Scroll Top

Auditorium

Η ιέρεια της σύγχρονης Avant-Garde Diamanda Galas σε ένα live για πιάνο και φωνή, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

feature_img__i-iereia-tis-sigxronis-avant-garde-diamanda-galas-se-ena-live-gia-piano-kai-foni-sto-megaro-mousikis-athinon
Ύστερα από 9 χρόνια απόστασης από τη δισκογραφική της πορεία, η Diamanda Galas επέστρεψε με δύο άλμπουμ για τη φετινή χρονιά, που θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε το Σάββατο 20 Μαΐου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ο δίσκος με τίτλο ″All The Way″ περιέχει διασκευές και επανεκτελέσεις jazz και παραδοσιακών κομματιών, ενώ ο δεύτερος δίσκος με τίτλο ″At Saint Thomas The Apostle Harlem″ περιέχει κομμάτια σε διάφορες γλώσσες, ηχογραφημένα από τη συναυλία της στο Red Bull Music Academy Festival του 2016.

Με τη χαρακτηριστική φωνή της και την επιβλητική ατμόσφαιρα της μουσική της, η Diamanda Galas δεν αποτελεί τυχαία μια εμβληματική φιγούρα. Η ιδιαίτερη και πρωτοποριακή παρουσία της οδήγησαν σε συνεργασία με μερικούς από τους πιο αναγνωρισμένους της σύγχρονης πειραματικής μουσικής, όπως τον Γιάννη Ξενάκη, τον Vinko Globokar και τον John Zorn, ενώ έχει συνεργαστεί και με μουσικούς της Jazz όπως τον Bobby Bradford. 

Η Diamanda γεννήθηκε το 1955 από γονείς με αρμένικες ρίζες. Μεγάλωσε χωρίς τηλεόραση ή ραδιόφωνο, ενώ δεν επιτρεπόταν να βγαίνει από το σπίτι ούτε να κάνει ό,τι έκαναν τα υπόλοιπα παιδιά του San Diego. Στα 19 της, θα αποδεσμευτεί από αυτό το πατριαρχικό περιβάλλον, και μαζί με τον αδερφό της Philip (αργότερα δημοφιλή θεατρικό συγγραφέα) θα καταπιαστούν με τις σκοτεινές μορφές της τέχνης, αντλώντας έμπνευση από τα έργα των Marquis de Sade, Friedrich Nietzsche και φυσικά του Antonin Artaud. Ο πατέρας της την είχε ενθαρρύνει να παρακολουθήσει μαθήματα πιάνου από νωρίς, όμως –θεωρώντας ότι το τραγούδι είναι για ηλίθιους– δεν της επέτρεπε να τραγουδάει. Αργότερα, στη φοιτητική ζωή της ως βιοχημικός συμπεριφέρεται στον εαυτό της σαν «ινδικό χοιρίδιο» και πειραματίζεται με τη φωνή της και τη μουσική. Αυτό –όπως έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις της– δεν ήταν παράξενο για εκείνη τη δεκαετία, ήταν όμως εκείνο που την οδήγησε στην αποδόμηση των ιδανικών που είχε αποκτήσει στο οικογενειακό περιβάλλον. Έτσι, οδηγήθηκε στη φωνητική έρευνα, ενώ με τον καιρό προσπάθησε να τη συνδυάσει με το έργο των Pasolini, Lilly, B.F. Skinner, Janov και Nietzsche. Το 1979, παίρνει τον ρόλο ενός θύματος βασανιστηρίων στην όπερα του Γιουγκοσλάβου συνθέτη Vinko Globokar, ερμηνεία που θα την ωθήσει στα άκρα των φωνητικών της δυνατοτήτων. Ένα χρόνο αργότερα, στη Γαλλία, η δουλειά της πάνω στα περίπλοκα και μικροτονικά κομμάτια του Γιάννη Ξενάκη σφραγίζει τη φήμη της ως μοναδικής φωνής που μπορεί να ερμηνεύσει τέτοια έργα.

H δισκογραφία της είναι χαρακτηριστική και πρωτοπόρα: τα κομμάτια της επιβλητικά και μαγευτικά, άλλοτε χθόνια και ζοφερά. Η πρώτη επίσημη κυκλοφορία της, το ″Litanies of Satan″, είναι ένα συνονθύλευμα κραυγών, τσιρίδων και αναστεναγμών, βασισμένο στην ποίηση του Charles Baudelaire, που παραμένει η πιο ανατριχιαστική δουλειά της εδώ και 35 χρόνια. Οι επιρροές από την αρχαία ελληνική τραγωδία είναι εμφανείς, κάτι που έχει δηλώσει και η ίδια. Το album, που ηχογραφήθηκε σε ένα υπόγειο, χαρακτηρίζεται από τη διαστρέβλωση μιας μεγάλης γλωσσικής γκάμας που κορυφώνεται με εκτεταμένη ηχώ και σποραδικές διακοπές του ήχου, μεταφέροντας έτσι τον ακροατή σε πρωτόγονες, παραδοσιακές μορφές δοξασίας και παρακμής. Album-σταθμός, το τρομακτικό αυτό αριστούργημα αποτελεί το πιο θεαματικό έργο της μέχρι σήμερα.

Η δισκογραφία της συνεχίζεται χωρίς να επιμένει σε κάποιο συγκεκριμένο ήχο, με τη συντροφιά ενός πιάνου και φωνή που διατρέχει πολλές οκτάβες. Με κομμάτια σταθμούς όπως το ″Gloomy Sunday″ και το ″Let My People Go″, αλλά και μνημειώδη και μυστικιστικά όπως το ″Panopticon″, διαγράφει μια σταθερή και εντελώς προσωπική πορεία, που δεν αποσιωπά τις αρμένικες ρίζες της. Με τα τελευταία της album να διχάζουν, λόγω της αισθητικής των εξωφύλλων αλλά και της επανάληψης του ″O Death″, η επιστροφή της γίνεται αισθητή και συζητιέται. Η προσωπική μου προτίμηση ακροβατεί ανάμεσα στο ″Litanies Of Satan″ και το “Diamanda Galas” του 1984, καθώς οι μετέπειτα δουλειές της μπαίνουν σιγά-σιγά σε ένα καλούπι που, αν και ιδιαίτερο, απομακρύνεται πια από τους φωνητικούς πειραματισμούς και τις παραδοσιακές κουλτούρες.

Έπειτα από 9 στουντιακές κυκλοφορίες στη δισκογραφία της και 8 χρόνια μετά την τελευταία συναυλία της στο Παλλάς, η Diamanda Galas επιστρέφει με υλικό από τα 2 τελευταία της album, για ένα live για πιάνο και φωνή, όπως έχει συνηθίσει το κοινό τα τελευταία χρόνια της καριέρας της. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Αρκεί να απολαύσουμε από κοντά την ιδιαίτερη παρουσία και αισθητική της επί σκηνής.

Πληροφορίες

Η προπώληση έχει ξεκινήσει. Εισιτήρια μπορείτε να προμηθευτείτε από τα εκδοτήρια του Μεγάρου Μουσικής και ηλεκτρονικά από το: https://webtics.megaron.gr/

1
Μοιράσου το