Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Η δύναμη της αλληλεγγύης

feature_img__i-dinami-tis-allileggiis
Ο Can Dündar (Τζαν Ντουντάρ) θεωρείται, ίσως, ο πιο γνωστός δημοσιογράφος της Τουρκίας, αρχισυντάκτης στην αντιπολιτευόμενη εφημερίδα Cumhuriyet (Τζουμχουριέτ) ως τον Άυγουστο του ’16. Σήμερα ζει αυτοεξόριστος στη Γερμανία με ένα ένταλμα σύλληψης να εκρεμμεί εις βάρος του στην πατρίδα του, και είναι δημιουργός πολλών ντοκιμαντέρ και συγγραφέας πολλών βιβλίων μεταξύ των οποίων του «Μας συνέλαβαν! Μία μαρτυρία από τη φυλακή» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κριτική, όπου αφηγείται την ιστορία του τρίμηνου σχεδόν εγκλεισμού του στις φυλακές της Συληβρίας. Στο βιβλίο περιλαμβάνεται μία συνέντευξη που παραχώρησε στην Athens Voice και δημοσιεύτηκε φέτος τον Μάρτιο, όπως και ένας ξεχωριστός πρόλογος για τους Έλληνες αναγνώστες του βιβλίου. 

«Αυτά είναι τα όπλα που ο Ερντογάν λέει πως δεν υπάρχουν» είναι ο τίτλος που συνοδεύει το δημοσίευμα της Cumhuriyet τον Μάιο του ’15, συνοδευόμενο από πλούσιο οπτικό υλικό, όπου φανερώνει στο κοινό την εμπλοκή των Μυστικών Υπηρεσιών της Τουρκίας (ΜΙΤ) στον πόλεμο της Συρίας, προμηθεύοντας τους Ισλαμιστές με όπλα, μία δημοσιογραφική αποκάλυψη που προκάλεσε τη μήνι του Τούρκου Προέδρου που διακήρυξε πως ο αυτουργός «θα πληρώσει βαρύ τίμημα». Ο Ντουντάρ συνελήφθη και προφυλακίστηκε μαζί με τον Ερντέμ Γκιουλ, τον υπεύθυνο του γραφείου της εφημερίδας στην Άγκυρα με τις κατηγορίες της «κατασκοπείας», της «αποκάλυψης κρατικών μυστικών», και της «συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση». Παρέμεινε στη φυλακή 92 ημέρες και αποφυλακίστηκε όταν το συνταγματικό δικαστήριο έκρινε παράνομη την προφυλάκισή τους. Στις 6 Μαίου του 2016, στη διάρκεια της δίκης του, κινδύνευσε η ζωή του όταν έξω από το δικαστήριο δέχτηκε δολοφονική επίθεση. Ο θύτης τον αποκάλεσε «προδότη της πατρίδας». Τον Ιούλιο του 2016, όταν έγινε το αποτυχημένο πραξικόπημα, ο Ντουντάρ βρισκόταν εκτός Τουρκίας και παραμένει στο εξωτερικό μέχρι σήμερα, αφού με την επιστροφή του κινδυνεύει όχι μόνο η ελευθερία του αλλά και η ίδια του η ζωή.

«Η Τουρκία είναι σήμερα η πιο μεγάλη φυλακή δημοσιογράφων στον κόσμο», αναφέρει στη συνέντευξη που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου ο Ντουντάρ. Μια χώρα που βιώνει μία σκοτεινή και τυρρανική περίοδο, μια κοινωνία που ζει σε καθεστώς καταπίεσης και φόβου, όπου το κράτος δικαίου απουσιάζει και η λογοκρισία, που η δυναμή της στη χώρα γίνεται ολοένα και πιο έκδηλη, ισοπεδώνει ό,τι και όποιον εναντιώνεται στα ιδανικά του Τούρκου Προέδρου. Αυτή είναι η εικόνα της χώρας του, σύμφωνα με τον Ντουντάρ, που αποφάσισε να «εκμεταλλευτεί» την «ελευθερία του λόγου» που σου παρέχει η διαμονή στη φυλακή (τι παραπάνω να πάθεις όντας ήδη φυλακισμένος για τα γραπτά σου;), όπως και τον άπειρο ελεύθερο χρόνο για να γράψει το βιβλίο αυτό, αμέτρητα άρθρα σε διεθνή μέσα και επιστολές που καταδεικνύουν την απολυταρχική προεδρία του Ερντογάν.

Ο αρχισυντάκτης μιας εφημερίδας προσπαθούσε να μάθει τα νέα που έρχονταν απ΄έξω επικοινωνώντας με τον διευθυντή ενός ειδησεογραφικού περιοδικού, με τους δύο άντρες να μιλούν μεταξύ τους και ν’ ακούν ο ένας τον άλλον... από μία σχάρα υπονόμου στην πλακόστρωτη αυλή. Η κατάσταση των τουρκικών μέσων ενημέρωσης στον εικοστό πρώτο αιώνα.

Γραμμένο με το χέρι, το «Μας συνέλαβαν» -που πήρε το όνομά του από το τουίτ που ανέβασε ο Ντουντάρ μόλις ανακοινώθηκε το ένταλμα προφυλάκισης- διαβάζεται σαν αστυνομικό πολιτικό μυθιστόρημα, αλλά δυστυχώς αποτελεί «μία μαρτυρία για μια περίοδο τυρρανίας και για τη φυλακή που έγινε πια το είδωλό της», ένα βιβλίο που η συγγραφή του κράτησε τον δημοσιογράφο μάχιμο και έδωσε νόημα στην περίοδο του εγκλεισμού του. Η ιστορία του δημοσιεύματος, οι αποφάσεις που πάρθηκαν, η πρώτη κατάθεση, οι πρώτες αντιδράσεις, οι έπαινοι για τη «γενναία δημοσιογραφία» της εφημερίδας, η ζωή σε μία άοσμη και άχρωμη φυλακή που θέτει τους 15.000 «φιλοξενούμενούς» της σε καθεστώς πλήρους απομόνωσης, επιστολές που έστειλε και έλαβε, οι συγγραφείς που του κράτησαν παρέα, πρωτοσέλιδα, συναισθήματα, και τέλος η απελευθέρωση- όλες οι σημαντικές πτυχές της πραγματικότητας που βίωσε ο Ντουντάρ στις φυλακές της Συληβρίας, κατατίθενται στο βιβλίο αυτό, σε 37 μικρές ενότητες, με αμεσότητα και χιούμορ, φωτίζοντας παράλληλα τον άνθρωπο Τζαν Ντουντάρ και έναν συγγραφέα που ξέρει να χειρίζεται με επιδεξιότητα τις λέξεις.

Πάντα χαμογελαστός, εφευρετικός, εφοδιασμένος με υπομονή και αισιόδοξη διάθεση, ένας πολύ δυναμικός άνθρωπος που κάνει αισθητή την παρουσία –και την απουσία- του, αγωνίζεται για να κατακτήσει την ελευθερία του λόγου του. Για τον ίδιο, ο σεβασμός που νιώθει απέναντι στο επάγγελμα του δημοσιογράφου και «το όφελος του δημόσιου συμφέροντος» υπερέχει της προσωπικής του ευμερίας και ασφάλειας. Έτσι, με πολεμοφόδια μολύβι και χαρτί, υψώνει τη φωνή του για να τον ακούσει όλος ο πλανήτης, και αφήνει το ίχνος του παντού, ακόμα και γράφοντας με γυμνά χέρια τα ονόματα των αγαπημένων του στη χιονισμένη αυλή της φυλακής του.

Και αν βάλεις στην άκρη την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα που διαγράφεται στο βιβλίο, αυτό που χαράσσεται στη μνήμη σου με την ανάγνωσή του είναι η δύναμη της αλληλεγγύης από οικείους και αγνώστους, άσημους και διάσημους, ομοεθνείς και αλλοεθνείς απέναντι στο πρόσωπο του Τζαν Ντουντάρ στη διάρκεια όλης αυτής της στενόχωρης ιστορίας που ένωσαν τις φωνές του με συγκινητικό τρόπο, καταφέρνοντας να αντιταχθούν στην εξουσία και να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων. Και αυτό δεν γίνεται παρά να σε κάνει να χαμογελάς και να ελπίζεις πως δεν χάθηκαν εντέλει όλα. 

Καλοσύνη...
Αυτή σε στηρίζει όταν είσαι στη φυλακή.
[...] Αρπάζοντας το σχοινί που η αλληλεγγύη ρίχνει στην καρδιά σου, σκαρφαλώνεις πάνω από τοίχους. Και συνειδητοποιείς ότι δεν είναι τα λεφτά ή υπάρχοντα που χρειάζεται να μαζεύεις στη ζωή, αφού δεν υπάρχει μεγαλύτερος θησαυρός από τους φίλους.

Μας συνέλαβαν! Μια μαρτυρία από τη φυλακή, του Can Dündar
Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος
Εκδόσεις Κριτική
σελ. 328

1
Μοιράσου το