Δεν ξέρω ποια είναι η εντύπωση που έχουν οι ακροατές εκεί έξω, αλλά φέτος το heavy metal περνάει δύσκολα. Δεν έχει συμβεί κάποιο καταστροφικό γεγονός, η παραγωγή δίσκων συνεχίζεται στους βιομηχανικά προκαθορισμένους ρυθμούς, οι περιοδείες συνεχίζουν να γεννούν χρήμα για τους εμπλεκομένους και σίγουρα θα έχει συγκεντρωθεί μια πληθώρα albums τον Δεκέμβρη, ώστε οι κριτικοί να έχουν πολλές επιλογές για να διαμορφώσουν τις καθιερωμένες λίστες τους. Απλά νιώθω ότι από όλες αυτές τις καταχωρήσεις για τα «καλύτερα της χρονιάς», ελάχιστα θα είναι εκείνα τα albums που θα συνεχίσουμε να ακούμε ευχάριστα χρόνια μετά.
Είναι το παγκόσμιο rock ‘n’ roll γεγονός των ημερών. Οι Foo Fighters κυκλοφορούν το ένατο studio album τους και η είδηση έχει κατακλύσει τα media του χώρου. Μετά τους τελευταίους μήνες αναμονής και τα πρόσφατα teaser videos, έφτασε η ώρα του “Concrete And Gold” και όλος ο κόσμος πήρε επιτέλους αυτό που περίμενε. Ή μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι;
Η διεύθυνση είναι 726 St. Peter Street, η περιοχή το French Quarter, η πόλη φυσικά η Νέα Ορλεάνη. Από το 1961 σε αυτό το σημείο στεγάζεται το Preservation Hall, ένα από τα πιο σημαντικά μέρη όπου ζει η παραδοσιακή jazz. Εκεί το πλούσιο παρελθόν συναντά το παρόν και εκεί χτίζεται το μέλλον. Φέτος, η house band του Preservation Hall κυκλοφόρησε ένα ακόμα album και αν μη τι άλλο δε μας έλειψαν ποτέ οι αφορμές να επισκεπτόμαστε νοητά την πιο συναρπαστική πόλη της αμερικανικής ηπείρου.
Όταν πρόκειται για τέχνη, δεν μου αρέσουν οι κλισέ εκφράσεις. Ειδικά εκείνες σχετικά με το πόσο καλύτερη ήταν η μουσική παλιά. Ποτέ δεν ήταν καλύτερη ή χειρότερη. Αυτό που ήταν διαφορετικό ήμασταν εμείς και το πώς την βιώναμε. Και, τα τελευταία χρόνια, το μοναδικό πράγμα που μου έχει λείψει είναι εκείνο το μαγικό συναίσθημα όταν ανακάλυπτες έναν καλλιτέχνη ή ένα τραγούδι και πίστευες πως μιλάει για σένα. Ήταν κάτι υπέροχο, το οποίο ήμουν βέβαιος ότι ως μεγαλύτερος και εμπειρότερος δεν θα ένιωθα ποτέ ξανά. Μέχρι τη στιγμή που γνώρισα τον Jason Isbell.
Υποτίθεται ότι έχουμε τις κεραίες μας τεντωμένες. Καυχιόμαστε ότι παρακολουθούμε την ποπ κουλτούρα του δυτικού κόσμου και στο μέτρο που αναλογεί στον καθένα μας, την επηρεάζουμε κιόλας. Βλέπουμε, ακούμε και γράφουμε, όσο μας επιτρέπει ο περιορισμένος χρόνος του 24ώρου και το καταριόμαστε που τελειώνει τόσο γρήγορα. Θα έλεγε κανείς ότι δε μας ξεφεύγει τίποτα· και θα έκανε πανηγυρικά λάθος. Όσο και να προσπαθώ, δεν μπορώ να εξηγήσω πως μου διέφυγε η ύπαρξη του “Re:Generation” πίσω στο 2011...
Πάντα πίστευα ότι, στις κρίσιμες στιγμές, οι απαντήσεις βρίσκονται στην τέχνη. Είτε αυτή μιμείται τη ζωή είτε συμβαίνει το ανάποδο, σπάνια βρίσκει κανείς πιο ειλικρινή και ρεαλιστική αντανάκλαση του ενός στο άλλο. Τον τελευταίο χρόνο, οι Ηνωμένες Πολιτείες περνούν δύσκολα. Οι μακροχρόνιες πολιτικές διαχωρισμού και μισαλλοδοξίας έχουν κλιμακωθεί σε ένα status quo διχασμού, που μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα. Οι λογικές φωνές δεν ακούγονται, οι ακρότητες σε λόγια και σε έργα είναι καθημερινό φαινόμενο, και το μόνο πεδίο που φαίνεται να προωθεί την αλληλεγγύη και την ενότητα είναι η μουσική. Τα δύσκολα αυτά χρόνια, οι 2 παραδοσιακές φόρμες αμερικάνικης μουσικής, η jazz και το hip hop έχουν έρθει τόσο κοντά που είναι πολλές φορές δύσκολο να βρεις πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο.
Αν κάνει κάποιος μια αναδρομή στη στήλη “Keep My Opinion To Yourself”, θα βρει πολύ ρετρό. Από τη μια μεριά είναι λογικό, καθώς οι ιστορίες είναι όμορφες και η μουσική καταπληκτική. Είμαι μεγάλος υποστηρικτής της θεωρίας ότι είναι απαραίτητο να γνωρίζεις το παρελθόν ώστε να μπορείς να προχωρήσεις στο μέλλον, ταυτόχρονα όμως ξέρω ότι οι περισσότεροι που την ενστερνίζονται είναι προσκολλημένοι στα παλιά και δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους. Σήμερα κοιτάμε πέρα από αυτήν και δίνουμε τη σημασία που πρέπει σε ένα crown jewel του σημερινου rock ‘n’ roll.
Ιστορίες σχετικά με τη μουσική μπορεί να βρει κανείς παντού στο Internet, καθημερινά. Προτάσεις, θεωρίες, γνώμες και αναλύσεις. Προσωπικά, είμαι από εκείνους που δεν παραπονιούνται γι’ αυτό, μάλιστα εγώ ο ίδιος έχω γράψει κάποια από αυτά τα κείμενα. Τα πολύ αγαπημένα μου είναι όσα μιλούν για δισκοπωλεία. Είναι η καθημερινότητά μου την τελευταία 10ετία, και μου αρέσει να διαβάζω διάφορες οπτικές, προβλέψεις, ποιος το κάνει καλύτερα και πώς διαμορφώνεται η κουλτούρα μας μέσω αυτού. Ποιος όμως το έκανε πρώτος και ζει ακόμα για να μας πει την ιστορία;
Α, το μαγικό internet. Πλέον μου φαίνεται εντελώς συνηθισμένο, όπως και στον καθένα σας εκεί έξω, όμως το παρελθόν όπου τα previews κομματιών από επερχόμενες κυκλοφορίες ήταν κάτι το εξωτικό, δεν είναι και τόσο μακρινό. Τότε τα έλεγαν singles, κόβονταν σε μικρές ποσότητες, προορίζονταν κυρίως για airplay και promotion και ήταν φάση να τα έχεις. Σήμερα, είναι μια απλή URL στο browser που οδηγεί σε ένα YouTube page. Μην ξεγελιέσαι όμως. Δεν είναι λιγότερο μαγικό επειδή έγινε πιο προσβάσιμο. Ορίστε και η απόδειξη, δες πόσο συναρπαστική μπορεί να γίνει μια σειρά από τραγούδια που μας δίνουν μια γεύση από όμορφα πράγματα που θα μας ανατινάξουν (ελπίζω) το προσεχές έτος. Ευτυχισμένο 2017, everybody!
Virality. Δεν υπήρχε ως έννοια 5 χρόνια πριν. Σίγουρα, υπήρχαν και τότε θέματα, ειδήσεις και χαριτωμένα βίντεο με γατάκια που τραβούσαν περισσότερη προσοχή από όποια άλλη web καταχώριση. Ωστόσο, η διάδοση και η αποδοχή της πληροφορίας έχει πια υποβιβάσει σε σημασία το περιεχόμενο καθεαυτό. Τις περισσότερες φορές, ακροβατούμε (όλοι μας, ας μην κρυβόμαστε) στο πεδίο του στεγνού κουτσομπολιού, υπάρχουν όμως και εκείνες οι άλλες περιπτώσεις. Όταν η αξία του περιεχομένου δεν παραγνωρίζεται από την απλή είδηση που το φέρνει στο προσκήνιο. Κι αν μιλάμε για τον Νοέμβριο του 2016, αυτό μπορεί κανείς να το πει και “Hardwired… To Self Destruct”.
Καθώς διανύω την τέταρτη δεκαετία της ζωής μου και έχοντας όλα αυτά τα χρόνια μια καθημερινή, στα όρια της συμβιωτικής, σχέση με τη μουσική, μπορώ να πω ότι δεν έχω ξεκαθαρίσει αρκετά πράγματα: δεν έχω αγαπημένο καλλιτέχνη, αδυνατώ να διαλέξω top 5 δίσκων, δε θα μπορούσα ποτέ να μαντέψω τη σημερινή κατάληξη των προτιμήσεών μου 10 χρόνια πριν, και γενικά η σχέση μου με τη μουσική παραμένει περιπετειώδης. Εφόσον, λοιπόν, είναι όλα ρευστά, η μόνη σταθερά που έχει ένας άνθρωπος σαν εμένα (με μανία αυτοπροσδιορισμού, λέει η ψυχολόγος μου) είναι η καθημερινότητα. Σε αυτή, λοιπόν, το να διαβάζω για μουσική είναι εξίσου απολαυστικό με το να την ακούω, να την αναλύω και να τσακώνομαι σε μπαρ γι' αυτήν. Στις γραμμές που ακολουθούν, μπορεί κανείς να πάρει μια γεύση του κόσμου μου, με 10 επιλογές από το ράφι που βρίσκεται δεξιά μου αυτήν τη στιγμή...
Όταν ήσουν νέος, το μακρινό 1987, κυκλοφόρησες τον πρώτο σου δίσκο, το hit single του οποίου έγινε Νο.1 σε 25 χώρες, και από τότε δεν το ξέχασε κανείς. Η επιτυχία του ήταν τόσο μεγάλη που τα επόμενα 29 χρόνια κυκλοφόρησες άλλα 5 albums, αν και κανένα δεν την επανέλαβε. Πώς μπορείς να επανέλθεις το 2016 με καινούργιο δίσκο και να πιάσεις την κορυφή του chart στην Αγγλία; Μπορείς, μόνον αν είσαι ο Rick Astley.
Είναι μαγική, μερικές φορές, η σημειολογία των λέξεων σε λίγες και τυπικές γραμμές πληροφορίας. Οι πρώτες λέξεις της σελίδας της Wikipedia για τον Mick Jagger είναι αυτές: “Sir Michael Philip 'Mick' Jagger (born 26 July 1943) is an English singer, songwriter and actor, best known as the lead singer and the co-founder of The Rolling Stones”. Απλά αυτό. Είναι περισσότερο γνωστός, επειδή είναι ο frontman του μεγαλύτερου rock ‘n’ roll συγκροτήματος της ιστορίας; Ναι, μάλλον, κάπως έτσι είναι.
Υπάρχει κόσμος που πιστεύει ότι τα 5 χρόνια που μεσολάβησαν από το 2011, όταν κυκλοφόρησε το “I'm With You” album, είναι πολύς καιρός. Υπάρχουν και άλλοι που δε μπόρεσαν να ξεπεράσουν τη μετριότητα εκείνου του δίσκου και δεν ένιωσαν να τους λείπει απολύτως τίποτα. Το “The Getaway” είναι η απάντηση και στους μεν και στους δε. Σε κάθε περίπτωση, οι Red Hot Chili Peppers είναι και πάλι εδώ.
Έχουν περάσει πάνω από 10 χρόνια από εκείνη τη μέρα του Αυγούστου που ο τυφώνας Κατρίνα σημάδεψε για πάντα τη Νέα Ορλεάνη. Όμως, οι κάτοικοι της πόλης που ζει και αναπνέει μουσική στάθηκαν ξανά στα πόδια τους και, χωρίς την παραμικρή διακοπή, συνέχισαν να κάνουν αυτό για το οποίο είναι διάσημοι. Να διπλώνουν τον χωροχρόνο, φέρνοντας κοντά παλιό και νέο, συνήθως με μια τρομπέτα.
Πώς είναι τα παραμύθια στον τρέχοντα αιώνα; Τα παλιά τα έχουμε συνηθίσει ογκώδη, δερματόδετα, με ιστορίες εποχής και διδάγματα γενναιότητας. Ήταν πάντα ιστορίες έντιμων ηρώων που, προκειμένου να κάνουν αυτό που η καρδιά τους έκρινε σωστό, ήταν έτοιμοι να φτάσουν στα πέρατα της γης και να πολεμήσουν τους πιο τρομακτικούς δράκους.
Τι χρειάζεσαι κάθε μέρα; Αν το σκεφτείς όσο πάει, αν προσπεράσεις τα αλλεπάλληλα αδιέξοδα, τι είναι αυτό που σου κάνει την κάθε δύσκολη μέρα καλύτερη; Οι ωραίοι τύποι που έχεις γύρω σου, αυτό είναι. Από τον διπλανό σου στη δουλειά μέχρι έναν σαξοφωνίστα στο Memphis, αυτοί είναι που θα σε στηρίξουν στις καθημερινές δυσκολίες, αλλά και θα σε σπρώξουν να κάνεις το δικό σου cool πράγμα, ό,τι και αν είναι αυτό. Ο Trombone Shorty είναι ένας τέτοιος ωραίος τύπος. Groovy και απαραίτητος.
“Wise men say only fools rush in” τραγουδούσε ο Elvis στο “Can’t Help Falling In Love”, και μπορούμε να διδαχτούμε κάτι από αυτό. Ξέχνα τους μουσικογραφιάδες που σκοτώνονται να βροντοφωνάξουν την όποια νέα τους ανακάλυψη όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Η ψυχραιμία είναι σαν μπαχαρικό για την αντιληπτική ικανότητα. Φαινομενικά αμελητέο και δευτερεύον χαρακτηριστικό, όμως μπορεί να αλλάξει όλη τη γεύση. Αν μπορούν οι 70άρηδες The Sonics να είναι εγκρατείς για 40 χρόνια, ώστε να κυκλοφορήσουν τον πιο σαρωτικό garage rock δίσκο του 2015, που να πάρει!, μπορούμε να κάνουμε κι εμείς το ίδιο για μερικούς μήνες.
Τι είναι η θρησκευτική πίστη για εσένα; Μια μεθοδευμένη παραπλάνηση, μια αυταπάτη, μια ψυχολογική ανακούφιση, μια πανανθρώπινη αλήθεια; Προσωπικά, δε νομίζω να έχει νόημα κάποιο οριστικό πόρισμα, κυρίως επειδή για τον κάθε άνθρωπο στην πορεία των αιώνων σημαίνει και κάτι διαφορετικό. Αυτός είναι και ο λόγος που έχουν κατά καιρούς λατρευτεί, αποκτώντας θρησκευτικές διαστάσεις, τα πιο αλλοπρόσαλλα πράγματα. Από ουράνια σώματα και ανθρώπους που υποτίθεται ότι ανελήφθησαν σε κάποιο παράδεισο μετά τη νεκρανάστασή τους, μέχρι Αργεντινούς ποδοσφαιριστές και τον σπουδαιότερο σαξοφωνίστα στην ιστορία της μουσικής.
Όποιον και να ρωτήσεις για την country, το ίδιο πράγμα έχουν να πουν. Ότι έχει να κάνει με την αφήγηση. Η παραδοσιακή μουσική της Βόρειας Αμερικής υπήρχε και υπάρχει ως μέσο για να ειπωθούν ιστορίες. Ο ρεαλισμός και η ειλικρίνεια ήταν πάντα στο DNA της, γι’ αυτό και δεν παρασύρθηκε ποτέ από φαντεζί μόδες και φτηνά τερτίπια εντυπωσιασμού. Μια τέτοια φόρμα μουσικής όμως, προϋποθέτει και κάτι άλλο. Αφηγητές που να γνωρίζουν τη ζωή και τις δυσκολίες της, ώστε να μπορούν να υποστηρίξουν το βάρος της ιστορίας. Κυρίες και κύριοι, αυτή είναι η φετινή ιστορία του Tom Russell.
Ήταν προορισμένο από την πρώτη στιγμή να κυριαρχήσει το 2015. Ο διάδοχος του υπερπετυχημένου “21” ήταν απαραίτητο να κρατήσει τον πήχη εξίσου ψηλά. Ο ανταγωνισμός το έτρεμε. Οι υπόλοιποι διεκδικητές που θα κυκλοφορούσαν albums την ίδια περίοδο υπολόγισαν τις ημερομηνίες, ώστε να μην συμπέσουν με αυτό που δε θα μπορούσαν να νικήσουν. Το κοινό σε όλο τον πλανήτη έφτασε στα όριά του μετά από 4 χρόνια αναμονής. Και η ίδια η Adele; Πάλευε να σηκώσει το βάρος όλων αυτών των προσδοκιών στους ώμους της.
Το φυσιολογικό θα ήταν να περάσει στα αζήτητα. Η χρονιά είναι το 1980 και οι Καναδοί Rush ετοιμάζονται να εισέλθουν στην πιο αμφιλεγόμενη περίοδο της καριέρας τους. Τα πολύπλοκα progressive rock έπη αποτελούν παρελθόν και οι επόμενοι δίσκοι τους θα φανέρωναν μια pop προδιάθεση που θα τους καθιστούσε παρεξηγημένους, ακόμα και από τους φανατικούς υποστηρικτές τους. Υπήρχε όμως ένα τραγούδι, που απλά έστεκε εκεί, περιμένοντας να ανακαλυφθεί η λάμψη του από τους σημειολόγους του παρόντος και του μέλλοντος.
9 στις 10 φορές που θα συναντήσει κάποιος τον όρο “hipster” και τα παράγωγά του σε media της σύγχρονης κουλτούρας, θα είναι για κακό. Τις περισσότερες από αυτές τις φορές, λόγω αισθητικής (κανένας δεν είναι τόσο cool που να μπορεί να υποστηρίξει τσιγκελωτό μουστάκι, πώς να το κάνουμε) και τις υπόλοιπες επειδή αυτή η λατρεία του παλαιϊκού είναι για την πόζα και μόνο. Και αυτομάτως, μόλις δώσαμε στους hipsters όλου του κόσμου το όπλο απέναντι στον κατατρεγμό που βιώνουν. Ποια είναι η λύση για να μη σε θεωρούν επιφανειακό εραστή του εξεζητημένου στυλ; Μα, το να έχεις ουσία βέβαια.
Το “Blak and Blu” album του 2012 έσκασε σαν βόμβα στα λιμνάζοντα νερά των σύγχρονων αμερικανικών blues. Media και κοινό έπεσαν επάνω του και τον έχρισαν εν μία νυκτί διάδοχο του BB King. Τον ανακήρυξαν Μεσσία, που θα έπαιρνε από το χέρι την πιο συναισθηματική και πονεμένη από τις φόρμες της παραδοσιακής αμερικανικής μουσικής και θα την οδηγούσε στον 21ο αιώνα. Ο ίδιος όμως, ίσως να έχει διαφορετική άποψη.
«Αγαπώ τη soul μουσική. Αγαπώ όλη τη μουσική του κόσμου, αλλά πάντοτε τραγουδούσα καλά. Όταν έκανα rap, προσέθετα στοιχεία αυτού που κάνω τώρα. Απλά επιστρέφω στις ρίζες μου και είναι κάτι που θα κάνω για πάντα. Δε μπορώ να είμαι ένας 80χρονος rapper, αλλά μπορώ να τραγουδώ soul κομμάτια μέχρι τη μέρα που θα πεθάνω».
«Υπήρξαν στιγμές που αμφέβαλλα για τον εαυτό μου. Στιγμές που ήθελα να τα παρατήσω, επειδή δεν ήξερα αν θα υπήρχε μέλλον για μια Αφροαμερικανή χορεύτρια, σε αυτό το επίπεδο»
Στον αριθμό 86 της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, στο ρεύμα προς Καλλιμάρμαρο, βρίσκεται το κτίριο της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Όπως (είμαι βέβαιος) το 95% των Αθηναίων, έτσι κι εγώ δεν είχα ιδέα τι ακριβώς είναι αυτός ο χώρος απέναντι από το Παγκράτι, μέχρι που μερικά χρόνια πριν συνόδευσα μια φίλη μπαλαρίνα στις εξετάσεις που θα έδινε εκεί. Από τη μεριά του πολυσύχναστου δρόμου, υπάρχει αυτή η σεμνή προτομή, ενός ανθρώπου που ελάχιστοι παρατηρούν και ακόμα λιγότεροι γνωρίζουν. Ενός από τους σημαντικότερους μαέστρους της σύγχρονης ιστορίας.
Σε κάθε ιστορική ανασκόπηση του rock ‘n’ roll, η εισαγωγή είναι η ίδια. Ποιοι ήταν αυτοί που τα ξεκίνησαν όλα; Ο Little Richard, o Elvis Presley, ο Chuck Berry, o Jerry Lee Lewis, o Johnny Cash. Συμφωνούμε όλοι σε αυτό. Αν κοιτάξεις όμως, για να βρεις μια κοινή επιρροή όλων αυτών και αφού σκάψεις λίγο, θα βρεις τη Rosetta Tharpe. Ο φεμινισμός όμως, που κουμπώνει με όλα αυτά;
Το έχουμε τυπωμένο στο μυαλό μας σαν περιθωριακή συμπεριφορά. Σαν παθογένεια της αστικής τέχνης. Οι τσαμπουκάδες μεταξύ μουσικών προσφέρονται στην καλύτερη σαν αντικείμενο κουτσομπολιού, στη χειρότερη σαν ένδειξη της rock κατάπτωσης. Προφανώς, επειδή εκείνοι είναι που τα κάνουν αυτά. Είναι πασίγνωστο, οι ροκάδες τρώγονται σαν τα σκυλιά. Blackmore – Gillan, Axl Rose – Slash, Waters – Gilmour, Von Karajan – Sviatoslav Richter. Ει, περίμενε, ποιος;
Είναι από τις πιο ιντριγκαδόρικες ιστορίες της pop κουλτούρας. Ο μύθος αναφέρει ότι ο Paul McCartney πέθανε το 1966 και οι υπόλοιποι Beatles τον αντικατέστησαν με έναν σωσία. Φαίνεται απίστευτο βέβαια, ειδικά με δεδομένο το ταλέντο και όλη την υπόλοιπη καριέρα του υποτιθέμενου απατεώνα, έλα όμως που ο Ringo Starr φέρεται να το εξομολογήθηκε πριν λίγες μέρες…
Ας είμαστε ειλικρινείς. Όταν σκέφτεσαι hip hop, τι έρχεται στο μυαλό; Αμερικανική αστική μουσική, υποβαθμισμένες γειτονιές, φτώχεια, βιοπάλη, χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, πυρωμένοι στίχοι, δυναμικά beats, νεοπλουτισμός και baggy παντελόνια. Σε μεγάλο βαθμό είναι έτσι. Αλλά δεν είναι μόνο έτσι. Και δεν είναι μόνο έτσι, εξαιτίας τύπων σαν κι αυτόν.
Το 1967, η καριέρα του JohnnyCash βρισκόταν σε τέλμα. Μετά από 27 albums και ταλαιπωρημένος ο ίδιος από την κατάχρηση ναρκωτικών, χωρίς κάποιο σημαντικό hit για χρόνια και αντιμέτωπος με τη δυσπιστία της δισκογραφικής του, χρειαζόταν κάποιο θαύμα. Και βρήκε ένα τέτοιο, βαθιά σε μια φυλακή της California.
Πέντε πράγματα σε ένα σακίδιο, ελάχιστα λεφτά στην τσέπη, άπειρος ελεύθερος χρόνος. Ένα ταξίδι χωρίς προορισμό σε μια αχανή ήπειρο με μόνο προσανατολισμό την πλούσια μουσική της παράδοση που οδηγεί από πόλη σε πόλη. Αν δεν μπορείς να το κάνεις στην πραγματικότητα, το αμέσως καλύτερο πράγμα είναι να το διαβάζεις.
Σου αρέσει η δραματική βραχνάδα του Nick Cave; Το vintage ηλεκτρικό γρέζι των White Stripes; Το απόμακρο συναίσθημα της PJ Harvey; Το σύννεφο καπνού γύρω από τα κομμάτια του Tom Waits; Τότε θα λατρέψεις τους Peaky Blinders.
Υπάρχουν πολλές μπάντες που έχουν αντίστοιχα οικονομικά εφόδια, πολυεθνική υποστήριξη, στρατιές οπαδών που τους στηρίζουν και βλέψεις μεγαλείου με τους Foo Fighters. Πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι το μεράκι του Dave Grohl και της παρέας του, δεν είναι κάτι που συναντάμε συχνά.
Ήταν μια από εκείνες τις μέρες που καταλήγεις στο σπίτι απόλυτα εξαντλημένος. Ξύπνημα λίγο μετά τις 6, καφές βλέποντας βιαστικά τα νέα στο Twitter, 13 ώρες ορθοστασία στη δουλειά, λίγο φαί στα πεταχτά κάπου ενδιάμεσα. Μέχρι να πάει 9 η ώρα, όλα φώναζαν «σπίτι, ντουζ, κρεβάτι». Έγινε έτσι; Φυσικά και όχι. Έπρεπε να κατέβω στο κέντρο, για να σώσω τη μουσική.
Λατρεύουμε τα cd μας. Μας βολεύουν τα mp3s, παθιαζόμαστε με τα βινύλια, αλλά τα cd είναι σαν εκείνο το παλιό πουλόβερ, ή εκείνα τα λιωμένα παπούτσια, που ίσως να μην είναι glamorous, αλλά σε βολεύουν περισσότερο και από το δέρμα σου. Δε χαλάνε (σχεδόν) με τίποτα, χωράνε 80 λεπτά μουσική, έχουν ήχο-κρύσταλλο και χωράνε στην τσέπη σου, με τα 12 εκατοστά διάμετρό τους. Αλήθεια όμως, γιατί να είναι 12 εκατοστά; Και γιατί 80 λεπτά; Κυρίες και κύριοι, αυτός είναι ο Norio Ohga.
Έχει υπάρξει μια εποχή όπου R’n’B δε σήμαινε αισθησιακές Αφροαμερικάνες να ψιθυρίζουν ερωτικά τραγούδια με λάγνο τρόπο στη σκιά ενός βαρύμαγκα rapper. Μια εποχή που σήμαινε ακόμα rhythm and blues υπό την έννοια της ειλικρινούς, εξωστρεφούς rockabilly κουλτούρας και που για να αφήσεις το σημάδι σου χρειαζόσουν μόνο ψυχή και μια ξεφτισμένη Fender Stratocaster. Μια εποχή που φαίνεται να κλείνει οριστικά με τον Wilko Johnson.
Νομίζεις ότι η ζωή είναι δίκαιη; Ότι ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει; Αν συνέβαινε αυτό, δε θα χρειαζόταν ένα τέτοιο κείμενο για τον James T. Russell. Κανέναν δε θα ενδιέφεραν μερικές αράδες με βασικές πληροφορίες για τον άνθρωπο που είναι υπεύθυνος για το μεγαλύτερο ποσοστό ύπαρξης της δισκοθήκης σου. Στο κάτω κάτω, το CD ανακάλυψε, φυσικά και ξέρουμε τα πάντα γι’ αυτόν, σωστά;
Πόσοι τρόποι υπάρχουν για να νικήσεις το ρατσισμό; Όσο απελπιστικά χαμένη κι αν ακούγεται αυτή η καθημερινή μάχη, υπάρχουν πολλοί. Επιλέγοντας ανάμεσα από τους πιο διασκεδαστικούς και αφήνοντας απ’ έξω τη λοβοτομή (που όλοι ξέρουμε ότι είναι βελτιωτική διαδικασία για έναν ρατσιστή), θα προκρίνουμε σήμερα τη μουσική ηχογράφηση.
Θα έπρεπε να διαφεντεύει την παγκόσμια μουσική βιομηχανία. Από τη στιγμή που το φθινόπωρο του 1982 ο νεαρός Michael Jackson πέρασε την πόρτα του γραφείου του Walter Yettnikof, ενός ημιπαρανοϊκού executive της CBS Records και άλλαξε τη μουσική σκηνή της εποχής, τέθηκαν οι βάσεις για να κυριαρχήσει η pop μουσική σε charts, χρηματιστήρια και εφηβικά δωμάτια.