Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Το μπλουζ της ανεργίας, του Παναγιώτη Βλάχου

feature_img__to-mplouz-tis-anergias-tou-panagioti-blaxou
Έρωτας, φιλίες, πάθη, όνειρα, καθημερινότητα, μνήμες, μνημόνια, χρέη, ανεργία, πολιτική – ζωή, όπως είναι. Μουσική, ποίηση, (αντι) ήρωες και (αντι) ηρωίδες, στιγμιότυπα – λογοτεχνία, όπως μπορεί να τρυπώσει, να διεισδύσει, να στοχαστεί, να φιλοσοφήσει, να βρει την αρχή στο κουβάρι και να αρχίσει να ξηλώνει. Κυρίως, να αντιστέκεται. Το «Μπλουζ της ανεργίας» είναι το πιο τρυφερό, ειλικρινές και βαθύ βιβλίο για τα χρόνια της κρίσης. Ριζωμένο εντός τους (2008 έως 2015) αλλά απλώνοντας τα κλαδιά του σε κάθε πιθανό χωροχρόνο. 

Λυπημένα τραγούδια

Η ιστορία ξεκινάει το «έτος μηδέν» (2010) με την Αλεξάνδρα στα πρόθυρα νευρικής κρίσης καθώς βρίσκεται απρόσμενα στην ανεργία. Η σχέση της με τον Πέτρο δοκιμάζεται από εξωγενείς παράγοντες: βιογραφικά, άγχη, συνεντεύξεις, αναζήτηση σχεδίου. Εκείνος παρατηρεί, προσπαθεί να ερμηνεύσει, να βρεθεί κοντά και ταυτόχρονα να αφήσει χώρο. Δεν υπάρχουν όμως έτοιμες συνταγές. Οι δρόμοι του κέντρου της Αθήνας, γνωστά μπαρ και γνώριμες γειτονιές, συνομιλούν μαζί τους. 

Το βιβλίο ταξιδεύει στο χρόνο: αναζητά την αρχή, τα πρώτα καλέσματα του έρωτα, τις στιγμές που έχτισαν μεθοδικά μια τρυφερή αγάπη. Δεν υπάρχει όμως πολύς χρόνος για αναστοχασμό – η πραγματικότητα εισβάλλει βίαια από το παράθυρο: Δεκέμβρης του ’08, οικονομική ύφεση, μνημόνια. Η πολιτική όχι ως σύνολο ιδεών για συζήτηση μεταξύ φίλων, αλλά ως βίωμα, ως ρυθμιστής της ζωής και της καθημερινότητας. Οι ίδιες συζητήσεις που κάποτε θα συντρόφευαν ένα ποτήρι κρασί γίνονται τώρα αιτίες ρήξης, διαφωνίας, αμφισβήτησης δεσμών και βεβαιοτήτων. Το παρόν, το ενδιάμεσο στιγμιαίο σημείο ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, αποκτά ύλη, μέγεθος και απρόσμενη διάρκεια. Όλα μοιάζουν να στροβιλίζονται εγκλωβισμένα σε ένα παρόν που διαρκεί αφύσικα. Οι σιγουριές του παρελθόντος κλονίζονται και οι προσδοκίες για το μέλλον γίνονται ασαφείς. Ένα πρωτόγνωρο αδιέξοδο, ανάμεσα σε δρόμους που ποτίζουν από βία, ένα σπίτι που δεν προστατεύει πια στην οικιακή του (από)μόνωση και μια κοινωνία που καταφεύγει στην ανθρωποφαγία. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο γεννιέται η ελπίδα, όπως γεννιέται και η τέχνη.

Ζωή και λογοτεχνία που αντιστέκονται

Ο Παναγιώτης Βλάχος διαλέγει το (νωπό ακόμα) έδαφος των μεγάλων κοινωνικών συγκρούσεων μέσα από την οπτική και τη ζωή ενός ζευγαριού σε μια γειτονιά των Εξαρχείων. Διαλέγει βιωματικά και μη στιγμιότυπα, τα οποία συνθέτουν, ως δομικοί λίθοι, μια ιστορία στην οποία όλοι υπήρξαμε πρωταγωνιστές, ο καθένας/καθεμιά με τον δικό του/της ρόλο. Αλλά το κάνει αυτό όχι για να κατασκευάσει απλώς ένα χρονογράφημα ή μια μαρτυρία. Η αφορμή του βιώματος γίνεται μια ευκαιρία για ένα βαθύτερο στοχασμό της κοινωνίας και της πολιτικής μέχρι και για έναν ιδιαίτερο «τρόπο» ανάγνωσης του έρωτα, της φιλίας, της βαθιάς διαπλοκής του υποκειμένου με τη γειτονιά, τη χώρα, τον χωροχρόνο του. Οι ήρωες σκάβουν μεθοδικά και επίμονα αναζητώντας μια επιφοίτηση, όχι μόνο για το πως να τοποθετηθούν εντός της κοινωνικής σύγκρουσης, αλλά για το πως να ζουν, πως να αγαπούν, πως να φιλούν, πως να απολαμβάνουν τη μουσική, το κρασί, την παρέα. Στο κάδρο ο έρωτας στην εποχή των μνημονίων, ή μάλλον, ο έρωτας σε ανέραστους καιρούς

Ο συγγραφέας αφήνει τους ολότελα ρεαλιστικούς του ήρωες να περιπλανηθούν μέσα στα χωρικά και χρονικά «τοπόσημα» της εποχής: οι δρόμοι που ασφυκτιούν από τα δακρυγόνα και την αστυνομική βία, τα σπίτια που ασφυκτιούν από τα χρέη και την επερχόμενη συλλογική μελαγχολία, η Αθήνα που ασφυκτιά στο παρατεταμένο παρόν της, μια χώρα που όλο προσπαθεί και όλο κάτι της ξεφεύγει. Μεγάλο ζητούμενο, η αντίσταση. Η επιμονή του να χτίζεις και να ελπίζεις όταν όλα καταστρέφονται. Μια υπαρξιακή υπογράμμιση που δεν ψαχουλεύει σε θεωρητικά ερωτήματα αλλά αντλεί την αγωνία και την ελπίδα της από τις καθημερινές στιγμές, τις μικρές και μεγάλες λεπτομέρειες, τα μικρά εκείνα που συνθέτουν το μεγάλο. Από το ειδικό στο γενικό και πάλι πίσω. 

Η στράτευση διαποτίζει τις σελίδες και τις αφηγήσεις των ηρώων. Ακόμα και αυτή η στράτευση ωστόσο είναι βίωμα, παράγεται από τις λεπτομέρειες, τις σκέψεις και τις κουβέντες, δεν έρχεται από τα πάνω ως μια «γενική γραμμή» ερμηνείας του κόσμου. Ο διάλογος και ο σχολιασμός γίνεται σχεδόν απ’ ευθείας με τον αναγνώστη, σαν να έχει διαρρηχθεί η σιωπή της «terra incognita» (σελ. 555) ανάμεσα σε αυτόν και τον συγγραφέα. 

Στυλό κάμερα

Σε μια αντιστροφή από την «κάμερα-στυλό» της nouvelle-vague, ο συγγραφέας μετατρέπει το στυλό σε μιας μορφής κάμερα, αθροίζοντας και σκηνοθετώντας στιγμιότυπα και εικόνες. Μπολιάζει το κινηματογραφικό κολλάζ με στοχασμούς και αναζητήσεις και χρησιμοποιεί πολύ λεπτές κλωστές για να ενώσει την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία. Έτσι, βυθίζει τον αναγνώστη στο βίωμα χωρίς να επιτρέψει χώρο για εξιδανικεύσεις και εύκολα προσπεράσματα. Για κάθε σιγουριά αφήνεται ένα ψήγμα αντίφασης, δεν φοβάται να αμφιβάλλει, να διστάζει, να επιμένει στην αναζήτηση του σωστού ερωτήματος έναντι μιας ετοιματζίδικης απάντησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το -χωρίς ανάσα- πέρασμα της ιστορίας από τις ταραχώδεις ημέρες του Δεκέμβρη του 2008. Η Αθήνα στις φλόγες, το συλλογικό τραύμα, η συλλογική οργή, ο προάγγελος (;) του σπιράλ της κοινωνικής καταστροφής που θα ακολουθήσει.

Το βιβλίο ψαχουλεύει τις ρωγμές που δημιουργούνται, όχι με στόχο να τις στοκάρει για να προχωρήσει παρακάτω, αλλά για να τις διευρύνει. Άλλωστε, όπως θα έλεγε και ο Cohen (που η μουσική του ταιριάζει υπέροχα στη ρομαντική καρδιά του βιβλίου), «μέσα από αυτές τις ρωγμές περνάει το φως». Το μεγάλο ζητούμενο της αντίστασης είναι συνυφασμένο με το φως. Οποιαδήποτε αναζήτηση μιας κάποιας αλήθειας σχετικά με αυτούς τους ταραχώδεις καιρούς, το «Μπλουζ της ανεργίας» τη φωτίζει χωρίς καμία επεξεργασία και την «κινηματογραφεί» με μοντάζ της παράδοσης του Αϊζενστάιν.

Tomorrow never knows

Το βιβλίο σε κρατά καθηλωμένο από την αρχή. Ανοίγει τη βεντάλια των αναζητήσεών του με ψυχραιμία και θάρρος, και γνωρίζει ότι τα ερωτήματα έχουν μεγαλύτερη αξία από τον όποιο διδακτισμό. Η ιστορία του ζευγαριού παραμένει καθόλη τη διάρκεια ο ζεστός και τρυφερός πυρήνας του. Μέχρι το τέλος τους αγαπάς και νοιάζεσαι για δυο καλούς φίλους. Η γλώσσα άλλοτε κοφτή και γρήγορη, άλλοτε παραδομένη στους στοχασμούς και τις αγωνίες, άλλοτε μετρημένη και υπαινικτική. Καθώς διαβάζεις, δεν βρίσκεσαι παρά στην κορυφή του παγόβουνου. Τρεις φορές το μέγεθος του βιβλίου είναι τα όσα δεν λέγονται αλλά υπονοούνται.

Ωστόσο, ο σκληρός ρεαλισμός μιας λογοτεχνίας που στοχεύει στο να είναι καθρέφτης, συναντά μια αναπάντεχα τρυφερή και γλυκιά καρδιά. Ανάλογη με αυτήν που βρίσκει κάποιος διαβάζοντας τους «Ανόητους», την προηγούμενη δουλειά του συγγραφέα (2011, εκδ. Κέδρος). Μια λογοτεχνική καρδιά που συγκινεί αβίαστα, που ενώνει τις προσωπικές ιστορίες με τα συλλογικά μας έπη και τις συλλογικές μας τραγωδίες. Και επιμένει ξεροκέφαλα για την αναζήτηση της ευτυχίας στην απλότητα των μικρών καθημερινών στιγμών.

Καθώς η ιστορία στη ζωή (και στο ίδιο το βιβλίο) συνεχίζεται και καθώς υπάρχουν πολλές πράξεις ακόμα στο παρατεταμένο δράμα της εποχής, το «Μπλουζ της ανεργίας» έρχεται καίρια, ως μια ψύχραιμη και ταυτόχρονα ζεστή υπενθύμιση: για τη λογοτεχνία που αντιστέκεται, που ελπίζει, που ζει. Για τη συλλογική μας ιστορία που αναζητά να δραπετεύσει ξανά στο φως. 

Αφού η ζωή είναι κάπως έτσι. Ένα ρήγμα στο συνεχές άθραυστο του χρόνου. Στη θάλασσα του χρόνου… Ένα τρεχαντηράκι.

Το μπλουζ της ανεργίας, του Παναγιώτη Βλάχου
Εκδόσεις Κέδρος, 2016
σελ. 577

1
Μοιράσου το