Scroll Top

Auditorium

Ρε-be(a)t-άδικο

feature_img__re-beat-adiko
Ξεκίνησε γύρω στα 1910 από έναν πλανόδιο αυτοδίδακτο μουσικό στη Σμύρνη. Ηχογραφήθηκε στην Αμερική από τον Τίτο Δημητριάδη περίπου 20 χρόνια μετά. Λίγο αργότερα, πρωτοακούστηκε στην Αθήνα από την κομπανία του Δημήτρη Πατρινού, Σμυρνιού πρόσφυγα μουσικού, ο οποίος έγραψε και τους στίχους. Στη συνέχεια, κατοχυρώθηκε από τον Νίκο Ρουμπάνη (ο οποίος και άλλαξε τον τόνο και τη μελωδία). Γύρω στις αρχές του ’60 έγινε δημοφιλές, όταν κάποιος θαμώνας του club προκάλεσε τον surf-rock κιθαρίστα Dick Dale να παίξει ένα τραγούδι με μία και μόνο χορδή της κιθάρας του. Και το έκανε. To 1994 γίνεται τραγούδι κατατεθέν στην περίφημη ταινία του Quentin Tarantino “Pulp Fiction”, ενώ 12 χρόνια αργότερα γίνεται σχεδόν αγνώριστο στην εκδοχή των Black Eyed Peas “Pump it”.

Ο λόγος για τη «Μισιρλού», ένα διαχρονικό ρεμπέτικο τραγούδι, με πολλές και διαφορετικές εκτελέσεις στο ιστορικό του, πιο χαρακτηριστική από τις οποίες εκείνη με τη φωνή της Σοφίας Βέμπο. Ποικίλες, όμως, είναι οι επανεκτελέσεις και άλλων γνωστών ρεμπέτικων-λαϊκών τραγουδιών όπως η δυναμική εκτέλεση του τραγουδιού «Περασμένες μου αγάπες» του Μανώλη Χιώτη από τους Firewind. 

Το ρεμπέτικο αφηγείται ιστορίες, μέσα από τις καταβολές του από την Ανατολή. Εξυμνεί εξ ορισμού τον πόνο και τον έρωτα, τον ξεριζωμό και τη φτώχεια, τους χασικλήδες και τον νταλκά. Ταυτόχρονα όμως εξελίσσεται, προσαρμόζεται και αναδιαμορφώνεται. Έτσι, η συνάντηση με την εναλλακτική Δύση του αποδίδει νέο ρυθμό, νέο ύφος και χαρακτήρα, και τελικά το εκσυγχρονίζει. Καινοτόμος στην προσαρμογή αυτή ήταν ο Μανώλης Χιώτης. Ήταν ο πρώτος που τόλμησε να συνδυάσει λαϊκά τραγούδια στο μπουζούκι του με ρυθμούς jazz και latin, samba και mambo. Κι ενώ κατηγορήθηκε γι’ αυτήν του την πρωτοτυπία ως «μη λαϊκός» από μεγάλους ρεμπέτες του πάλκου όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης, υπήρξε ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ιστορία και εξέλιξη του ρεμπέτικου, διαμορφώνοντας το «μοντέρνο λαϊκό» είδος, όπως χαρακτηρίστηκε από κριτικούς της εποχής του.

Η πρωτοτυπία του όμως δεν σταμάτησε εκεί. Ο Χιώτης έγινε γνωστός για τα show που έδινε, έχοντας στο πλάι του τη Μαίρη Λίντα, σηκώνοντας για πρώτη φορά τους μουσικούς από το πάλκο και επιβάλλοντας την κομψή εμφάνιση. Κυρίως, καινοτόμησε προσθέτοντας μια τέταρτη χορδή στο μπουζούκι του. Του έδωσε έτσι άλλον ήχο, το έκανε ηλεκτρικό, κι έπειτα το ενέταξε στα ωδεία. Ήταν ο ταχύτερος στην κίνηση των δαχτύλων πάνω στα τάστα, και όχι μόνο σε αυτό το είδος. Ακόμη και ο Jimmy Hendrix θαύμασε τη δεξιοτεχνία, την ταχύτητα και την πρωτοτυπία του.

Έτσι και στη σημερινή εποχή, με τη μείξη των λαών και της κουλτούρας, τη χρήση της τεχνολογίας και, κυρίως, την επιθυμία των νέων μουσικών για «πειράματα» και πειράγματα των τραγουδιών, δεν είναι λίγες οι διασκευές γνωστών, διαχρονικών ρεμπέτικων τραγουδιών. Τα παραδείγματα πολλά: ο Δώρος Δημοσθένους, η Μαρίζα Ρίζου, η Πέννυ Μπαλτατζή, οι Gadjo Dilo, οι Melios Balkana Mama, οι Imam Baildi και πολλοί άλλοι. Ρυθμοί swing, latin και jazz, ήχοι blues, μποέμικου στυλ, και το αποτέλεσμα: μουσικές retro ύφους για πολύ χορό, παρέα και διασκέδαση, που αποτίνουν φόρο τιμής στους μεγάλους ρεμπέτες του πάλκου. Τα τραγούδια, έτσι, γνωρίζουν μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό τους, τον ενθουσιασμό των νέων και τη νοσταλγία των παλαιότερων. Ακόμη και ρεμπέτες παλαιότερης γενιάς δεν διστάζουν να το τολμήσουν και να δουν το ρεμπέτικο να αναγεννιέται, μέσα από μια σύγχρονη ματιά, από ένα σύγχρονο άκουσμα. 

Και η Ένατη Τέχνη, όμως, δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τις εξελίξεις. Τα κόμιξ, σαν μικρά εικονογραφημένα σημειωματάρια-ημερολόγια που καταγράφουν άλλοτε κωμικά κι άλλοτε δραματοποιημένα διαδρομές και ιστορίες, οπτικοποιούν αφηγήσεις και στιγμές ρεμπετών. Ενδεικτική περίπτωση είναι οι ιστορίες του Γιώργου Ζαμπέτα Jr. , όπως του τις αφηγήθηκε ο παππούς και οι φίλοι του, και τις κατέγραψε εικονογραφικά με τη βοήθεια του Σωκράτη Μιχαηλίδη και του Νικόλα Στεφαδούρου (Stef), οι οποίες παρουσιάζουν με διασκεδαστικό τρόπο καθημερινές καθώς και επαγγελματικές στιγμές του Γιώργου Ζαμπέτα, μέσα από μια εξαιρετική δουλειά με έντονο ελληνικό χιούμορ και στοιχεία αμερικάνικου comic. 

Άλλη αξιοσημείωτη περίπτωση, το comic του David Prudhomme «Rebetiko, το κακό βοτάνι» (σε μετάφραση Θανάση Πέτρου και επιμέλεια Άγγελου Μαστοράκη), ενός Γάλλου λάτρη του ρεμπέτικου, ο οποίος το μελέτησε εκτενώς, αποδίδοντας ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα που θυμίζει γαλλικό νουάρ. Τα πρόσωπα και οι κινήσεις του σώματος, οι ενδυμασίες και το περιβάλλον, η ατμόσφαιρα και οι χαρακτήρες (όπως και τα ονόματα), είναι όλα προσεγμένα στη λεπτομέρεια, ώστε να αποδίδουν ορθά (με ελάχιστες εξαιρέσεις) τις καταστάσεις που διαδραματίζονται εντός και εκτός τεκέδων, εντός και εκτός φυλακών, στα γλέντια μαζί με τους θαμώνες αλλά και στις πιο μοναχικές στιγμές. Είναι μια δουλειά που αποδεικνύει έμπρακτα πως το ρεμπέτικο γοητεύει, συγκινεί και εμπνέει «κι ας μην είσαι Έλληνας, μουσικός ή καπνιστής», όπως δηλώνει ο Prudhomme στον πρόλογο του comic του.

Τα ελληνικά blues χαρακτηρίζονται, βάσει της θεματολογίας τους, από τη μελαγχολία, την εσωστρέφεια, ενίοτε και τη δωρικότητά τους. Γεννήθηκαν για να διασκεδάζουν ή να τραγουδούν τον καημό, αλλά ως ζωντανός οργανισμός εξελίσσονται στον χρόνο, προσαρμόζονται στις κουλτούρες, δανείζουν και δανείζονται στοιχεία.

Από τα αποπνικτικά ντουμανιασμένα πάλκα και καφενεδάκια με τους ναργιλέδες, τα μπαγλαμαδάκια και τις βραχνές φωνές, στις κατάμεστες συναυλίες με τις διασκευές, τους ηλεκτρονικούς ήχους και τις «καθαρές» δουλεμένες φωνές, το ρεμπέτικο βρίσκεται ανέκαθεν στις καρδιές των μερακλήδων και όσων αγαπούν την Ελλάδα, τη μουσική της, τους ανθρώπους της, τον πολιτισμό της.

1
Μοιράσου το