Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Μια βραδιά με τον Edgar Allan Poe

feature_img__mia-bradia-me-ton-edgar-allan-poe
Άραγε, πώς θα ένιωθες αν περνούσες μια βραδιά με τον Edgar Allan Poe; Αν περνούσες μια βραδιά με τον άνθρωπο που έζησε «μια ολόκληρη ζωή, σαν ονείρου αναλαμπή»;

Σίγουρα, δεν θα υπήρχε καλύτερο σκηνικό από το νεκροταφείο της Βαλτιμόρης. Ο τάφος του ξεχωρίζει, αφού αποτελεί ένα από τα πιο ιδιαίτερα αξιοθέατα της περιοχής. Καθώς πλησιάζεις, την προσοχή σου τραβούν τρία κόκκινα τριαντάφυλλα κι ένα μπουκάλι κονιάκ. Από το 1949, και για 60 ολόκληρα χρόνια, στις 19 Ιανουαρίου, τη μέρα των γενεθλίων του, κάποιος επισκέπτης γνωστός ως Poe Toaster έρχεται στο κενοτάφιο και τα εναποθέτει στη μνήμη του. Υπάρχει στα αλήθεια ή είναι διαφημιστικό κόλπο; Κανείς δεν το έμαθε και μάλλον δεν θα το μάθει ποτέ. Ούτε κι εσύ. Τότε, ένα μαύρο κοράκι φτερουγίζει δίπλα σου και στέκεται πάνω στη σκληρή πέτρα. Κάπως έτσι, ″once upon a midnight dreary″, ξεκινάει ένα ταξίδι στον χρόνο και στη ζωή του ανθρώπου, τα έργα του οποίου εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τους Arthur Conan Doyle, H. P. Lovecraft, Charles Baudelaire και Jules Verne και τους επηρέασαν σημαντικά. 

Και τότε το σκηνικό αλλάζει. Κι εσύ βρίσκεσαι σε ένα αχανές, «στοιχειωμένο παλάτι». Ο ψυχρός άνεμος που λυσσομανάει ουρλιάζει, διαπερνώντας τους πέτρινους τοίχους του, και σε κάνει να ανατριχιάζεις. Οι σκιές των δέντρων που ξεγλιστρούν μέσα από τα παράθυρα ταλαντεύονται αφηνιασμένες, σαν γιγάντιες αράχνες που απλώνουν τα πλοκάμια τους στα αθώα θύματά τους. Το κοράκι φτερουγίζει δίπλα σου και προσγειώνεται σε μια υδρορροή. Σου γνέφει να το ακολουθήσεις. Σε οδηγεί σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Κουρνιάζει δίπλα σε μια φιγούρα, που είναι σκυμμένη στα βιβλία της. Μια φιγούρα, που σηκώνει το βλέμμα και σε περιεργάζεται σιωπηλά.

«Καλώς όρισες, ξένε», ακούς να σου λέει. «Λοιπόν; Τι θέλεις να μάθεις για μένα;».
Το φως των κεριών φωτίζει απόκοσμα το πρόσωπό του. Σου γνέφει να καθίσεις. Νιώθεις την πολυθρόνα να σε αγκαλιάζει σφιχτά και να μη σε αφήνει να φύγεις. Όχι προτού ο Edgar Allan Poe σου διηγηθεί την ιστορία του. 

«Γεννήθηκα στη Βοστώνη», ξεκινάει, «στις 19 Ιανουαρίου 1809. Οι γονείς μου ήταν μέλη ενός περιπλανώμενου θιάσου. Θα μπορούσε να είναι η αρχή μιας ταινίας, έτσι δεν είναι;», χαμογελάει. «Μόνο που η ζωή μου μοιάζει περισσότερο με «όνειρο μέσα σε όνειρο», ή –ακόμα καλύτερα– με εφιάλτη. «Συχνά μου φαίνεται πως ακούω καθαρά τον ήχο του Σκοταδιού καθώς δρασκελίζει τον ορίζοντα», καταλήγει μελαγχολικά. «Όταν ήμουν ενός έτους, ο πατέρας μου μας εγκατέλειψε, κι ένα χρόνο αργότερα η μητέρα μου πέθανε. Με υιοθέτησε ο πλούσιος Σκωτσέζος καπνέμπορος Τζον Άλαν και με έγραψε στο πανεπιστήμιο της Σάρλοτβιλ. Δεν καμαρώνω για τη ζωή μου εκείνα τα χρόνια. Βλέπεις, το έριξα στο ποτό και κατάφερα να δημιουργήσω χρέη. Όμως αυτά δεν έχουν τόση σημασία, δεν νομίζεις; Άλλωστε, ″όλα όσα βλέπουμε και όλα όσα φαίνονται, είναι απλά ένα όνειρο μέσα σε όνειρο″, έτσι δεν είναι;», σου ψιθυρίζει και πάλι και με ένα άγγιγμα του χεριού του σε παίρνει μακριά από εκεί.

«Τώρα βρισκόμαστε στην Κοιλάδα της Ταραχής», σου εξηγεί. «Είναι μια κοιλάδα ερειπωμένη από τον πόλεμο. Εδώ, ο χρόνος έχει σταματήσει να κυλά. Αρκετά όμως μείναμε εδώ», καταλήγει και σε αγγίζει και πάλι. Σε οδηγεί στο Τζάντε, το πορφυρένιο νησί. Και, καθώς τρέχετε για να ξεφύγετε από το «Κυρίαρχο Σκουλήκι», καταλήγετε στην «Πολιτεία στη Θάλασσα». «Και εδώ μπορείς να κοιτάξεις ″κατάματα τον Θάνατο να κάθεται στον θρόνο του″», σου εξηγεί. «Σςςς… Το ακούς αυτό; Είναι ο ″άγγελος Ίσραφελ που τραγουδάει αιθέρια με την πιο γλυκιά φωνή του, και κάνει όλα τα αστέρια να σωπάσουν″». Για να μην παρασυρθείς και σωπάσεις κι εσύ, σε οδηγεί σε έναν «Ονείρου Τόπο», ″εκεί όπου βασιλεύει η Νυχτιά. Οι θάλασσες αφρίζουν μανιασμένες και καταπίνουν τον ουρανό″, κι εσείς βρίσκεστε ″πίσω από ένα σκοτεινό γυαλί, και κοιτάτε την Ψυχή να περιπλανιέται″. 

«Το 1827, κατατάχθηκα στον αμερικανικό στρατό», συνεχίζει καθώς επιστρέφετε πίσω στο σκοτεινό του κάστρο. «Και, τότε, δημοσίευσα την πρώτη μου ποιητική συλλογή: ″Ταμερλάνος κι άλλα ποιήματα″. Δύο χρόνια αργότερα, εκδόθηκε το δεύτερο ποιητικό βιβλίο μου με τίτλο ″Al Aaraaf″. Κι όταν έκανα αίτηση εγγραφής στη στρατιωτική ακαδημία του Γουέστ Πόιντ, άρχισα να μελετάω το έργο άλλων ρομαντικών ποιητών», συμπληρώνει.

«Και τώρα», προσθέτει με σπινθηροβόλο βλέμμα, «θα σου γνωρίσω την ″Ελεονόρα″ και την ″Άναμπελ Λη″. Τις δύο ηρωίδες μου, που δεν είναι άλλες από τον έρωτα της ζωής μου, την ξαδέρφη μου Βιρτζίνια Κλεμ. Παντρευτήκαμε το 1835».

«Ξεκίνησα να εργάζομαι ως συντάκτης στην εφημερίδα Southern Literary Messenger», συνεχίζει. «Το 1838 εκδόθηκε η ″Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ″. Το 1839, μετακόμισα στη Φιλαδέλφεια. Εκεί, εργάστηκα ως βοηθός συντάκτη στο περιοδικό Burton's Gentleman's Magazine. Τότε εκδόθηκε η δίτομη συλλογή έργων του ″Tales of the Grotesque and Arabesque″. Πολλοί θεωρούν ότι αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της αμερικανικής λογοτεχνίας», καταλήγει με ένα ίχνος περηφάνιας στο βλέμμα του. «Το 1842, επέστρεψα στη Νέα Υόρκη. Εργάστηκα για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην εφημερίδα Evening Mirror και ως συντάκτης στην έκδοση του Broadway Journal».

Εκείνη τη στιγμή, το κοράκι φτερουγίζει δυνατά, κρώζει και κάθεται στα γόνατά του.
«Τώρα, θα φτάσω και σε σένα», του λέει τρυφερά.
«Το 1845, λοιπόν, εκδόθηκε το ποίημά μου “To Κοράκι” (The Raven). Θεωρείται ένα από τα πιο γνωστά έργα μου. Μόνο που δεν κατάφερα να αποκτήσω κέρδη από αυτό, λόγω της έλλειψης νόμων περί προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων», καταλήγει με πικρία. «Δύο χρόνια αργότερα», συνεχίζει και το βλέμμα του σκοτεινιάζει απότομα, «η γυναίκα μου προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε το 1847. Κατέρρευσα, και οι κακές μου συνήθειες επέστρεψαν και πάλι. Το ίδιο και οι εφιάλτες μου. Πολλοί, άλλωστε, υποστηρίζουν ότι τα γραπτά μου μοιάζουν με τρομακτικούς εφιάλτες που αποτυπώνονται στο χαρτί. Έχουν δίκιο. Δεν μοιάζουν απλώς με εφιάλτες. Είναι οι εφιάλτες μου. Ξέρεις… ″ο θάνατος μιας ωραίας γυναίκας, είναι χωρίς αμφιβολία το πιο ποιητικό θέμα στον κόσμο″», ψιθυρίζει συνωμοτικά. 

«Περνάω ατελείωτες ώρες να αφουγκράζομαι τη ″Νύχτα″ και να ακούω τους σιωπηλούς ψιθύρους των φαντασμάτων της. Παρέα με κοράκια, μαύρες γάτες και σκοτεινούς επισκέπτες. ″Δεν υποφέρω από παραφροσύνη″», προσθέτει βιαστικά. «Αντιθέτως, ″απολαμβάνω το κάθε της λεπτό″. Άλλωστε, ″αυτοί που ονειρεύονται την ημέρα, αντιλαμβάνονται πολύ περισσότερα πράγματα που διαφεύγουν από αυτούς που ονειρεύονται μόνο τη νύχτα″».

«Ξανασυνάντησα την παιδική μου φίλη και πρώτη μου αγάπη Ελμίρα Σέλτον», συμπληρώνει μετά από μερικά λεπτά σιωπής. «Αρραβωνιαστήκαμε, αλλά ο γάμος μας δεν έγινε ποτέ. Πριν όμως σου αποκαλύψω τον λόγο, ήρθε η ώρα να πάμε ένα τελευταίο ταξίδι», λέει και σε τραβάει απότομα από το χέρι. 

Βρίσκεσαι σε ένα μέρος όπου στέκεσαι απλώς ως παρατηρητής. Ξαφνικά, ″ο ουρανός σκοτεινιάζει, και η θολή φιγούρα του γονατίζει δίπλα στη Λίμνη του Ωμπέρ″, ″μιλώντας με την Ψυχή του″. Και χάνεται στη ″στοιχειωμένη, δασωμένη χώρα του Βέιρ″. ″Το διαμαντένιο της Αστάρτης μισοφέγγαρο″ σας δείχνει το ″Μονοπάτι των Ουρανών″. Μα πριν προλάβετε να το ακολουθήσετε, βρίσκεστε μπροστά ″στη θύρα ενός τάφου″. Και η επιγραφή γράφει: ″Ουλαλούμ!″. 

Και, τότε, λίγο πριν ξημερώσει κι εκείνος χαθεί στη λησμονιά, σου ψιθυρίζει απαλά στο αυτί με παγωμένη ανάσα: «Τα όρια που χωρίζουν τη Ζωή από το Θάνατο είναι σκοτεινά και ασαφή. Ποιος μπορεί να πει πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο…».

Προτού τελειώσει την ιστορία του, το κοράκι φτερουγίζει, κουρνιάζει σε μια προτομή, και απομένει εκεί βαλσαμωμένο, κοιτώντας το άπειρο. Μια πνιχτή φωνή πλανιέται στην ατμόσφαιρα ψιθυρίζοντας ″Ποτέ πια″.

Ο Edgar Alan Poe, λίγο πριν παντρευτεί τη χήρα Ελμίρα Σέλτον, είχε προγραμματίσει να ταξιδέψει στη Φιλαδέλφεια. Δεν έφτασε όμως ποτέ εκεί. Βρέθηκε να περιπλανιέται στους δρόμους της Βαλτιμόρης σε παραλήρημα. Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, όπου όμως δεν κατάφερε να ανακάμψει. Κατά τη διάρκεια της τέταρτης νύχτας που νοσηλευόταν επαναλάμβανε διαρκώς το όνομα Ρέυνολντς. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 40 ετών, στις 7 Οκτωβρίου 1849. Η αιτία θανάτου του παραμένει ένα μυστήριο.

Ο Edgar Alan Poe δημιούργησε δύο νέα είδη λογοτεχνίας: το αστυνομικό μυθιστόρημα και τη λογοτεχνία του φανταστικού. Επηρέασε επίσης σημαντικά και τη γαλλική λογοτεχνία. Ήταν ένας άνθρωπος με σκέψεις τόσο σκοτεινές όσο και τα κείμενά του. Χανόταν σε έναν δικό του μακάβριο κόσμο, όπου ο θάνατος και η απαισιοδοξία έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο. Το μυστήριο που κάλυπτε την ύπαρξή του ξεχείλιζε σε όλες τις πτυχές της ζωής του. Μάλιστα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν ότι είναι ταξιδιώτης του χρόνου ή ότι μπορούσε να προβλέψει το μέλλον. Το γιατί μπορείτε να το διαβάσετε ακολουθώντας τον παρακάτω σύνδεσμο.

1
Μοιράσου το