Scroll Top

In a Cinemanner of Speaking

43ο Φεστιβάλ Δράμας: τα αγαπημένα μας!

feature_img__43o-festibal-dramas-ta-agapimena-mas
Το 43ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας που ολοκληρώθηκε το Σάββατο σημαδεύτηκε από δύο ιστορικής σημασίας γεγονότα. Αρχικά, πρόκειται για το πρώτο κινηματογραφικό φεστιβάλ που διεξάγεται στην Ελλάδα μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του Covid-19, με ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο στο αμιγώς οργανωτικό σκέλος όσο και από ψυχολογικής σκοπιάς. Δεύτερον, είναι η πρώτη διοργάνωση που διεξάγεται στη σκιά της απώλειας του Αντώνη Παπαδόπουλου, του ανθρώπου που συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με το Φεστιβάλ της Δράμας. Αρχικά, να αναφέρουμε ότι η διοργάνωση κύλησε ομαλά, ενώ υπήρξε απόλυτη τήρηση όλων των απαραίτητων υγειονομικών μέτρων. Από εκεί και έπειτα, το Φεστιβάλ Δράμας, υπό τη διεύθυνση του Γιάννη Σακαρίδη πλέον, δείχνει να κινείται σε μονοπάτια εξωστρέφειας, ανανέωσης και οργανωτικής αναβάμισης. Με πρώτο και σπουδαιότερο βήμα τη μείωση των ταινιών που έγιναν δεκτές στο εθνικό διαγωνιστικό τμήμα, καθώς, όπως είναι γνωστό, ουκ εν τω πολλώ το ευ.

Η συμπύκνωση του διαγωνιστικού τμήματος, παρά τις περί του αντιθέτου κραυγές, οι οποίες εκπορεύονται συχνότατα από συντεχνιακών αντιλήψεων μυαλά, έχει ως αποτέλεσμα την αναβάθμιση σε όλα τα επίπεδα: τα βραβεία αποκτούν μεγαλύτερη αξία, το συνολικό επίπεδο της διοργάνωσης ανεβαίνει ραγδαία, η ελληνική μικρού μήκους ταινία αποκτά μεγαλύτερη αίγλη. Εμείς βρεθήκαμε στη Δράμα, παρακολουθήσαμε όλες τις ταινίες σε μεγάλη οθόνη (η αξιοποίηση του θερινού σινεμά Αλέξανδρος ήταν μια ακόμη θετικότατη εξέλιξη) και μοιραζόμαστε μαζί σας τις εντυπώσεις μας από τις ταινίες που ξεχωρίσαμε από το εθνικό διαγωνιστικό τμήμα.

Goads, της Ίριδας Μπαγλανέα (15′)

Ένα τοπίο βουκολικό, σαν ένας κόσμος ξεχασμένος από την επίσημη κοινωνία και τις νόρμες της. Ένας τόπος όπου οι ακλόνητες αλήθειες του σύμπαντος διδάσκονται στις επόμενες γενιές βιωματικά, αμείλικτα, χωρίς φτιασιδώματα. Η ζωή είναι μονάχα το πρελούδιο του θανάτου, η φθορά είναι αναπόφευκτη, ο φόβος του αναπόδραστου τέλους είναι συγχρόνως η κινητήριος δύναμη και η μεγαλύτερη τροχοπέδη της ζωής. Κι όμως, η αλήθεια δεν είναι πάντα απελευθερωτική, η παιδική ψυχή δεν είναι πάντα έτοιμη να συγχωρήσει κάθε μάθημα σκληρότητας. Μια ταινία για την οδύνη της μητρότητας, με ατμόσφαιρα πένθιμης υποβλητικότητας και μια σκηνή παιδικής αλληλεγγύης και επικοινωνίας, σε ένα κώδικα μαγικό και μυστικό, που στ’ αλήθεια θα κάνεις πολύ καιρό να ξεχάσεις. Μια παγανιστική τελετή μύησης στον κόσμο της ενηλικίωσης και της από-ενηλικίωσης την ίδια ακριβώς στιγμή, κάτω από τη μυσταγωγική σκέπη του Ολύμπου. 

Τεό, ο γείτονάς μου, του Χρήστου Καρτέρη (14′)

Όλοι μας έχουμε προσέξει ή έστω ψυχανεμιστεί την ύπαρξη ενός ιδιόρρυθμου γείτονα, ενός αυθεντικού weirdo που θα πεθαίναμε να τρυπώσουμε στα ενδότερα του μικρόκοσμού του. Να καταβροχθίσουμε την καθημερινότητά του, να ξεκοκαλίσουμε τη διακόσμηση του σπιτιού του, να καταπιούμε λαίμαργα, αυτάρεσκα και υπεροπτικά όλες τις παραξενιές του. Ο Χρήστος Καρτέρης διαθέτει έναν τέτοιο γείτονα και υλοποιεί αυτή τη φαντασίωση, υπερβαίνοντας όμως κατά πολύ το πρώτο επίπεδο: στο ντοκιμαντέρ του, που σε κάνει συνεχώς (και επιτυχώς, να προσθέσουμε) να αναρωτιέσαι αν είναι mockumentary ή βασίζεται σε αληθινή περσόνα, η αίσθηση του exploitation έχει περιοριστεί στο ελάχιστο. Κι η απίθανη ιστορία του Τεό, κινηματογραφημένη σχεδόν χορογραφικά, με μοντάζ που πλάθει πλοκή και χαρακτηρολογία, υποδειγματική αξιοποίηση κάθε σπιθαμής χώρου, μετατρέπεται σταδιακά σε συλλογική παραβολή. Για τη μάχη που δίνουμε με το θηρίο της μοναξιάς, για τις εμμονές που γίνονται οι καλύτεροί μας φίλοι όσο περνούν τα χρόνια.

Άγρια Δύση, της Δέσποινας Κούρτη (18′)

Ο αρχετυπικός ήρωας του γουέστερν ορίζει τη μοίρα του, μαστορεύει μόνος του το ριζικό του. Κι επειλέγει πότε και πώς θα βαδίσει προς τον χαμό του. Η ταινία της Δέσποινας Κούρτη, διανθισμένη με κιθάρες που μοιρολογούν α λα Ράι Κούντερ, χτίζει εξαρχής μια υπόνοια τελικής μονομαχίας που κοντοζυγώνει. Μόνο που σε αυτή τη μονομαχία, ο θάνατος δεν ισοδυναμεί με ήττα, αλλά με διαφυγή προς την ελευθερία και ξόρκι απέναντι στη φθορά, την παραίτηση και την καθίζηση. Λιτή και απέριττη, με θαυμαστή οικονομία σε λόγια και επεξηγήσεις, με κάδρα που ξέρουν πώς να γραπώσουν μικρές και ανεπαίσθητες στιγμές σπαραγμού, αυτή η μικρή περιπέτεια επώδυνων αποφάσεων είναι ένα γούεστερν τρίτης ηλικίας. Μια ταινία που ξεχειλίζει από άρρητο συναίσθημα και υπόκωφο πόνο. Μια χαμηλόφωνη διαδρομή αξιοπρέπειας, μια κατηφόρα (υποδειγματικό το κεκλιμένο πλάνο της μετάβασης) απώλειας και αποδοχής του μοιραίου.

Ηρώ / he.ro, του Κουκιά-Παντελή Αλέξη (15′)

Η Ηρώ ετοιμάζεται για μια εκδρομή με τη μαμά της. Η Ηρώ δεν πολυθέλει να φάει το πρωινό της και είναι πλήρως αφοσιωμένη στο (ρετρό) GameBoy που της έχει δωρίσει ο μπαμπάς της. Η Ηρώ έχει στο πλευρό της έναν αόρατο, σκανδαλιάρη και πλακατζή υπερήρωα, με μάσκα και στολή κάθε άλλο παρά ηρωικές, που την κάνει να γελά, την πειράζει και τη φροντίζει, ενώ παράλληλα δεν αμελεί να βάζει κάθε αντιπαθητικό και πόζερο τύπο στη θέση του. Μια ταινία βραδυφλεγούς συγκίνησης, ολιγόλογη και μεστή, με ύφος τσαχπίνικο και κεφάτο, που μετατρέπεται σταδιακά σε μια τρυφερή αλληγορία για το πένθος και την απώλεια. Με ένα φινάλε που ξυπνά μέσα σου το πιο ανόθευτο και αυθόρμητο βούρκωμα. Η Ηρώ έχει τον δικό της προσωπικό ήρωα, που θα είναι για πάντα στο πλευρό της.

Το νόημα του Αυγούστου, του Μάνου Παπαδάκη (26′)

Ελληνικός Αύγουστος, πυκνή ραστώνη, ήλιος που ακινητοποιεί, σιγή που πάλλεται, φυγή και απόδραση. Όχι, όμως, για όλους. Ένας νεαρός άνδρας, που δεν έχει λάβει την αποζημίωση που δικαιούται μετά από το εργατικό ατύχημα που υπέστη, αναλαμβάνει να φροντίζει την πολυτελή έπαυλη και το φονικών διαθέσεων ροτβάιλερ του αφεντικού, όσο εκείνος θα λείπει για διακοπές με την οικογένειά του. Ο Μάνος Παπαδάκης χτίζει μεθοδικά και με υπομονή ένα πολυεπίπεδο μωσαϊκό ταξικών αποχρώσεων, δίχως διδακτισμούς, εξωραϊσμούς και σχηματικούς ορισμούς, με σύνθετη χαρακτηρολογία, επιμελώς δομημένες στιγμές σύγκρουσης και κορύφωσης, κι ένα σενάριο γεμάτο ορμή, που δεν χάνει λάδια σε κανένα σημείο. Βασικό όχημα της πλοκής (και της ανατροπής) η σχέση συντροφικότητας που εκκολάπτεται (και δεν γεννιέται ως δια μαγείας) μεταξύ του εργάτη-οικονόμου και ενός σκυλιού που έχει διδαχτεί μόνο το μίσος, χωρίς όμως οι υποδοχείς του να έχουν αναπτύξει ανοσία στην αγάπη και στη στοργή. Ξεχωριστή μνεία οφείλει να γίνει στον πρωταγωνιστή Παύλο Ιορδανόπουλο, που κρατά τα μπόσικα ενός ρόλου που εύκολα θα μπορούσε να ξεχειλώσει και να εκτραπεί στην υπερβολή. Ο ήρωάς του σωματοποιεί τη συσσωρευμένη αδικία, την οργή που δεν βρίσκει διέξοδο, το εσωτερικό αξιακό σύστημα ηθικής, την αδρεναλίνη της παράτολμης φυγής προς μια μοναχική και επικίνδυνη ελευθερία.

Απόδραση από τον εύθραυστο πλανήτη, του Θανάση Τσιμπίνη (17′)

Είναι δυνατόν μια ταινία για το επικείμενο τέλος του κόσμου να είναι χαρωπή, αισιόδοξη και φωτεινή; Φυσικά και γίνεται, είναι η απάντηση, όπως μας αποδεικνύει ο Θανάσης Τσιμπίνης σε αυτή την ιστορία αγάπης που εκτυλίσσεται σε ένα σύμπαν queer τελεολογίας. Μια μυστηριώδης πανδημία έχει οδηγήσει την ανθρωπότητα ένα βήμα πριν τον αφανισμό (η ταινία γυρίστηκε πριν το ξέσπασμα του Covid-19, αν αναρωτιέστε), ο ουρανός έχει καλυφθεί από ένα (διόλου τυχαίο) πέπλο ροζ ομίχλης-σκόνης και δύο νεαρά αγόρια αναζητούν μια ηλιαχτίδα νοήματος στις στερνές τους στιγμές. Κι ενώ αρχικά θα ανατρέξουν στους πιο πολύτιμους και προσωπικούς θησαυρούς της μνήμης, πολύ σύντομα θα ανακαλύψουν ότι τα καλύτερα είναι μπροστά τους. Ασχέτως αν δεν πρόκειται να κρατήσουν πολύ. Μια ταινία που μας υπενθυμίζει ότι δεν είναι ποτέ αργά για να ερωτευτείς κεραυνοβόλα και παθιασμένα, ακόμη κι αν οι εγγυήσεις, δεσμεύσεις και υποσχέσεις για το μέλλον είναι κάθε άλλο παρά ευοίωνες.

Στα βήματά της, της Αναστασίας Κρατίδη (24′)

Τραχύ, αφτιασίδωτο, με ενορχηστρωμένο ρεαλισμό (εντός ή εκτός εισαγωγικών), στιβαρές ερμηνείες και ένταση που κρύβεται σαν τρομαγμένο κουτάβι σε όποια γωνιά ή εσοχή βρει πρόχειρη. Η ταινία της Αναστασίας Κρατίδη ανατρέχει στο τραύμα, ταξιδεύει στις αθεράπευτες ενοχές και κοιτάζει κατάματα την επόμενη μέρα, όσο επώδυνη κι αν είναι, όσο κι αν ορισμένες πληγές δεν πρόκειται ποτέ να επουλωθούν. Σε ένα περίκλειστο περιβάλλον, γεμάτο χειρωνακτική επαναληψιμότητα αλλά και μια υποδόρια αίσθηση φροντίδας, μια γυναίκα κι ένας έφηβος στα όρια της ενηλικίωσης θα έρθουν αντιμέτωποι με τον χρόνο που χάθηκε δια παντός και θα προσπαθήσουν να αρπάξουν κάθε σπιθαμή χρόνου που μπορεί να κερδηθεί. Συγκρούσεις, διλήμματα και συντριβές καθρεφτίζονται μέσα από πνιγμένα λόγια και τσαλακωμένα βλέμματα, σε μια ιστορία βγαλμένη θαρρείς από το νταρντενικό σύμπαν.

Βούτα, του Δημήτρη Ζάχου (18′)

Μια ταινία που γραπώνει τον παλμό και τον χτύπο του δρόμου, της επαναστατικότητας των νιάτων και του εφηβικού angst, κατορθώνοντας να εκπέμψει μια καλώς εννοούμενη αίσθηση λαϊκότητας, μια έννοια που έχει ευτελιστεί δεόντως τόσο στην τέχνη όσο και στη δημόσια σφαίρα. Διάλογοι ζυγοσταθμισμένης έντασης, με εξαιρετική εκφορά λόγου (διαποτισμένου με αψεγάδιαστη φυσικότητα), μια αλληγορία που δημιουργεί ενστικτώδη συγκίνηση (συν ένα σινεφίλ κλείσιμο ματιού στο Λιμάνι της αγωνίας), μοντάζ και ντεκουπάζ που πυροδοτούν αγωνία και ενσυναίσθηση κι ένα φινάλε που κατορθώνει να συνδυάσει λυρισμό και λιτότητα. Μια βουτιά στο κενό που σταματά λίγα χιλιοστά πριν τη συντριβή. Μια από τις ομορφότερες στιγμές του ελληνικού διαγωνιστικού.

Πρώτος έρωτας, του Χάρη Ραφτογιάννη (15′)

Ειλικρινά, μακάρι να βλέπαμε περισσότερες ταινίες σαν κι αυτή από τους νέους Έλληνες δημιουργούς. Μια πρωτότυπη ιστορία, με αιχμηρές νότες ανορθόδοξου και ιδιόρρυθμου χιούμορ, σαν μια τεθλασμένη ιστορία πρώτης αγάπης που βρίσκει τον τρόπο να ανθίσει στο πιο παράδοξο και απρόσμενο περιβάλλον. Εκπληκτικές ερμηνείες από το πρωταγωνιστικό δίδυμο, καθώς οι δύο πρωταγωνιστές σχεδόν συγχωνεύονται και πλάθουν ένα συσσωμάτωμα παθογένειας, παραξενιάς, παρεξηγημένης μοναξιάς και ευαίσθητης απόκλισης από τις νόρμες. Μια ταινία σαρδόνιου σαρκασμού και στιλάτου χιούμορ, που αναζητεί το ταίρι της σε ερημικά πάρκα στις υγρές νύχτες με ψυχρούλα.

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

1
Μοιράσου το