Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Η αφηγήτρια ταινιών, του Hernán Rivera Letelier

feature_img__i-afigitria-tainion-tou-hernn-rivera-letelier
Σαν παλιό σινεμά

Δεν είσαι μόνος σου. Υπάρχει ένας ποιητής που συλλογιέται τα βάσανά σου.

…Οι εβραίοι που μεταφέρονταν από τους Γερμανούς μ’ εκείνα τα κλειστά βαγόνια μεταφοράς ζώων τα οποία είχαν μονάχα μια χαραμάδα στο πάνω μέρος για να μπαίνει λίγος αέρας, καθώς διέσχιζαν τα χωράφια που μύριζαν βρεγμένο χορτάρι ανέβαζαν στους ώμους τους τον καλύτερο αφηγητή ανάμεσά τους για να βλέπει από τη χαραμάδα και να τους περιγράφει το τοπίο… Τώρα είμαι πεπεισμένη ότι πολλοί απ’ αυτούς προτιμούσαν να ακούνε την αφήγηση παρά να έχουν το προνόμιο να βλέπουν με τα ίδια τους τα μάτια από εκείνη τη χαραμάδα…

Το άνυδρο χωριό στην άγρια, δύσβατη πάμπα όπου διαδραματίζεται η μικρή νουβέλα του Hernán Rivera Letelier, μοιάζει με ρωγμή στο ξερό έδαφος απ’ όπου έχει από χρόνια στραγγίσει η ελπίδα των ανθρώπων για μια καλύτερη ζωή. Δεκαετία του '50, στην έρημο Ατακάμα της Χιλής. Όπως μαθαίνουμε από το επίμετρο του Pablo Neruda, σ’ εκείνα τα τσιφλίκια, τα φέουδα των εταιρειών νίτρου η ζωή ήταν απάνθρωπα σκληρή, «απογυμνωμένη από κάθε κίνητρο να ζήσεις». (Εκεί όπου οι εργάτες έδωσαν αγώνα για να μπουν λίγες τάβλες πάνω στο πάτωμα της μονάδας επεξεργασίας νίτρου ώστε να μη βουλιάζουν συνέχεια στις τοξικές λάσπες – λίγες τάβλες που κόστισαν δεκαπέντε απεργίες, οχτώ χρόνια διεκδικήσεων και εφτά νεκρούς).

Μέσα σ’ αυτό το απάνθρωπο τοπίο υπάρχουν δυο πράγματα που σώζουν τον κόσμο απ’ τη μονοτονία και τη θλίψη: Το σινεμά και το ποδόσφαιρο. Και μοιάζουν αρκετά.

Την απαραίτητη διαφυγή από την καθημερινότητα την προσφέρουν οι ταινίες που προβάλλονται στο σινεμά της περιοχής, κυρίως παλιές, δακρύβρεχτες μεξικάνικες ιστορίες και γουέστερν. Το σινεμά αυτό αντιμετωπίζεται με δέος, σαν κάτι ιερό, μαγικό:

Καθόμασταν στη σειρά, σχεδόν κολλημένοι επάνω σ’ εκείνο το τεράστιο λευκό πανί που το θεωρουσα εξίσου ιερό με την Αγία Τράπεζα […] Μερικές φορές κοιτούσα τη φωτεινή δέσμη που έβγαινε απ’το παραθυράκι της καμπίνας προβολής και διέσχιζε το χώρο πάνω απ’ τα κεφάλια μας, για να σκάσει πάνω στην οθόνη και να την γεμίσει με εικόνες και ήχους.

Μα η πολυπληθής φαμίλια της Μαρία Μαργαρίτα ήταν πολύ φτωχή και δεν υπήρχαν λεφτά για εισιτήρια. Ο σινεφίλ πατέρας της, ακινητοποιημένος καθώς ήταν στην αναπηρική του πολυθρόνα και αδυνατώντας να απολαύσει ο ίδιος τη μαγική εμπειρία, συνέλαβε την ιδέα να πηγαίνει μόνο ένα απ’ τα παιδιά του στο σινεμά κι ύστερα να διηγείται την ταινία στους υπόλοιπους. Επιπλέον ήταν και υπέρ των δημοκρατικών διαδικασιών, έτσι το θέμα μπήκε σε ψηφοφορία: («Το αποφάσισα!») Και η Μαρία Μαργαρίτα εκλέχτηκε παμψηφεί ως η καλύτερη αφηγήτρια ταινιών της οικογένειας, μετά από τη σχετική δοκιμασία (καθένα απ’ τα παιδιά παρακολούθησε εναλλάξ από ένα έργο στο σινεμά κι ύστερα προσπάθησε να το διηγηθεί με τον δικό του τρόπο).

…Πρέπει να διευκρινίσω ότι δεν έστελναν εμένα στο σινεμά επειδή ήμουν το μόνο θηλυκό της οικογένειας κι εκείνοι - ο πατέρας και τα αδέρφια μου τίποτα τζέντλεμαν με τις κυρίες. Όχι φίλε μου. Μ’ έστελναν επειδή ήμουν η καλύτερη αφηγήτρια ταινιών της οικογένειας.

Η Μαρία Μαργαρίτα (ο μπαμπάς είχε κι άλλη εμμονή, τα ονόματα των παιδιών του άρχιζαν όλα από Μ.) έδειχνε να έχει ένα φυσικό ταλέντο στην αφήγηση, έτσι που διάνθιζε τις ταινίες και τις έκανε πιο συναρπαστικές στη δική της εκδοχή – σίγουρα δεν ήταν τυχαίο ότι η μητέρα της έπαιρνε μόνο εκείνην από μικρή στα γόνατα και της εξιστορούσε τις αγαπημένες της ρομαντικές ταινίες, πράγμα που δεν έκανε για κανένα από τα αδέρφια της… Η Μαρία Μαργαρίτα έπαιζε σαν σωστή θεατρίνα, αλλάζοντας κοστούμια κατά περίπτωση, ερμηνεύοντας τα τραγούδια της ταινίας με τρόπο που έκανε όλους να κρέμονται απ ‘τα χείλη της. Σταδιακά συνειδητοποίησε και η ίδια πως ήταν πλασμένη γι’ αυτό: Μια αληθινή αρτίστα. Συνεπώς χρειαζόταν κι ένα καλλιτεχνικό ψευδώνυμο: Μια Νεράιδα του Σινεμά (Hada Delcinema). Μια «Σινεράιδα».

…Τους αρέσει ακόμα και ψέματα να τους λένε, αρκεί να είναι καλοειπωμένα. Γι’ αυτό γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία οι απατεώνες, γιατί έχουν ευχέρεια στα λόγια… Οι αφηγήσεις μου τους έβγαζαν από εκείνο το μικρό τίποτα που είναι η έρημος και τους ταξίδευα, έστω για λίγο, σε κόσμους θαυμαστούς γεμάτους έρωτες, όνειρα και περιπέτεια.

Παρά την ομοιομορφία της ξηρασίας και της φτώχιας οι ταξικοί διαχωρισμοί δεν έλειπαν απ΄το μικρό νιτροχώρι. Όπως και σε όλα τα χωριά της πάμπας τα σπίτια αντικατόπτριζαν τέλεια τις τρεις κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις: Τα σπίτια από λαμαρίνες ήταν των εργατών, τα πλίθινα των υπαλλήλων και οι πολυτελείς βίλες των Γιάνκηδων. Αντιστοίχως οι ανισότητες, οι σχέσεις εξουσίας, η καταπίεση και το δίκιο του ισχυρότερου, η εγκληματικότητα, ρύθμιζαν την τάξη των πραγμάτων. Και η Μαρία Μαργαρίτα βρισκόταν στο πιο κάτω σκαλοπάτι, όντας ένα φτωχό κορίτσι που όμως διέθετε κι ένα σπάνιο και ζηλευτό ταλέντο.

Η φήμη της Σινεράιδας μεγάλωνε, όπως και το εφηβικό σώμα της και έγινε διάσημη σ’ όλο το χωριό για την ικανότητα να μαγεύει τους πάντες με τις διηγήσεις της. Στην εξιστόρησή της θα συμπεριλάβει σε ανύποπτο (ή όχι και τόσο) χρόνο και τις άλλες, τις άσχημες περιπέτειες που θα εισβάλλουν στη ζωή του κοριτσιού και στην καριέρα της επιτυχημένης αφηγήτριας ταινιών: Θα τις δεχτεί σαν κάτι αναπόφευκτο, σχεδόν φυσικό και θα προσαρμοστεί και σ’ αυτό, μα χωρίς να απαλλαγεί από το απαραίτητο αίσθημα ενοχής που συνοδεύει συνήθως τα θύματα σ’ αυτές τις περιπτώσεις.

Ώσπου συνέβησαν «ορισμένα γεγονότα που άλλαξαν τον κόσμο». Ο δραματικός τόνος που παίρνει το φινάλε θυμίζει τις πολιτικές εξελίξεις εκείνης της πολύπαθης χώρας μετά τη δολοφονία του Allende και την επικράτηση του Pinochet. Στο χωριό έφτασε η πρώτη τηλεόραση. Το σινεμά άδειασε κι ο κόσμος έχασε πια το ενδιαφέρον του για τις ιστορίες της Σινεράιδας. Κι όμως η μαγεία δεν είχε χαθεί ακόμα, κάθε δειλινό συνέχιζε να μοιάζει σαν το τελευταίο πανοραμικό πλάνο μιας ταινίας, με τον άνεμο να σφυρίζει πάνω στις λαμαρίνες. Ο ένας μετά τον άλλον οι άνθρωποι ξεμάκρυναν απ’ τη ζωή της Σινεράιδας η οποία έμπαινε πια στην ενηλικίωση, ενώ από κάτω πρόβαλλε κατηγορηματική και μοιραία η λέξη που κανείς ποτέ δε θέλει να διαβάσει: ΤΕΛΟΣ

Η μικροσκοπική, απολαυστική αυτή νουβέλα του Letelier διαβάζεται εν ριπή οφθαλμού αφήνοντας μια γλυκόπικρη γεύση. Ένα μικρό διαμάντι, τρυφερό και σκληρό σαν παιδική αφήγηση, αφού τα παιδιά δεν ξέρουν να οριοθετούν τη νοσταλγία και τον μελοδραματισμό, την πολιτική ορθότητα ή τη βία, ούτε ακόμα κι όταν αυτή η τελευταία ασκείται πάνω τους.

Η τόσο εύστοχη και επινοητική απόδοση στα ελληνικά έγινε από τη βραβευμένη μεταφράστρια Λένα Φραγκοπούλου. (Από τους Αντίποδες κυκλοφορεί επίσης η μετάφρασή της στο μυθιστόρημα «Άγρια Ερημιά» του Jesus Carrasco).

Η αφηγήτρια ταινιών, του Hernán Rivera Letelier
Μετάφραση: Λένα Φραγκοπούλου
Εκδόσεις Αντίποδες
σελ. 104

1
Μοιράσου το