Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Μετρό, στάση Αμπελόκηποι

feature_img__metro-stasi-ampelokipoi
Καλοκαιρινή μέρα στο κέντρο της Αθήνας… ο Νίκος αγχωμένος τρέχει να προλάβει κάτι πολύ επείγον. Ίσως αυτό του αλλάξει τη ζωή, πράγμα που θα φανεί σε λίγες στάσεις.

Δευτέρα. Ο Νίκος έπρεπε να γυρίσει, να βγάλει το σκύλο βόλτα. Είχε να τον βγάλει από χθες το απόγευμα. Διέσχιζε την Αλεξάνδρας βιαστικός, είχε αναθεματισμένη καλοκαιρινή ζέστη και κατευθυνόταν προς το μετρό. Δεν το ήξερε ακόμα, αλλά το να μπει σε εκείνον τον σταθμό, θα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της ζωής του. Περνώντας μπροστά από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, η ματιά του έπεσε στο κορδόνι που εξείχε από το παπούτσι του. Χαμογέλασε, καθώς δεν το είχε πατήσει ακόμα, αντίθετα προς κάθε προσδοκία. «Λίγο ακόμα και θα είμαι σπίτι να βγάλω τον κακομοίρη βόλτα», είπε από μέσα του. Έφτασε στις μεταλλικές σκάλες.

Καθώς κατέβαινε, είδε να περνάει από απέναντι μια όμορφη κοπέλα. «Όχι τόσο όμορφη όσο αυτή, που ήμουν εγώ χθες το βράδυ», σκέφτηκε και έδωσε σιωπηλά συγχαρητήρια στον εαυτό του. Λίγο πριν φτάσει στο σημείο, όπου οι κυλιόμενες σκάλες χάνονται μέσα στο δάπεδο, έκανε να περάσει από την αριστερή πλευρά, για να πάει πιο γρήγορα. Κάπου εκεί, το κορδόνι του σφήνωσε στη σκάλα. Η φόρα του ανακόπηκε απότομα και έπεσε κάτω με το κεφάλι.

Στα κλάσματα του δευτερολέπτου που μεσολάβησαν μέχρι να συγκρουστεί το κεφάλι του με το δάπεδο, πρόλαβε να σκεφτεί αρκετά. Σκέφτηκε ότι η χθεσινή του κατάκτηση δεν ήξερε καν ότι εκείνος έχει σκύλο. Σκέφτηκε ότι πιθανότατα θα αργούσε να τον βγάλει έξω και επίσης ότι δεν είχε προλάβει να δώσει τα κλειδιά του σπιτιού του σε κανέναν.

Κατά τα επόμενα λεπτά που ακολούθησαν, συνέβη ένας μικρός χαμός. Ο Νίκος βρέθηκε στο πάτωμα μπροστά στις σκάλες, αίμα έτρεχε από τα αυτιά του, κόσμος άρχισε να φωνάζει και οι υπάλληλοι της ασφαλείας απομάκρυναν τους περίεργους από κοντά του.

Καθώς σηκώθηκε κάπως ατσούμπαλα, ένοιωσε να τραντάζεται ολόκληρος. Στάθηκε για λίγο όρθιος και αρνήθηκε όσο πιο ευγενικά μπορούσε την προσφορά τους, να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο.

«Όχι, εντάξει είμαι, ευχαριστώ πολύ», είπε σε μια φωνή, που ερχόταν κάπου από μπροστά του, όσο προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τις αισθήσεις του.

«Μην κουνιέσαι, έχεις χτυπήσει, θα γίνεις καλά».

«Δε χρειάζομαι κανέναν σας, είμαι μια χαρά. Ορίστε, περπατάω μια χαρά». Έκανε δύο βήματα. Μετά άλλα δύο πιο σταθερά απ’ τα προηγούμενα και σε ανύποπτο χρόνο βρέθηκε ένα μπουκάλι με νερό στα χέρια του.

Έριξε λίγο από το νερό στο πρόσωπο του και αμέσως ένοιωσε καλύτερα. Αρκετά καλύτερα.

Σηκώθηκε να συνεχίσει προς τις αποβάθρες. Αφού είδε ότι δε ζαλιζόταν και όλα ήταν καλά, συνέχισε τη διαδρομή του. Πρόσεξε ότι οι επιγραφές ήταν ελλιπείς και πήγε να ρωτήσει στις πληροφορίες, αν κάτι είχε αλλάξει. Στο γκισέ, είχε ένα άτομο. Φαινόταν θολό και παραμορφωμένο πίσω από το τζάμι. Προσπάθησε να του μιλήσει, αλλά αυτό δεν άκουσε τίποτα, ήταν απλά μια βουβή σιλουέτα. Έφυγε γρήγορα, να πάει στην πρώτη σκάλα από τις δύο, έτσι κι αλλιώς το δρομολόγιο το ήξερε απ’ έξω πλέον. Δε χρειαζόταν καμία πινακίδα να του υποδείξει κάτι. Στις επιγραφές με τις στάσεις υπήρχε μόνο μια γραμμή, η δική του και του φάνηκε ότι ήταν πολύ πιο μακριά απ’ ό,τι συνήθως. «Τι σκατά; Κάτι δε πάει καλά… κλασικές ελληνικές μισές δουλειές. Θα ρωτήσω κανέναν επιβάτη», δήλωσε σιωπηλά. 

Ρώτησε τον πρώτο επιβάτη από τους ελάχιστους που βρήκε μπροστά του. Ήταν μια γιαγιά, που του έφερνε στο μυαλό παιδικές αναμνήσεις από διακοπές στο χωριό.

«Μήπως ξέρετε πόσες στάσεις είναι για το Σύνταγμα;»

«Μα τι μαλακίες ρωτάω, Θεέ μου», σκέφτηκε από μέσα του, «όλος ο κόσμος το γνωρίζει αυτό!».

Η γιαγιά τον αγνόησε. Στεφανωμένη με το τσεμπέρι της, συνέχισε να κοιτάει μπροστά. «Χαμπάρι δεν παίρνει τούτη, τα ‘παιξε», σκέφτηκε κοροϊδευτικά.

Πήγε να κάνει την ίδια ερώτηση και σε μια κοπέλα που στεκόταν παραπέρα, αλλά και πάλι τα λόγια του έπεσαν στο κενό.

Το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι και πήρε δυο βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει. Του ήρθε να τη βρίσει, αλλά χάρη στις ανάσες που πήρε, ηρέμησε.

 Εκείνη συνέχισε να τον κοιτάει με τα παγωμένα γαλάζια μάτια της, βουβή, με ένα ίχνος συμπόνιας.

«Είσαι συγγενής με τη γιαγιά παραδίπλα;» της είπε, νιώθοντας σαν τσατισμένο δεκαεξάχρονο και, αφού δεν πήρε απάντηση και πάλι, στάθηκε στην αποβάθρα να περιμένει το τρένο απηυδισμένος.

Το ρολόι στην αποβάθρα μάλλον ήταν χαλασμένο, αλλά εκείνος άκουγε το τρένο που ήδη έφτανε. Μετά από λίγο είδε τα φώτα του και αυτό σταμάτησε ακριβώς μπροστά του, λες και κυλούσε σε σύννεφα. Μπήκε μέσα, για να ξεκινήσει επιτέλους.

Έκλεισε η πόρτα κι έμεινε μόνος μέσα σ’ ένα βαγόνι στο οποίο δεν αναγραφόταν καμία στάση, ήταν μισοφωτισμένο και απλά πήγαινε κάπου.

Το τρένο όρμησε μπροστά και μετά από ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα – δεν είχε ούτε κινητό ούτε ρολόι μαζί του – είδε μια στάση. Από τα μεγάφωνα όμως ακούστηκε η αναγγελία ότι ο συρμός θα συνεχίσει την πορεία του, χωρίς να κάνει στάση και πέρασε μπροστά από τη γεμάτη με κόσμο αποβάθρα ακάθεκτος.

Το ίδιο πράγμα συνεχίστηκε πολλές φορές. Το τρένο δε σταματούσε σε καμία από τις αποβάθρες. Απ’ τα παράθυρα του βαγονιού ήταν πλέον σαν να έβλεπε το ίδιο και το ίδιο κομμάτι ταινίας συνέχεια στο repeat. Άρχισε να τον αγχώνει η ιδέα ότι κάτι επείγον είχε να κάνει, μα ήταν αδύνατον να θυμηθεί τι ήταν αυτό.

Στάση με τη στάση, πρόσεξε ότι το πλήθος είχε ελαττωθεί και του φάνηκε ότι έβλεπε ανάμεσα στον κόσμο και πολλούς σκύλους. «Πρόοδος σκέφτηκε, σκυλιά στο μετρό; Μπράβο!»

Ο σκύλος του. Ξαφνικά θυμήθηκε. Έπρεπε να τον βγάλει βόλτα. Χθες είχε περάσει πολύ όμορφα και είχε αργήσει να πάει σπίτι.

«ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΕΒΩ ΤΩΡΑ!», ούρλιαξε από μέσα του. Χωρίς δεύτερη σκέψη τράβηξε τον μοχλό δίπλα στην πόρτα μόλις έφτασε στην επόμενη στάση. «Δεν εξηγείται αλλιώς, είμαι σε υπηρεσιακό συρμό. Πρόβλημα…».

Το τρένο φρέναρε απότομα κι έλουσε την αποβάθρα με σπίθες. Εκείνος κρατήθηκε με πολλή δυσκολία από τις χειρολαβές και οι πόρτες άνοιξαν επιτέλους, μ’ ένα πολύ δυνατό θόρυβο. Κατέβηκε.

Εκείνη τη στιγμή, στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου, το εγκεφαλογράφημα του Νίκου έκανε για πρώτη φορά μια μικρή καμπύλη. Η καμπύλη αυτή προκάλεσε γέλια και χαρούμενες κραυγές σε όποιον έτυχε να είναι παρών εκείνη τη στιγμή μέσα σ’ εκείνο το μικρό δωμάτιο του νοσοκομείου.

Ακόμα κι έτσι όμως, δεν προλάβαινε να βγάλει τον σκύλο βόλτα, μιας και είχε πεθάνει από θερμοπληξία. Είχε μείνει στο ηλιόλουστο καλοκαιρινό μπαλκόνι, κλειδωμένος, με όλους τους γείτονες να λείπουν για διακοπές.

Από το δωμάτιο του Νίκου στο νοσοκομείο, φαίνεται το χιόνι στις ταράτσες απέναντι. Θα αργήσει λίγο ακόμα, μέχρι να πάει σπίτι.

Ευχαριστώ την κ.Χριστίνα Γαλανοπούλου για τις εύστοχες παρατηρήσεις κατά τη συγγραφή του κειμένου.

1
Μοιράσου το