Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Διαβάζοντας τον Χαμένο Χρόνο, του Marcel Proust

feature_img__diabazontas-ton-xameno-xrono-tou-marcel-proust
Το 2018, οι εκδόσεις της Εστίας φέρνουν στο ελληνικό κοινό τον τελευταίο τόμο του σπουδαίου μυθιστορήματος του Marcel Proust, ολοκληρώνοντας έτσι τη μεταφραστική «μάχη» που είχε ξεκινήσει ο Παύλος Ζάννας και την οποία ανέλαβε μετά το θάνατο του πρώτου ο Παναγιώτης Πούλος. Πρόκειται για ένα εκδοτικό γεγονός, αφού το εμβληματικό αυτό έργο πλέον προσφέρεται ολόκληρο στον αναγνώστη σε μια αρτιότατη έκδοση, δίνοντάς του την ευκαιρία για ένα δαιδαλώδες αλλά ανεπανάληπτο ταξίδι. Όμως, γιατί το μυθιστόρημα αυτό είναι τόσο σημαντικό και κλασικό για τους αναγνώστες;

Εάν το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» (“À la Recherche du Temps Perdu”) θα μπορούσε να περιγραφεί ως έργο για την αναζήτηση του χρόνου της ζωής μέσα από τη μνήμη και την καταγραφή, εάν είναι σωστό να πούμε πως πρόκειται για ένα βιβλίο που αναδημιουργεί και ερμηνεύει τον χρόνο κατασκευάζοντας ένα έργο τέχνης που αφορά μια ολόκληρη ζωή, τότε, κατ’ αντιστοιχία, το να διαβάζεις το αριστούργημα του Proust είναι σίγουρα πάνω από όλα μια επένδυση χρόνου για να προσεγγίσεις και να καταλάβεις τη ζωή και τον χρόνο όπως αυτά απαθανατίζονται και αναδεικνύονται από μια τέχνη. 

Ο λόγος που ξεκινώ έτσι δεν είναι διότι επιδιώκω να προσφέρω μια κριτική ανάλυση και φιλολογική αποτίμηση του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Το έργο δε χρειάζεται τις δικές μου παρατηρήσεις. Σκοπός μου είναι να μιλήσω περισσότερο ως αναγνώστης, ο οποίος βρίσκεται εν μέσω της απαιτητικής διαδικασίας ανάγνωσης αυτού του μυθιστορήματος-ποταμού, και να σταθώ σε δυο-τρία σημεία του κειμένου που μου προξένησαν εντύπωση και αναδεικνύουν, νομίζω, το έργο ως καίριο στις συζητήσεις της εποχής μας.

Η παραπάνω πρόθεση μας οδηγεί αναγκαστικά να αναλογιστούμε πώς μπορεί να συνδεθεί ένα λογοτέχνημα, όπως το «Αναζητώντας», με τη ζωή των αναγνωστών του, με τον ορίζοντα των προσδοκιών των ανθρώπων που το διαβάζουν (όχι μόνο από την άποψη της αισθητικής, αλλά και ως προς την καθημερινή τους ζωή, τις απόψεις, τις στάσεις και τις αξίες τους). Σε αδρές, λοιπόν, γραμμές, εκείνο που μας αφορά είναι το εξής: γιατί ένα κλασικό έργο σαν αυτό του Proust είναι σημαντικό για τον αναγνώστη του 21ου πρώτου αιώνα, γιατί, με άλλα λόγια, είναι κλασικό; Αν ο Harold Bloom έχει δίκιο στο περίφημο βιβλίο του «Ο δυτικός κανόνας» (στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg το 2007), τότε ένα έργο γίνεται κλασικό και αξίζει να διατηρηθεί στη Μνήμη του κόσμου, κατά κύριο λόγο για την αισθητική του αξία που οφείλεται στην ευφυΐα του συγγραφέα. Ωστόσο, εκείνο στο οποίο δε φαίνεται να δίνει πολύ χώρο ο Bloom είναι η κοινωνική διάσταση του Κανόνα. Ο ίδιος αναγνωρίζει βέβαια και υπογραμμίζει ότι τα κλασικά κείμενα που έχουν μπει στον Κανόνα έχουν τη δύναμη να εγγράφονται στη ζωή των αναγνωστών διαφορετικών εποχών και στο κοινωνικό τους περιβάλλον, επειδή μπορούν να τους φέρνουν αντιμέτωπους με εντάσεις, προβλήματα, και προβληματισμούς, προκαλώντας έτσι ενός είδους επώδυνη ηδονή. Αυτή την κοινωνικοπολιτισμική διάσταση της λογοτεχνίας είναι που τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναδείξει ιδιαίτερα η πολιτισμική κοινωνιολογία. Με δεδομένο ότι οι άνθρωποι έχουν αναπτύξει μια κουλτούρα όπου το βιβλίο θεωρείται «ιερό» ως κιβωτός γνώσης, και με δεδομένο ότι η ανάγνωση της λογοτεχνίας επιδρά σημαντικά στο νου των αναγνωστών, ένα κείμενο γίνεται κλασικό όταν, χάρη στο περιεχόμενό του, μπορεί να διαβαστεί και να ερμηνευθεί ως σημαντικό εντός διαφορετικών ιστορικοκοινωνικών πλαισίων· με άλλα λόγια, ένα κείμενο είναι κλασικό όταν «ξεφεύγει» εντελώς από τον χωροχρόνο και τις συνθήκες στις οποίες αρχικά παράχθηκε και καταναλώθηκε, και το «οικειοποιούνται» διαφορετικά κάθε φορά αναγνωστικά κοινά, επειδή πιστεύουν ότι μπορεί να είναι πολύτιμο.

Αφήνοντας κατά μέρους αυτές τις απαραίτητες θεωρητικές σημειώσεις, επιστρέφουμε στο ερώτημα μας: Τι μπορεί να κάνει το «Αναζητώντας» κλασικό για εμάς σήμερα; Γιατί να θεωρήσουμε ένα μυθιστόρημα των αρχών του 20 αιώνα, σε μια Γαλλία της belle époque, πολύτιμο στο 2020; Όλα αυτά εντάσσονται φυσικά στη σημερινή συζήτηση για το πώς τα προϊόντα της κουλτούρας μπορούν να σχετίζονται περισσότερα ή λιγότερο με τα ζητήματα που απασχολούν ένα παγκοσμιοποιημένο forum «καταναλωτών» (ας επιτραπεί η έκφραση) πολιτισμού. Η απάντηση βέβαια που επιχειρώ να δώσω εδώ είναι σαφώς περιορισμένη και περιοριστική, καθώς δε δύναται να καλύψει όλο το εύρος και βάθος των θεμάτων που απλώνει το «Αναζητώντας». 

Γενικά, νομίζω πως ένα από τα στοιχεία που το καθιστούν κλασικό είναι οι τρόποι με τους οποίους αγγίζει και συνδιαλέγεται με τη γενικότερη τοξικότητα, την οποία συζητά εντόνως σήμερα η παγκόσμια κοινότητα. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ούτε ότι το “toxic” ήταν και η λέξη της χρονιάς για το 2018 στα Oxford Dictionaries, ούτε και ότι τον τελευταίο καιρό είναι πολλά και ποικίλα τα κινήματα διεκδίκησης δικαιωμάτων ανά τον κόσμο, ενώ έχουν αναζωπυρωθεί συζητήσεις που αμφισβητούν την καθεστηκυία τοξικότητα προτύπων συμπεριφοράς, όπως για παράδειγμα αυτή που έφερε στο προσκήνιο το #MeToo.
Πρώτα απ’ όλα, νομίζω πως ο Proust με κάποια από τα επεισόδια που επιλέγει να εντάξει στην ιστορία του (ορισμένα σαφώς σατιρικά) καταφέρνει να φέρει στο φως –ηθελημένα ή αθέλητα– αρκετή από την τοξικότητα στον τρόπο που κάποιες δομές-ομάδες της κοινωνίας συμπεριφέρονται στα άτομα. Ο λόγος γίνεται φυσικά με αφορμή τις σκηνές που αφορούν τη γαλλική ανώτερη τάξη (αριστοκρατική ή και αστική). Αυτή η τάξη, κυρίως η αριστοκρατία, παρά τις αρετές που συχνά της αποδίδονται (π.χ. μόρφωση, καλοί τρόποι, καλό γούστο), φαντάζει αρκετά απομονωμένη από την καθημερινή ζωή και αποσυρμένη στο γυάλινο πύργο της, να ασχολείται μόνο με μια γκάμα θεμάτων που την απασχολούν, όπως λόγου χάρη τους κοσμικούς κύκλους. Σοβαρά ζητήματα και προβλήματα φαίνεται πολλές φορές είτε να μην την αγγίζουν, είτε να υπάρχουν κάπως περιφερειακά είτε τουλάχιστον να αντιμετωπίζονται χωρίς τη δέουσα σοβαρότητα και προσοχή. Έτσι, κοινωνικά προβλήματα και γεωπολιτικές ανησυχίες, αλλά και επίκαιρες υποθέσεις όπως η υπόθεση Dreyfus και ο συνακόλουθος αντισημιτισμός, μπορεί να μην ενδιαφέρουν καθόλου ή να υπάρχουν περισσότερο σαν ένα παρασκήνιο/υπόβαθρο που δεν επηρεάζει ούτε προβληματίζει όπως θα έπρεπε μια ελίτ που υποτίθεται είναι η πλέον μορφωμένη της χώρας, αλλά μάλλον λειτουργεί ως αφορμή για να εμφανιστούν πάθη και κακώς κείμενα ακόμη κι εκεί (πχ. φανατισμός και προκαταλήψεις). Ακόμη χειρότερα όμως, η τοξικότητα αναδεικνύεται περισσότερο στον ελιτισμό, το σνομπισμό και τους τρόπους συμπεριφοράς των μελών αυτών των τάξεων. Τα σαλόνια που περιγράφονται, με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό των Verdurins αλλά και αυτό των Guermantes, πάσχουν από ελιτίστικη διάθεση που καθιστά τα μέλη τους όχι απλώς επικριτικά απέναντι στις άλλες κοινωνικές ομάδες, μα και πολλές φορές σκληρά, ακόμη και σε άτομα στα οποία τους έχει επιτραπεί να παρευρίσκονται στις διάφορες εκδηλώσεις τους. Δεν είναι σπάνιο να διαβάζουμε περιστατικά στα οποία κάποιος χαρακτήρας να εξευτελίζει άλλους ή να τους επιτίθεται. Γενικά, σ’ αυτά τα περιβάλλοντα, είναι σύνηθες να διαδραματίζεται κάτι σα παιχνίδι εξουσίας, όπου μέλη των ανώτερων τάξεων επιδιώκουν να αποδείξουν την ισχύ τους, και το προνόμιο που έχουν, λες και όλα τους οφείλονται και τους ανήκουν αποκλειστικά. Εκείνο που καταφέρνει ο Proust, άσχετα από την αρχική του πρόθεση, είναι να προσφέρει την εικόνα όχι απλώς μιας ομάδας που ζει μέσα στην υποκρισία και τη θεατρικότητα, αλλά περισσότερο μιας ομάδας που ζει αποστασιοποιημένη από μια κοινωνία με σημαντικά προβλήματα (όπως η γαλλική στις αρχές του 20ου αιώνα), ενώ ταυτόχρονα έχει εθιστεί σε μια παθολογική συμπεριφορά η οποία εκδηλώνεται με μια τοξική προβολή ισχύος, ακόμη και στις διαπροσωπικές σχέσεις, μιας ισχύος που πηγάζει από το κύρος και τις δυνατότητες που φέρνουν τα πλούτη, η καταγωγή, οι διασυνδέσεις ή και η μόρφωση.
Ένα δεύτερο στοιχείο άξιο να τονιστεί είναι αυτό των ερωτικών σχέσεων που χαρακτηρίζονται περισσότερο από τη ζήλια και την κτητικότητα. Πρόκειται για ένα μοτίβο το οποίο χρησιμοποιείται αρκετά στο μυθιστόρημα, και για τις σχέσεις του αφηγητή (πχ. την Albertine) και για άλλες σχέσεις (όπως του Swann και της Odette). Στα ερωτικά ζητήματα, οι εμμονές, η παθολογική ζήλεια, η καχυποψία και η παράνοια, η διάθεση για κατάκτηση, η ιδέα ότι η απόλαυση έρχεται πιο άφθονη όταν έχεις δικό σου και ελέγχεις το αντικείμενο του πόθου, όλα αυτά είναι συστατικά στοιχεία τα οποία τροφοδοτούν την τοξικότητα και δηλητηριάζουν την ίδια τη σχέση αλλά και την υγεία του ατόμου, καθιστώντας αδύνατη την ηρεμία και την ευτυχία μέσα στον έρωτα. Μπορεί η πρόθεση του Proust, και η οπτική του να εμμένουν στην εξερεύνηση της ερωτικής συμπεριφοράς και του τρόπου σκέψης, αλλά στο σημερινό αναγνωστικό κοινό, ιδιαίτερα μετά την έμφαση σε ζητήματα παρενόχλησης και καταπίεσης που έφεραν σύγχρονα κινήματα και διεκδικήσεις (βλέπε #MeToo), η εικόνα που παρέχει το «Αναζητώντας» για την νοοτροπία και τις πρακτικές ενός εμμονικού εραστή (στο έργο μάλιστα αυτή η εμμονή παρουσιάζεται περισσότερο ως χαρακτηριστικό του άνδρα), που ζητά, πιο πολύ από την ευχαρίστηση του έρωτα, την απόλαυση της κατάκτησης και της κατοχής, δε μπορεί παρά να συνδιαλεχθεί με την έννοια του τοξικού στις ανθρώπινες σχέσεις.

Πορτραίτο από τον Richard Lindner

Τέλος, ένα ακόμα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος, το οποίο φαίνεται να συνομιλεί με την εποχή μας και να εγγράφεται στον ορίζοντα των σύγχρονων –δυτικών– κοινωνιών, ιδίως αυτών που ενδιαφέρονται και συζητούν εντόνως και ενεργά το ζήτημα, είναι αυτό που αφορά το λόγο περί ομοερωτισμού και ομοφυλοφιλίας. Επιμένω σε αυτή την όψη του έργου του Proust, όχι μόνο επειδή το θέμα έχει αναδειχθεί μετ’ επιτάσεως τα τελευταία χρόνια, αλλά και επειδή αυτή χαρακτηρίζει θεμελιακά το «Αναζητώντας», κυρίως από τον 4ο τόμο («Σόδομα και Γόμορρα») και έπειτα (αυτή η οπτική αφορά, για παράδειγμα, τόσο τον βαρόνο de Charlus όσο και τη σχέση με την Albertine). Δεν πρέπει κανείς να παραγνωρίσει την προσέγγιση του Proust (σε κάποιο βαθμό και αυτοβιογραφική) σε θέματα όπως η φύση του ομοφυλοφιλικού έρωτα, η ύπαρξη, η ζωή, και η αντιμετώπιση αυτής της ομάδας ανθρώπων από την κοινωνία. Όσο κι αν η οπτική του μυθιστορήματος είναι σε σημεία της στιγματισμένη από στερεότυπα και προκαταλήψεις (ένα παράδειγμα είναι η αναφορά σε τέτοιου είδους σχέσεις και προτιμήσεις ως «διαστροφή»), δεν παύει να είναι κομβικό το γεγονός ότι αυτή η πλευρά του έρωτα μπαίνει στην πρώτη γραμμή του μυθιστορήματος και αντιμετωπίζεται εκτεταμένα και σοβαρά, ως ένα «μεγάθεμα» (αν δανειστούμε την ορολογία του Μαρωνίτη στην ερμηνεία των ομηρικών επών) άξιο και πλούσιο να αποτελεί πυρήνα ενός φιλόδοξου μυθιστορήματος. Ακόμη λοιπόν και με τις απαραίτητες επιφυλάξεις απέναντι στον κοινωνικό λόγο που ενσωματώνεται σε ένα λογοτεχνικό κείμενο του 20ου αιώνα, αυτή η πλευρά του «Αναζητώντας» μπορεί να είναι πηγή γόνιμου διαλόγου και αφορμή να συλλογιστεί ο σημερινός αναγνώστης και να αντιμετωπίσει με ανοιχτό μυαλό και πνεύμα αποδοχής και κατανόησης φλέγοντα ζητήματα που αφορούν κοινωνικά δικαιώματα αλλά και το δικαίωμα στην αγάπη που αυτοδίκαια έχουν, αλλά ακόμη διεκδικούν, τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙΑ κοινότητας.
Καταλήγοντας, το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» παραμένει ένα κλασικό έργο, όχι μόνο για τις αδιαμφισβήτητες, αισθητικές και διανοητικές, αρετές του (στη γλώσσα, στην αφήγηση, στις πρωτοτυπίες που εισάγει, στον πλούτο των σκέψεων και την ακρίβεια των παρατηρήσεων του συγγραφέα), αλλά και –ιδίως– για την ικανότητά του να ξεφεύγει από το πλαίσιο μιας εποχής και να προσκολλάται σ’ αυτό μιας άλλης, λειτουργώντας ως σχόλιο ή ως πρότυπο με το οποίο μπορεί ο αναγνώστης να συνδεθεί και να συνδιαλεχθεί. Ένας τρόπος –απ’ τους πολλούς ενδεχομένως– με τον οποίο κατορθώνεται αυτό είναι για μένα και τα ερεθίσματα και οι ευκαιρίες που μας παρέχει να σκεφθούμε σχετικά με τις όψεις της τοξικότητας την οποία βλέπουμε τριγύρω μας σχεδόν κάθε μέρα. Ωστόσο, αυτό το κατόρθωμα γίνεται τέλεια πράξη στο «Αναζητώντας» και αποκτά μεγαλύτερη ένταση και αποτελεσματικότητα και με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο, κατά τη γνώμη μου –και με αυτό θα ήθελα να κλείσω. Με τον χρόνο που απαιτεί από τον αναγνώστη. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα επτά τόμων που, όπως είναι φυσικό, χρειάζεται την αφοσίωση αλλά και την αφιέρωση μεγάλης ποσότητας χρόνου. Καθώς η ανάγνωση του «Αναζητώντας» απλώνεται σε μια μεγάλη χρονική περίοδο, το βιβλίο αποκτά έναν ακόμη σημαντικό ρόλο: γίνεται παράλληλο προς τη ζωή του αναγνώστη του. Με άλλα λόγια, ο αναγνώστης διαβάζει και ζει, ζει και διαβάζει. Έτσι, μπορεί κάθε φορά να έχει ως σημείο αναφοράς και αντιπαραβολής στην καθημερινότητά του και τις εμπειρίες του, ως αφορμή και ως πεδίο σύγκρισης, ως κανόνα ή πυξίδα, το ίδιο το βιβλίο, τις ιστορίες του και τις παρατηρήσεις του (φιλοσοφικές, ψυχολογικές ή αισθητικές). Έτσι, το βιβλίο αρχίζει να γίνεται σημαντικό για μας, να μας αφορά πιο βαθιά. Και άρα, να γίνεται και κλασικό. Κατά κάποιον τρόπο, ο αναγνώστης του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» οδηγείται με την απλωμένη χρονικά ανάγνωση να αναπαράγει ένα πρότυπο που υπάρχει ήδη μέσα στο μυθιστόρημα: αυτός που γαλουχείται και επενδύει στην τέχνη, βλέπει την τέχνη παντού, βλέπει και αναλύει την πραγματικότητα με τα μάτια της τέχνης.

Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο (σειρά), του Marcel Proust
Επιμέλεια Σειράς: Κατρίν Βελισσάρη
Βιβλιοπωλείον της Εστίας

  • «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο: Από τη μεριά του Σουάν», μετάφραση Παύλος Α. Ζάννας, επιμέλεια Παναγιώτης Πούλος, 2001
  • «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο: Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών», μετάφραση Παύλος Α. Ζάννας, επιμέλεια Παναγιώτης Πούλος, 2002
  • «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο: Από τη μεριά των Γκερμάντ», μετάφραση Παύλος Α. Ζάννας, επιμέλεια Παναγιώτης Πούλος, 2003
  • «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο: Σόδομα και Γόμορρα», μετάφραση Παύλος Α. Ζάννας, επιμέλεια Παναγιώτης Πούλος, 2001
  • «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο: Η φυλακισμένη», μετάφραση Παύλος Α. Ζάννας- Παναγιώτης Πούλος, 2004
  • «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο: Η Αλμπερτίν αγνοούμενη», μετάφραση Παναγιώτης Πούλος, 2014
  • «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο: Ο ανακτημένος χρόνος», μετάφραση Παναγιώτης Πούλος, 2018

1
Μοιράσου το