Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Hotel Savoy, του Joseph Roth

feature_img__hotel-savoy-tou-joseph-roth
«Είμαι ευγνώμων που αφήνω γι’άλλη μια φορά τα πάντα κι ετοιμάζομαι να ξεκινήσω μια καινούργια ζωή- όπως έχω κάνει ξανά και ξανά τα τελευταία χρόνια. Αν κοιτάξω πίσω μου, βλέπω έναν στρατιώτη, έναν δολοφόνο, έναν παρά τρίχα δολοφονημένο, έναν αναστημένο, έναν φυλακισμένο, έναν περιπλανώμενο».

Ο Γιόζεφ Ροτ, μια καθημαγμένη συνείδηση, μια περίπτωση χαμένη από χέρι. Μετακινήσεις και μετακομίσεις, παρεξηγήσεις, χαμένα χειρόγραφα-ξεχασμένα σε ένα ταξί, πολεμικές επιχειρήσεις, ασταθείς σχέσεις, ανασφαλείς περιπτύξεις, φτώχεια και περιπλάνηση και αλκόολ, πολύ αλκόολ. Αυτή είναι η λογοτεχνική περίπτωση του Γιοζεφ Ροτ, μιας ακόμη καθημαγμένης εβραικής συνείδησης που μονίμως ακροβατούσε σε μετέωρα σχοινιά αδυνατώντας να φτάσει από τη μία άκρη ως την άλλη. Ο Ροτ γράφει, όπως έζησε. Αποσπασματικά, σε ανολοκλήρωτα one shoot πλάνα. Μεγαλωμένος από γερμανοεβραίους γονείς, εργάστηκε στο Βερολίνο ως δημοσιογράφος και ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη για να καταλήξει λίγο πριν την επικράτηση του Ναζισμού στην πόλη του Παρισιού, μόνος και έρημος.

Το «Χοτέλ Σαβόυ», είναι ένα βιβλίο που δίνει ακριβώς την αίσθηση της προσωρινότητας, της διαρκούς κίνησης και εναλλαγής ανάμεσα σε τόπους, συναισθήματα και ανθρώπους. Ο εφιαλτικός απόηχος του πολέμου είναι διαρκώς παρών και υποφαινόμενος, ακόμη και σε έναν κόσμο που, όπως τον παρουσιάζει ο Ροτ, προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του και να ξεπεράσει το επώδυνο παρελθόν του. Η γραφή του Ροτ διέπεται από μία μόνιμη αίσθηση φυγής, η λέξη διωγμός της ταιριάζει καλύτερα. Η γραφή αυτή σηματοδοτεί την εκδίωξη του ήρωα από τον τόπο κατοικίας του, λόγω της εβραικής του ταυτότητας, αλλά και την εκδίωξη από τον ίδιο του τον εαυτό, ο οποίος τελικά μετατρέπεται σε φάντασμα εγκλωβισμένο στην προσωπική του αυτοεξορία:

«Μπαίνουμε σ’ένα στενό δρομάκι. Βλέπω Εβραίους να κόβουν βόλτες στη μέση του δρόμου, κρατούν ομπρέλες, γελοία τυλιγμένες, με γυριστές λαβές. Στέκονται σκεφτικοί, ή περπατούν πάνω-κάτω, ασταμάτητα. Κάποιος φεύγει, κάποιος άλλος βγαίνει από την πόρτα ενός σπιτιού, κοιτάζει με προσοχή δεξιά κι αριστερά κι αρχίζει τις βόλτες. Σαν ίσκιοι βουβοί προσπερνούν ο ένας τον άλλον. Είναι μία συγκέντρωση φαντασμάτων, εδώ κάνουν τον περίπατό τους άνθρωποι από καιρό πεθαμένοι. Εδώ και χιλιάδες χρόνια περιπλανιέται αυτή η φυλή σε στενούς δρόμους.»

Σε πρώτη ανάγνωση, το βιβλίο σε ξεγελά με την απατηλή απλότητα των εκφραστικών του μέσων και της καθημερινής του γλώσσας, κι ωστόσο στη συνέχεια σε συνεπαίρνει με τη λεπτομέρεια των αναλύσεών του. Ο ήρωας, Γκάμπριελ Νταν, ήταν αιχμάλωτος πολέμου σ’ένα στρατόπεδο στη Σιβηρία. Επιστρέφοντας από αυτήν την επώδυνη εξορία και φυλακή φτωχός, ταλαιπωρημένος και συντετριμμένος, αποφασίζει να διαμείνει σ’ένα εκ πρώτης όψεως πολυτελές ξενοδοχείο, φορώντας απλώς τα κουρελιασμένα ρούχα του και χωρίς καμία προσωπική αποσκευή. Το ξενοδοχείο αποδεικνύεται μια μικρογραφία της κοινωνίας με τις ταξικές της διαφορές και τις φυλετικές διακρίσεις, μιας και στους πρώτους τρεις ορόφους κατοικούν οι πλούσιοι, ενώ στους υπόλοιπους τέσσερις οι φτωχότεροι. Πέρα όμως από αυτήν την προφανή αντίθεση, εκατοντάδες ακόμη αντιθέσεις ξεπηδούν από την ιστορία και από τον ίδιο τον τρόπο γραφής του Ροτ. Όλες αυτές οι διαρκώς αναδυόμενες αντιθέσεις αντικατοπτρίζουν την κυκλοθυμική συμπεριφορά του ήρωα και σηματοδοτούν τον αυτοεγκλεισμό του σε διλημματικές καταστάσεις με αποκορύφωση το δίλημμα του Γκάμπριελ Νταν για το αν θα αποχωρήσει ή αν θα παραμείνει τελικά στο Χοτελ Σαβόυ.

Αυτή η απελπισμένη και χωρίς προσανατολισμό κινητικότητα του ήρωα και του κόσμου που τον περιβάλλει αποδίδει με τρομακτική ακρίβεια το μεσοπολεμικό κλίμα σε μια διαρκώς υπό κατάρρευση ευρωπαική κοινωνία, όπου το φάντασμα του φασισμού πλανάται απειλητικά στον αέρα. Γι’ αυτό το “Hotel Savoy” είναι πρωτίστως ένα βιβλίο επίκαιρο που κατεξοχήν ταιριάζει να διαβαστεί από αναγνώστες με ανήσυχες και ανυπότακτες συνειδήσεις, βρισκόμενες σε διαρκή – έστω και εσωτερική- αναζήτηση:

«ήρθε και πάλι η ώρα γι’ αυτούς που γυρίζουν από το μέτωπο. Έρχονται ομάδες, ομάδες, πολλοί μαζί. (…) Γνωρίζουν ξένες χώρες, ξένες ζωές- και σαν εμένα έχουν αλλάξει πολλές ζωές. Περιπλανιούνται από δρόμο σε δρόμο. Χαίρονται τάχα που γυρίζουν σπίτια τους; Δεν θα προτιμούσαν άραγε να μείνουν κι άλλο στη μεγάλη απέραντη πατρίδα, αντί να γυρίσουν στη μικρή πατρίδα, στη γυναίκα και στο παιδί και στη σομπίτσα τους: Ίσως δεν πήραν οι ίδιοι την απόφαση να γυρίσουν. Ίσως τους σπρώχνει το κύμα προς τη Δύση, όπως σπρώχνει και τα ψάρια κάποιες εποχές του χρόνου.»

υ.γ. To Ξενοδοχείο Savoy στην πολωνική πόλη Lodz, που λειτούργησε για πρώτη φορά το 1912, είναι αυτό από το οποίο εμπνεύστηκε ο Γιόζεφ Ροτ την ομώνυμη νουβέλα, γραμμένη το 1923.

6
Μοιράσου το