Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Et in Arcadia Ego

feature_img__et-in-arcadia-ego
Η Γυναίκα κοίταξε τον γυμνό Άντρα που κοιμόταν γαλήνιος, και αισθανόταν όμορφα που ήταν δικός της. Ένα απροσδιόριστο σε εκείνη ένστικτο την ώθησε να τον αγκαλιάσει. Χωρίς λαγνεία. Μονάχα να νιώσει την ζεστασιά της επαφής των σωμάτων τους. Τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο. Ύστερα στα χείλη. Τι ανόητες, άσκοπες πράξεις; Ο Άντρας ξύπνησε. Το ίδιο ένστικτο τον καθοδηγούσε. Οι γλώσσες τους χόρεψαν για αρκετή ώρα. Δεν το είχαν κάνει ποτέ ξανά. Τους ήταν ευχάριστο. Ανεξήγητα οικείο. Για μια στιγμή μονάχα, μια θολή ανάμνηση αναδύθηκε ταυτόχρονα και στους δυο, ένα παράξενο μεταίσθημα, ένας ακατανόητος γλωσσικός κώδικας που τους έκανε να ψελλίσουν σχεδόν ταυτόχρονα, «Αρκαδία». Και ύστερα έσβησε. Και απομακρύνθηκαν, μπερδεμένοι. Και η επόμενη επαφή τους ήταν ώρες μετά, μονάχα από λαγνεία. 

Η μητέρα έφυγε αθόρυβα μια ήσυχη νύχτα. Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη την περίοδο, πλην εκείνης της νύχτας. Είχα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της κοιτώντας τον απέναντι τοίχο. Ο πατέρας ήταν κατάκοπος και κοιμόταν δίπλα της, γερμένος από την πολυθρόνα του, με το βιβλίο που της διάβαζε ανοιχτό ανάμεσά τους. Εκείνη ήταν όπως ήταν πάντα, ξαπλωμένη ανάσκελα, πιο λευκή από το σεντόνι, με την μικρή κάσκα στο πρόσωπό της. Αυτή ήταν η τελευταία μου εικόνα. Από εκεί και πέρα, θυμάμαι μονάχα ήχους. Στην απόλυτη ησυχία της νύχτας, εκεί κατοικούν οι μικροί ήχοι. Ο μονότονος αναπνευστήρας. Εισπνοή-Εκπνοή. Το απαλό βούισμα της μηχανικής υποστήριξης. Ένας μακρινός παρατεταμένος συναγερμός. Το μόνο που σηματοδότησε τον θάνατό της, ήταν μια πολύ ελαφριά αλλαγή στην μονοτονία της εισπνοής-εκπνοής. Αλλά ίσως απλά να το ένιωσα. Δεν έκανα τίποτα. Άφησα τον πατέρα μου να κοιμάται, και αποφάσισα να κοιμηθώ και εγώ. Αργότερα με σκούντησε και τα μάτια του δεν μπορούσα να τα δω πίσω από την υγρή τους θλίψη. Στατιστικά λογικός ο θάνατός της, ένας στους τρεις πήγαινε τότε. Αλλά ο πατέρας μου δεν μπορούσε να δει το στατιστικό. Ανίκανος να δει την μεγάλη εικόνα. Ούτε με αποθάρρυνε ούτε με ενθάρρυνε όταν του ανακοίνωσα τα σχέδιά μας. Βυθίστηκε στο πένθος. Το εν τρίτο ήταν εν δεύτερο για εκείνον, και μισός όπως έμεινε δεν μπορούσε πια να είναι ο εαυτός του.

Μια νέα αρχή, ήταν η υπόσχεση του Kepler-22b. Υπήρχαν σαφώς πιο κοντινοί προορισμοί, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με την υπόσχεση του Kepler. Οι «εφτά» ήταν ήδη αρκετά δημοφιλείς, ο «Μπλε-12» υποσχόταν μια αιώνια, ατελείωτη θάλασσα, αλλά ο Kepler συνιστούσε μια πραγματική αναβάθμιση σε όλα τα επίπεδα. Οι κατασκευαστές και οι εκτυπωτές είχαν ήδη 80 χρόνια που ταξίδευαν. Οι πρώτοι έποικοι θα ξεκινούσαν σύντομα, όποτε σε αυτά τα 80 χρόνια απόστασης θα έβρισκαν τα πάντα έτοιμα. Η διαδικασία της διαλογής των εθελοντών ήταν εξαιρετικά αυστηρή και επίπονη. Το νεαρό της ηλικίας μας ήταν ασφαλώς το καλύτερο χαρτί μας. Πήγαμε πιασμένοι χέρι χέρι. Ήσουν σίγουρη και αισιόδοξη. Νιώθαμε ότι δραπετεύουμε από το θάνατο.

Πιθανές επιπτώσεις: Απώλεια μνήμης. Χρόνια δυσκαμψία αρθρώσεων. Θάνατος. Υπογράψαμε πέντε ολόκληρες σελίδες πιθανών επιπτώσεων. Φοβόσουν τόσο πολύ τον θάνατο που δεν δίσταζες να διακινδυνεύσεις θανάσιμα για να τον αποφύγεις. Ψυχίατροι μας μίλησαν για ώρες, πάντα με πνεύμα αντίστροφο της επιθυμίας μας, σκάβανε συστηματικά για να βρουν λόγους να μείνουμε πίσω. Δικούς μας λόγους. Είχαμε προετοιμαστεί. Μπήκες και βγήκες και μου έκλεισες το μάτι. Εγώ δυσκολεύτηκα. Πολύ. Δεν στο είπα, δεν υπήρχε λόγος, μα είχα γονατίσει στο πάτωμα και έκλαιγα. Ο γιατρός με χτύπησε με τον πατέρα μου. Δεν υπάρχει επιστροφή, μου ξεκαθάρισε, γιατί ακόμα και αν επιστρέψω, θα έχει μεσολαβήσει μισή χιλιετία. Δεν θα υπάρχει ούτε η μνήμη του. Πιθανότατα ούτε στο δικό μου μυαλό, που θα την έχει θάψει βαθιά με την ιζηματογένεση του αιώνιου ύπνου μου. Δεν είχε σκοπό φυσικά να με κρατήσει πίσω. Ο ρόλος του ήταν να σιγουρέψει πως όσοι πάμε είμαστε σίγουροι για αυτό που κάνουμε. Σκούπισα τα παιδικά μου δάκρυα και τον αντίκρισα με στέρεη σιγουριά. Μου σφράγισε το χαρτί χωρίς να πούμε τίποτα άλλο.

Ήσουν όμορφη στη λευκή σου φόρμα. Διάρκεια, 213 χρόνια. Τα τελευταία 2 εντός του σκάφους. Κλειστήκαμε στην κοινή μας κουκέτα, το μελλοντικό μας σπίτι για δυο χρόνια. Ήσουν ενθουσιασμένη με τον κατάλογο των ταινιών. Ανυπομονούσες να ξυπνήσεις πριν ακόμα κοιμηθούμε. Όταν με φίλησες, έτρεμα. Στη σκέψη πως δεν θα σε ξαναδώ. Ακόμα χειρότερα, στη σκέψη πως θα ξυπνήσω και δεν θα σε αναγνωρίζω. Πως θα είναι να σε γνωρίσω από την αρχή; Θα μου αρέσει ξανά το χώρισμα ανάμεσα στα δόντια σου; Θα λατρέψω ξανά την απαλή σου φτέρνα; Θα βρίσκω ειρήνη στη μυρωδιά του λαιμού σου; Εγώ, που σε ήξερα όμως τόσο καλά εκείνη την στιγμή, δεν μπορούσα να ερμηνεύσω την ευφορία σου. Ήταν μια τεχνητή σου άμυνα απέναντι στην μελαγχολία; Ήταν ένα προσωπείο για να με βοηθήσεις να νικήσω την αγωνία μου; Το έκανες για μένα;

Για ένα ολόκληρο μήνα παρακολουθούσαμε σεμινάρια σαν μαθητές. Ό,τι υποσχέσεις έδινε ο Kepler βρίσκονταν στο σύνθημα της νέας αρχής. Όλα τα υπόλοιπα ήταν αντενδείξεις και επιχειρήματα αποθάρρυνσης. Πολλοί και πολλές έκαναν πίσω σε αυτά τα σεμινάρια. Ενώ όλοι ήθελαν να φύγουν από εδώ, το εδώ ξαφνικά μεταμορφώθηκε σε μια λησμονημένη Εδέμ. Σενάρια και προβλέψεις για την επιβίωση και αειφόρο ανάπτυξη του πλανήτη. Το ένας στους τρεις θα γινόταν ένας στους δέκα. Το εδώ έγινε το πιο σύντομο ταξίδι για την ευτυχία. Αρκεί να επιμέναμε και να ελπίζαμε. Αλλά για τους περισσότερους, αυτό δεν μας ένοιαζε και πολύ.

Την κοπανήσαμε ένα βράδυ και ξαπλώσαμε σε ένα χωράφι με τριφύλλι για να απολαύσουμε τον νυχτερινό ουρανό. Μας θύμισε ένα από τα πρώτα μας βράδια, με την θάλασσα να μας χαϊδεύει μέχρι το γόνατο και τον ουρανό στολισμένο με το αστρικό του μεγαλείο. Μου μιλούσες για το φως. Τώρα πια, εκείνο το βράδυ μοιάζει με τον πρόλογο της ιστορίας μας. Το φως από ένα αστέρι έχει ταξιδέψει τόσες χιλιάδες χρόνια για να φτάσει εδώ, που αυτό το αστέρι πιθανότατα δεν υπάρχει πια. Και αυτό που βλέπουμε ως φως, είναι στο ίδιο τώρα με εμάς μια μαύρη τρύπα, μια σκοτεινή είσοδος στην ανυπαρξία και στην απαρχή. Η μάχη με το θάνατο έγινε για εμάς ένα κυνήγι του χρόνου. Στο χωράφι αυτό εγώ γύρισα την πλάτη στο διάστημα για να κάνουμε έρωτα. Εσύ δεν σταμάτησες να το κοιτάζεις. Το έβλεπα και εγώ μέσα από τα μάτια σου. Για εκείνη τη στιγμή και μόνο, μάλλον σκεφτήκαμε και οι δυο για τελευταία φορά να μείνουμε. Μα απορρίψαμε την σκέψη αυτή και έμεινε για πάντα άρρητη.

Κοιμήθηκες πρώτη. Οι γυναίκες είχατε διαφορετικούς θαλάμους από τους άντρες. Άλλες τεχνικές απαιτήσεις για την ιερή προστασία της γονιμότητας. Δεν μπορούσα να παρακολουθήσω την διαδικασία, και μείναμε αγκαλιασμένοι σε ένα πάλλευκο σαλόνι, λευκοί και εμείς στις φόρμες μας, λευκοί ανάμεσα στους εκατοντάδες συνεπιβάτες μας. Η πρώτη γενιά αποίκων. Ζυγός αριθμός, αλλά περισσότερες γυναίκες κατά 10%. Σε κοίταζα να φεύγεις. Μου έριξες μια τελευταία φευγαλέα ματιά και πρόλαβες να μου κλείσεις το μάτι. Σε ξαναείδα μετά από διακόσια έντεκα χρόνια.

Η πρώτη εβδομάδα ήταν ένα μαρτύριο. Εσύ την πέρασες πολύ πιο ήπια. Ένιωθα φυλακισμένος στο σώμα μου, μια συνείδηση που ουρλιάζει μάταια στο τυφλό σκοτάδι. Έγινα μια κραυγή μέσα στη νύχτα, σαν να είχα βγει ξανά από την μήτρα αλλά αυτή τη φορά με γνώση του κόσμου, με ανάμνηση του κόσμου. Το προσωπικό είχε ξυπνήσει μερικούς μήνες πριν, και εσύ θα ξυπνούσες δυο εβδομάδες μετά. Μια γυναίκα χωρίς πρόσωπο μου συνιστούσε να κάνω υπομονή για να συνέλθει το σώμα μου. Αγωνιούσα μήπως αυτό δεν επιστρέψει. Ήταν φριχτή αυτή η αγωνία μου. Αλλά επανήλθα, και ύστερα ξύπνησες και εσύ.

Μια νέα αρχή, ήταν το σύνθημα για τον πλανήτη Kepler-22b. Το δικό σου σώμα επανήλθε πιο γρήγορα από το δικό μου. Αλλά ήσουν διαφορετική. Ίσως ήμουν και εγώ. Το πρώτο μας βράδυ το περάσαμε σε αμοιβαία σιωπή. Το επόμενο, άρχισες να κλαις στην σκέψη πως οι γονείς σου και ο αδερφός σου ήταν πια νεκροί εδώ και ενάμιση αιώνα. Δεν μπορούσα να σε παρηγορήσω. Καθώς πλησιάζαμε στην νέα μας αρχή, η προσμονή μας δεν αυξανόταν αντίστροφα με την απόσταση. Ήσουν παθητική και σκεφτική. Ακόμα και αν φορούσες κάποιο προσωπείο αισιοδοξίας στην αρχή, αυτό είχε μείνει στον παγωμένο κρυογενετικό σου θάλαμο.

Μια νέα αρχή, ήταν η απλή φράση πάνω στην οποία είχαμε στήσει την αφήγηση του ταξιδιού μας. 80 χρόνια ήταν αρκετά για να ισοφαριστούν χιλιετίες ανθρώπινης εξέλιξης σε έναν καινούριο πλανήτη. Δεν ξέρω γιατί έκλαψες με το που πατήσαμε για πρώτη φορά το χώμα του Kepler. Μπορώ όμως να φανταστώ. Έκλαψες γιατί ήταν σπαρακτικά οικείος. Μια ολόκληρη πόλη, η πόλη της νέας αρχής, η «Αυγή», όπως χαριτωμένα την ονομάσανε, ήταν φτιαγμένη από το μηδέν με στόχο να είναι οικεία. Γνώριμη. Φιλική με τις αναμνήσεις μας. Όμως η αντίστοιχη δίδυμη πόλη από την οποία ξεκινήσαμε, θα μπορούσε κάλλιστα να ονομάζεται και «Δύση». Σε πόνεσε που η Αυγή ήταν τόσο ίδια με την Δύση. Σε πόνεσε η οικειότητα που ένιωθες με την Δύση. Η υπαρξιακή μας κραυγή δεν αγάπησε ποτέ τους κύκλους. Και εγώ ήξερα, από εκείνη τη στιγμή που σε είδα να κλαις, αρχικά βουβά και στην συνέχεια με ασυγκράτητους λυγμούς, πως αυτό δεν ήταν κλάμα λύτρωσης, δεν ήταν το κλάμα μιας νέας αρχής, δεν ήταν κλάμα που απευθυνόταν σε εμένα ή σε κάποιον Άλλο να σε τραβήξει από το σκοτάδι σου. Ήξερα πως ήμασταν ακόμα μακριά από το σπίτι μας. Αλλά δεν ήξερα που είναι αυτό.

Τα πρώτα δυο χρόνια τα πέρασα κοιτάζοντας πολύ συχνά τον απέναντι τοίχο. Αφουγκραζόμενος την ανάσα σου, εισπνοή-εκπνοή, ανιχνεύοντας ακόμα και τις ελαφρότερες των αλλαγών. Η πλειοψηφία της ομάδας μας προσαρμόστηκε γρήγορα. Στον πρώτο μήνα μάθαμε για μια αυτοκτονία. Ύστερα μας είπαν πως ήταν φήμες. Ύστερα μας ανακοίνωσαν πως η επόμενη φουρνιά, ακόμα μεγαλύτερη, είχε ήδη ξεκινήσει, μισό αιώνα απόσταση από εμάς. Θα τους γνώριζαν τα παιδιά των παιδιών μας. Θα κληρονομούσαν την σπορά μας. Υπήρχαν τόσα να κάνουμε και να σκεφτούμε. Μπορούσαμε να γίνουμε ότι θέλαμε πριν ή κάτι ολότελα διαφορετικό και καινούριο. Όμως εγώ επέμενα να ακούω την αναπνοή σου. Περιμένοντας την επιστροφή σου.

Όταν άκουσες για πρώτη φορά για την Αρκαδία επέστρεψες κοντά μου, σαν ξεθωριασμένη ανάμνηση που ζωντάνευε μέσα από τον λαβύρινθο της μνήμης. Η ζωτική σου ενέργεια παλλόταν στον αέρα, μπορούσα να αισθανθώ την ακτινοβολία σου. Μου έδειξες την καινούρια μας πόλη και με ρώτησες τι βλέπω. Δεν βρήκα εύκολη απάντηση, και μου την προσέφερες εσύ. Έβλεπα λέει το ίδιο ακριβώς. Έβλεπα τον προορισμό μας να είναι ίδιος με την αφετηρία. Τα κτήνη από τσιμέντο και γυαλί. Τα οχήματα. Την κατανομή του χρόνου της ημέρας και της νύχτας. Την αναμονή μας να πάρουμε την άδεια για τεκνοποίηση. Την δουλειά μας. Η εκστρατεία αποικισμού ήταν μια πλάνη. Δεν ήταν μια νέα αρχή, ήταν μια απλή μετακόμιση. Και πως ο χρόνος θα μετρούσε ξανά αντίστροφα, και απλά οδεύαμε ληθαργικά προς το τέλος, ζαλισμένοι από ένα jet lag που θα κρατούσε δεκαετίες. Νομίζω πως η νοσταλγία σε κυρίευσε για κάποιο λόγο εκείνη την ημέρα, μα όπως πάντα, είχες την απαράμιλλη ικανότητα να μεταδίδεις τα αισθήματά σου. Η νοσταλγία κυρίευσε και εμένα. Αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω. Εμείς, οι πρώτοι που θα πηγαίναμε στην άκρη του σύμπαντος και θα γυρίζαμε πίσω για να το διηγηθούμε.

Ξαφνιαστήκαμε από την ευκολία υλοποίησης της σκέψης μας. Υπήρχαν και άλλοι που είχαν σκεφτεί το ίδιο. Μα το σημαντικότερο ήταν πως, στα διακόσια ή ογδόντα χρόνια του ύπνου μας, η τεχνολογία και οι δυνατότητες του διαστρικού ταξιδιού είχαν προχωρήσει και άλλο. Με δική μας ευθύνη, μπορούσαμε να ναυλώσουμε το δικό μας σκάφος. Με δική μας ευθύνη, μπορούσαμε να ξαναβυθιστούμε σε ύπνο αιώνων, μα μας προειδοποίησαν πως η συμπεριφορά του σώματός μας σε νέο ύπνο ήταν άγνωστη. Σου είπα πως για αυτό μας αφήνουνε. Για να δούνε τις αντοχές του σώματος σε αλλεπάλληλα ταξίδια. Για να ελέγξουν πρώτη φορά αν είναι εφικτός ο διαστρικός άνθρωπος. Το σώμα μας πεθαίνει στις παρυφές του αιώνα, αυτά είναι τα βιολογικά μας όρια. Αλλά πλέον μπορούσαμε το ίδιο σώμα να το περιφέρουμε στο σύμπαν για αιώνες, ίσως χιλιετίες, ίσως και παραπάνω. Καταργούσαμε το χρόνο αγάπη μου. Σε καταλαβαίνω. Παρασυρθήκαμε σε μια γλυκιά ψευδαίσθηση: Πως η κατάργησή του χρόνου σημαίνει και κατάργηση των θνητών μας σωμάτων.

Ενώ ετοιμαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω, εσύ μου μιλούσες για την Αρκαδία. Άραγε, έλεγες, να έχουν μάθει για αυτήν στον μητρικό μας πλανήτη; Να έχουν ήδη ξεκινήσει για εκεί; Μήπως έχουν προλάβει από εκεί να μολύνουν τον παρθένο αυτό πλανήτη με την ίδια φρικτή επανάληψη; Από τον Kepler έλεγαν πως οι κατασκευαστές και οι εκτυπωτές θα ξεκινούσαν για την Αρκαδία μέσα στον επόμενο αιώνα. Το μεγαλύτερο δυνατό ταξίδι, στις παρυφές του ορατού σύμπαντος. Δεν ήθελες να πάνε. Ήθελες να πάνε μονάχα άνθρωποι, και να φτιάξουν τη ζωή τους με πέτρα και ξύλο και φωτιά, μια νέα αρχή. Στην Αρκαδία η περιστροφή του πλανήτη γύρω από τον εαυτό του διαρκούσε 52 ώρες. 26 ώρες μέρα, 26 ώρες νύχτα. Στην Αρκαδία η περιστροφή του πλανήτη γύρω από το άστρο του, που ήταν διπλάσιο του ήλιου, διαρκούσε 1123 ημέρες. Τετραπλάσιο καλοκαίρι. Στην Αρκαδία, έλεγες, δεν έπρεπε να πάνε μονάχα άντρες και 10% παραπάνω γυναίκες. Έπρεπε να πάνε όλοι οι ερωτευμένοι. Παρακολουθούσα τον ειρμό της σκέψης σου χωρίς να ρωτάω πολλά. Μου αρκούσε το ότι ήσουν εκεί, και δεν χρειαζόταν να αφουγκράζομαι πια το ρυθμό της ανάσας σου.

Δεν είχα καταλάβει πόσο βαθιά είχε φυτευτεί στο μυαλό σου η Αρκαδία. Δεν είχα καταλάβει τι σήμαινε για σένα. Θα σου πω για την δική μου Αρκαδία, γιατί δεν το έκανα ποτέ όσο μιλούσαμε για αυτά. Η δική μου Αρκαδία δεν είχε πλανήτη, δεν είχε πόλη, δεν είχε αστρικό σύστημα. Κινούταν ανάμεσα και πέρα από όλους τους γνωστούς φιλόξενους γαλαξίες. Δεν είχε χωροχρονική σταθερά. Το μόνο κέντρο βάρους στο σύστημα που είχα κατασκευάσει στην σκέψη μου, ήσουν εσύ. Φτάσαμε στην άκρη του κόσμου και γυρίσαμε, αλλά κάθε ταξίδι που κάναμε είχε για μένα ένα στόχο. Είχε ένα προορισμό. Μας περίμενε κάπου, σε κάποια θαλασσοδαρμένη ακτή, το βλέμμα ενός αγέννητου ακόμα παιδιού, που καρτερεί την επιστροφή μας. Δεν μας περίμενε η Αρκαδία, αλλά ένα απλό απάγκιο. Ένα μέρος για να μπορούμε να σταθούμε και να παρατηρήσουμε το σύμπαν να στροβιλίζεται στο χρόνο, ένας κάμπος με τριφύλλι ή μια κρυμμένη ακτή.

Όταν φτάσαμε πίσω, όταν περάσαμε ξανά το μαρτύριο της εξόδου από την παγωμένη τεχνητή μας μήτρα, οι ρόλοι μας άλλαξαν ξανά. Ήταν η σειρά μου να κλαίω σπαρακτικά, ήταν η σειρά σου να παρατηρείς με ηρεμία. Έμοιαζε λες και ήξερες τι θα δούμε. Έμοιαζε να το περιμένεις. Το γκρίζο. Το άδειο. Το νεκρό.

Περίπου πεντακόσια χρόνια. Τόσο καιρό ήμασταν μακριά από τον γενέθλιο τόπο μας. Για τον πλανήτη μας, η μισή χιλιετία δεν είναι ούτε ένα βλεφάρισμα. Αλλά για εμάς ίσως ήταν πολύ. Ποιος ξέρει πως και γιατί νεκρώθηκε ο πλανήτης. Ποιος ξέρει γιατί το χρώμα της θάλασσας έγινε μολυβένιο, γιατί ο ουρανός γέμισε στάχτη. Ίσως το κάναμε εμείς. Ίσως μετεωρίτης, όπως μου έλεγες με σιγουριά. Ακόμα και αν υπήρχαν επιζώντες στο θαμπό μαργαριτάρι που κοιτούσαμε με δέος, δεν είχαμε την παραμικρή σύνδεση με αυτούς. Κανένας δεσμός αίματος δεν κρατάει τόσο πολύ. Ακόμα και αν υπήρχε ακόμα ζωή, που μάλλον υπήρχε, δεν είχε για εμάς καμία σημασία. Αλλά ενώ για εμένα αυτό ήταν πολύ βαρύ για να αντέξω, εσύ το αντιμετώπιζες με ψυχρή απάθεια. Αρκαδία, ψιθύρισες ένα βράδυ. Οι Αρκαδίες μας ταυτίστηκαν για μια στιγμή, ίσως για πρώτη φορά στην ζωή μας. Είχαμε ήδη ζήσει πιο πολύ και από θεούς. Αλλά έπρεπε να ζήσουμε και άλλο.

Δυο χιλιετίες. Αυτή ήταν η υπολογισμένη από το σκάφος μας απόσταση. Ένας πλανήτης δικός μας. Ακόμα και αν είχαν ξεκινήσει νωρίτερα από τον Kepler, είχαμε σαφές προβάδισμα. Η Αρκαδία σου έγινε η Αρκαδία μου. Ο παρθένος πλανήτης έγινε η ακρογιαλιά μου. Τα μάτια μας έβλεπαν το ίδιο πράγμα, μα το έβλεπαν αλλιώς. Η σκηνή μπροστά μας ήταν η σύνθεση των ματιών μας και τότε ήμουν πια σίγουρος πως η αγάπη μου για σένα διαπερνά το χώρο και το χρόνο, είναι το μονοσήμαντο κέντρο του σύμπαντος. Αλλά η ταύτισή μας ήταν γεμάτη αντενδείξεις. Για το σώμα μας, για την μνήμη μας, για την ύπαρξή μας. Δυο χιλιετίες ύπνου. Τα προγραμμάτισα όλα, κοιτάζοντας κάθε μέρα τον νεκρό πλανήτη στον οποίο γεννήθηκα, πέντε αιώνες πριν. Δεν είχαμε τίποτα να κληρονομήσουμε, είχαμε μονάχα να δημιουργήσουμε την δική μας κληρονομιά. Τα προγραμματίσαμε όλα, το ταξίδι, τον ύπνο, την λειτουργία του σκάφους. Και ύστερα απλά αφεθήκαμε σε μια μετέωρη παύση του χρόνου, δυο παιδιά των αστεριών, να κάνουμε έρωτα και να σκαρώνουμε σχέδια και όνειρα για την νέα μας ζωή. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να μείνουμε εκεί, σε κυκλική τροχιά στον πρώτο μας πλανήτη, να γεράσουμε μαζί κάνοντας έρωτα και σκαρώνοντας σχέδια και όνειρα. Μα αν ήσουν ζεστή, ήταν γιατί έκαιγε η φλόγα μέσα σου. Και σε έβαλα για ύπνο με δάκρυα στα μάτια και έκλαιγες και εσύ, κλαίγαμε και οι δυο σαν εραστές που η μοίρα τους χώριζε για πολύ καιρό, και την καρδιά τους πύρωνε η υπόσχεση μιας νέας συνάντησης στο μέλλον. Κοιμήθηκες γαλήνια, και εγώ έμεινα να ακούω την ανάσα σου. Εισπνοή-εκπνοή.

Ο θάλαμός μου με περιμένει. Κοιμάσαι ήδη ένα μήνα, και εγώ είμαι μόνος. Σου τα γράφω όλα αυτά γιατί πιθανώς να μην θυμάμαι και να μην θυμάσαι πολλά πράγματα όταν ξυπνήσουμε. Πιθανώς ο ένας από τους δυο να μην ξυπνήσει. Ίσως να μην ξυπνήσει κανένας, οπότε αυτό το γράμμα θα το διαβάζεις εσύ, ο άγνωστος Άλλος που θα έρθει και θα αναρωτηθεί τι κάνουν εδώ δυο άψυχα παγωμένα σώματα. Αν έχω μονάχα μια αγωνία αυτή είναι να το διαβάσει κάποιος. Οποιοσδήποτε. Εγώ, εσύ, ή ο Άλλος. Αν δεν το διαβάσει ποτέ κανείς, τότε η αθανασία μας θα αποδειχθεί ολότελα μάταιη.

Σου γράφω αυτές τις γραμμές για να σου πω ότι σε αγαπώ. Σαν κραυγή στο σκοτάδι. Σαν φως αστεριού που ταξιδεύει αιώνια, και ας μην υπάρχει πια το αστέρι που το παρήγαγε. Αν δεν υπάρχω μόλις ξυπνήσεις, το φως αυτό θα συνεχίσει να υπάρχει. Αν δεν θυμάσαι ποιος είμαι, θυμήσου πως ξέρω κάθε πιθαμή του σώματός σου, κάθε ελαφριά απόχρωση της ανάσας σου, κάθε όνειρο και σχέδιο που σκάρωσες. Εμπιστέψου με. Και αν με θυμάσαι και δεν θυμάμαι εγώ, δείξε μου τον τρόπο. Δείξε μου τον δρόμο. Θα σε εμπιστευτώ όπως σε εμπιστεύομαι τώρα.

Παντοτινά δικός σου. 

Η Γυναίκα σκόρπισε τις σελίδες και προχώρησε γρυλίζοντας στον κρύο διάδρομο. Από μια ανοιχτή καταπακτή έμπαινε εκτυφλωτικό φως, δυνατές μυρωδιές και παράξενοι ήχοι. Φοβόταν, αλλά ταυτόχρονα πεινούσε και διψούσε. Συνέχισε να προχωράει όμως προς τον ήχο που της είχε τραβήξει περισσότερο την προσοχή, μια παρατεταμένη κραυγή που ερχόταν από κάπου κοντά της. 

Ο Άντρας κραύγαζε ξαπλωμένος στο πάτωμα, τινάζοντας κοφτά τα χέρια και τα πόδια του. Η Γυναίκα κρύφτηκε αμέσως στην θέα του, και έμενε να τον παρατηρεί κλεφτά πίσω από ένα παράξενο αντικείμενο που ήταν κρύο στην αφή. Πίσω της υπήρχαν ντουλάπες που ανέγραφαν Φαγητό και Νερό αλλά δεν μπορούσε να τις διαβάσει. Μια μηχανική φωνή επαναλάμβανε κάθε τόσο φτάσατε στην Αρκαδία αλλά δεν μπορούσε να αποκωδικοποιήσει τον ήχο. Κοίταζε μονάχα τον Άντρα που τιναζόταν απελπισμένα, σαν να μην μπορούσε να ελέγξει το σώμα του.

Μετά από αρκετή ώρα ο άντρας κάθισε, και η ανάσα του ηρέμησε. Η Γυναίκα αφουγκράστηκε την ανάσα του και ένιωσε να ηρεμεί και εκείνη. Ξεπρόβαλλε αργά πίσω από την κρύα κρυψώνα της, και κοιταχτήκανε για πρώτη φορά στην ζωή τους. Ο Άντρας γρύλισε προειδοποιητικά και η Γυναίκα έκανε κοφτά προς τα πίσω. Γρύλισε ξανά αλλά πιο ειρηνικά. Έμειναν να κοιτάζονται.

Ύστερα, άρχισαν να κλαίνε. Χωρίς όμως να ξέρουν γιατί. 

1
Μοιράσου το