Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Χαρράγκα: Αυτοί που καίνε τα χαρτιά τους, του Mahi Binebine

cover-xarragka-aytoi-pou-kaine-ta-xartia-tous-tou-mahi-binebine

Μια νύχτα, σε μια ερημική παραλία της Ταγγέρης επτά νέοι Αφρικανοί περιμένουν το σινιάλο για να επιβιβαστούν στη βάρκα ενός διακινητή. Είναι ο Aziz, ο αφηγητής και εκκολαπτόμενος συγγραφέας από το νότο, καθώς και ο ασθενικός ξάδερφός του Reda με τον οποίο τον συνδέουν ισχυροί δεσμοί αίματος· η νεαρή Nuara με το νεογέννητο μωρό της, της οποίας ο σύζυγος έχει φύγει για την Ευρώπη πριν μάθει ότι η γυναίκα του περίμενε παιδί και έχει σταματήσει να δίνει σημεία ζωής· ο Αλγερινός  Kacem Judi  που επέζησε από μια ανελέητη σφαγή· ο Youssef, ένας Βέρβερος που δραπετεύει από τις ελεεινές συνθήκες δουλειάς στα σουκ καθώς και δύο Μαλιανοί: ο Yarce και ο Pafadnam,  οι οποίοι έχασαν όλες τις οικονομίες τους όταν τους λήστεψαν κάποιοι οδηγοί φορτηγών καθώς οι σύντροφοι διέσχιζαν δύο σύνορα, μία έρημο κι έναν ανταρτοπόλεμο.

Τους συνδέει όλους η ίδια λαχτάρα φυγής, το ίδιο πείσμα να ακολουθήσουν μιαν άλλη μοίρα, τη μοναδική εναλλακτική μιας ζωής βασανιστικής που ασφυκτιά από τη φτώχεια και τις αβίωτες συνθήκες. Στο δίλημμα ζωή ή θάνατος η επιλογή μοιάζει αυτονόητη. Μόνο που το εγχείρημα να φτάσουν στην Ευρώπη διασχίζοντας τη Μεσόγειο έχει τόσο μεγάλο ρίσκο κι είναι τόσο ψηλά τα ποσοστά θανάτου αυτών που το αποτολμούν, ώστε ο θάνατος αιωρείται πάντα πάνω απ’ τα κεφάλια των ταλαίπωρων αυτών ανθρώπων, οι οποίοι προσβλέπουν στην δελεαστική προοπτική μιας φιλόξενης Ευρώπης που τους περιμένει σαν ανοιχτή αγκαλιά πίσω απ’ τα Στενά του Γιβραλτάρ. Έρμαια των σχεδίων ενός σκιώδους, πανούργου και αμείλικτου διακινητή, απτόητοι από τις αποτυχημένες απόπειρες όσων πιάστηκαν και επιστράφησαν βίαια πίσω πριν ακόμα απομακρυνθούν από τις αφρικανικές ακτές, οι επίδοξοι αυτοί μετανάστες θέλουν να ξαναβρούν με κάθε τρόπο την ελπίδα, την αξιοπρέπεια, το μέλλον. Δεν έχουν άλλη επιλογή, δεν υπάρχει ζωή γι’ αυτούς, δεν υπάρχει επιστροφή. Κάποιες πληγές μένουν διαπαντός ανεπούλωτες.

Πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος να επιβιώσει μετά από αυτό; Να είσαι σύζυγος, πατέρας, θείος, φίλος κι ύστερα, μια ώρα αργότερα –όσο να κάνεις μια βόλτα έξω στο φεγγαρόφωτο– να μην είσαι τίποτα. Κανείς. Μια σκέτη μάζα από θλίψη.

Τα όνειρά τους έχουν τροφοδοτηθεί συστηματικά μέσα στο Café France με τις μυρωδιές τσαγιού μέντας και χασίς, από τις διηγήσεις του Morad, συνεργάτη του διακινητή, ο οποίος περιγράφει με χρώματα ελκυστικά τα κατορθώματά του στο Παρίσι, παρά το γεγονός ότι εκεί ήταν απλώς ο «μικρός κατσαρομάλλης του Chez Albert’s». Έχοντας περάσει τρία χρόνια στις γαλλικές φυλακές για παράνομη είσοδο, επέστρεψε στην Ταγγέρη με τον τιμητικό τίτλο του Ευρωπαίου απελαθέντος. Ο «Μόμο» φαίνεται σαν να αναιρεί με την ύπαρξή του τον μύθο του αυτοδημιούργητου ανθρώπου, ο οποίος με τη σκληρή δουλειά μπορεί να καταφέρει τα πάντα. Η φιλοδοξία του έχει πολύ συγκεκριμένα όρια. Φτάνει μέχρι την απόκτηση μιας άδειας παραμονής. (Στο όνειρο που βλέπει έχουμε την ευκαιρία να αποκωδικοποιήσουμε τον περί κανιβαλισμού συμβολισμό του Binebine). Σε κάθε περίπτωση, με τη γνώση εκείνου που τόλμησε το υπέρτατο τόλμημα, ο Μόμο παρακινεί τους άλλους για το ρίσκο του διάπλου των 36 ναυτικών μιλίων με βάρκα ως το Γιβραλτάρ, δίνοντάς τους την εντύπωση ότι το ταξίδι είναι παιχνιδάκι, λίγες μονάχα ώρες με τη βάρκα. Κι ύστερα ο Παράδεισος. Η πληρωμή ολοκληρώνεται σε δύο δόσεις: Μία πριν την αναχώρηση και μία πριν τα Πυρηναία, στον οδηγό που θα τους μεταφέρει απ’ τα κρυφά μονοπάτια στο γαλλικό έδαφος. 

Χαρράγκα είναι μια αραβική λέξη που χρησιμοποιείται στην Αλγερία για να χαρακτηρίσει τους πρόσφυγες και μετανάστες που προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη με βάρκα. Μόλις φτάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος είτε καίνε τα χαρτιά τους είτε τα πετάνε στη θάλασσα, ή τα αφήνουν σε όσους μένουν πίσω για να τα καταστρέψουν, όταν πια καταφέρουν να μεταναστεύσουν και να πάρουν άσυλο. Χαρράγκα είναι τα καμένα χαρτιά αλλά και οι άνθρωποι που τα καίνε, κατ’ επέκταση όσοι διασχίζουν  παράνομα τα σύνορα. Η πραγματικότητα γι’ αυτούς τους ανθρώπους είναι πολύ διαφορετική από το Ελντοράντο ή τη Γη της Επαγγελίας που έχουν πλάσει με τη φαντασία τους. Οι λίγοι τυχεροί που δε θα προστεθούν στα πτώματα που επιπλέουν στη Μεσόγειο αντιμετωπίζουν μια διαφορετική εκδοχή του «Παραδείσου» όταν βρεθούν σε ισπανικό έδαφος κι από εκεί σε άλλες περιοχές της Ευρώπης. Για τους “sans papiers” της Γαλλίας τα πράγματα δεν είναι καθόλου ρόδινα, τι σημασία έχει όμως; Αυτοί έχουν φτάσει. Είναι οι τυχεροί. Τους άτυχους τους έχει ξεβράσει το κύμα σε κάποια μεσογειακή ακτή.

Οι τίτλοι στις διαφορετικές εκδόσεις του μυθιστορήματος δίνουν ήδη μια εικόνα των όσων πραγματεύεται ο Binebine και όσων υπονοεί εμμέσως. Στα αγγλικά δόθηκε ο τίτλος “Welcome to Paradise, ηπιότερος από τον γαλλικό “Cannibales με την αναφορά στους πεινασμένους για το ευρωπαϊκό όνειρο επίδοξους μετανάστες, (ή μήπως στην ανθρωποφάγο Ευρώπη και τις διαθέσεις της απέναντι στο παράνομο θήραμά της;) Στο “Harraga”, ο Μαροκινός συγγραφέας επιμένει όπως πάντα να εστιάζει στην απελπισία των ανθρώπων που έχουν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους, ζυμωμένοι με τη φτώχεια, την αδικία και την εκμετάλλευση (και θεωρούν παρ’ όλα αυτά την κακοτυχία μεταδοτική σαν ψώρα), τους οποίους η απόγνωση ωθεί σε μια προσωπική ανιδιοτέλεια που γίνεται ηρωισμός – όπως ακριβώς και στο προηγούμενο μυθιστόρημα του Binebine, «Τα αστέρια του Σίντι Μουμέν». Κανείς δεν έχει ανοσία στην κακοτυχία, η δυστυχία είναι κοινό χαρακτηριστικό της ανθρωπότητας. Έτσι κι αλλιώς στο περιβάλλον της μεγάλης ελεύθερης αγοράς τα όρια μεταξύ πολιτισμένων και κανιβάλων, του ποιος θα φάει τον άλλον και ποιος θα φαγωθεί, δεν είναι ευδιάκριτα. Σε τελική ανάλυση δεν χωράει μεγάλη αισιοδοξία ως προς την αδηφάγο πρόθεση του καπιταλισμού να καταναλώνει τους πάντες – εκτός από τους ισχυρούς.

Λυρικός και ρεαλιστικός μαζί, ο Binebine ξέρει να εισχωρεί βαθιά στον ανθρώπινη οδύνη μέσα από την περιγραφή των ιστοριών του (ο πατέρας που ξεκληρίζει όλη την οικογένειά του με το κλεμμένο, δηλητηριασμένο καλαμπόκι, ή το παιδί που χάνει τα χέρια του από γάγγραινα μετά από την ιδιαίτερα αυστηρή τιμωρία της μητέρας του, είναι αυτές που έρχονται πρώτα στο μυαλό), οδύνη που μαλακώνει από το βάλσαμο των συναισθημάτων και των δυνατών αισθήσεων που αναδύει η γραφή του. Ο αναγνώστης μεταφέρεται στο Μαρακές, περπατάει στους δρόμους ανάμεσα σε ανθρώπους απ’ τους οποίους αναδύονται αρώματα ψητού κρέατος και μπαχαρικών, «σαν να κουβαλούν όλοι ένα γεύμα στην κουκούλα της djellaba τους». Καθόλου τυχαία η συνεπικουρία αυτή των αισθήσεων: Ο Binebine εκτός από μυθιστοριογράφος είναι επίσης γλύπτης και ζωγράφος, έργα του μάλιστα εκτίθενται στη μόνιμη συλλογή του μουσείου Guggenheim.

Το βιβλίο του «Τα αστέρια του Σίντι Μουμέν» έγινε ταινία με τίτλο “Horses of God”, επίσημη συμμετοχή του Μαρόκο στο φεστιβάλ Καννών το 2012.

Χαρράγκα: Αυτοί που καίνε τα χαρτιά τους, του Mahi Binebine

Μετάφραση: Έλγκα Καββαδία
Εκδόσεις Άγρα
σελ. 184

18
Μοιράσου το