Scroll Top

Auditorium

Ο Leonard Cohen περί της δημιουργικότητας

feature_img__o-leonard-cohen-peri-tis-dimiourgikotitas
«Η κατεργασία του πολύτιμου λίθου πρέπει να έχει ολοκληρωθεί προκειμένου να δεις αν γυαλίζει».

Ο Καναδός τραγουδιστής – τραγουδοποιός, ποιητής και μυθιστοριογράφος, Λέοναρντ Κοέν (γεν. 21 Σεπτεμβρίου, 1934) κατέχει μια θέση ανάμεσα στα πιο συναρπαστικά δημιουργικά πνεύματα του περασμένου αιώνα. Κάτοχος του υψηλού κύρους Βραβείου Γκράμι για το έργο της ζωής του και αμέτρητων άλλων επαίνων, και χειροτονημένος μοναχός του Ρινζάι Βουδισμού, η μουσική του διεύρυνε την έννοια του τραγουδιού ευρείας κατανάλωσης εισάγοντάς το στο βασίλειο της ποίησης, ακόμα και της φιλοσοφίας. Τον καιρό που γινόταν διάσημος ο Μπομπ Ντίλαν, ο Κοέν είχε ήδη κάμποσους τόμους ποιημάτων και δύο μυθιστορήματα στο τσεπάκι του, συμπεριλαμβανομένου του διάσημου «Υπέροχοι Απόκληροι», το οποίο οδήγησε τον Άλεν Γκίνσμπεργκ στο περίφημο σχόλιο «Ο Ντίλαν συγκλόνισε τους πάντες, εκτός από τον Κοέν». Όταν στράφηκε προς τη σύνθεση στα τέλη του ’60, ο κόσμος της μουσικής άλλαξε για πάντα.

Από την εντυπωσιακή συλλογή συνεντεύξεων του Πολ Ζόλο, «Συνθέτες για τη σύνθεση» – το οποίο μας έδωσε επίσης τα «Ο Πιτ Σίγκερ για την πρωτοτυπία», «Ο Μπομπ Ντίλαν για τη θυσία και το υποσυνείδητο» και «H Κάρολ Κινγκ περί του ιδρώτα σε αντιδιαστολή με την έμπνευση» -, μας έρχεται μια εκπληκτική και πολυδιάστατη συνέντευξη του Κοέν από το 1997, η οποία ξεκινά με τον Κοέν αναλογιζόμενο το νόημα της μουσικής στην ανθρώπινη ζωή:

Υπάρχουν πάντα τραγούδια που έχουν νόημα για κάποιον. Οι άνθρωποι φλερτάρουν, βρίσκουν τις συζύγους τους, κάνουν παιδιά, πλένουν τα πιάτα, περνάνε τη μέρα τους με τραγούδια που εμείς μπορεί να βρίσκουμε ασήμαντα. Όμως η σημασία τους επιβεβαιώνεται από άλλους. Υπάρχει πάντα κάποιος που επιβεβαιώνει τη σημασία ενός τραγουδιού παίρνοντας μια γυναίκα στα χέρια του ή βγάζοντας τη νύχτα του μ’ αυτό. Αυτό είναι που προσδίδει μεγαλοπρέπεια στο τραγούδι. Δεν είναι τα τραγούδια που προσδίδουν μεγαλοπρέπεια στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Η ανθρώπινη δραστηριότητα προσδίδει μεγαλοπρέπεια στο τραγούδι. 

Ο Κοέν προσεγγίζει τη δουλειά του με εξαιρετικό πείσμα αντανακλώντας την ιδέα ότι το εργασιακό ήθος υπερβαίνει εκείνο που αποκαλούμε «έμπνευση», κάτι που έχει υποστηριχθεί από ονομαστούς και ποικίλους δημιουργούς, όπως ο διάσημος συνθέτης Τσαϊκόφσκι («Ένας καλλιτέχνης που σέβεται τον εαυτό του δεν επιτρέπεται να σταυρώνει τα χέρια του με το πρόσχημα ότι δεν έχει την κατάλληλη διάθεση»), η μυθιστοριογράφος Ιζαμπέλ Αλιέντε, («Εμφανίσου, εμφανίσου, εμφανίσου, και μετά από λίγο καιρό εμφανίζεται και η μούσα»), ο ζωγράφος Τσακ Κλόουζ («Η έμπνευση είναι για τους ερασιτέχνες – οι υπόλοιποι απλά πάμε και πιάνουμε δουλειά»), ο δημοφιλής συγγραφέας Ε. Μπ. Γουάιτ («Ένας συγγραφέας που περιμένει τις ιδανικές συνθήκες για να δουλέψει θα πεθάνει χωρίς να έχει γράψει ούτε μία λέξη στο χαρτί»), ο βικτωριανός μυθιστοριογράφος Άντονι Τρόλοπ («Η αίσθηση μου για το γράψιμο ενός βιβλίου δε διαφέρει από εκείνη που έχω για το φτιάξιμο ενός παπουτσιού. Εκείνος που θα δουλέψει σκληρότερα, και με τις πιο γνήσιες διαθέσεις, εκείνος θα δουλέψει καλύτερα»), και ο σχεδιαστής Μάσιμο Βινιέλι («Δεν υπάρχει σχεδιασμός χωρίς πειθαρχία»). Ο Κοέν λέει στον Ζόλο:

Γράφω συνεχώς. Και καθώς το τραγούδι ξεδιπλώνεται, δεν κάνω τίποτα άλλο από το να γράφω. Θα ήθελα να είμαι από εκείνους τους ανθρώπους που γράφουν τραγούδια γρήγορα. Αλλά δεν είμαι. Οπότε μου παίρνει πολύ χρόνο να ανακαλύψω τι είναι το τραγούδι. Έτσι, τον περισσότερο μου χρόνο δουλεύω.

Για να βρω ένα τραγούδι, το οποίο να μπορώ να τραγουδήσω, να εξάψει το ενδιαφέρον μου, να διαπεράσει την πλήξη που βιώνω με τον εαυτό μου και την αδιαφορία μου για τις ίδιες μου τις απόψεις, το τραγούδι αυτό πρέπει να μου μιλήσει με τη γλώσσα του επείγοντος. Για να μπορέσω να βρω αυτό το τραγούδι, για το οποίο πραγματικά θα ενδιαφερθώ, χρειάζονται πολλές εκδοχές του και αφαίρεση πολλών επιστρώσεων.

Το νοητικό μου βασίλειο είναι γραφειοκρατικό και μοιάζει με μποτιλιάρισμα. Η φυσιολογική κατάσταση του μυαλού μου θυμίζει αίθουσα αναμονής για ένα αλλοπρόσαλλο πάρτι… Οπότε, για να διαπεράσω αυτή τη φλυαρία κι αυτή την ανούσια αντιπαράθεση που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής μου, πρέπει να βρω κάτι που μιλάει πραγματικά στα βαθύτερα ενδιαφέροντά μου. Αλλιώς αποπροσανατολίζομαι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Οπότε, για να βρω αυτό το τραγούδι, αυτό το επείγον τραγούδι, χρειάζομαι πολλές εκδοχές και πολλή δουλειά και πολύ ιδρώτα.

Αλλά γιατί δε θα ‘πρεπε να είναι η δουλειά σκληρή; Σχεδόν όλων των ανθρώπων η δουλειά είναι σκληρή. Αποσπάται κανείς από την ιδέα ότι υπάρχει κάτι που το λένε έμπνευση, που έρχεται γρήγορα και εύκολα. Και κάποιοι άνθρωποι το έχουν αυτό το χάρισμα. Εγώ δεν το έχω. Έτσι πρέπει να δουλέψω πολύ σκληρά για να προκύψει το καλό τραγούδι.

Αργότερα συμπληρώνει:

Η ελευθερία και ο περιορισμός απλά είναι πολυτελείς όροι για κάποιον που είναι κλειδωμένος στο υπόγειο του πύργου της μουσικής. Είναι απλά… ιδέες. Δεν έχω την αίσθηση του περιορισμού ή της ελευθερίας. Έχω μόνο την αίσθηση της δουλειάς. Της σκληρής δουλειάς.

Όταν ερωτάται αν βρίσκει τη σκληρή δουλειά ευχάριστη, η απάντηση του Κοέν απηχεί τη διάκριση του Λιούις Χάιντ μεταξύ της δουλειάς και του δημιουργικού μόχθου και αναλογίζεται τι πραγματικά εννοούμε όταν λέμε «δουλειά που σε ανταμείβει».

Σε θρέφει μ’ έναν τρόπο. Η φυσιολογία του μυαλού είναι ανώμαλη. Η δουλειά σου προσφέρει την δυνατότητα του διασκελισμού, καθώς περπατάς μέσα στο θλιβερό τοπίο των εσωτερικών σου σκέψεων. Η δραστηριότητα αποκτά έναν τόνο. Αλλά τις περισσότερες φορές δε βοηθάει. Είναι απλά σκληρή δουλειά.

Νομίζω όμως ότι η ανεργία, η μη απασχόληση είναι το μεγαλύτερο βάσανο του ανθρώπου. Ακόμα και άνθρωποι με δουλειά δεν έχουν απασχόληση. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι άνθρωποι με δουλειά δεν έχουν απασχόληση. Μπορώ να πω με χαρά και ευγνωμοσύνη, ότι είμαι πλήρως απασχολημένος. Ίσως το μόνο που σημαίνει η σκληρή δουλειά να είναι αυτό: ότι είσαι πλήρως απασχολημένος. 

Έπειτα, ο Κοέν διευκρινίζει ότι οι ιδέες δεν εμφανίζονται σε αυτόν με κάποιο μαγικό τρόπο, παραθέτοντας τα λόγια ενός συγγραφέα φίλου του που κάποτε είπε «Το μυαλό του Κοέν είναι αμόλυντο από την παραμικρή ιδέα», που το εξέλαβε ως μεγάλη φιλοφρόνηση. Αντ΄αυτού, υπογραμμίζει την αξία της προσέγγισης και παρατηρεί ότι το έργο του αποτελείται από «απλές εκδοχές». Όταν ο Ζόλο τον ρωτά αν κάθε τραγούδι ξεκινά με μια λυρική ιδέα, ο Κοέν απαντά με μια λυρική άρνηση:

[Το γράψιμο] ξεκινά με μια όρεξη να ανακαλύψω την αυτοεκτίμησή μου. Να εξιλεώσω τη μέρα. Έτσι ώστε η μέρα να μη φύγει αφήνοντας χρωστούμενα. Ξεκινάει με αυτού του είδους την όρεξη.

Ο Κοέν αντιμετωπίζει την ερώτηση περί του από πού πηγάζουν οι καλές ιδέες με σαγηνευτική ασέβεια λέγοντας τη μυθική πια πρόταση, που ο Πολ Χόλντενγκρεμπερ παρέθεσε στη συζήτησή του με τον Ντέιβιντ Λιντς περί δημιουργικότητας. Ο Κοέν, απηχώντας τους στοχασμούς του Τ. Σ. Έλιοτ περί της μυστικιστικής ποιότητας της δημιουργικότητας, λέει στον Ζόλο:

«Αν ήξερα από πού έρχονται τα καλά τραγούδια, θα πήγαινα σε κείνο το μέρος πιο συχνά. Είναι μια μυστηριώδης συνθήκη. Θυμίζει πολύ τη ζωή μιας καθολικής μοναχής. Είσαι παντρεμένος με ένα μυστήριο.»

Όμως οι πιο ενδιαφέρουσες ιδέες του Κοέν για τη σύνθεση τραγουδιών υπερβαίνουν την ειδικότητα του τομέα και επεκτείνονται στην παγκοσμιότητα της ζωής. Αντιμετωπίζοντας την έκπληξη του Ζόλο σχετικά με το γεγονός ότι ο Κοέν έχει πετάξει ολόκληρους τελειωμένους στίχους τραγουδιών, αναλογίζεται πάνω στο αναγκαίο στοιχείο της επιμονής κατά τη δημιουργική διαδικασία – εκείνη την αντίληψη που λέει ότι, προτού τα παρατήσουμε, θα πρέπει να έχουμε επενδύσει όλο μας τον εαυτό, έτσι ώστε να έχει αποκαλυφθεί ολόκληρη η εικόνα, η οποία θα αιτιολογήσει την παραίτηση μας, πράγμα το οποίο έχει εφαρμογή σε όλα, από τη δουλειά μέχρι την αγάπη:

Προτού μπορέσω να απορρίψω το στίχο, πρέπει πρώτα να τον γράψω… Δεν μπορώ να απορρίψω τον στίχο προτού γραφεί, επειδή είναι ακριβώς το γράψιμο του στίχου που θα αποκαλύψει την οποιαδήποτε ευχαρίστηση, το οποιοδήποτε ενδιαφέρον και τις όποιες πτυχές του πρόκειται να βγουν στο φως. Η κατεργασία του πολύτιμου λίθου πρέπει να έχει ολοκληρωθεί προκειμένου να δεις αν γυαλίζει.

Ο Κοέν επιστρέφει στην αντίληψη της σκληρής δουλειάς σχεδόν σαν να επρόκειτο για υπαρξιακή προσταγή:

Δούλευα πάντα σκληρά. Όμως, δεν είχα ιδέα τι είναι η σκληρή δουλειά μέχρι που κάτι άλλαξε μέσα στο μυαλό μου. Πραγματικά δεν ξέρω τι ήτανε. Ίσως μια αίσθηση ότι υπάρχουν όρια σε όλη αυτή την ιστορία, ότι υπάρχει ένα τέλος εν όψει... Ότι είσαι αληθινά, τόσο αληθινά, θνητός.

Παρά το διαρκές ενδιαφέρον του για την ίδια τη διαδικασία σε σχέση με το αποτέλεσμα, ο Κοέν υπερασπίζεται με πολύ όμορφο τρόπο την τέχνη της ανανέωσης του εαυτού εξερευνώντας τις βαθύτερες αμοιβές και το αίσθημα της ικανοποίησης που τον έχουν κρατήσει ενεργό για περισσότερο από μισό αιώνα.

Έχει να κάνει με δύο πράγματα. Το ένα είναι η επείγουσα ανάγκη των οικονομικών πόρων. Απλώς δεν έβγαλα ποτέ αρκετά χρήματα για να πω «Αδερφέ, νομίζω ότι τώρα θα πάρω ένα γιοτ και θα κάνω καταδύσεις». Δεν είχα ποτέ τέτοιου είδους πόρους στη διάθεση μου, ώστε να πάρω ριζικές αποφάσεις σε σχέση με το τι θα μπορούσα να κάνω στη ζωή μου. Πέρα από αυτό, είχα εκπαιδευτεί σε κάτι που αργότερα έγινε γνωστό ως η Ποιητική Σχολή του Μονρεάλ. Προτού υπάρξουν βραβεία, προτού υπάρξουν επιχορηγήσεις, προτού ακόμα υπάρξουν κορίτσια που ενδιαφέρονταν για το τι κάνω. Συνηθίζαμε να συναντιόμαστε, μια χαλαρά προσδιορισμένη ομάδα φίλων. Δεν υπήρχαν αμοιβές, όπως είπα, πέρα από την αμοιβή της ίδιας της δουλειάς. Ήμασταν παθιασμένοι με τα ποιήματα και οι ζωές μας ήταν συνυφασμένες με αυτή την απασχόληση…

Είχαμε κατά νου τα παραδείγματα των ποιητών που συνέχισαν να δουλεύουν όλη τους τη ζωή. Δεν υπήρξε ποτέ η έννοια ενός ντου στην αγορά, η αίσθηση ότι θα έπρεπε να κάνεις μια μεγάλη επιτυχία κι έπειτα να φύγεις. Αυτού του είδους η αντίληψη απλά δεν μπορούσε να πάρει θέση στο μυαλό μου μέχρι πολύ πρόσφατα…

Οπότε, είχα πάντα την αίσθηση ότι βρίσκεται κανείς σε αυτό το χώρο για τη συντήρηση, όσο του το επιτρέπει η υγεία του. Και είναι κανείς αρκετά τυχερός να έχει χρόνο στη διάθεση του, ώστε να μπορεί να συνεχίσει να το κάνει αυτό. Δεν είχα ποτέ την αίσθηση ότι υπάρχει κάποιο τέλος. Ότι υπάρχει κάποια σύνταξη ή κάποιο τζακ-ποτ.

Τι όμορφη απολογία του δημιουργικού πνεύματος και των αληθινών του κινήτρων, της δημιουργικής συνεισφοράς που πηγάζει από μια αίσθηση προορισμού και όχι από πείνα για το κέρδος.

Κάθε σελίδα του βιβλίου «Συνθέτες για τη Σύνθεση» είναι ένας θησαυρός σοφίας, εμπεριέχοντας συζητήσεις με ινδάλματα όπως η Σουζάν Βέγκα, ο Κ. Ντ. Λανγκ, ο Ντέιβιντ Μπιρν και ο Νιλ Γιάνγκ. 

*Αναδημοσίευση από το brainpickings.org

Μετάφραση: Κατερίνα Ασημακοπούλου

1
Μοιράσου το