Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Γιώργος Χωραφάς: «Ηθοποιός είναι αυτός που πλάθει ήθος με την έννοια της συμπεριφοράς…»

feature_img__giorgos-xorafas-ithopoios-einai-autos-pou-plathei-ithos-me-tin-ennoia-tis-simperiforas
Κυριακή μεσημέρι και ο Γιώργος Χωραφάς ταξιδεύει σε γαλλικούς αυτοκινητόδρομους και απαντά τηλεφωνικά στις ερωτήσεις μας…

Σας συναντάμε με αφορμή το φιλμ «Η χαρά και η θλίψη του σώματος» του Ανδρέα Πάντζη. Το φιλμ καταπιάνεται με τις ένοιες της φιλίας και της προδοσίας. Θα μπορούσε το φιλμ να ειδωθεί και ως μια αλληγορία για την προδοσία της Ελλάδας από τη «φίλη» Ευρώπη;

Βεβαίως και μπορεί! Αλλά δεν ήταν γραμμένο με αυτόν το σκοπό. Αλλά όπως αποδεικνύεται, όταν καταπιάνεται κανείς με ένα θέμα το οποίο είναι πολύ ανθρώπινο, πρέπει και να συνειδητοποιήσει ότι το θέμα αυτό αντανακλάται και σε πολλά άλλα επίπεδα. Πραγματικά υπάρχει μία περίεργη φιλία ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Η Ευρώπη είναι ένα μεγάλο «τέρας» σε σχέση με την Ελλάδα και όσο τη βολεύει να είναι φιλική με την Ελλάδα είναι φιλική και εκεί που δεν τη βολεύει κι έχει κάποιο συμφέρον να εξυπηρετήσει, μπορεί να την καταπιέσει και να γίνει παγερή και κρύα με την παλιά φίλη της. Άρα μας προδίδει! Η Ελλάδα όμως έχει συνηθίσει στις προδοσίες, έχει μάθει στην προδοσία από αιώνες. Γενικά πάντως, το θέμα είναι ότι όταν όλα πάνε καλά, όλοι κάπως βολεύονται, όταν τα πράγματα δυσκολεύουν… εκεί είναι που φαίνεται η φιλία. Στα δύσκολα…

Milen και Ευαγόρας, οι δύο άσπονδοι φίλοι στην ταινία «Η χαρά και η θλίψη του σώματος»

Ο κύριος Πάντζης έχει περιγράψει το πρόγραμμά σας κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ως ιδιαίτερα απαιτητικό.’Επρεπε να ταξιδεύετε από το Παρίσι (όπου είχατε τη θεατρική παράσταση) ως τη Βουδαπέστη και από εκεί στη Βάρνα, όπου ελάχιστες ώρες ύπνου διαδέχονταν πολύωρα γυρίσματα και μετά ακολουθούσε το ταξίδι της επιστροφής στο Παρίσι, όλα αυτά μέσα σε 24 ώρες σχεδόν. Ανάμεσα σε τόσες μετακινήσεις πώς βυθιζόσασταν μέσα στον κόσμο της ταινίας; Πάντα δουλεύετε με τέτοιους εξαντλητικούς ρυθμούς;

Ε, όχι πάντα βέβαια, μόνο για φίλους! Βλέπετε, εδώ είναι έγκλημα φιλίας! Ήταν πράγματι πολύ πιεσμένη αυτή η περίοδος. Έπρεπε να πηγαινοέρχομαι και το θέατρο ήταν πάρα πολύ κουραστικό, γιατί ο ρόλος μου ήταν εξοντωτικός και αντί να πάρω μιαν ανάσα όταν ήμουν off για δυο μέρες, για μιάμισι μέρα, έκανα όλα αυτά τα ταξίδια. Ήταν εντελώς τρελό, αλλά είπαμε, είμαστε λίγο τρελοί και μας αρέσουν οι τρέλες! Και ο Ανδρέας (Πάντζης) είναι φίλος και είναι χαρά να κάνεις κάτι μαζί του. Δεν είναι θυσία δηλαδή, είναι χαρά!

Ο Γιώργος Χωραφάς και ο Ανδρέας Πάντζης στα γυρίσματα της ταινίας «Η χαρά και η θλίψη του σώματος»

Η πρώτη ταινία που κάνατε με τον Ανδρέα Πάντζη, «Σφαγή του κόκορα», έφτασε πολύ κοντά στις υποψηφιότητες για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Τι αίσθηση έχουν στο εξωτερικό για τις ελληνικές κινηματογραφικές παραγωγές;

Δεν έχουν πολυπάρει χαμπάρι… Τώρα τελευταία υπάρχουν κάποιες ταινίες που βραβεύονται στα φεστιβάλ.. Βέβαια πριν υπήρχε ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο οποίος είχε ξεπεράσει το θέμα της «ελληνικής ταινίας». Ήταν η «Ταινία του Αγγελόπουλου». Είχε βγάλει ένα όνομα, ευτυχώς που το όνομά του ακουγόταν πολύ ελληνικό και νοιαζόταν για την Ελλάδα. Αλλά κι εγώ προσπαθώ και όταν ήμουν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης προσπαθούσα να κάνω ότι μπορώ. Προσπάθησα να κάνω ότι μπορώ για να δημιουργηθεί ένα «νέο κύμα» ας το πούμε, ένα νέο ελληνικό κύμα κινηματογράφου. Χαίρομαι που βλέπω αυτό το νέο κύμα όντως να έχει δημιουργηθεί.

Και στη Γαλλία -που έχει το μεγάφωνο της επικοινωνίας του κινηματογράφου στον κόσμο… η Γαλλία και ακόμα πιο πολύ το Παρίσι- ξαναδώσαμε με τον Κώστα Γαβρά και την Αλεξάνδρα Μητσοτάκη που είναι στο Ελληνικό Πνευματικό Κέντρο του Παρισιού μια νέα πνοή στο Πανόραμα Σύγχρονου Ελληνικού Κινηματογράφου. Το Πανόραμα λαμβάνει χώρα ανά δύο χρόνια στο Παρίσι, αλλά παραλίγο με όλες αυτές τις δυσκολίες που υπάρχουν να μην ξαναγινόταν, να έκλεινε ως θεσμός. Κάναμε ότι μπορούσαμε για να μη συμβεί αυτό και να μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει το Πανόραμα ώστε να γράφονται πράγματα για το ελληνικό σινεμά και να έχουν μια συνείδηση γι’ αυτό οι Ευρωπαίοι, ιδιαιτέρως τώρα. Πρέπει να πω ότι πήγε πολλά καλά πέρυσι το Πανόραμα και θα το κάνουμε πάλι του χρόνου, δηλαδή με δυο χρόνια διαφορά και ελπίζουμε να έχουμε συνεχώς ταινίες που να είναι ενδιαφέρουσες. Δηλαδή που να είναι και πρωτοποριακές ως προς το ύφος τους αλλά και ενδιαφέρουσες ως προς τα θέματα που θέτουν. Εκτός από τον κινηματογράφο, οι Γάλλοι έχουν και μία αίσθηση της κοινωνίας που είναι αρκετά κοντά σε αυτό που χρειαζόμαστε εμείς στην Ελλάδα. Χρειάζεται μια ισορροπία, ισότητα, δικαιοσύνη, αξίες για τις οποίες πρέπει να παλεύουν και οι Γάλλοι αυτήν τη στιγμή, γιατί κι εκείνοι δέχονται μια επίθεση κοινωνική και βλέπουν την Ελλάδα δυστυχώς σαν ένα πειραματόζωο που κάνει τα πρώτα του βήματα. Βέβαια, υπάρχει και μια συμπάθεια για την Ελλάδα, τουλάχιστον από τους ανθρώπους που καταλαβαίνουν κάτι παραπάνω από τα ΜΜΕ.

Καλύψατε ήδη την ερώτησή μου για το ποια είναι η γνώμη σας για την τρέχουσα κινηματογραφική ελληνική πραγματικότητα ως πρώην πρόεδρος του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Είμαι θετικός σε ότι αφορά τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο και πρέπει να είμαστε θετικοί, πρέπει να έχουμε ελπίδα, να κάνουμε πράγματα παρόλο που δεν έχουμε πάντα την ευχέρεια να τα κάνουμε...

Γιώργος Χωραφάς, Alfonso Cuarón, Δέσποινα Μουζάκη στο 48ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Ας έρθουμε όμως λίγο σε σας. Γεννηθήκατε σε μια οικογένεια καλλιτεχνών, μια οικογένεια μουσικών. Πώς ξεκινήσατε να βαδίζετε στον δρόμο της ηθοποιίας;

Είναι ολόκληρη ιστορία! Πήγα από άλλο δρόμο, είχα άλλα στο νου μου, ήθελα να είμαι τυχοδιώκτης και να γυρίζω στη Νότια Αμερική… Άρχισα να σπουδάζω οικονομικά, αλλά τα οικονομικά δεν μου μιλούσαν σαν επιστήμη, τουλάχιστον στα πρώτα επίπεδα που βρισκόμουν. Γράφτηκα και στη μοντέρνα γαλλική λογοτεχνία κι από εκεί ένας φίλος με πήγε σε μια σχολή θεατρική. Παρότι ήταν μέση της χρονιάς, μας είπαν ότι αν θέλαμε μπορούσαμε να δώσουμε εξετάσεις μαζί με τους μαθητές που ήταν ήδη εκεί από την αρχή της χρονιάς. Αν πηγαίναμε καλά στις εξετάσεις θα μας έπαιρναν στη σχολή γιατί χρειαζόντουσαν πιο πολλά αγόρια. Είχανε πολλά κορίτσια. Το να υπάρχουν πολλά κορίτσια και να θέλουνε αγόρια, να μας καλωσορίζουνε στη σχολή για το λόγο αυτό, ήταν κάτι πολύ θετικό τότε για μένα και για τον φίλο μου. Κι έτσι κατευθείαν έμαθα ένα μονόλογο και ένα ποίημα για να δώσω τις εξετάσεις. Αυτός ο μονόλογος, γιατί εντάξει ποίημα κάναμε και στο σχολείο, ήταν κάτι εντελώς μαγευτικό. Ξαφνικά να γίνω Αυτός και να εκφράζω τα αισθήματα Αυτού του ανθρώπου, που τα εξέφραζε και πολύ ωραία μέσα από την πένα του ο Alfred de Musset στο έργο του “Lorenzaccio”, αν θέλετε και λεπτομέρειες… Έτσι έγινε κι από εκεί και πέρα παθιάστηκα με όλη την τέχνη αυτή. Άρχισα να μπαίνω κατευθείαν στο πνεύμα, γιατί η καθηγήτρια της σχολής στην πόλη Versailles ήταν και διευθύντρια του θεάτρου των Βερσαλλιών. Το θέατρο χρονολογείται από την εποχή των Λουδοβίκων και είναι ένα μαργαριτάρι, ένα πάρα πολύ όμορφο «εργαλείο» για τους ερμηνευτές, με φοβερή αισθητική. Είναι ευχάριστο να παίζεις θέατρο σε αυτόν το χώρο. Ξεκίνησα λοιπόν με μία κλασική παιδεία και μετά πήγα κι έδωσα εξετάσεις τον άλλο χρόνο σε μια μεγαλύτερη εθνική σχολή και μετά στην μεγάλη θεατρική σχολή του Παρισιού. Εντωμεταξύ εργαζόμουν, γιατί η διευθύντρια μας έδινε μικρούς και μετά και μεγαλύτερους ρόλους. Άρχισα λοιπόν να εργάζομαι και να βγάζω το ψωμί μου ταυτοχρόνως που έκανα τις σπουδές. Κατάλαβα ότι ο τυχοδιώκτης μέσα μου μπορούσε να ικανοποιηθεί μέσα από αυτήν την αναζήτηση του θεάτρου. Αμέσως άρχισαν και οι περιοδείες, τα ταξίδια προς τα διάφορα σχήματα και ήταν πάρα πολύ κοντά σε αυτό που ήθελε η καρδιά μου.

Ανάμεσα στο τέλος των σπουδών σας και στην έναρξη της εξάχρονης συνεργασίας σας με τον Peter Brook μεσολάβησε ένα μεγάλο διάλειμμα κατά το οποίο ταξιδέψατε και ασχοληθήκατε με διάφορα ασυνήθιστα επαγγέλματα. Αυτό το διάλειμμα για το κυνήγι της περιπέτειας, ήταν μια παύση εποικοδομητική, ήταν μια δεξαμενή εμπειριών που τροφοδότησε τις μετέπειτα ερμηνείες σας;

Η αλήθεια είναι πως άρχισα να βλέπω τα πράγματα ίσως λίγο «αφ’ υψηλού» μετά από λίγα χρόνια που έκανα το γύρο του κλασικού θεάτρου. Άρχισα να έχω πολύ μεγάλες απαιτήσεις και δεν μου αρκούσε πια αυτό που έκανα. Παθιάστηκα με το έργο του Antonin Artaud, ο οποίος ήταν ένας μεγάλος ποιητής του 20ού αιώνα, ένας άνθρωπος του θεάτρου, μια ιδιοφυία που υπέφερε πάρα πολύ (πολλές φορές ήταν στο τρελάδικο). Ο Artaud ήταν ένας καταπληκτικός άνθρωπος, με καταπληκτικές απόψεις για τη ζωή και το θέατρο. Έγραψε, ανάμεσα σε άλλα έργα του, το περίφημο “Le théâtre de la cruauté”. Απαιτεί από το θέατρο να κάνει μια εντύπωση στον θεατή, να τον τραντάζει, να τον αναποδογυρίζει… Τελοσπάντων, με αυτά που έκανα εγώ δεν ήμουν πλέον ικανοποιημένος και ήθελα να κάνω πράγματα που να είναι πιο κοντά στο rock n’ roll. Έβλεπα αυτό που γινόταν στα κονσέρτα των Doors, που ύπηρχε κίνδυνος, υπήρχε κάτι τρελό, κάτι δραματικό μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Έβρισκα πιο πολύ εκεί το «απτό» που αναζητούσα παρά στο θέατρο το κλασικό. Επίσης, ήθελα να ζήσω και μια ζωή που να μην είναι μόνο μέσα στην τέχνη αλλά να κάνω διάφορες δουλειές. Έκανα από εγκαταστάσεις σωλήνων γκαζιού, μέχρι έργα σε δρόμους, μεταφορές με καμιόνια, ένα σωρό δουλειές, ό,τι έβρισκα. Τα ταξίδια και οι δουλειές ήταν μια εμπειρία της πραγματικής ζωής που την χρειαζόμουν για να μπορώ να προχωρήσω. Ταυτοχρόνως, έγραφα και τραγουδούσα rock, rap και (δεν γνωρίζω αν υπάρχει αυτό το στυλ στην Ελλάδα) slam (κάτι που είναι ανάμεσα στο rock και στο rap και στη Jazz). Έβρισκα ανθρώπους που έπαιζαν και δεν ήταν όλοι «ελεκτροποιημένοι», αλλά υπήρχε αυτή η ενέργεια η άγρια. Αυτό το πράγμα κράτησε τρία χρόνια μέχρι που ξαναβρήκα τον δρόμο μου μέσα από τον Peter Brook, ο οποίος ήτανε κι αυτός σε μιαν αντίστοιχη φάση. Δεν μπορούσες να τον μπερδέψεις με κάτι φανταχτερό. Πήγαινε για το αίμα, πήγαινε για την αλήθεια, πήγαινε για την πραγματική ζωή. Είχε κάνει μια μεγάλη αναζήτηση, χρόνια, ήταν πάρα πολύ προχωρημένος και ήταν φοβερή εμπειρία να τον συναντήσω. Φαίνεται ότι επειδή δεν είχα μια κλασική πορεία, τον ενδιέφερα και με προσέλαβε, κι έτσι μπόρεσα και έζησα έξι χρόνια σε αυτήν ομάδα κι έμαθα τα πάντα. Έμαθα πάρα πολλά πράγματα και πέρα από το θέατρο, έμαθα και για ότι έχει σχέση με την αφήγηση. Αυτές οι γνώσεις βέβαια μπορούν να επεκταθούν και σε ότι έχει να κάνει με το σινεμά. Ο Brook δεν μας έδινε κάτι συγκεκριμένο, δεν είχε απαιτήσεις, δηλαδή να κάνουμε κάτι που το είχε ήδη στο μυαλό του. Έψαχνε κι από αυτά που βρίσκαμε μαζί του, εντόπιζε τι είναι αυτό που θα κάνουμε τελικά. Δεν είχε τίποτα το ήδη σχηματισμένο μέσα στο μυαλό του. Αυτό ήταν κάτι που το κράτησα και το κρατάω πάντα. Δηλαδή να μην βασίζομαι στα εύκολα, στα γνωστά και τα ασφαλή, να συνεχίζω να ψάχνω και να βρίσκομαι σε κάποιον κίνδυνο. Δεν είναι και πολύ εύκολο, αλλά προσπαθώ. Δεν είναι βέβαιο ότι πάντα το πετυχαίνω, μερικές φορές μου ξεφεύγουν πράγματα και πηγαίνω προς το βολικό. Αλλά κανείς δεν είναι ένας τέτοιος ήρωας, να μην κάνει ποτέ το βολικό. Εγώ πάντως δεν είμαι…

Έχετε συνεργαστεί με σκηνοθέτες κι ηθοποιούς πολλών διαφορετικών εθνικοτήτων. Τι είναι αυτό που σας αρέσει στις ελληνικές παραγωγές και τι είναι αυτό που σας ενοχλεί σε σχέση με το εξωτερικό;

Μου αρέσει που είναι ελληνικές! Μου αρέσει που έχουν αυτήν την ελληνική ταυτότητα, γιατί είναι για μένα μεγάλη εμπειρία πάντα και τιμή μπορώ να πω, να με καλωσορίζουν σε μια χώρα που είναι η χώρα των γονιών μου. Αν και είμαι ένας Έλληνας του εξωτερικού που γεννήθηκε έξω, πήγε σε ένα άλλο σχολείο, έγινε μέλος μιας άλλης κουλτούρας, μου ανοίχτηκαν τόσες πόρτες, τόσοι ορίζοντες προς τις ρίζες μου και συνεχίζουν να ανοίγονται… Είμαι πολύ αρχάριος όσον αφορά στη γνώση του τι είναι η Ελλάδα και η ιστορία της, αλλά μέχρι τώρα, ότι έχω κάνει και όσες προτάσεις έχω δεχτεί με έχουν βοηθήσει να συλλάβω πολλά πράγματα και να ενισχύσω την ελληνική πτυχή της ταυτότητάς μου. Είναι κάπως περίεγο, αλλά αυτό δεν αλλοιώνει την γαλλική μου ταυτότητα. Έτσι κι αλλιώς, η γαλλική μου ταυτότητα είναι αυτή ενός Γάλλου με ξένες ρίζες. Υπάρχουν πάρα πολλοί τέτοιοι Γάλλοι. Είναι ολόκληρη κατηγορία οι εκατομμύρια Γάλλοι με ξένες ρίζες, άνθρωποι που είναι εδώ από πολλές γενιές ή που μόλις φτάσανε. Είναι κι αυτό μια πλευρά της Γαλλίας. Βλέπουμε βέβαια, ότι όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, οι γενναιοδωρίες στενεύουν, οι ξενοφοβίες αρχίζουν…

Αυτό που με ενοχλεί είναι η διοίκηση της Ελλάδας, συμπεριλαμβάνω και την κυβέρνηση αλλά κι εκείνους που έχουν τα συμφέροντα και το χρήμα. Δεν καταλαβαίνουν πόσο συμφέρον είναι για αυτούς και για όλη την Ελλάδα να υπάρχει ένας κινηματογράφος που να ενισχύεται, που να μην μετριέται με τα μέτρα της παραγωγικότητας (μέχρι ενός σημείου, δεν λέω βέβαια να χαλιούνται τρελά λεφτά για το τίποτα). Δεν πρέπει να θεωρούμε ότι ο κλάδος του κινηματογράφου πρέπει να φέρνει αναγκαστικά πίσω τα λεφτά του και να κάνει και κέρδη. Η Γαλλία που είναι μια μεγάλη κουλτούρα, μια μεγάλη δύναμη στον κόσμο, το εφαρμόζει αυτό. Δηλαδή παίρνει πολλά χρήματα από το δημόσιο πορτοφόλι και επενδύει περίπου 100 φορές περισσότερο χρήμα στον κινηματογράφο από την Ελλάδα, τηρουμένων των αναλογιών. Δεν μπορούμε να πούμε ότι όλα αυτά τα χρήματα γυρίζουν άμεσα πίσω σαν κέρδη από τον κινηματογράφο, αλλά γυρίζουν πίσω σαν κέρδη από άλλα πράγματα που έχει να παράγει η Γαλλία. Ενισχύουν την εικόνα, την ακτινοβολία της χώρας διαμέσου του σινεμά και κάνοντας αυτό, έχουν οφέλη μέχρι και σε γαιοπολιτικό και οικονομικό πλαίσιο. Εγώ λέω ότι η Κατρίν Ντενέβ για παράδειγμα, δεν πουλάει μόνο ταινίες, πουλάει μέχρι και πολεμικά αεροπλάνα, βεβαίως και μόδα, αρώματα, κρασιά! Δηλαδή, όλη αυτή η εικόνα που βγάζει προς τα έξω η Γαλλία ενισχύεται και με αυτή την προώθηση που κάνει ο κινηματογράφος της. Αυτός ο τρόπος, είναι ένας πολύ έξυπνος τρόπος που μπορούμε να τον εφαρμόσουμε, έχουμε πράγματα να παράγουμε, έχουμε μια εικόνα που θέλουμε να ενισχύσουμε, σήμερα πιο πολύ από ποτέ! Ακόμη, πρέπει να έχουμε πιο πολλούς ανθρώπους που να δουλεύουν για τον σκοπό αυτό, να ανθίσει λίγο η παραγωγή και η επένδυση στο σινεμά. Αυτό θα ήταν κάτι που θα βοηθούσε πάρα πολύ. Και επίσης, θα βοηθούσε και τους συντελεστές του ελληνικού σινεμά, οι οποίοι ζουν δραματικές στιγμές, δηλαδή για να κάνουν ταινία φτύνουν αίμα κυριολεκτικά και πολλοί σταματάνε και πολλοί αρρωσταίνουν… Είναι μια δραματική κατάσταση. Και παρόλα αυτά, μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο, κάποιοι βρίσκουν τον δρόμο και κάνουν αξιόλογα πράγματα. Αυτό είναι που με ενοχλεί λοιπόν, η ελλιπής στήριξη της πολιτείας, της διοίκησης, η έλλειψη κατανόησης του γενικού συμφέροντος. Αλλά όχι μόνο αυτό. Ο κινηματογράφος δεν στοχεύει μόνο στην προβολή της εικόνας στο εξωτερικό αλλά σχετίζεται και με αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό της. Ο κινηματογράφος σαν τη δημόσια συγκοινωνία είναι ένα δημόσιο έργο, μια μορφή επικοινωνίας με την κοινωνία! Αντανακλά την εξέλιξη της κοινωνίας και τα θέματα που την απασχολούν και ο κόσμος χρειάζεται να έχει αυτόν τον καθρεπτισμό από την οπτική του κινηματογράφου. Δεν μπορεί να βλέπει μόνο αμερικάνικες ταινίες. Ναι οι αμερικανικές ταινίες είναι καλά φτιαγμένες, είναι διασκεδαστικες, ενδιαφέρουσες, αλλά δεν μιλάνε για μας, μιλανε για αυτούς. Μερικά από τα πράγματα που λένε μας αφορούν, αλλά υπάρχουν και πράγματα που μας αφορούν για τα οποία δεν μιλάνε…

Ο Γιώργος Χωραφάς στην Κωνσταντινούπολη στην ταινία «Πολίτικη Κουζίνα».

Είναι πολυτέλεια ο κινηματογράφος; Τι μπορεί να προσφέρει σε μια κοινωνία όπως η ελληνική που βρίσκεται σε αναβρασμό;

Ο κινηματογράφος μπορεί να προσφέρει πολλά, όπως και το θέατρο, όπως και η λογοτεχνία. Γενικά, ότι έχει σχέση με την αφήγηση είναι σημαντικό για την κοινωνία. Το αρχαίο δράμα μέχρι και σήμερα, ο κινηματογράφος ακόμα και τα τραγούδια που λέμε, όλα αυτά μιλάνε για τα μηνύματα που έχουμε να περάσουμε ως κοινωνία, που είναι είτε διαφορετικά και καινούρια ή τα ίδια αλλά διατυπωμένα με άλλον τρόπο σε μια γλώσσα πιο άμεση και πιο μοντέρνα. Χρειάζεται να ακούμε αυτά τα μηνύματα διότι σχετίζονται με το ήθος. Εξάλλου ηθοποιός είναι αυτός που πλάθει ήθος με την έννοια της συμπεριφοράς, αλλά και η συμπεριφορά έχει να κάνει με το ήθος -ατομικά και συλλογικά- μιας κοινωνίας. Όλα αυτό το θέμα λοιπόν, το να περνούν δηλαδή μηνύματα διαμέσου της αφήγησης, έχει να κάνει με το ήθος, με το πως πρέπει και το πως δεν πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς. Ο καθένας βγάζει το συμπέρασμά του μέσα από ιστορίες. Ο κινηματογράφος σε βάζει σε μια λειτουργία να προβάλλεις τον εαυτό σου μεσα σε αυτήν την ιστορία που παρακολουθείς και να πεις πχ «α αυτό λάθος, α τελικά δεν ήταν λάθος…». Αυτό που συμβαίνει όταν πας να δεις μια ταινία είναι προσωπική γυμναστική της ψυχής και είναι αναγκαίο και δεν πρέπει να σταματάει αυτό… Αλλιώς καταλήγουμε άνθρωποι που χάνουν τη δύναμή τους, το ήθος τους, την αξιοπρέπειά τους και γινόμαστε εργαλεία πια σε καταστάσεις… Άρα είναι πολύ σημαντικός λοιπόν ο κινηματογράφος κάθε χώρας.

Αυτή την περίοδο βρίσκεστε στα γυρίσματα τη ταινίας «Promakhon», ένα δικαστικό δράμα για την υπόθεση των Ελγίνειων μαρμάρων. Υποδύεστε τον αρχιτέκτονα – υπεύθυνο του προγράμματος συντήρησης των εκθεμάτων του Μουσείου Ακροπόλεως. Ο George Clooney σε συνέντευξη τύπου για την ταινία «Μνημείων Άνδρες» τάχθηκε υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων στην Ελλάδα. Ποια είναι η δική σας θέση στο ζήτημα;

Είναι προφανές, αφού συμμετέχω και σε αυτήν την ταινία ότι πιστεύω πως πρέπει τα μάρμαρα να επιστρέψουν. Καταρχάς, υπάρχει και ένα ηθικό ζήτημα πάλι, το αρχικό σφάλμα της αρπαγής τους. Με κανέναν τρόπο δεν έπρεπε να γίνει αυτή η βαρβαρότητα, δηλαδή που για να βγάλουν τα μάρμαρα αυτά, έκαναν τόσες καταστροφές… Αυτό είναι το ένα ζήτημα. Το άλλο ζήτημα είναι ότι δεν μιλάμε απλά για τέχνη, δεν είναι μόνο έργα τέχνης τα μάρμαρα αυτά. Αποτελούν ένα μήνυμα το οποίο αντιπροσωπεύει τη φοβερή εξέλιξη που είχε εκείνη η κοινωνία που τα παρήγαγε. Είχε μια εξέλιξη πρωτάκουστη. Ήταν πρωτάκουστο το ότι επέλεξαν μια θεά να τους αντιπροσωπεύει που να είναι θεά της Δικαιοσύνης, να είναι θεά της κοινωνικής δικαιοσύνης και της γνώσης. Μέχρι τότε οι Θεοί ήταν κάτι που έπρεπε να το πιστεύεις τυφλά. Ενώ στην περίπτωση αυτής της κοινωνίας μιλάμε για μια θεά της γνώσης, η οποία γνώση είναι το αντίθετο της τύφλας! Πρέπει να έχει κανείς ανοικτά τα μάτια, πρέπει να ρωτά συνέχεια τον κόσμο, να φιλοσοφεί, πρέπει να ψάχνει, να είναι φίλος της σοφίας. Όχι να ακολουθεί τυφλά κάποια πιστεύω. Όλη αυτή η θεώρηση των πραγμάτων υπάρχει ως μια αφήγηση πάνω στο μνημείο του Παρθενώνα. Η απώλεια των στοιχείων που έχουν αρπαγεί υπονομεύει την ολότητα της αφήγησης αυτής της θεώρησης…

Οι αδερφοί Βούρχες, δημιουργοί της ταινίας «Πρόμαχος», με τον Γιώργο Χωραφά, στον Ιερό Βράχο

Ο σκηνοθέτης Ανδρέας Πάντζης, στη νέα ταινία του οποίου, «Η χαρά και η θλίψη του σώματος», υποδύεστε τον σκοτεινό χαρακτήρα του Μιλέν σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Artcore magazine είπε πως πιστεύει ότι αν σας ρωτούσαμε ποιες είναι οι πιο σημαντικές σας ερμηνείες στον κινηματογράφο μάλλον θ’απαντούσατε «Σφαγή του Κόκορα» και «Τάμα». Ποιες στιγμές της κινηματογραφικής καριέρας σας θεωρείτε πιο πολύτιμες και ξεχωριστές;

Δεν θα πω το αντίθετο. Πραγματικά αυτές τις δύο ταινίες τις έχω κρατήσει πάρα πολύ βαθιά μέσα μου, γιατί υπήρχε μεγάλη συνεργασία και μεγάλη συνωμοτικότητα ας το πούμε μεταξύ μας. Βέβαια υπάρχουν κι άλλες ταινίες, κι άλλες συνεργασίες, οι οποίες ήταν πάρα πολύ καλές και απευθύνονταν στον πολύ κόσμο. Έχω κάνει ταινίες στην Ισπανία, στην Αγγλία, στην Αμερική. Έχω παίξει ρόλους που είναι μεταξύ τους πολύ διαφορετικοί, που μου δώσανε πολλές χαρές. Και στην Ελλάδα έχω κάνει άλλες ταινίες και με άλλους σκηνοθέτες. Για παράδειγμα με τον Μπουλμέτη έχω κάνει την «Πολίτικη Κουζίνα», μια ταινία με φλέβα ελληνική, πολύ δυνατή. Η ταινία αυτή, με έφερε και πολύ πιο κοντά σε ένα κοινό το οποίο δεν είχε πρόσβαση σε ταινίες πιο δύσκολες και πιο... δεν θέλω να καλλιτεχνικές γιατί και η Πολίτικη κουζίνα είναι καλλιτεχνική ταινία, αλλά έτσι πιο εκτός από το ρεύμα που έχει πιο πολύ συνηθίσει ο θεατής. Η ταινία που έκανα με τον Καραντινάκη, η ταινία που έκανα με τη Λουκία Ρικάκη, με τον Καπάκα είναι ταινίες που και αυτές μου έρχονται στο μυαλό τώρα. Δηλαδή η κάθε μία ταινία έχει μία ταυτότητα κι έχει αφήσει αποτυπώματα απάνω μου. Η ταινία που έκανα τελευταία με τον Χαραλαμπόπουλο, η «Υπογραφή»... Όλα αυτά έχουν για μένα μεγάλη σημασία, όλες αυτές οι ερμηνείες. Μερικές ερμηνείες ήταν πιο δύσκολες, πιο απαιτητικές. Σίγουρα οι ταινίες με τον Ανδρέα ήταν πολύ απαιτητικές όσον αφορά στην ερμηνεία μου σε πολλά επίπεδα, πάρα πολλά, αλλά και αντιστοίχως ήταν πολύ ικανοποιητικές...

Ο Γιώργος Χωραφάς στο φιλμ «Η χωρωδία του Χαρίτωνα» του Γρηγόρη Καραντινάκη .

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΛΑΧΑΚΗ

Photo Sources

  • http://www.ethnos.gr/
  • Επίσημη σελίδα ταινίας «Η χαρά και η θλίψη του έρωτα» στο facebook
  • http://www.imdb.com/
1
Μοιράσου το