Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Not To Worry

feature_img__not-to-worry
Τελευταία μέρα των διακοπών. Σουλατσάρω στο λιμάνι με κακή διάθεση. Η Σοφία μoύ κρατάει το χέρι τρυφερά. Τον τελευταίο καιρό, είναι όλο και πιο έντονο το άγχος για τα πάντα. Μαζί ήρθε και μια δύσκολη περίοδος για τη σχέση μας.

Θέλω να βρω το σκάφος. Αυτό που βρίσκουμε κάθε χρόνο παρέα με τη Σοφία — είναι το αγαπημένο μου. Άσχημο σκάφος, ένα ιστιοπλοϊκό με παρωχημένη σχεδίαση, στριμωγμένο ανάμεσα στα υπόλοιπα. Περπατάμε στη μαρίνα αργά, χωρίς να το βρίσκουμε. Πουθενά το σκάφος. Το αεράκι φυσάει καλοκαιρινό, όμως όλα γίνονται αποπνικτικά. Η γκρίζα ομίχλη του άγχους περιβάλλει τα πάντα. Είναι το προσωπικό μου φάντασμα με κυνηγάει χρόνια. Φέτος δεν θα δω το όνομά του: Not to worry. Λες και ήξερε το σκάφος τον προσωπικό μου δαίμονα και μου έκλεινε πονηρά το μάτι.

Η ομίχλη πύκνωσε. Τα χρώματα χάθηκαν. Άραγε θα είμαι και του χρόνου εδώ μαζί της; Θα φύγει ποτέ αυτό το φάντασμα από μπροστά μου; Η καρδιά μου σφίχτηκε. Η διάθεσή μου χάλασε. Λες και δεν κατάφερα να δω ένα καλό μου φίλο. Το ίδιο ένιωσε εκείνη τη στιγμή και η Σοφία, και μου κράτησε το χέρι πιο σφιχτά.

Το πρωί σηκώθηκα με δυσθυμία. Η Σοφία θα επέστρεφε με το δελφίνι μαζί με τις αποσκευές. Εγώ θα γύρναγα μόνος, μήπως κι ένιωθα λίγο καλύτερα. Ντύνομαι αργά, απολαμβάνοντας τη διαδικασία. Εκείνη ακόμα κοιμάται. Την χαζεύω. Είναι πάντα όμορφη όταν κοιμάται. Της δίνω ένα γλυκό φιλί. Εκείνη ξυπνάει και μου λέει τρυφερά να προσέχω. Παίρνω μόνο την τσάντα μου στην πλάτη, κράνος, μπουφάν, γάντια, και βουρ στη μοτοσικλέτα.

Την ξεπαρκάρω από το υπόστεγο και τη βάζω μπροστά να ζεσταθεί. Ωραίο θέαμα. Πάντα μου φτιάχνει τη διάθεση μια μοτοσυκλέτα που περιμένει να την πάρεις και να φύγεις μακριά. Ξαφνικά, θυμήθηκα τα χθεσινά. Η γκρίζα ομίχλη εμφανίστηκε πάλι. Βάζω ταχύτητα και φεύγω. Δεν βοήθησε τίποτα∙ ούτε το όλο υποσχέσεις γουργουρητό του κινητήρα ανάμεσα στα πόδια μου ούτε το εξαίσιο ουρλιαχτό του, όταν άνοιγα το γκάζι. Η ομίχλη με ακολουθούσε. 

Μετά από μερικά χιλιόμετρα, σταμάτησα σε ένα χωριό. Η ομίχλη είχε μπλέξει κάπου στα βουνά. Ο καφές ηταν γευστικός, η ατμόσφαιρα καθαρή. Τα πάντα γύρω μου χρωματιστά. Και αυτό ήταν αρκετό. Ευκαιρία για τηλέφωνο στη Σοφία, τώρα που η φωνή της ακούγεται όμορφη, όπως είναι στην πραγματικότητα. Τηλέφωνο στους γονείς, για να ακουστεί το ενδιαφέρον. Τηλέφωνο σε φίλους για να πούμε χαζομάρες. Φωτογραφίες για να μείνει το ωραίο σκηνικό στη μνήμη. Σε λίγη ώρα ετοιμάζομαι να αναχωρήσω. Ξαφνικά, σκέφτομαι: «τι συνέβη για να αξίζει να χαρώ αυτά τα απλά πράγματα;». Και κάπως έτσι επέστρεψε το γκρίζο, και όλα θάμπωσαν ξανά. 

Ανεβαίνω στη μηχανή και συνεχίζω τη διαδρομή. Ο δρόμος είναι άδειος. Πηγαίνω γρήγορα. Απογευματιάζει, και περνάω απο κάτι όμορφες παραλίες. Η αγχωμένη μου πλευρά επιμένει ότι δεν θα προλάβω να γυρίσω εγκαίρως στην Αθήνα, αλλά αποφασίζω να την αγνοήσω. Σταματάω στην άκρη της θάλασσας. Είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα μια βουτιά θα είναι ό,τι πρέπει. Με κοιτάνε όλοι περίεργα, μιας και βγάζω τον εξοπλισμό μου σιγά σιγά για να βάλω το μαγιώ.

Βουτάω στη θάλασσα. Μετά από τόσες ώρες πάνω στη σέλα και μέσα στη ζέστη δεν σκέφτομαι το γκρίζο, απλώς απολαμβάνω τη δροσιά. Λίγο αργότερα, ανανεωμένος, φεύγω για το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής. Ο ήλιος δύει, και στον ορίζοντα βλέπω τα χρώματα να αλλάζουν. Διασχίζω ευθείες εθνικής οδού μέσα από χωράφια. Τέτοια ώρα, είναι ευλογία να είσαι πάνω στη μοτοσικλέτα. Μυρίζω τ’ αρώματα γύρω μου, πάνω σε δύο τροχούς, εκτεθειμένος, πηγαίνω με 100 χλμ/ω, και είναι σαν να πετάω. 

Σε λίγο, σταματάω σ’ ένα βενζινάδικο και ζητάω να το φουλάρουν. «20 ευρώ, κύριε», μου λέει ο υπάλληλος. Του δίνω το εικοσάρικο που κρατούσα στο χέρι. Καθώς όμως βγάζω την τσάντα απ’ τον ώμο, βλέπω πως η μεσαία θήκη, εκεί που είχα το πορτοφόλι μου, είναι ανοιχτή. «Ευχαριστώ», μου λέει ο υπάλληλος, αλλά όλα έχουν πια θολώσει. Η θήκη είναι άδεια. Το πορτοφόλι λείπει. Κι εγώ έχω μείνει ταπί, 200 χιλιόμετρα μακριά απ’ την Αθήνα. 

«Μπλα μπλα μπλα…», μου λέει ένας χαμογελαστός τύπος πάνω σε μια άλλη μηχανή. Κάτι για τσάντες και μπουφάν μοτοσικλετικά, αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα εκείνη τη στιγμή. «Άνοιξε η τσάντα, κι έφυγε το πορτοφόλι μου».

«Και πώς θα γυρίσεις τώρα; Να, πάρε…»

Μου έδωσε 10 ευρώ. Τα δέχτηκα, και ανταλλάξαμε κινητά για να βρεθούμε στην Αθήνα. 

Σκεφτόμουν το πορτοφόλι. Πιθανόν να μην βρισκόταν στα χέρια κάποιου άλλου, αλλά να είχε πέσει κάπου στη μεγάλη ευθεία, εκεί που ο αέρας φυσούσε δυνατά και είχα γείρει μπροστά. Κι αν είχε πέσει κάτω, λίγο πριν φτάσω στο βενζινάδικό; Άφησα τη μηχανή και το κράνος, φόρεσα το μπουφάν και την τσάντα κι άρχισα να περπατάω. Περπάτησα περίπου 2 χιλιόμετρα, μούσκεμα στον ιδρώτα. Κάποια στιγμή, σταματάει δίπλα μου το βανάκι της εθνικής οδού, που είχα ειδοποιήσει νωρίτερα για την απώλεια, κι είδα το παράθυρο του συνοδηγού να κατεβαίνει.

«Δεν το βρήκα πουθενά, φίλε. Έψαξα όλο τον δρόμο», είπε ο οδηγός.

Τα κονομήσαμε, σκέφτηκα.

«Μάλιστα, ευχαριστώ».

«Απαγορεύεται όμως να είστε εδώ», συμπλήρωσε με κάποια συμπάθεια στη φωνή του.

«Ναι, το ξέρω…», απαντάω και περιμένω ν’ ανοίξει την πόρτα για να μπω μέσα.

«Θα πρέπει να προχωρήσετε προς την αντίθετη κατεύθυνση, εγώ απαγορεύεται να σας πάρω μαζί». 

Έκανα στροφή επί τόπου κι άρχισα να περπατάω. Μου έσπαγε τα νεύρα το βανάκι που με ακολουθούσε σημειωτόν με τα φώτα αναμμένα, το βεντιλατέρ να βουίζει, και τους διαλόγους του ασυρμάτου να μου κάνουν παρέα. Ήθελα να φτάσω μια ώρα αρχύτερα. Κρατούσα τα κλειδιά της μηχανής στο χέρι. Το υφασμάτινο μπρελόκ από τον ιδρώτα είχε μουσκέψει απ’ τον ιδρώτα κι έσταζε. Κάποια στιγμή τερμάτισα, το διαολεμένο βαν έφυγε όπως ήρθε, κι εγώ ήθελα να πανηγυρίσω, αλλά δεν μπορούσα να κάνω χαβαλέ με την κατάστασή μου.

Στο βενζινάδικο, με κεράσανε σάντουιτς και νερό για να μην ξοδέψω τα λίγα χρήματα που μου είχαν μείνει για τα διόδια. Πήγα στις τουαλέτες ν’ αλλάξω μπλούζα και να στεγνώσω στο μηχάνημα που φυσάει αέρα, όπως στις ταινίες.

Ο ήλιος έχει πλέον δύσει. Ενημερώνω τη Σοφία, που ανησυχούσε, ότι ξεκινάω για Αθήνα. Από μια άποψη, όλα είναι καλά. Για κάποιο λόγο, την γούσταρα την όλη φάση… Ίσως επειδή τόση ώρα δεν υπήρχε η ομίχλη. Νot to worry, σκέφτηκα. Και ξεκίνησα.

Έφτασα στην Αθήνα, απολαμβάνοντας τη δροσιά του βραδινού αέρα. Πλήρωσα πάνω από 8 ευρώ διόδια. Στο σπίτι, αγκάλιασα τη Σοφία σαν να μην υπάρχει αύριο κι έπεσα σ’ έναν βαθύ και ήρεμο ύπνο. 

1
Μοιράσου το