Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Τι θα συνέβαινε αν η Carrie του Stephen King συναντούσε το Αυτό

feature_img__ti-tha-sinebaine-an-i-carrie-tou-stephen-king-sinantouse-to-auto
Η μικρή Carrie περιπλανιόταν στους δρόμους της σκοτεινής πόλης. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο μουτζούρες απ’ τους καπνούς, ενώ οι άκρες των μαλλιών της ελαφρώς καψαλισμένες. Στρίβοντας σε μια γωνία, σταμάτησε απότομα. Αν και δεν υπήρχε ίχνος υγρασίας και βροχής στην ατμόσφαιρα, εκείνη άκουγε νερό να στάζει. Στάθηκε ακίνητη και αφουγκράστηκε. Και τότε, οι σταγόνες του νερού μετατράπηκαν σταδιακά σε ψίθυρο. Ένα ψίθυρο που την καλούσε με τ’ όνομά της.

«Ε, ψιτ, μικρή…», άκουσε μια αργόσυρτη φωνή.

Προχώρησε με αργά αλλά σταθερά βήματα και στάθηκε πάνω απ’ τον υπόνομο. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η φωνή ερχόταν από εκεί. Καθώς έσκυψε για να περιεργαστεί το πυκνό σκοτάδι που απλωνόταν, ένα κόκκινο μπαλόνι υψώθηκε –άγνωστο πώς– μέσα απ’ την άβυσσο της βρωμιάς κι εξαφανίστηκε στον ουρανό. Το ακολούθησε λίγο με το βλέμμα της και, όταν στράφηκε πάλι στον υπόνομο, είδε δυο μάτια να την περιεργάζονται. Προτού προλάβει να αντιδράσει, κάποιος την είχε σύρει στα έγκατα του σκότους και των ενδόμυχων φόβων της.

Ανασηκώθηκε ενοχλημένη και ανοιγόκλεισε τα μάτια, χωρίς ωστόσο να διακρίνει τίποτα. Και τότε η φωνή ακούστηκε ξανά.

«Ε, ψιτ, μικρή… Θέλεις να επιπλεύσουμε μαζί; Όλοι επιπλέουν εδώ κάτω. Θα επιπλέεις κι εσύ…».

Η Carrie συνοφρυώθηκε. Μην μπορώντας να δει ποιος μιλούσε, σήκωσε το δάχτυλό της στο σημείο που υπολόγιζε ότι βρίσκονταν τα μάτια της και κοίταξε έντονα. Μια φλόγα ξεπετάχτηκε από τον δείκτη της και φώτισε το σκοτάδι. Οποιαδήποτε άλλη στη θέση της θα είχε αναπηδήσει από τον φόβο. Όχι όμως εκείνη. Μπροστά της στεκόταν ένας κλόουν που την κοίταζε με θράσος. Ένας κλόουν τρομακτικός με μάτια σαν σχισμές, πορτοκαλί μαλλιά, λευκό πρόσωπο και κατακόκκινα σαν αίμα χείλη. Το πρόσωπό του είχε σχεδόν κολλήσει στο δικό της. Ένιωθε την βρωμερή ανάσα του να διαπερνά τα ρουθούνια της. Και τότε μύρισε τον θάνατο για τα καλά.

Εκείνος συνέχισε να χαμογελάει χαιρέκακα.

«Τι θες;» τον ρώτησε απότομα. «Γιατί με έσυρες εδώ;».

Η έκφραση χαράς που είχε στο πρόσωπό του έγινε ξαφνικά απογοήτευση, αφού κατάλαβε πως η μικρή δεν ήταν σαν τ’ άλλα παιδιά. Αυτή δεν τον φοβόταν στα αλήθεια.

«Για να σε κάνω να επιπλέεις», της είπε κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια.

Εκείνη ανασήκωσε το φρύδι. Τον κοίταξε έντονα στο πρόσωπο και τον φύσηξε. Εκείνη τη στιγμή, η κόκκινη μύτη του έβγαλε μια φλόγα κι ο κλόουν άρχισε να αναπηδάει προσπαθώντας να τη σβήσει. Μόλις τα κατάφερε πήγε κοντά της και της έπιασε το χέρι. Εκείνη του χαμογέλασε και, βαστώντας ένα κόκκινο μπαλόνι που εμφανίστηκε απ’ το πουθενά, υψώθηκαν μαζί πάνω απ’ τον υπόνομο και έξω, στους δρόμους της νυχτερινής έρημης πόλης.

«Carrie», είπε η μικρή δίνοντάς του το χέρι.

«It», απάντησε εκείνος. «Υποθέτω πως είμαστε αδέρφια. Πότε γεννήθηκες;» την ρώτησε καθώς προχωρούσαν, ενώ συνέχιζε να την κρατάει απ’ το χέρι σαν υπερπροστατευτικός μεγάλος αδερφός.

«Το 1973», του απάντησε. Η ιστορία μου είναι η πρώτη που εξέδωσε ο μπαμπάς King, ενώ δίδασκε αγγλικά στο γυμνάσιο και έμενε σε ένα νοικιασμένο τροχόσπιτο. Παραλίγο να μην γεννηθώ ξέρεις…» του είπε σιγανά. «Ο ερχομός μου στη ζωή οφείλεται στη μαμά Τάμπιθα, γυναίκα του μπαμπά King, αφού ανέσυρε την ιστορία μου απ’ τα σκουπίδια όπου την είχε πετάξει και τον προέτρεψε να την ολοκληρώσει. Η μαμά Τάμπιθα του έχει σταθεί σε πολλά...», συμπλήρωσε ονειροπόλα. «Όσο κι αν σου φαίνεται ότι απομυθοποιείται με αυτό που θα σου πω, είχε πρόβλημα αλκοολισμού κι εξάρτησης από τα ναρκωτικά. Κι εκείνη τον βοήθησε να το ξεπεράσει, κάνοντάς τον να κοιτάξει το πρόβλημά του κατάματα, όταν τον εξέθεσε μπροστά σε φίλους και συγγενείς. Τα υπόλοιπα τα γνωρίζεις: η ιστορία μου έγινε ταινία και, από τότε, ο μπαμπάς King αποφάσισε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη συγγραφή. Εσύ;» τον ρώτησε.

«Συνέλαβε την ιδέα για την ιστορία μου το 1978 και ξεκίνησε να γράφει για μένα το 1981. Τελικά, ήρθα στον κόσμο το 1986. Ήμουν το 22ο βιβλίο που υπέγραφε ο μπαμπάς King», έκανε αργόσυρτα. «Μπορεί στα μάτια σου να φαίνομαι σαν ένας τρομακτικός κλόουν…», άρχισε αλλά όταν η Carrie ανασήκωσε αποδοκιμαστικά το φρύδι της, «στα μάτια των περισσότερων τουλάχιστον», διόρθωσε, «αλλά ο μπαμπάς King ήθελε να αποδώσει το νόημα των παιδικών φόβων, που –αν δεν τους ξεπεράσεις– σε κυνηγούν στην ενήλικη ζωή σου. Δίνει έμφαση στη δύναμη της μνήμης, στα τραύματα της παιδικής ηλικίας και τις επανεμφανίσεις τους στη διάρκεια της ζωής μας, την ασχήμια που κρύβεται πίσω από το όμορφο προσωπείο μιας μικρής γραφικής πόλης και, αν και αυτό δεν με συμφέρει καθόλου, στη συντριβή του κακού μέσω της αμοιβαίας θυσίας κι εμπιστοσύνης», κατέληξε.

Εκείνη τη στιγμή, σκόνταψε σε μια πέτρα και παραλίγο να πέσει, παρασύροντας μαζί και το κορίτσι που συνέχιζε να το κρατάει από το χέρι.

«Σόρυ», είπε.

Η Carrie σταμάτησε να περπατάει. Τον κοίταξε και μίλησε με φωνή που δεν ήταν η δική της, αλλά του δημιουργού της:

Sorry, is the Kool-Aid of human emotions. It’s what you say when you spill a cup of coffee or throw a gutter ball when you’re bowling with the girls in the league. True sorrow, is as rare as true love...

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει. Το παράξενο δίδυμο έκανε στην άκρη να περάσει. Το αυτοκίνητο όμως δεν τους προσπέρασε. Σταμάτησε δίπλα τους με τη μηχανή αναμμένη. Η Carrie πλησίασε το πρόσωπο στο τζάμι. Η θέση του οδηγού ήταν άδεια. Η κόκκινη λαμαρίνα έλαμπε κάτω απ’ τα φώτα της πόλης. Ο κλόουν πήγε στο πίσω μέρος και διάβασε φωναχτά την πινακίδα.

«Christine…», μουρμούρισε αργόσυρτα. «1983».

Το κορίτσι και ο κλόουν, χωρίς δεύτερη σκέψη, μπήκαν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Τότε εκείνο ξεκίνησε μέσα στη νύχτα, φωτίζοντας το σκοτάδι με τα τρομακτικά πράσινα φώτα του. Μετά από ώρες ταξιδιού, όταν είχε αρχίσει να ξημερώνει, το αυτοκίνητο έφτασε έξω από ένα μεγάλο ξενοδοχείο που είχε την επιγραφή «ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΘΕΑ» και σταμάτησε. Οι πόρτες άνοιξαν μόνες τους, και η Carrie μαζί με το Αυτό κατάλαβαν ότι ήταν ώρα να κατέβουν. Η Christine παρέμεινε εκεί, με τη μηχανή σβηστή.

Κοίταξαν γύρω τους και διαπίστωσαν ότι ο κήπος, αν και θα μπορούσε να είναι πολύ εντυπωσιακός, ήταν εγκαταλελειμμένος. Οι τεράστιοι θάμνοι σε σχήματα ζώων ήταν γεμάτοι κίτρινα φύλλα και το σχήμα τους είχε αρχίσει να χαλάει. Παρόλα αυτά, αν κάποιος τα κοιτούσε από κοντά, θα νόμιζε ότι ήταν έτοιμα να ζωντανέψουν. Η όψη του κτιρίου μπροστά τους έδινε την εντύπωση ότι έχει ερειπώσει εδώ και πολύ καιρό. Όμως, για ένα περίεργο λόγο, οι δυο ήρωες ένιωθαν πως δεν ήταν μόνοι τους, λες και κάποιος τους παρακολουθούσε.

Άνοιξαν τη βαριά πόρτα και μπήκαν μέσα. Η μεγάλη τραπεζαρία ήταν έρημη και υπήρχαν παντού ίχνη πάλης. Οι καρέκλες αναποδογυρισμένες στο πάτωμα, οι καναπέδες ξεσκισμένοι σαν από μαχαίρι και το τραπέζι είχε αίματα σε διάφορα σημεία του. Προχώρησαν πιο μέσα σε ένα μακρύ διάδρομο. Το κόκκινο βελούδινο χαλί είχε αρχίσει να μαυρίζει από τη βρωμιά, ενώ κλωστές ξέφευγαν σε διάφορα σημεία. Οι σοβάδες απ’ τους τοίχους είχαν αρχίσει να πέφτουν, αφήνοντάς τους γυμνούς. Και τότε, μέσα στην απόλυτη σιωπή που επικρατούσε, ακούστηκε ένα γέλιο. Ένα παρανοϊκό γέλιο που αντηχούσε στους άδειους διαδρόμους. Αμέσως μετά, ακούστηκαν ποδοβολητά. Κι απ’ το τέλος του διαδρόμου εμφανίστηκε ένας άντρας που έτρεχε με μανία προς το μέρος τους κρατώντας ένα τσεκούρι. Μόλις έφτασε μπροστά τους, σταμάτησε απότομα και το κατέβασε αμέσως.

«Α!» έκανε με απογοήτευση. «Εσείς».

«Εμείς», απάντησε η Carrie.

«Τζακ Τόρανς», έδωσε τότε εκείνος το χέρι του. «Συγγραφέας τρόμου, επιστάτης αυτού εδώ του ξενοδοχείου, και πρωταγωνιστής του βιβλίου ″The Shining″», έκανε αργόσυρτα.

«Ωραίο το όπλο σου», είπε ο κλόουν. Πήρε στα χέρια του το τσεκούρι κι άρχισε να το περιεργάζεται με ενδιαφέρον.

«Πότε γεννήθηκες;», τον ρώτησε το κορίτσι.

«Λίγο μετά από σένα. Το 1973, ο μπαμπάς King έμεινε με τη μαμά Τάμπιθα στο Stanley Hotel. Οι δυο τους ήταν οι μόνοι πελάτες, και το προσωπικό είχε μόλις φύγει, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο βιβλίο του. «Ήταν τρομακτικά», συνέχισε με φωνή που δεν ήταν δική του, αλλά του δημιουργού του. «Ο άνεμος ούρλιαζε έξω, οι καρέκλες στην τραπεζαρία ήταν επάνω στα τραπέζια. Ήπιαμε κρασί και φάγαμε σε αυτή την τεράστια τραπεζαρία μόνοι μας. Έμεινα λίγο να αφουγκραστώ την ατμόσφαιρα και, καθώς πήγαινα πίσω στο δωμάτιό μου, πέρασα μπροστά από ένα λάστιχο που ήταν κουλουριασμένο στον τοίχο. Σκέφτηκα τι θα γινόταν αν αυτό μεταμορφωνόταν σε φίδι και με κυνηγούσε. Μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου είχα όλη την ιστορία στο κεφάλι μου». «Η μεταφορά της βέβαια στη μεγάλη οθόνη από τον Kubrick» συνέχισε τώρα με τη δική του φωνή, «δεν τον βρήκε σύμφωνο σε πολλά σημεία, παρά το γεγονός ότι για πολλούς ήταν αριστούργημα. Μπορώ να το έχω πίσω αυτό;» ρώτησε στη συνέχεια το Αυτό, το οποίο του επέστρεψε απρόθυμα το τσεκούρι του.

Εκείνη τη στιγμή, εμφανίστηκε ένα κόκκινο μπαλόνι, πέρασε από μπροστά τους και προχώρησε μέχρι το τέλος του διαδρόμου. Το αλλόκοτο τρίο το ακολούθησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Σταμάτησαν έξω από μια κλειστή πόρτα, ενώ το μπαλόνι εξαφανίστηκε με έναν ανεπαίσθητο ήχο.

«Το μισώ όταν το κάνει αυτό», μουρμούρισε ενοχλημένος ο κλόουν.

Πάνω στην πόρτα υπήρχε μια επιγραφή που έλεγε:

Όταν όλα τα άλλα αποτύχουν, απλά παραιτηθείτε και πηγαίνετε στη βιβλιοθήκη.

Η Carrie προχώρησε μπροστά και άνοιξε την πόρτα. Μπαίνοντας μέσα, βρέθηκαν σε ένα δωμάτιο με πολύ χαμηλό φωτισμό. Μισοκλείνοντας τα μάτια, ίσα που κατάφεραν να διακρίνουν ότι το δωμάτιο ήταν μια τεράστια βιβλιοθήκη. Ξαφνικά, ένας προβολέας άναψε και φώτισε τον τίτλο ενός βιβλίου.

“Hearts in Atlantis” διάβασε φωναχτά η Carrie. «1999».

Τότε ακούστηκε η φωνή του Stephen King, να διαβάζει μια φράση απ’ το βιβλίο του:

Sometimes when you're young, you have moments of such happiness, you think you're living on someplace magical, like Atlantis must have been. Then we grow up and our hearts break into two.

Ένας δεύτερος προβολέας άναψε και φώτισε τον τίτλο:

″The Body″, 1982.

«Το βιβλίο αυτό βασίζεται σε γεγονότα της παιδικής μου ηλικίας», ακούστηκε πάλι η φωνή του.

″Shawsank Redemption″, 1982, έδειξε ένας τρίτος προβολέας.

“Get busy living, or get busy dying”.

“The Tommyknockers”, 1987.

«Ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας».

″The Stand″, 1978.

″Langoliers″, 1990.

«Το βιβλίο αυτό έγινε ταινία, όπου εμφανίστηκα κι εγώ σε μια μικρή σκηνή, υποδυόμενος το αφεντικό του Craig Toomy, κατά τη διάρκεια των παραισθήσεών του», άκουσαν για ακόμη μια φορά τη φωνή του να τους λέει.

″11/22/63″, 2011.

«Αυτό το βιβλίο μου ασχολείται με τις συνέπειες που μπορεί να έχει ένα ταξίδι στον χρόνο, όταν αποφασίζει κάποιος να ταξιδέψει και να αποτρέψει τη δολοφονία του Kennedy. Όπως θα διαπιστώσετε αν το διαβάσετε, τελικά, όλα για κάποιο λόγο συμβαίνουν».

″Needful Things″, 1991.

«Είναι το πρώτο βιβλίο που έγραψα μετά την απεξάρτησή μου από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Αναφέρομαι στον τρόμο που μπορεί να μας προκαλέσουν οι ίδιες μας οι επιθυμίες και να μας στοιχειώσουν».

Η υπόλοιπη ώρα πέρασε έτσι, μέχρι που εμφανίστηκαν όλοι οι τίτλοι των βιβλίων του Stephen King.

Όταν έφτασαν στην άλλη άκρη του δωματίου, διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε έξοδος. Περιστοιχίζονταν από ράφια γεμάτα βιβλία. Γυρνώντας να κοιτάξουν πίσω τους, είδαν ότι η πόρτα από την οποία είχαν μπει είχε εξαφανιστεί και είχε καλυφθεί κι εκείνη από τη βιβλιοθήκη. Τότε, το κόκκινο μπαλόνι εμφανίστηκε κι αιωρήθηκε λίγα μέτρα μακριά τους. Μόλις η Carrie το πλησίασε, εκείνο εξαφανίστηκε μεμιάς, όπως και πριν. Το κορίτσι γύρισε και κοίταξε τον κλόουν. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους απαυδισμένος. Ο Τζακ Τόρανς πλησίασε στο σημείο, κόλλησε το πρόσωπό του στα βιβλία κι άρχισε να τα περιεργάζεται. Ύστερα από λίγη ώρα σήκωσε το χέρι του και τράβηξε ένα βιβλίο. Αμέσως η βιβλιοθήκη άρχισε να μετακινείται, κι ένα άνοιγμα εμφανίστηκε μπροστά τους.

Βρέθηκαν σε έναν άλλο μακρύ διάδρομο, τελείως διαφορετικό από τον προηγούμενο. Κόκκινο χαλί δεν υπήρχε στο πάτωμα, και οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με πίνακες. Ο πρώτος πίνακας απεικόνιζε ένα περίεργο ηλιοβασίλεμα που έμοιαζε με κοχύλι. Κάτω από τα ζωντανά του χρώματα φαινόταν η πλώρη ενός πλοίου. Στον επόμενο πίνακα, υπήρχε το ίδιο ηλιοβασίλεμα, μόνο που το πλοίο είχε έρθει πιο κοντά. Στον τρίτο πίνακα, μια κοπέλα καθόταν μέσα σε μια βάρκα, και το νερό γύρω της ήταν γεμάτο με μπαλάκια του τένις. Στον τέταρτο πίνακα, το πλοίο είχε έρθει πλέον πολύ κοντά. Στο κατάστρωμά του μια γυναίκα είχε γυρισμένη την πλάτη προς το μέρος τους. Καθώς προχωρούσαν είδαν στο πάτωμα πεταμένο ένα κουτί από μπισκότα. Η Carrie έσκυψε να το μαζέψει.

«Στη θέση σου δεν θα το έκανα αυτό», άκουσε μια φωνή. «Θα την ξυπνήσεις».

Σήκωσε το βλέμμα και είδε μπροστά της έναν άντρα μονόχειρα να στέκεται δίπλα σε έναν πίνακα ζωγραφικής με το πινέλο στο χέρι. Πήγε κουτσαίνοντας κοντά τους.

«Τώρα ήμουν έτοιμος να ζωγραφίσω το πρόσωπό της», είπε. «Ευτυχώς με προλάβατε. Έντγκαρ Φρίμαντλ», πρόσθεσε, «2008. Βρίσκεστε στο Duma Key», συνέχισε. «Την πρώτη από τις ιστορίες του μπαμπά King που διαδραματίζεται στη Φλόριντα».

Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένας ήχος σαν παράσιτα ραδιοφώνου, μαζί με κάτι άλλο. Κάτι απροσδιόριστο.

«Πρέπει να φύγουμε!», φώναξε αμέσως το Αυτό. «Πρέπει να φύγουμε, έρχονται! Έρχονται τα λανγκολίερς!» .

Άρχισαν να τρέχουν προς το τέλος του διαδρόμου. Ίσα που πρόλαβε να φτάσει ο Έντγκαρ κουτσαίνοντας, λίγο πριν ο χώρος πίσω τους καταβροχθιστεί και γκρεμιστεί στο άπειρο και στη λησμονιά. Η ατμόσφαιρα γύρω τους άλλαξε. Βρέθηκαν στην υποδοχή ενός πολυσύχναστου ξενοδοχείου. Ο άντρας που καθόταν στην υποδοχή κοίταξε προσεκτικά την περίεργη συντροφιά. Την κοπέλα με τις μουτζούρες, τα αίματα και τα καψαλισμένα μαλλιά, τον παρανοϊκό κλόουν, τον άντρα με το τσεκούρι και τον μονόχειρα ζωγράφο. Χωρίς να τους μιλήσει, έσπρωξε ένα κλειδί προς το μέρος τους. Ο Έντγκαρ το πήρε στο χέρι.

«1408», διάβασε φωναχτά.

Γυρίζοντάς το από τη πίσω πλευρά, είδαν ότι έγραφε «13ος όροφος». Μπήκαν στο ασανσέρ και άρχισαν να ανεβαίνουν. Μετά από μια διαδρομή που τους φάνηκε ατελείωτη, ο ανελκυστήρας σταμάτησε, και οι πόρτες άνοιξαν κάνοντας τον χαρακτηριστικό ήχο. Το δωμάτιο βρισκόταν στο τέλος του διαδρόμου. Πρώτος προχωρούσε ο Έντγκαρ και οι υπόλοιποι ακολουθούσαν. Όταν έφτασαν έξω από την πόρτα, πρώτος μίλησε ο Τζακ Τόρανς.

«1408… 1+4=5. 5+8=13!», έκανε με ένα παρανοϊκό χαμόγελο.

Και, χωρίς δεύτερη σκέψη, γύρισε το πόμολο και άνοιξε. Ένας άντρας καθόταν στο κρεβάτι με το κεφάλι στα χέρια του. Σήκωσε το βλέμμα και τους κοίταξε.

«Ήρθατε…», ψιθύρισε. «Μου το είχε πει ότι θα έρθετε, και σας περίμενα. Αν και δεν ξέρω τι είναι αλήθεια και τι ψέμα πλέον. Αυτό το δωμάτιο προσπαθεί να με τρελάνει. Το μόνο που ήθελα, ήταν να κάνω μια έρευνα για το βιβλίο μου ″Ten Nights in Ten Haunted Hotel Rooms».

Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και τους κοίταξε.

«Μάικ Έρνστιν», είπε ήρεμα. «1999. Με την ιστορία ″1408″ ο μπαμπάς King έδωσε τη δική του εκδοχή για το τι σημαίνει «στοιχειωμένο δωμάτιο ξενοδοχείου». Οι πρώτες σελίδες αποτελούσαν μέρος ενός κεφαλαίου του βιβλίου του ″On Writing″, για να το χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα του πώς μπορεί να αλλάξει μια ιστορία από τη μια σελίδα στην άλλη. Και όπως θα παρατηρήσατε, το άθροισμα των αριθμών είναι 13», κατέληξε αργόσυρτα.

Τότε, το κόκκινο μπαλόνι του κλόουν εμφανίστηκε ξανά και άρχισε να αιωρείται μπροστά από μια πόρτα στον τοίχο, που δεν υπήρχε πιο πριν. Ο Μάικ Έρνστιν σηκώθηκε.

«Το βλέπετε όλοι, έτσι;».

Οι υπόλοιποι ένευσαν καταφατικά. Μόλις πέρασαν μέσα από την πόρτα, βρέθηκαν και πάλι στην αυλή του ξενοδοχείου «Θέα». Η Christine τους περίμενε με τη μηχανή αναμμένη. Επιβιβάστηκαν και οι πέντε στο πίσω κάθισμα, όπου χώρεσαν με άνεση, και το αυτοκίνητο ξεκίνησε. Κανείς δεν μιλούσε στη διάρκεια της διαδρομής. Μετά από ώρες ταξιδιού, έφτασαν σε ένα μεγάλο πέτρινο κτίριο. Κατέβηκαν και προχώρησαν προς τις βαριές πόρτες. Στη μεγάλη καγκελόπορτα υπήρχε η επιγραφή «Φυλακή: Πράσινο Μίλι». Διέσχισαν τη μεγάλη ερειπωμένη αυλή και βρέθηκαν μέσα στο κτίριο των φυλακών. Οι πέτρινοι τοίχοι και το πάτωμα ήταν γεμάτα υγρασία. Τα κελιά ήταν άδεια και οι ανοιχτές πόρτες τους άφηναν τους απόηχους των νεκρών να περιπλανιούνται στον χώρο. Μόνο ένας ανεπαίσθητος ήχος έσπαγε τη σιωπή που επικρατούσε. Έμοιαζε με ένα τροχό που γυρνάει ασταμάτητα. Κατευθύνθηκαν και οι πέντε προς τον ήχο. Ένας μαύρος, πανύψηλος, σωματώδης άντρας καθόταν σε μια καρέκλα. Σε ένα τραπεζάκι δίπλα του υπήρχε μια στοίβα βιβλία κι ένα ποντίκι που έπαιζε γυρνώντας γύρω γύρω σε ένα τροχό. Γύρω τους βρίσκονταν έξι άδειες καρέκλες. Τους κοίταξε με ένα λυπημένο βλέμμα και τους έκανε νόημα να καθίσουν.

«John Coffey», είπε στη συνέχεια, «όπως ο καφές, αλλά με y. 1996», πρόσθεσε. «Η ιστορία μου ξεκίνησε σαν 6τομη έκδοση, όμως αργότερα επανεκδόθηκε ως ένας τόμος, το 1997. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μαγικού ρεαλισμού».

Ξαφνικά, ακούστηκε απ’ τα μεγάφωνα η φωνή του Stephen King:

Welcome to Cold Mountain Penitentiary, home to the Depression-worn men of E Block. Convicted killers all, each awaits his turn to walk the Green Mile, keeping a date with “Old Sparky,” Cold Mountain’s electric chair. Prison guard Paul Edgecombe has seen his share of oddities in his years working the Mile. But he’s never seen anyone like John Coffey, a man with the body of a giant and the mind of a child, condemned for a crime terrifying in its violence and shocking in its depravity. In this place of ultimate retribution, Edgecombe is about to discover the terrible, wondrous truth about Coffey, a truth that will challenge his most cherished beliefs... and yours.

Μόνο που η τελευταία πρόταση ακούστηκε πολύ κοντά τους. Υπερβολικά κοντά. Γύρισαν όλοι ταυτόχρονα και είδαν πως ο δημιουργός τους είχε καθίσει στην άδεια καρέκλα που είχε απομείνει.

«Καλώς ορίσατε», είπε χαμογελώντας. «Στον κόσμο μου. Κάνατε ένα ταξίδι μέσα από τις ιστορίες και τα βιβλία μου, γίνατε φίλοι, ωριμάσατε. Υπάρχουν όμως κάποια πράγματα που δεν ξέρετε ή μάλλον δεν φαντάζεστε για μένα. Γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ. Ξέρετε ότι έχω γράψει βιβλία για αυτοκινητιστικά δυστυχήματα. Εκείνο που αγνοείτε, όμως, είναι ότι το 1999 έπεσα ο ίδιος θύμα τροχαίου και τραυματίστηκα μάλιστα πολύ σοβαρά. Ο οδηγός αυτοκτόνησε την επόμενη χρονιά, τη μέρα των γενεθλίων μου, γεγονός που οδήγησε σε φήμες μυστικιστικού τύπου στην κοινότητα των οπαδών μου, κάτι που φυσικά δεν ισχύει. Αγόρασα το όχημα, προκειμένου να μην καταλήξει σε δημοπρασία στο eBay, για χαβαλέ και το κατέστρεψα. Πολλοί με θεωρούν μετρ του τρόμου. Εγώ δεν συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Παρόλα αυτά, έχω ασχοληθεί πάρα πολύ με το θέμα. Με τον τρόπο που ο τρόμος μπορεί να εισβάλει στις ζωές μας, όπως στο «Το Αυτό» και τις τρομακτικές μορφές που μπορεί να πάρουν οι πιο ενδόμυχοι φόβοι μας. Αναφέρομαι όμως στον τρόμο που μπορεί να εισβάλλει στις ζωές μας από φαινομενικά ασήμαντα, καθημερινά πράγματα, από συνηθισμένους ανθρώπους που αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν δύσκολες κι ασυνήθιστες καταστάσεις και γίνονται τραγικοί ήρωες, όπως η “Carrie”. Στα βιβλία μου, μεταφέρω απλώς τους φόβους, τις επιθυμίες, την καταπίεση, τη θλίψη, την απελπισία, τα απωθημένα και την τάση για φυγή, καθώς και τις τρομακτικές μορφές που μπορούν να πάρουν αυτά τα συναισθήματα αν τα αφήσουμε να κυριεύσουν τις ζωές μας. Οπότε ναι, κατά μία έννοια, γράφω για τον τρόμο. Γι’ αυτό άλλωστε πιστεύω πως: «Ο καθένας έχει κάτι σαν φτυάρι μέσα του, για να σκάψει τον εαυτό του, όπως τα συναισθήματα και οι σκέψεις του σε αγχώδεις και ατυχείς στιγμές. Ξεφορτωθείτε τα. Κάψτε τα. Διαφορετικά η τρύπα που θα σκάψετε στο υποσυνείδητο σας θα είναι τόσο βαθιά, που θα βλέπετε ζόμπι να σας κυνηγάνε τα βράδια».

Σήμερα, έχω γράψει κοντά στα 55 βιβλία και 200 διηγήματα. Έχω εκδώσει επίσης βιβλία με ψευδώνυμα, καθώς ήθελα να διαπιστώσω αν η επιτυχία που γνωρίζουν από εδώ και πέρα τα έργα μου οφείλεται στο όνομα ή στο ταλέντο μου. Σημείωσαν πολύ καλές πωλήσεις. Όταν όμως αποκαλύφθηκε η ταυτότητά μου, δεν σας κρύβω πως εκτοξεύτηκαν στα ύψη. Και όπως είπα και στον φίλο G. R. Martin –συγγραφέα του «A Song Of Fire And Ice», του γνωστού σε όλους σας «Game Of Thrones»– όταν με ρώτησε πώς στο διάολο γράφω τόσα βιβλία, περνάω κάθε μέρα 3-4 ώρες γράφοντας, με στόχο να ολοκληρώσω τουλάχιστον έξι σελίδες. Με αυτόν τον ρυθμό, τελειώνω ένα βιβλίο κάθε δύο μήνες, με την προϋπόθεση βέβαια ότι όλα θα πάνε καλά.

Έχω υπάρξει σκηνοθέτης, με όχι και τόσο μεγάλη επιτυχία, αφού ήμουν υποψήφιος για το Χρυσό Βατόμουρο. Δεν το κέρδισα τελικά. Ευτυχώς! Συμμετείχα επίσης σε μουσικό συγκρότημα. Το Rock Bottom Remainders. Δίναμε συναυλίες για φιλανθρωπικούς κυρίως σκοπούς, κι έπαιζα κιθάρα».

Όση ώρα μιλούσε, οι ήρωές του τον κοίταζαν μαγεμένοι. Όταν τελείωσε τελικά την αφήγησή του, όλοι έμειναν σιωπηλοί. Τη σιωπή έσπασε ο Τζον Κόφι.

«Και τώρα αφεντικό;» τον ρώτησε.

«Τώρα, Tζον, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις».

Ο μεγαλόσωμος άντρας ετοιμάστηκε να σηκωθεί, αλλά εκείνος που πετάχτηκε τελικά ήταν ο Τζακ Τόρανς.

«Όπα!», φώναξε. «Ξέρω τι θα κάνει. Και μόλις το κάνει, εμείς θα πεθάνουμε!».

«Τζακ!», τον αποπήρε αμέσως ο δημιουργός του. «Ξέρω τι σκέφτεσαι. Εγώ σε δημιούργησα. Και ξέρω ότι δεν φοβάσαι τον θάνατο. Όπως δεν τον φοβάμαι ούτε εγώ. Με ενδιαφέρει περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν, γιατί βρίσκομαι πιο κοντά σε αυτόν. Δεν τον προσεγγίζω ακαδημαϊκά, όπως παλιότερα. Έλεγα στη γυναίκα μου για το τραγούδι του Paul Simon “Old Friends” (1968). Υπάρχει σε αυτό ένας στίχος, “How terribly strange to be seventy”. Ο Paul Simon είναι πλέον 72, οπότε, πόσο περίεργα αισθάνεσαι τώρα, Πολ; Με ενδιαφέρει ο θάνατος γιατί έχει μια οικουμενικότητα. Είναι κάτι που θα υποστούμε όλοι, δεν υπάρχει εξαίρεση. Όλοι έχουμε ζήσει την εμπειρία της γέννησης, κανείς όμως δεν γύρισε πίσω για να μιλήσει για την εμπειρία του θανάτου. Είναι ένα μυστήριο και τα μυστήρια με γοητεύουν. Άλλωστε, μην ξεχνάς επίσης πως ό,τι έχει την δύναμη να σας κάνει να γελάτε ακόμα και 30 χρόνια αργότερα δεν ήταν χάσιμο χρόνου. Νομίζω ότι κάτι τέτοιο είναι πολύ κοντά στην αθανασία», κατέληξε κλείνοντάς του το μάτι.

Τότε εκείνος ηρέμησε και κάθισε πάλι στη θέση του.

«Αντίο», τους είπε ο δημιουργός τους. «Και να θυμάστε. Να είστε προσεκτικοί με αυτά που εύχεστε, γιατί μπορεί να σας συμβούν».

Ο Τζον Κόφι σηκώθηκε και φίλησε έναν έναν τους ήρωες στο στόμα. Κάθε φορά που φιλούσε κάποιον, εκείνος μεταμορφωνόταν σε ένα σμήνος από μαύρες πεταλούδες κι επέστρεφε στο βιβλίο που ανήκε, στη στοίβα που υπήρχε πάνω στο τραπέζι. Όταν επέστρεψαν όλοι στα βιβλία τους, ο μεγαλόσωμος άντρας είπε:

«Αντίο, αφεντικό!», κι εξαφανίστηκε κι εκείνος με τον ίδιο τρόπο.

Ο Stephen King κάθισε για λίγα λεπτά και κοίταξε το ποντίκι που γυρνούσε στη ρόδα του. Το πήρε στα χέρια του και το κοίταξε στα μάτια. Στη συνέχεια, το έριξε στην τσέπη του και προχώρησε προς την έξοδο. Στην τεράστια αυλή της φυλακής, η Christine στεκόταν εδώ και ώρα με τη μηχανή της αναμμένη.

«Συγγνώμη που σε έκανα να περιμένεις», είπε και της χάιδεψε το καπό.

Έπειτα, μπήκε στη θέση του οδηγού και ξεκίνησε για την επόμενη ιστορία του.

 

*Τα βιβλία του Stephen King στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Bell.

2
Μοιράσου το