Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Μωρό από ατόφιο χρυσάφι, μωρό ενός καλού Θεού

feature_img__moro-apo-atofio-xrisafi-moro-enos-kalou-theou
«Η Άννα συνέχισε να χαμογελάει, χαρούμενη όπως πάντα, τσουλώντας βασιλικά μέσα στο στραπατσαρισμένο, αγορασμένο από δεύτερο χέρι, μικρό της καροτσάκι. Δεν είχε καμία σημασία για κείνη. Ποτέ δεν θα είχε σημασία. Όσο ζούσε η Άννα, και αφού θα της παρεχόταν σωστή φροντίδα, η κατάστασή της δεν θα είχε καμία σημασία, σκέφτηκε η Τζες, ορκίστηκε η Τζες. Πόσο καιρό θα ζούσε; Ποια θα επιζούσε της άλλης;»

Η 75χρονη (τo 2013 που πρωτοεκδόθηκε το μυθιστόρημα) Βρετανή συγγραφέας Margaret Drabble, με όχημα την τόσο γνώριμη, αλλά και ιδιαίτερη, κρίσιμη, ακατανόητη, ορισμένες φορές, για τους «εκτός» σχέση μητέρας-κόρης, γράφει ένα μυθιστόρημα αφιερωμένο σε ένα κοριτσάκι με ειδικές ανάγκες που γεννιέται τη δεκαετία του ’60 στο Λονδίνο. Η Τζες Σπέιτ, ένα ανύπαντρο κορίτσι, που επιθυμεί να αφιερωθεί στον περιπετειώδη κόσμο της ανθρωπολογίας, φέρνει στη ζωή την Άννα, ένα χρυσαφένιο μωρό, ένα κοριτσάκι με αναπτυξιακό πρόβλημα και αναπόφευκτα η ζωή της αλλάζει ριζικά και μεταμορφώνεται σε υπόδειγμα μητρικής φιγούρας, σε «φλογερή μάνα» και «ανθρωπολόγο της πολυθρόνας». 

Η Τζες μεγαλώνει το χρυσαφένιο μωρό της με την ενθάρρυνση ενός δικτύου φίλων και γνωστών στο Βόρειο Λονδίνο, που τότε θύμιζε «την αχανή αυλή ενός ρακοσυλλέκτη». Τον ρόλο του παντογνώστη αφηγητή ενδύεται η Έλινορ, οικογενειακή φίλη και γειτόνισσα της Τζες, η οποία σε εξομολογητικό και απολογητικό τόνο αναπλάθει την ιστορία τους, παραθέτοντας γεγονότα, μύχιες σκέψεις και συναισθήματα, λες και είναι δικές της οι αναμνήσεις, δικά της τα βιώματα. Όπως μας λέει «Νιώθω λες και είμαι παρούσα σε γεγονότα που αποτελούν κομμάτι της ζωής της [Τζες], όχι της δικής μου». Η Τζες, η Έλινορ, η Συλβί, η Μαρούσια, η Κέιτι, μητέρες, γειτόνισσες, συνοδοιπόρισσες και φίλες ενσαρκώνουν τα χαρακτηριστικά μιας γενιάς γυναικών που εξαντλούν τον χρόνο τους ανάμεσα σε καριέρα και οικογένεια σε μία εποχή, ίσως, πιο αθώα, «εποχή φτωχική, ad hoc, μία εποχή που επέτασσε: κάντο μόνος σου». 

Παράλληλα με το ευαίσθητο θέμα των παιδιών με ειδικές ανάγκες που θίγει στο έργο της και τα ερωτήματα που εγείρει (Τι συμβαίνει με τα παιδιά που έχουν αναπτυξιακό πρόβλημα και επιζούν των γονέων τους; Είναι σωστό να εξαλειφθεί το φαινόμενο της γέννησης παιδιών σαν την Άννα; Μια τέτοια αθωότητα πρέπει να χαθεί από τον κόσμο;), η Drabble μας ξεναγεί στα 60s της αγγλικής ενδοχώρας, στα 60s του πρώτου φεμινισμού, στη μεταπολεμική Βρετανία των Εργατικών, εστιάζοντας σε εικόνες του Λονδίνου και της αγγλικής κοινωνίας που αναπόφευκτα στιγμάτισαν και την ίδια, αφού έχει περίπου την ίδια ηλικία με τις ηρωίδες της.

Νιάτα και γηρατειά συμπορεύονται σε αυτό το μυθιστορηματικό ταξίδι της Drabble στο παρελθόν, η οποία με κριτική και αποστασιοποιημένη ματιά, διανθισμένη πάντα με μία νότα αστεϊσμού και ειρωνίας, αναβιώνει την εποχή των νιάτων της, «την αίσθηση του πως ήταν τότε», περιγράφοντας ιδέες και συνήθειες, νοοτροπίες, αντιλήψεις και στερεότυπα. Ξεδιπλώνει τον χάρτη αυτού του κόσμου μεταφέροντας στο χαρτί σκέψεις και συλλογισμούς, δίχως μελοδραματισμούς, πάντα συγκρατημένα, με μία αδιόρατη νότα αισιοδοξίας και, ίσως, νοσταλγίας για όσα ήρθαν και για όσα χάθηκαν.

Ο εκτενής κοινωνικός σχολιασμός και η απουσία διαλόγων που είναι ιδιαίτερα έντονη σε συνδυασμό με το γεγονός ότι χρησιμοποιεί –δια στόματος Έλινορ- την τριτοπρόσωπη αφήγηση για να διηγηθεί την ιστορία της Τζες και της Άννας μετουσιώνουν το αφήγημα της ζωής τους σε ένα είδος μυθοπλαστικής χρονοβιογραφίας που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον μυθιστορηματικό και στον δοκιμιακό λόγο· και ενώ η ιστορία ηχεί αληθινή στον αναγνώστη – και όντως, το μυθιστόρημα βασίζεται σε αληθινή ιστορία-, η χροιά της αφήγησης δεν του επιτρέπει να συναισθανθεί τους ήρωες, να τους νιώσει οικείους, προκαλώντας έτσι ένα αίσθημα μόνιμης αποστασιοποίησης που ίσως να τον ξενίσει. «Το μωρό από ατόφιο χρυσάφι» είναι «μία μαρτυρία» (όπως εξομολόγειται η αφηγήτρια), ένα κοινωνικό μυθιστόρημα χωρίς δραματικές ανατροπές και αγωνιώδη πλοκή που ξετυλίγεται σαν την «αμετάβλητη» ζωή του ήρωα που ενέπνευσε τη δημιουργία του (και ίσως αυτό να ήταν το ζητούμενο), εισάγοντας τον αναγνώστη στον, άγνωστο για πολλούς, κόσμο των ανθρωπολόγων, στον ανοίκειο, για τους περισσότερους, κόσμο των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες, στον παραδειγματικό, για κάποιους, κόσμο της αγγλικής κοινωνίας. 

Και στο σημείο αυτό να σημειώσω πως κάθε φορά που αντίκρυζα ένα παιδάκι με νοητική στέρηση μου προκαλούσε θλίψη και οίκτο, σκεφτόμουν τους «καημένους» γονείς και το «κακό» που τους έτυχε, την απελπισία που σίγουρα ένιωσαν, όταν διαπίστωσαν πως ο καρπός της ζωής τους δεν είναι «φυσιολογικός», δεν είναι σαν τα άλλα παιδάκια, δεν θα έχει τις ίδιες ευκαιρίες στη ζωή με τους συνανθρώπους του, δεν θα αυτονομηθεί-ενηλικιωθεί-ανεξαρτοποιηθεί ποτέ, δεν θα γίνει σπουδαίος και τρανός και οι γονείς θα κουβαλούν αυτό το «βάρος» μέχρι να πεθάνουν. Οι σκέψεις αυτές, δυστυχώς, αντανακλούν τους ψιθύρους και τα λόγια των παρευρισκόμενων κάθε φορά που τυχαίνει να βρεθώ σε μία συζήτηση/σε μία περίσταση που ένα παιδάκι με ειδικές ανάγκες γίνεται το επίκεντρο της προσοχής.

Και γράφοντας τα λόγια αυτά, αφενός ντρέπομαι για τις ποταπές μου σκέψεις, αφετέρου συνειδητοποιώ το τεράστιο χάσμα μεταξύ των δικών μου στερεοτυπικών αντιλήψεων και της ιδιαίτερα συγκινητικής περιγραφής της Drabble που ξεχειλίζει τρυφερότητα, που εκδηλώνει ένα ειλικρινή, πηγαίο θαυμασμό για τα παιδάκια αυτά και τη μυστική πηγή της χαράς τους. 

Ένα συγκεκριμένο απόσπασπα δύο-τριών σελίδων, η περιγραφή της Drabble για τα «χαρούμενα» παιδιά, τα «αιώνια» παιδιά είναι ό,τι πιο ωραίο και αισιόδοξο έχω διαβάσει τον τελευταίο καιρό:

Είναι εκείνα τα χαρούμενα παιδιά, και τα προσέχεις επειδή είναι χαρούμενα. Χαμογελούν στους ξένους, όταν τα κοιτάζεις ανταποκρίνονται με χαμόγελο. Έτσι γεννήθηκαν, λες μέσα σου, και συνεχίζεις σκεφτικός τον δρόμο σου. [...] Χαμογελούν, ακόμα και όταν συνέρχονται από εγχείριση ανοιχτής καρδιάς. [...] Χαμογελούν και όταν είναι μόλις λίγων εβδομάδων, μικρά σαν κοτοπουλάκια, με τα ράμματα κεντημένα σταυροβελονιά στο εύθραστο στέρνο τους, δεμένα θαρρείς με κλωστή σαν μικρά πακέτα. [...] Δεν ξέρεις από που αντλούν αυτό το χάρισμα, ή γιατί. Ποιος το δίνει; Δεν ξέρεις. Δεν ξέρουμε. Δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε. Ξεπηδάει από μια βαθιά, αρχέγονη πηγή, ή έτσι τουλάχιστον πιστεύουμε. Το φέρουν και μας το προσφέρουν.

Μια περιγραφή που αντανακλά την αφιλόδοξη, καλοσυνάτη, αγαθή και πρόσχαρη φύση τους, ενσταλάζοντας μια αίσθηση αισιοδοξίας στον αναγνώστη, που, πλέον, αντικρύζει τα πλάσματα αυτά με διαφορετικό βλέμμα.

Μωρό από ατόφιο χρυσάφι, της Margaret Drabble
Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Πόλις
σελ. 426

1
Μοιράσου το