Scroll Top

In a Cinemanner of Speaking

Christopher Nolan ο μεγαλοπρεπής

feature_img__christopher-nolan-o-megaloprepis
Υπάρχει, μήπως, κάπου στο σύμπαν, κάποιος αλγόριθμος που κάθε λίγα χρόνια μας χαρίζει κι έναν καλλιτέχνη που έχει πραγματικά τη δυνατότητα, την αφοσίωση και το όραμα να εκφράσει έναν ολόκληρο ξεχωριστό κόσμο που κρύβει μέσα του; Αν ναι, τότε πριν από ακριβώς 46 χρόνια μας έδωσε τον Christopher Nolan. Με μόλις 9 ταινίες μεγάλου μήκους στο ενεργητικό του, ο Nolan έχει ήδη αποδείξει πως είναι ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες της γενιάς του (και όχι μόνο κατά τη γνώμη μου). Η ικανότητα του να ακροβατεί ανάμεσα σε indie και blockbuster τεχνοτροπίες και ιστορίες είναι εξαιρετικά σπάνια.

Γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1970, ο πατέρας του ήταν στέλεχος σε μία διαφημιστική εταιρεία και η μητέρα του αεροσυνοδός και καθηγήτρια αγγλικών. Έχει δύο αδέρφια και επειδή οι γονείς του ήταν διαφορετικής εθνικότητας (πατέρας Βρετανός και μητέρα Αμερικανίδα) η ζωή του μοιράστηκε ανάμεσα στο Σικάγο και το Λονδίνο, αν και τα πιο καθοριστικά του χρόνια τα πέρασε στην Αμερική. Ο Nolan έδειξε ενδιαφέρον για τον κινηματογράφο από μικρός, λέγεται πως πειραματίζονταν με την Super-8 κάμερα του πατέρα του από τα 7 του έτη και πως ήξερε πως θέλει να κάνει ταινίες από την ηλικία των 11. Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη πως άρχισε να οργανώνει μικρές παραγωγές από τα φοιτητικά του χρόνια, και ολοκλήρωσε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους (“Tarantella” – 1989) στα 19 του.

Μία δεκαετία, σχεδόν, αργότερα, το 1998, ολοκληρώνεται η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους “Following”, την οποία έγραψε, χρηματοδότησε και σκηνοθέτησε μόνος του, ενώ την παραγωγή την έκανε σε συνεργασία με φίλους. Η ταινία κόστισε περίπου 3.000 λίρες Αγγλίας και είναι από μόνη της ένα masterclass στη δημιουργία ανεξάρτητου, indie κινηματογράφου, καταγεγραμμένη μάλιστα ως μία από τις φτηνότερες παραγωγές στην ιστορία του μέσου. Η αφήγηση ακολουθεί έναν νεαρό συγγραφέα που προσπαθεί να βρει υλικό για την πρώτη του νουβέλα παρακολουθώντας ξένους κι έτσι γνωρίζει έναν ληστή που τον μυεί στον υπόκοσμο της πόλης του. Η ιδέα για την ιστορία προέκυψε από μία προσωπική του εμπειρία, καθώς λήστεψαν το διαμέρισμά του στο Λονδίνο. Ο ίδιος έχει μάλιστα δηλώσει πως “There is an interesting connection between a stranger going through your possessions and the concept of following people at random through a crowd – both take you beyond the boundaries of ordinary social relations”. Πρόκειται για ένα έργο που στέκεται επάξια ακόμα και σήμερα δίπλα σε όλες του τις ύστερες δουλειές. Το σενάριο κεντρίζει τον θεατή κινούμενο στα άδυτα της απελπισίας για δημιουργία και επαφή. Η σκηνοθεσία της ταινίας δηλώνει ευθαρσώς, από τότε, τις προτιμήσεις του καλλιτέχνη και η επιλογή για δυναμικό ασπρόμαυρο δένει οπτικά το σύνολο. Από την πρώτη του ταινία, ο Nolan δίνει μία γεύση των ικανοτήτων του και της μεγαλοπρεπούς καριέρας που θα ακολουθήσει και το έργο βραβεύεται πολλές φορές στα τότε φεστιβάλ ενώ επαινείται κι από τους κριτικούς. 

Το σημαντικότερο όμως επίτευγμα του “Following” είναι πως ανοίγει τον δρόμο για την επόμενη ταινία του Nolan. Το “Memento” (2000) έχει αποκτήσει σχεδόν μυθικές διαστάσεις στον χώρο του Indie κινηματογράφου. Αρκεί να αναφερθεί, πως μετά την επιτυχία της πρώτης του ταινίας, όταν ο Nolan μαζί με τον αδερφό του Jonathan έγραψαν το σενάριο του “Memento” και το πρότειναν σε εταιρίες παραγωγής, έλαβαν χρηματοδότηση ύψους 4.5 εκατομμυρίων δολαρίων. Μετά την κυκλοφορία της, η ταινία προτάθηκε για όσκαρ, χρυσή σφαίρα και πολλά ακόμη βραβεία, ενώ κρίθηκε από αρκετούς ως μία σπουδή πάνω στην ανθρώπινη προσωπικότητα και την επιρροή που έχουν οι αναμνήσεις σε αυτήν. Μέχρι και σήμερα θεωρείται μία από τις καλύτερες ταινίες των 2000s' και όχι αδίκως. Η ταινία ακολουθεί με έναν μοναδικό τρόπο τη ζωή ενός ανθρώπου δίχως ικανότητα για νέες αναμνήσεις και δεν θα επεκταθούμε περισσότερο στην ανάλυσή της καθώς αυτό θα χρειαζόταν ένα ξεχωριστό αφιέρωμα από μόνο του. Πρόκειται, πάντως, για ένα ταξίδι, μία χαοτική πορεία πίσω στον χρόνο. Το σενάριο είναι αποδομητικό και η αφήγηση αντίστροφη, κι ενώ πιστεύεις πως γνωρίζεις τα πάντα εξαρχής, ο δημιουργός σε κάνει να αγωνιάς όλο και περισσότερο για το νόημα των πράξεων που ήδη γνωρίζεις ως τετελεσμένες. 

Τι να πει κανείς για την πορεία που ακολουθεί; Μετά από ένα έντονο ψυχολογικό θρίλερ το “Insomnia”, όπου συνεργάζεται με ηθοποιούς ολκής όπως ο Al Pacino και ο Robin Williams, ακολουθεί η τριλογία blockbuster του “Dark Knight” που τον καθιερώνει ως άρχοντα και αυτού του είδους ταινιών. Οι απόψεις για την καλύτερη από τις τρεις ταινίες συνήθως συμπίπτουν στο “The Dark Knight” και τείνω να συμφωνήσω. Η ταινία θα μείνει στην ιστορία για την απεικόνιση του Joker από τον εκλιπόντα Heath Ledger, που παραδίδει μαθήματα παράνοιας και στοιχειώνει τον θεατή. Όμως, είναι το ευρύτερο πλαίσιο της ταινίας των Christopher και Jonathan Nolan που αναδύει έναν noir κόσμο τόσο βαθιά σκοτεινό, απελπισιακό και συνάμα αληθινό που φέρνει τον Batman και τον Joker, την παράνοια και το χάος του Gotham πιο κοντά στις ζωές μας (προσωπικά, βέβαια, ως αναγνώστης comics και λάτρης των origins stories, έχω έναν παράφορο έρωτα με το “Batman Begins”). 

Η πραγματική δεξιοτεχνία του Nolan έλαμψε ακόμα περισσότερο μέσα από τις επόμενες δύο ταινίες του, “Inception” (2010) και “Interstellar” (2014). Στα έργα αυτά μπορεί κανείς να παρακολουθήσει να ξεδιπλώνονται όλα όσα χαρακτηρίζουν τον δημιουργό καθώς αυτός επιστρέφει στο θέμα που φαίνεται να τον απασχολεί από την αρχή της καριέρας του, αυτό του χρόνου και των αναμνήσεων, μέσα από δύο εκ διαμέτρου αντίθετες σκοπιές: του απολύτως φαντασιακού σε αντίθεση με αυτήν του οριακά επιστημονικού. Είναι από εκείνες τις ταινίες που τις βλέπεις για να «βιώσεις» το μονοπάτι που ακολουθεί ο καλλιτέχνης. Αξιοσημείωτο είναι, μάλιστα, πως ενώ πλέον μιλάμε για ταινίες των υψηλότερων δυνατών προϋπολογισμών και τεχνικών προδιαγραφών, με εφέ που κόβουν την ανάσα, ο Nolan διαλέγει να μείνει πιστός στα παραδοσιακά μέσα του κινηματογράφου. Τα γυρίσματα γίνονται όσο το δυνατόν περισσότερο σε πραγματικές τοποθεσίες και οι ψηφιακές κάμερες καθώς και τα green-screens αποφεύγονται ακόμη και σε σκηνές γεμάτες με εφέ.

I believe in an absolute difference between animation and photography. However sophisticated your computer-generated imagery is, if it's been created from no physical elements and you haven't shot anything, it's going to feel like animation. There are usually two different goals in a visual effects movie. One is to fool the audience into seeing something seamless, and that's how I try to use it. The other is to impress the audience with the amount of money spent on the spectacle of the visual effect, and that, I have no interest in.

Στο “Ιnception” γίνεται εμφανής η αγάπη του σκηνοθέτη για τα αστικά τοπία που μονοπωλούν σχεδόν την σκηνογραφία της ταινίας, καθώς και η ευρύτερη «αστική αισθητική» με τα κοστούμια και το μικρό βάθος πεδίου. Στο “Ιnterstellar”, ο Nolan «παίζει» ελεύθερα με τον ρυθμό της αφήγησης, που όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος, κάθε άλλο παρά τυχαίος είναι στις ταινίες του, μιας και νιώθει πως απελευθερώνεται στη δημιουργική διαδικασία, όταν ψάχνει να ορίσει τον ρυθμό που θέλει να αποδώσει στην οθόνη μέσα από μαθηματικά μοντέλα. Ποια ταινία, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι καλύτερη για κάτι τέτοιο από το “Interstellar”, του οποίου το σενάριο επιμελήθηκε ο παγκοσμίου φήμης αστροφυσικός Kip Thorne.

Κάπου εδώ θέλω να στρέψω την προσοχή και σε ένα παραμελημένο του αριστούργημα, το “The Prestige” (2006). Η ταινία γυρίστηκε ανάμεσα στο “Batman Begins” και το “The Dark Knight” με αποτέλεσμα να παραμελείται συχνά, όταν γίνεται αναφορά στον Nolan, αλλά προσωπική μου άποψη είναι πως πρόκειται για μία πραγματικά γενναία και πανέμορφη ωδή στις ίδιες σκοτεινές ανησυχίες που βρίσκει κανείς και στο “Following”. Είναι η αγωνία του καλλιτέχνη, η ανάγκη του για δημιουργία, η χυδαία και αυτοκαταστροφική του ανάγκη για αυτοπροβολή και ταυτόχρονα η πλήρης αφοσίωση στην τέχνη του, η ικανότητα του να την κρύβει σε κοινή θέα, να χάνεται η γραμμή ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη, στην αλήθεια και στο ψέμα. Ηθοποιία, στυλ και αισθητική, όλα ζωντανεύουν στην, ίσως, πιο σκοτεινή και καθαρτική από τις ιστορίες του Nolan, πάντα μέσα από μια αφήγηση που κάθε άλλο παρά γραμμική είναι, όπως ακριβώς και το μυαλό του καλλιτέχνη άλλωστε.

Πώς να καταλήξουμε λοιπόν; Ο Christopher Nolan είναι από τους σκηνοθέτες εκείνους, το όραμα των οποίων μονοπωλεί τις ταινίες του όσο και τη ζωή του. Ο ίδιος μάλιστα δεν χρησιμοποιεί ούτε e-mail, ούτε καν κινητό:“I’d rather spend my time working on my films”. Δεν ξοδεύει χρόνο σε τίποτε περιττό. Προτιμά, να εξερευνά την ηθική και τη θνησιμότητα μέσα από την υποκειμενικότητα των αναμνήσεων που μας κάνει αυτούς που είμαστε και διαμορφώνει το ποιοι μπορούμε να γίνουμε. Μπορεί να μην θεωρούνται όλα τα έργα του «εύκολα», μα κάθε φορά προσφέρει όλο και περισσότερα σε όσους αφοσιώνονται σε μία ταινία και όλοι περιμένουμε με αγωνία και υψηλές προσμονές το νέο του έργο “Dunkirk” που μέλλει να βγει στις αίθουσες τον Ιούλιο του 2017. 

Χρόνια Πολλά, λοιπόν, Christopher!

1
Μοιράσου το