωνίστρια το όνομα Αουξίλιο Λακουτίρ:

είδα ανθρώπους που τους έβγαζαν σέρνοντας ή ανθρώπους που έβγαιναν από τη Σχολή καλύπτοντας τη μύτη τους με ένα λευκό μαντήλι που γινόταν γρήγορα μαύρο από το αίμα. Και τότε είπα μέσα μου: Μείνε εδώ, Αουξίλιο, δεν χρειάζεται να μπεις εθελοντικά σε τούτη τη ταινία, κορίτσι μου, αν θέλουν να σε χώσουν, ας μπουν αυτοί στο κόπο να σε βρουν.

Η δεύτερη ημερομηνία είναι 2 Οκτωβρίου. Έχει προγραμματιστεί συγκέντρωση, η οποία ακυρώνεται λόγω της φήμης πως θα υπάρξει μεγάλο χτύπημα. Με τους συγκεντρωμένους φοιτητές να βρίσκονται στη πλατεία των Τριών Πολιτισμών (ή αλλιώς Τλατελόλκο), δύο φωτοβολίδες εκτοξεύονται από στρατιωτικά ελικόπτερα. Ήταν σινιάλο για επίθεση: ο στρατός ανοίγει πυρ κατά των φοιτητών, σκοπευτές πυροβολούν κατά του άμαχου πλήθους. Γίνεται λόγος για εκατοντάδες νεκρούς. Τα πτώματα φορτώνονται σε απορριμματοφόρα και εξαφανίζονται, οι συλληφθέντες μαζεύονται σε στρατόπεδα. Ο Paco Ignacio Taibo II γράφει πως «τα πάντα είναι Τλατελόλκο και όλα τα υπόλοιπα ιστοριούλες» και συνεχίζει: «Η 2 Οκτωβρίου αντικαθιστά στη μνήμη τις εκατό ημέρες της απεργίας. Το ’68, λόγω της μαύρης μαγείας για τη λατρεία της ήττας και των νεκρών, μετατρέπεται σε Τλατελόλκο». Τις επόμενες μέρες θα εξαπολυθεί ανθρωποκυνηγητό. Συλλαμβάνονται χιλιάδες φοιτητές και διανοούμενοι, καθώς και η ηγεσία του ΚΚΜ. Εντός των συλληφθέντων βρίσκεται και ο Revueltas, που θα καταδικαστεί ως ο «ιθύνων νους» πίσω από το κίνημα και θα μεταφερθεί στις Φυλακές Λεκουμπέρι, γνωστές και ως «Μαύρο Παλάτι», οπού κατά τη διάρκεια της κράτησης του θα γράψει την «Τρύπα».

Η φοιτητική επανάσταση του '68 στο Μεξικό

Μία Τρύπα μέσα στο Μαύρο Παλάτι

Οι φυλακές Λεκουμπέρι αποτελούσαν τον κατεξοχήν προορισμό όσων φυλακίστηκαν για τα γεγονότα του 1968. Είναι ο τόπος συγγραφής της «Τρύπας», αλλά και η τοποθεσία στην οποία εκτυλίσσονται τα γεγονότα το μυθιστορήματος. Αυτό που της δίνει τη σημασία της στο βιβλίο είναι ο σχεδιασμός της: ο αρχιτέκτονας Μικέλ Μασέδο υιοθέτησε το μοντέλο Τζ. Μπένθαμ, γνωστό ως «Πανοπτικόν». Στο κέντρο της φυλακής υπήρχε ένα παρατηρητήριο, ο πύργος επιτήρησης, από τον οποίο εκτείνονταν επτά πτέρυγες, η καθεμία από τις οποίες ήταν συνεχώς ορατή από το κέντρο του. Ο πύργος επιτήρησης είναι έτσι φτιαγμένος ώστε οι κινήσεις των κρατουμένων να είναι συνεχώς ορατές, αλλά οι ίδιοι να μην μπορούν να δουν που βρίσκεται ο επιτηρητής ή αν υπάρχει επιτηρητής εντός του πύργου. Έτσι, είναι αναγκασμένοι να φέρονται σαν να επιτηρούνται συνεχώς. Όπως θα υποδείξει ο Michel Paul Foucault, οι κρατούμενοι γίνονται «αντικείμενο μιας πληροφόρησης, ποτέ υποκείμενο μιας επικοινωνίας» με τον ίδιο στη συνέχεια να αναπαράγει τα λόγια του Μπένθαμ: «Από την άποψη του φύλακα, το πλήθος αντικαθίσταται από μια πολλαπλότητα αριθμήσιμη και ελέγξιμη• από την άποψη των κρατουμένων, από μια μοναξιά εγκάθειρκτη και επιτηρούμενη». Αυτός ο ρόλος του πανοπτισμού αποτυπώνεται στην «Τρύπα», όπου οι φυλακισμένοι είναι «κρατούμενοι σε κίνηση, αιχμάλωτοι σε ζωολογική κλίμακα» και οι φύλακες έχουν «ένα πέπλο ματιών που κάλυπτε όλο τους το σώμα, ένα ποτάμι από κόρες ματιών που τους έλουζε πατόκορφα». Η αφήγηση ξεκινά με έναν από τους κρατουμένους να παρακολουθεί του φύλακες κατά τη διάρκεια της περιπολίας, αλλά η ένταση παραμένει στα ίδια επίπεδα είτε πραγματοποιείται περιπολία, είτε όχι. 

Η πλοκή της «Τρύπας» είναι απλή: τρεις κρατούμενοι προσπαθούν να περάσουν ναρκωτικά εντός της φυλακής, χωρίς να τους καταλάβουν οι δεσμοφύλακες. Και οι τρεις βρίσκονται στο ίδιο πειθαρχικό κελί και περιμένουν τη μητέρα του ενός να τους φέρει τα ναρκωτικά. Το οπτικό τους πεδίο περιορίζεται στα όρια του μικρού παραθύρου της πόρτας του κελιού, αλλά η εικόνα που δίνεται στον αναγνώστη είναι πιο διευρυμένη. Ο αφηγητής δίνει πρόσβαση σε όλη τη φυλακή, καθώς και στους ίδιους του χαρακτήρες, εντός και εκτός αυτής. Οι σκέψεις, τα πάθη και οι συμπεριφορές των πρωταγωνιστών φωτίζονται από τον αφηγητή, ο οποίος είναι ο μόνος που μπορεί να τους κρίνει, να τους πλάσει αποκλειστικά μέσα από τη δική του ματιά, δίνοντας την αίσθηση πως παρακολουθεί την ιστορία μέσα από τον πύργο επιτήρησης.

Στη «Τρύπα» μπορεί να ακολουθούμε την έκβαση του εγχειρήματος των τριών κρατουμένων, όμως ο πραγματικός πρωταγωνιστής δεν παύει να είναι η ίδια η φυλακή. Το «Μαύρο Παλάτι» λειτουργεί ως το πλαίσιο εντός του οποίου τα υποκείμενα αποτελούν αποδέκτες και ταυτόχρονα αγωγούς μίας μορφής κοινωνικής βίας. Η βία αυτή -ταξική βία σε τελική ανάλυση- είναι πάντοτε παρούσα, ανεξάντλητη, αναντίρρητη. Είναι μία ροή που μέσω της φυλακής διοχετεύεται σε όλα τα υποκείμενα που συναπαρτίζουν την «κοινότητα», με τα ίδια να την αναπαράγουν από την πλευρά τους: οι φύλακες, ψηλότερα στην ιεραρχία του μικρόκοσμου, είναι και οι ίδιοι «παντοτινά τιποτένιοι, αιχμάλωτοι σε μία ατελείωτη κίνηση» όπου στο τέλος της ημέρας αδυνατούν να ξεφύγουν από μία ζωή εντός της φυλακής, παραμένουν «παγιδευμένοι μέσα στο κουτί με τα ψηλά κάγκελα». Οι επισκέπτες σταδιακά μεταβάλλουν την εικόνα που έχουν για τους ανθρώπους τους εντός τη φυλακής, βλέποντας τους όλους ως μία ομοιογενή μάζα, ως εγκληματίες. Τέλος, οι ίδιοι οι κρατούμενοι, άσχημοι, γεμάτοι τυφλό θυμό, ανίκανοι να προκαλέσουν οποιαδήποτε συμπάθεια, βρίσκονται σε μία κατάσταση όπου «όλα απέπνεαν θάνατο στη πιο κατηγορηματική του παρουσία, τη πιο απίστευτη». Αυτή η απεικόνιση των υποκειμένων αποτυπώνει και το μέγεθος της τομής του Revueltas με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Απέναντι στην εικόνα του καταπιεσμένου αλλά εγγενώς καλού εργάτη έχουμε τα μέλη της «περήφανης κάστας των κακοποιών» που δεν αποτελούν απλούς αποδέκτες της καταπίεσης αυτής, αλλά οι σκέψεις και οι πράξεις τους την αναπαράγουν και συμβάλλουν στη διαιώνισή της. Είναι το λούμπεν προλεταριάτο, ό,τι βρίσκεται κάτω από τον πάτο της κοινωνικής ιεραρχίας και αποτελούν την ίδια στιγμή αποδέκτες αλλά και αγωγούς των πιο σκληρών μορφών ταξικής βίας.

Με την έκδοση της «Τρύπας» οι Ακυβέρνητες Πολιτείες μας έδωσαν πρόσβαση σε μια οξεία κριτική του σωφρονιστικού συστήματος, η οποία είναι ταυτόχρονα μία απολαυστική ιστορία που διαβάζεται απνευστί, με τη μετάφραση του Κρίτωνα Ηλιόπουλου να αποτελεί εγγύηση. Η «Τρύπα» όμως δεν έρχεται σε νεκρό χρόνο. Σήμερα στη καρδιά της αμερικανικής αυτοκρατορίας τα κοινωνικά κινήματα έχουν επιβάλλει στην ημερήσια διάταξη μία συζήτηση γύρω από τον ρόλο της αστυνομίας και του σωφρονιστικο-βιομηχανικού συμπλέγματος (κατά την Angela Davis), φτάνοντας στο σημείο να οραματίζονται μορφές κοινωνικής οργάνωσης και συνύπαρξης όπου αυτοί οι μηχανισμοί είναι απονεκρωμένοι. Η διεισδυτική ματιά του Revueltas στην πραγματικότητα του εγκλεισμού αποτελεί μία ιδιαίτερη συμβολή προς αυτή τη κατεύθυνση, υπενθυμίζοντας με τον δικό του τρόπο πως μία δημοκρατία χωρίς δεσμά οφείλει να αποτελεί βασικό συστατικό κάθε οράματος κοινωνικής χειραφέτησης.

Η τρύπα, του Jose Revueltas
Μετάφραση: Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες
σελ. 80

Photo Sources

  • The Paris Review
  • Wikipedia
  • Autonomies 
3
Μοιράσου το