Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Είμαστε Πλασμένοι από Χώμα, του Πάνου Καρνέζη

feature_img__eimaste-plasmenoi-apo-xoma-tou-panou-karnezi
Γιατί αξίζει μιαν ανάγνωση- Νέα κυκλοφορία: Σύγχρονη πεζογραφία που καταπιάνεται με ένα επώδυνο, επίκαιρο θέμα, αυτό των προσφύγων, αλλά και των κάθε λογής κατατρεγμένων.

Στο μυθιστόρημά του «Είμαστε πλασμένοι από χώμα» (αξίζει να τονιστεί ότι πρόκειται για έργο εκδομένο αρχικά στα αγγλικά και μεταφρασμένο έπειτα στα ελληνικά από τον ίδιο το συγγραφέα), ο Πάνος Καρνέζης επιλέγει να ασχοληθεί με ένα ζήτημα επίκαιρο και ευαίσθητο, που απασχόλησε έντονα -και συνεχίζει να απασχολεί με λίγο διαφορετικό τρόπο- τη διεθνή κοινή γνώμη, τους πρόσφυγες και την «εκτοπισμένη» ζωή τους. Ο φακός του συγγραφέα ακολουθεί την ιστορία ενός άντρα κι ενός παιδιού που, έχοντας σωθεί από το ναυάγιο της βάρκας τους, καταλήγουν σε ένα –ανώνυμο– ελληνικό νησί και φιλοξενούνται από τους ιδιοκτήτες ενός πλανόδιου τσίρκου. Πρόκειται για ένα έργο που έχει στόχο του να επικεντρωθεί στις ιστορίες και τα διακυβεύματα των πιο βασανισμένων και δοκιμασμένων, καθώς και στο μέγα ζήτημα της προοπτικής του μέλλοντος.

Όταν, μετά από ατύχημα, μια βάρκα γεμάτη πρόσφυγες βυθίζεται στην ανοιχτή θάλασσα, ένας γιατρός και ένα μικρό αγόρι, του οποίου η οικογένεια πνίγεται στο ναυάγιο, καταφέρνουν να σωθούν και να φτάσουν στο κοντινότερο νησί, όπου θα τους βρει και θα τους φιλοξενήσει ένας αρκετά δοκιμασμένος από τη ζωή ιδιοκτήτης τσίρκου μαζί με τη γυναίκα του. Είναι η αρχή της ιστορίας του «Είμαστε πλασμένοι από χώμα», που μας μεταφέρει αυτόματα στις μνήμες από την τραγωδία που έζησαν -και συνεχίζουν να ζουν- πρόσφυγες και μετανάστες στα ελληνικά παράλια το 2015. Πρόκειται για μια ιστορία για τον αποκλεισμό και τα σχέδια του μέλλοντος, την απόγνωση και την ελπίδα, τον ανθρώπινο πόνο, τα ανθρώπινα συναισθήματα και τις μάχες που δίνονται για μια διαφορετική ζωή. Ωστόσο, δεν είναι μια ιστορία αποκλειστικά για τους πρόσφυγες και το βάρος που κουβαλούν, αλλά μια ιστορία για κάθε λογής κατατρεγμένους, που έχει ο καθένας να αντιμετωπίσει τα δικά του προβλήματα, τα δικά του φαντάσματα, τα δικά του αδιέξοδα. Δεν είναι μόνο ο γιατρός και το μικρό αγόρι που πέρασαν δια πυρός και σιδήρου και μάχονται για το μέλλον τους και τη διαφυγή τους στην πολυπόθητη Ευρώπη. Είναι και το ζευγάρι που έχει το τσίρκο και αντιμετωπίζει το τέλμα των οικονομικών δυσκολιών, της συναισθηματικής τους αποστασιοποίησης και του προσωπικού τους πένθους (για το χαμό της κόρης τους). Είναι μια ιστορία για τους δύο αυτούς διαφορετικούς κόσμους δυστυχίας που συναντώνται και αλληλεπιδρούν σε μια πρωτοφανή περίσταση, πάνω σε ένα σχετικά αποκλεισμένο από την ηπειρωτική χώρα νησί (το οποίο, ως εκ τούτου, λειτουργεί ως το ιδανικό σκηνικό, ως ένας αυτόνομος κόσμος αποκομμένος, κάτι σαν ιδανική εργαστηριακή συνθήκη), δίνοντας τη δυνατότητα στον αναγνώστη να παρατηρήσει ξεκάθαρα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κατάστασης.

Πέρα από τα προφανή ζητήματα που προκύπτουν από την ίδια τη θεματολογία του μυθιστορήματος (όπως για παράδειγμα αυτό του προσφυγικού προβλήματος και των σαφών κοινωνικών του διαστάσεων), θα ήθελα περισσότερο να σταθώ σε αυτό που με κέρδισε περισσότερο: το θέμα της ανθρώπινης επαφής. Η ανθρώπινη επαφή και η αναζήτησή της βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο, είναι αυτό που όλα τα πρόσωπα ποθούν και παλεύουν να κατακτήσουν, και είναι άμεσα συνδεδεμένο με το ζήτημα της ανθρώπινης ευαισθησίας, της συναισθηματικής ανάγκης του ανθρώπου να συνδεθεί με τους άλλους για να υπάρξει πιο ευτυχισμένος. Το μικρό αγόρι αναζητά έναν πατέρα-προστάτη στο πρόσωπο του γιατρού που θα του δείξει αγάπη και θα του αναπληρώσει όλα όσα ένα μικρό παιδί έχει χάσει· ο γιατρός αναζητά τον έρωτα στη γυναίκα του ιδιοκτήτη του τσίρκου· η γυναίκα αναζητεί στο γιατρό όχι μόνο έναν ερωτικό σύντροφο αλλά και κάποιον που θα λειτουργήσει ως αντίβαρο και ως γνήσιο συναισθηματικό πόλο που θα εξισορροπήσει την τραγική απώλεια της κόρης της και το υπαρξιακό κενό που δημιουργήθηκε μέσα της· ο ιδιοκτήτης του τσίρκου βλέπει το μικρό αγόρι ως την ευκαιρία να αποκτήσει ξανά ένα παιδί, αναπληρώνοντας κι αυτός το δικό του κενό λόγω του θανάτου της κόρης του. Νομίζω πως ακριβώς εδώ, σ’ αυτό το πλέγμα αντίρροπων μεταξύ τους επιθυμιών έγκειται μάλλον ο πυρήνας του έργου. Πρόκειται για την οδύσσεια όλων αυτών των κάθε λογής εκτοπισμένων από τη ζωή, που είναι πρωτίστως ανθρώπινα πλάσματα περισσότερο εύθραυστα από ποτέ λόγω των περιστάσεων, και που «πέφτουν θύματα» της ευαισθησίας τους: αναζητούν τη διέξοδο και την πολύτιμη επαφή τους με τον άλλο, δίχως να διαπιστώνουν -παρά μόνον όταν είναι αργά- πως έχουν τη «ματαιοδοξία» της ευτυχίας, αφού εν τέλει οι δυνάμεις που τους ωθούν σε «αντιπαρατιθέμενους» μεταξύ τους στόχους, σε μια «σύγκρουση συμφερόντων», θα αλληλοακυρωθούν, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν όλα τα πρόσωπα σε μια νέα κατάσταση, στην οποία όμως κανένας δεν είναι ικανοποιημένος, τουλάχιστον όσο θα ήθελε. Μάλλον περισσότερο ταιριάζει στην ψυχολογική αυτή οδύσσεια των χαρακτήρων η μόνιμη τραγική επωδός του Ευριπίδη: αυτά που πίστεψαν οι άνθρωποι δεν έγιναν, ενώ οι θεοί άνοιξαν δρόμο για τα αδόκητα.

Και σε αυτό έρχεται να συνεπικουρήσει η δόμηση της αφήγησης και το ύφος της. Το «Είμαστε πλασμένοι από χώμα» είναι ένα μυθιστόρημα που δεν πρωτοτυπεί ως προς το πώς εξιστορούνται τα γεγονότα: η πλοκή είναι συγκεκριμένη, η ιστορία γραμμικά δοσμένη, από την οπτική γωνία των δύο προσφύγων, και το ύφος είναι λιτό. Ακριβώς αυτή η έλλειψη πειραματισμών και μορφολογικών τεχνασμάτων θεωρώ πως είναι και η αρετή του: αναδεικνύεται με τρόπο καθαρό το περιεχόμενο και το διακύβευμα της ιστορίας, χωρίς ο αναγνώστης να χάνει ποτέ από το πρώτο πλάνο το πεδίο των γεγονότων και των χαρακτήρων. Ως αναγνώστης απόλαυσα αυτή την αφηγηματική επιλογή του συγγραφέα, ο οποίος αποδίδει με αμεσότητα και εγγύτητα όλα τα συμβάντα. Η μόνη ιδιαιτερότητα ως προς το ύφος, και η οποία με εξέπληξε ευχάριστα, καθώς μάλιστα συμβαδίζει με τη «γραμμή» της λιτής αφήγησης, ήταν η απόσταση σε ορισμένα σημεία του κειμένου που πήρε ο αφηγητής από το υλικό του: δίχως παρεμβάσεις και σχόλια/επεξηγήσεις/λεπτομέρειες ως προς τους χαρακτήρες, τις αντιδράσεις, τις σκέψεις και τις πράξεις τους, άφηνε τα ίδια τα πράγματα να μιλούν (όπως για παράδειγμα γίνεται στην εναρκτήρια σκηνή του ναυαγίου). Μια τέτοια επιλογή είναι προφανώς ταιριαστή με την έμφαση που δίνει η ίδια ιστορία ως προς το περιεχόμενό της στην τραγικότητα των ανθρωπίνων: ορισμένες φορές δε χρειάζεται να προστεθεί τίποτα παραπάνω στις πράξεις και τις συμπεριφορές έτσι όπως ξεδιπλώνονται.

Στο «Είμαστε πλασμένοι από χώμα», ο Καρνέζης πετυχαίνει με μια λιτά δοσμένη ιστορία –έτσι όπως ταιριάζει– να αγγίξει την ευαισθησία και την τραγωδία διασταυρούμενων ζωών σε έναν οικείο ιστορικά, γεωγραφικά και πολιτισμικά χώρο. Ο αναγνώστης δεν έχει παρά να αφεθεί στη ροή της ιστορίας και να εκτιμήσει αυτές τις αδρά δοσμένες φιγούρες ενός σύγχρονου τραγικού «μύθου»…

Είμαστε Πλασμένοι από Χώμα, του Πάνου Καρνέζη
Εκδόσεις Πατάκη
σελ. 272

1
Μοιράσου το