Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Rope, του Alfred Hitchcock

feature_img__rope-tou-alfred-hitchcock
Μια θηλιά που ουδείς θέλησε να κόψει.

Το όνομα είναι Alfred Hitchcock και το ημερολόγιο δείχνει 26 Αυγούστου 1948. Μέσα σ' έναν ετοιμόρροπο κόσμο δυσπιστίας και με την ανθρωπότητα συγκλονισμένη ακόμα από τη ναζιστική θηριωδία, ο εμμονικός και δαιμόνιος Άγγλος σκηνοθέτης, δίχως πολλές συστάσεις και με τρόπο διορατικό και μέχρι σήμερα απαράμιλλο, θα κατορθώσει να γράψει ένα τεράστιο κεφάλαιο στην προσωπική του φιλμογραφία αλλά και στην παγκόσμια κινηματογραφική ιστορία· είναι εκείνο το αλησμόνητο κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο “Rope” και λάμπει ακόμα ανεξίτηλα στον αστερισμό της έβδομης τέχνης.

Η ιστορία που θα μας αφηγηθεί ο Hitchcock σ' αυτήν την πρώτη του έγχρωμη ταινία είναι δομικά απλή. Διασκευασμένη από το ομώνυμο θεατρικό έργο του Patrick Hamilton, η υπόθεση αφορμάται από ένα πραγματικό περιστατικό που συγκλόνισε την κοινωνία του Chicago το 1924. Τότε, δύο φοιτητές του τοπικού πανεπιστημίου, ο Nathan Leopold και ο Richard Loeb, απήγαγαν και δολοφόνησαν τον 14χρονο Robert Franks, διαπνεόμενοι από ένα ελιτίστικο και υπεροπτικό δόγμα που πρέσβευε την ποιοτική και πνευματική κατάταξη κάποιων ανθρώπων σε κλιμάκια «ανωτέρων» που έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν για τα όρια της ζωής των «κατωτέρων». Πίσω απ' αυτόν τον εφιαλτικό και φριχτό λαβύρινθο της παράνοιας ο Hitchcock εμπνέεται και αρχίζει να ξετυλίγει αριστοτεχνικά το νήμα των στοχασμών του, παραδίδοντας στο κοινό ένα εμβληματικό έργο ασύγκριτης ομορφιάς.

Ο κόσμος που μας καλωσορίζει δεν είναι αθώος. Μοιάζει με παραμύθι αλλά από την ανάποδη. Ένα συγκινητικό ρέκβιεμ, απόλυτα ειλικρινές και απογυμνωμένο από περιττές ενοχές. Ο αιρετικός Hitchcock επιλέγει η φωτογραφία να είναι φωτεινή, με ζεστά χρώματα, αλλά δεν θα μας αφήσει με τίποτα να αισιοδοξούμε και να ελπίζουμε για κάτι καλύτερο. Θέλει το σύμπαν του παραστατικό αλλά ταυτόχρονα κρύο και αφιλόξενο. Και πράγματι, εδώ όσο σε καμία άλλη ταινία, το σασπένς του ευρηματικού Hitchcock παραχωρεί τον λόγο του στο έγκλημα, τον τρόμο και την άκρατη μυθολογία. Ακούγονται αγωνιώδεις κραυγές. Κάποιος, κάπου μοιάζει να υποφέρει. Εδώ λοιπόν, σ' αυτήν τη σκοτεινή γωνία της χιτσκοκικής δυστοπίας, μέσα σ' ένα δωμάτιο που θα αποτελέσει τον σκηνικό χώρο της «θεατρικής» δράσης, συναντάμε τους Brandon (John Dall) και Philip (Farley Granger), δύο νεαρούς με κοινωνική αναγνώριση, κύρος και πνευματική μόρφωση που μοιάζουν να λάμπουν πίσω από το αψεγάδιαστο παρουσιαστικό και τα clean cut κουστούμια τους. Η σχέση τους μένει, ηθελημένα ίσως, αινιγματική (όσο κι αν εμείς προσπαθούμε μάταια να διακρίνουμε τις ομοφυλοφιλικές τους τάσεις). Είναι οι δύο άνθρωποι που αποφάσισαν να στραγγαλίσουν έναν συμφοιτητή τους μ' ένα κομμάτι σχοινί, ώστε να διατρανώσουν σε κάθε τόνο και προς πάσα κατεύθυνση την πνευματική τους ανωτερότητα, που τους δίνει το δικαίωμα να επεμβαίνουν στις ζωές άλλων, να ελέγχουν τα όρια της ύπαρξης, να δολοφονούν και να ποδηγετούν μάζες που θεωρούν κατώτερες. Τα επιχειρήματά τους δεν είναι τίποτα παραπάνω από αόριστες σοφιστείες και βλακώδεις δικολαβισμοί. Κι όμως, μέσα στην τόση του ασάφεια, το εφιαλτικό δόγμα που πρεσβεύουν, στηριζόμενο σε μια διαστρεβλωμένη ερμηνεία του νιτσεϊκού υπερανθρώπου, μοιάζει να πείθει και σίγουρα παρασύρει τον θεατή σε μια αχανή άβυσσο που περίτεχνα έπλεξε ο Hitchcock για όλους εμάς. Στο “Rope” τίποτα δεν είναι αληθινό και κανείς δεν είναι κάτοχος κάποιας σπουδαίας αλήθειας. Κι ακριβώς σ' αυτό το σημείο έρχονται να συνομολογήσουν οι Brandon και Philip πως «το καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος εφευρέθηκαν για τον συνηθισμένο μέσο άνθρωπο, τον κατώτερο άνθρωπο, επειδή τα χρειάζεται».

Το καφκικό δράμα, στημένο σαν θρίλερ δωματίου, θα συμπληρωθεί από μια δεξίωση που θα παραθέσουν οι δύο δολοφόνοι, έχοντας το απαγχωνισμένο πτώμα του άτυχου συμφοιτητή τους κλεισμένο σ' ένα ξύλινο μπαούλο, το οποίο και θα παίξει τον ρόλο του τραπεζιού απ' το οποίο θα μεταλάβουν οι προσκεκλημένοι το σώμα του νεκρού. Ανάμεσα στους καλεσμένους βρίσκονται η θεία και ο πατέρας του, η σύντροφός του αλλά και ο καθηγητής της φιλοσοφίας, που τους δίδαξε κάποτε όλα εκείνα που είπε ο Ζαρατούστρα για τον κόσμο των αξιών και τον υπεράνθρωπο. Είναι ο μόνος άνθρωπος που εμπιστεύονται και θεωρούν αντάξιό τους, ικανό να πάρει μέρος στη μέθεξη αυτού του θαυμαστού έργου προσπερνώντας οποιαδήποτε ποινική ερμηνεία. Πρόκειται για τον μέγιστο James Stewart του “Rear Window” και του “Vertigo” που ακολούθησαν, ο οποίος ενσαρκώνει εδώ με αριστουργηματικό τρόπο ένα ρόλο-καταλύτη για τα τεκταινόμενα της υπόθεσης. Από το πρώτο κιόλας λεπτό της παρουσίας του, το καστ μεταμορφώνεται και αποκτάει μια διαφορετική δυναμική. Η οξυδέρκεια, η ζωτικότητα της γνώσης, το ανιχνευτικό και λαμπρό πνεύμα του καθηγητή αποτυπώνονται με εξαιρετική μαεστρία, ενώ το πηγαίο ταλέντο του Stewart θα ξεδιπλωθεί ακόμα καλύτερα και με τρόπο εμφατικό στο σπαρακτικό μονόλογο της τελευταίας πράξης, όταν ο καθηγητής θα αναγκαστεί να παίξει τον ρόλο της νέμεσης και της τίσεως στην ύβρι που έχουν διαπράξει με έπαρση οι δύο δολοφόνοι. Εκεί ο James Stewart θα μας χαρίσει απλόχερα κάποιες από τις πιο συγκινητικές φράσεις του σινεμά και θα τοποθετήσει επάξια τον εαυτό του στο στερέωμα των μεγαλύτερων αστέρων της ιστορίας.

Πως τολμάς να λες ότι υπάρχει μια μειοψηφία ανωτέρων στην οποία ανήκεις; Με ποιο δικαίωμα τολμάς να αποφασίζεις ότι αυτό το παιδί μέσα στο μπαούλο είναι κατώτερο και γι' αυτό πρέπει να πεθάνει; Πίστεψες ότι είσαι ο Θεός Brandon; Αυτό σκέφτηκες όταν τον στραγγάλισες; Δεν ξέρω τι σκέφτηκες, ξέρω όμως τι έκανες. Δολοφόνησες! Στραγγάλισες έναν συνάνθρωπό σου, που θα μπορούσε να ζήσει, ν' αγαπήσει όπως ποτέ δεν θα μπορούσες εσύ... και ποτέ δεν θα μπορέσεις ξανά

Τι κάνει όμως αυτό το ανατριχιαστικό σενάριο να ξεχωρίζει; Είναι φυσικά η ανεπανάληπτη και ασυναγώνιστη σκηνοθετική ματιά του Alfred Hitchcock που παραθέτει ένα φαινομενικά συνεχές πλάνο, μετατρέποντας το περίπλοκο και σφιχτοδεμένο δράμα σ' ένα εφιαλτικό αδιέξοδο για τον θεατή. Πίσω στο 1948, η μέγιστη διάρκεια καταγραφής από τις κινηματογραφικές μηχανές ήταν 10 λεπτά και η μέθοδος που μετέρχεται εδώ ο εμβριθής και ευρηματικός Alfred Hitchcock ώστε να μας δώσει την εντύπωση ενός one-take φιλμ είναι απλή στην εκτέλεση αλλά ιδιοφυής στη σύλληψη. Κάθε φορά που η λήψη έπρεπε να διακοπεί, ο σκηνοθέτης εστιάζει στο πίσω μέρος μιας πολυθρόνας ή στην πλάτη ενός εκ των ηθοποιών. Έτσι, με τις δεκάλεπτες λήψεις να διαδέχονται η μία την άλλη και με τα κοψίματα του μοντάζ να είναι λιγοστά και ανεπαίσθητα, ο Hitchcock μας χαρίζει ουσιαστικά μια θεατρική εμπειρία, ένα κινηματογραφικό βίωμα που αντίστοιχό του δύσκολα μπορεί να βρεθεί. Ο Slavoj Zizek σημειώνει πως στην αγωνιώδη αναζήτησή μας για κάποια διακοπή του μοντάζ που θα μας βγάλει από το εφιαλτικό συνεχές, παγιδευόμαστε σ' ένα ψυχωτικό σύμπαν και γινόμαστε μέτοχοι του κλειστοφοβικού συναισθήματος ενός ψυχασθενή (είναι ίσως ο τρόπος που σκέφτονται οι δύο δολοφόνοι). Ο Βασίλης Ραφαηλίδης από την άλλη τοποθετεί σ' αυτό το μονόπλανο το «μάτι του πεθαμένου», που γίνεται κατ' αυτόν τον τρόπο μάρτυρας του θανάτου του και του επέκεινα. Ίσως και να μην έχουν καμία σημασία όλα αυτά. Ίσως όλα να είναι ψευδαισθήσεις, ένας αντιπερισπασμός για να ξεχνάμε τη θηλιά που ο Hitchcock πέρασε γύρω απ' τον λαιμό μας για να μας υπενθυμίσει το σκληρό πρόσωπο ενός παγκοσμίου πολέμου, τα κενά λογικής πίσω απ' τις αξίες του ανθρώπου, τη στρεβλή ηθική.

Είτε πρόκειται για ένα πλατωνικής φύσης σχόλιο πάνω στη μεταθανάτια κρίση των ψυχών, είτε για ένα τέχνασμα στο οποίο μπορούμε εμείς να προσδώσουμε ψυχαναλυτικές ερμηνείες, ο Hitchcock καταφέρνει σ' αυτήν την ταινία να αποτυπώσει με ευκρίνεια τους στοχασμούς του και να στήσει, όπως στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα, ένα αδράχτι στο οποίο θα πλεχτεί επιμελώς το σχοινί (Rope) που θα δέσει όλη τη φιλμογραφία του. Ασφαλώς, κανείς δεν θα ισχυριστεί ότι είναι το πληρέστερο έργο του μεγάλου σκηνοθέτη. Οι ερμηνείες των John Dall και Farley Granger, με φόντο και τη δυσκολία που δημιουργεί το περιορισμένο μοντάζ, είναι γενικώς αδύναμες και άχαρες και δεν καταφέρνουν να αναδείξουν με επάρκεια το ψυχογράφημα και τις διαθέσεις των δύο δολοφόνων. Εδώ όμως συμβαίνει αυτό το κάτι που δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεχαστεί. Ο Hitchcock, με σκοτεινές διαθέσεις, αναδιφά τα όρια της ηθικής, της δικαιοσύνης και των ανθρώπινων αξιών και μας μεταφέρει σ' έναν κόσμο όπου όλα επιτελούνται στη σκιά της αγωνίας και της αβεβαιότητας. Βρισκόμαστε στο ρευστό σύμπαν του Alfred και τα πάντα μοιάζουν επικίνδυνα. Το έγκλημα αποδομείται για να αναγεννηθεί με μια μορφή πλήρως διαφορετική. Οι αρετές είναι ψευδεπίγραφες και το σωστό μοιάζει απόλυτα αόριστο. Για όλα αυτά και για ακόμα περισσότερα το “Rope” κατέχει μια ιδιάζουσα θέση μέσα στον χιτσκοκικό χωροχρόνο. Συνθέτει μια άλλη πραγματικότητα, παράλληλη με τη δική μας… Αυτός είναι ο κόσμος που ταξιδεύει μέσα από το “North by Νorthwest”, το “Psycho” και το “Frenzy” και τελειώνει στις 29/4/1980 όταν ο Sir Alfred Hitchcock αφήνει την τελευταία του πνοή από νεφρική ανεπάρκεια και γράφεται έτσι η τελευταία πράξη της μεγάλης του εργογραφίας, με την τέφρα του να διανεμίζεται πάνω από τον Ειρηνικό Ωκεανό. 

Πολλές ταινίες έχουν να κάνουν με τη ζωή. Οι δικές μου είναι σαν ένα κομμάτι κέικ

Rope, του Alfred Hitchcock
Μεταφρασμένος τίτλος: «Η Θηλιά»
Είδος: Αστυνομικό, Δράμα, Θρίλερ
Διάρκεια: 80’

 

1
Μοιράσου το