Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Μεταξία Κράλλη: «Η ενσωμάτωση του ιστορικού και του μεγάλου μέσα στο καθημερινό και το μικρό είναι ένα στοίχημα»

feature_img__metaksia-kralli-i-ensomatosi-tou-istorikou-kai-tou-megalou-mesa-sto-kathimerino-kai-to-mikro-einai-ena-stoixima
Το «Κάποτε στη Σαλονίκη» είναι το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημα με την υπογραφή της Μεταξίας Κράλλη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, η πρώτη φορά που η συγγραφέας αποφασίζει να καταπιαστεί με ιστορικά γεγονότα που στο μυθιστόρημά της εξυφαίνουν το αφηγηματικό τοπίο στο οποίο διαδραματίζονται οι ζωές των ηρώων της. Η Χριστίνα, ο Αλμπέρτο, ο Μπενίκο και η Νινόν είναι οι τέσσερις πρωταγωνιστές της ιστορίας, τέσσερις νέοι άνθρωποι που τυχαίνει να μεγαλώσουν, να συναντηθούν, να ερωτευθούν στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου, σε μία πόλη όπου προσπαθούν να συνυπάρξουν εβραίοι, πρόσφυγες και ντόπιοι χριστιανοί, και να βρεθούν στη δίνη του Β΄Π.Π., όπου ξεκληρίστηκε περίπου το 96% της εβραϊκής κοινότητας της πόλης, που πριν το 1940 αριθμούσε περίπου 50.000 άτομα. Μιλήσαμε με τη Μεταξία Κράλλη για το «Κάποτε στη Σαλονίκη», για «ένα βιβλίο για μία πόλη, δύο κοινότητες και τους ανθρώπους που βρίσκονται αντιμέτωποι με τον εαυτό τους και την Ιστορία».

Το «Κάποτε στη Σαλονίκη» είναι νομίζω το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημα που έχετε γράψει και έχει εκδοθεί. Πως ξετυλίγεται η συγγραφή μιας μυθιστορίας όταν συνδιαλέγεται με ιστορικά γεγονότα; Ποια είναι η χρυσή τομή;
Όντως το «Κάποτε στη Σαλονίκη» είναι το πρώτο μου βιβλίο που καταπιάνεται με μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Αυτό σίγουρα έχει μια παραπάνω δυσκολία. Να τη μάθεις την εποχή, να την αποδώσεις σωστά, να μην την προδώσεις. Η μεγαλύτερη παγίδα βέβαια δεν είναι τα ιστορικά γεγονότα που εύκολα μπορεί να τα βρει κάποιος σε όλες τους τις λεπτομέρειες. Είναι η καθημερινή ζωή, τι φορούσαν οι άνθρωποι, πώς μιλούσαν, πώς ήταν τα σπίτια τους κοκ.
Νομίζω πως η χρυσή τομή είναι αυτό ακριβώς. Να γράψεις μια ιστορία για τη ζωή μερικών ανθρώπων κι όχι μια ανάλυση του τι έγινε τότε. Η ενσωμάτωση του ιστορικού και του μεγάλου μέσα στο καθημερινό και το μικρό είναι ένα στοίχημα. 

Το θέμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστό, για κάποιους λόγους είχε καλυφθεί με ένα πέπλο σιωπής και μόνο τα τελευταία χρόνια γίνεται γνωστός ο σημαντικός και μείζων ρόλος της εβραϊκής κοινότητας στα δρώμενα της πόλης πριν τον Β’Π.Π. Ποια είναι η γνώμη σας; Δυσκολευτήκατε περισσότερο να το προσεγγίσετε λόγω της ιδιαιτερότητάς του;
Αυτή ακριβώς η σιωπή εμένα με έλκυσε. Γιατί την πρόλαβα. Η ενασχόληση με τους Εβραίους της Ελλάδας και την τύχη τους στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο είναι κάτι που γίνεται συστηματικά τα 10-15 τελευταία χρόνια. Πριν υπήρχαν μόνο σποραδικές αναφορές. Ο πατέρας μου πήγε να σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του ‘50. Οι μνήμες ήταν νωπές κι όμως κανένας δεν μιλούσε γι’ αυτό το θέμα. Σε κουβέντες μας τον πίεζα να θυμηθεί από τότε κάποια συζήτηση, κάποια αντίδραση. Μου έλεγε ότι οι κάτοικοι της πόλης περιορίζονταν σε σύντομες αναφορές. «Ε ναι! Τους μαζέψανε». Χωρίς να μπαίνουν στο πώς, γιατί, τι αντιδράσεις υπήρξαν. Κι αυτό γιατί, δυστυχώς, ουσιαστικά δεν υπήρξαν αντιδράσεις. Μια εξήγηση θα ήταν ότι κανένας τότε, ούτε οι ίδιοι οι Εβραίοι, δεν μπορούσαν να αντιληφθούν το μέγεθος της καταστροφής και το σχέδιο της εξολόθρευσης. Περίμεναν απλώς μια αναγκαστική μετοίκηση στην Πολωνία. Είναι μια εξήγηση αλλά δεν είναι η μόνη… 

Θα θέλατε να μου πείτε λίγα λόγια για τη συγγραφή του βιβλίου; Πόσο διάστημα κράτησε; Ποιο κομμάτι σας δυσκόλεψε περισσότερο; Γνωρίζατε εξαρχής το πώς θα κυλήσει η ιστορία; Πως γεννήθηκαν οι ήρωές σας;
Η καθαυτό συγγραφή κράτησε γύρω στους 6-7 μήνες. Η προετοιμασία όμως, συνειδητή και ασυνείδητη, πολλά χρόνια.
Τα κομμάτια που με δυσκόλεψαν περισσότερο –και αυτό συμβαίνει σε όλες μου τις ιστορίες- ήταν οι ερωτικές/αισθηματικές σκηνές. Νιώθω ότι είναι πολύ δύσκολο ν’ αποδώσεις ένα τόσο προσωπικό κομμάτι χωρίς να γίνεις γλυκανάλατος, ανεδαφικός ή χυδαίος.
Η πλοκή υπήρχε εξ αρχής στις αδρές της γραμμές. Είναι σαν ένα μεγάλο ταξίδι. Ξέρεις από πού θα ξεκινήσεις, ξέρεις πού θέλεις να πας, άντε και να ξέρεις δυο – τρεις βασικές στάσεις. Τα άλλα τα βρίσκεις στην πορεία.
Ο πρώτος ήρωας που «γεννήθηκε» ήταν ο Μπενίκο. Χρόνια πριν, διαβάζοντας το «Τέλος της μικρής μας πόλης» του Δημήτρη Χατζή και την περιγραφή του για τους μεροκαματιάρηδες Εβραίους των Ιωαννίνων. Αμέσως μετά η Χριστίνα. Ήρθε και με βρήκε η μορφή της, ένα λιγνό μελαχρινό κορίτσι με τεράστια κοτσίδα που συναντά στο λιμάνι τον ιερωμένο θείο της. Σταδιακά και οι υπόλοιποι. 

Ο Αλμπέρτο λόγω της ιταλικής του υπηκοότητας «απαλάσσεται» από τις διώξεις των Γερμανών. Γνωρίζετε περιπτώσεις σαν του Αλμπέρτο;
Μέσα από τα βιβλία που διάβασα για την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, ναι. Οι πιο «τυχεροί» βέβαια δεν ήταν οι Ιταλοί υπήκοοι. Ούτε αυτοί, με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας στους συμμάχους, κατάφεραν ν’ αποφύγουν τις συλλήψεις και τον εκτοπισμό. Υπήρξαν όμως λίγοι Ισπανοί υπήκοοι. Ο Φράνκο είχε ζητήσει από τους Γερμανούς την απαλλαγή τους από τα μέτρα και τη μεταφορά τους στην Ισπανία. Κι επειδή ήταν, όχι ακριβώς σύμμαχός τους, αλλά συμπαθών, οι Γερμανοί το δέχτηκαν. Οι Ισπανοί υπήκοοι σώθηκαν σχεδόν όλοι. 

Πόσο δύσκολο είναι να γράφεις μία ιστορία που εξελίσσεται σε ένα μη οικείο περιβάλλον για τον συγγραφέα, όπως είναι της Θεσσαλονίκης για εσάς;
Πολύ! Έτρεμα συνεχώς μην μπερδέψω δρόμους, αποστάσεις, περιοχές. 

Το κλίμα της εποχής εκείνης σας θυμίζει καθόλου τη σημερινή κοινωνική κατάσταση; Πιστεύετε ότι η Ιστορία διαγράφει κύκλους;
Υπάρχουν ομοιότητες. Η οικονομική κρίση που ευνοεί την κοινωνική κρίση που ευνοεί τις ακραίες απόψεις. Η Ιστορία όντως διαγράφει κύκλους. Πάντοτε όμως υπάρχουν μικρές διαφορές που κάνουν η κατάληξη να μην είναι ποτέ ακριβώς η ίδια. Μπορεί να είναι καλύτερη ή χειρότερη αλλά ίδια δεν είναι. 

Ο καταδικασμένος έρωτας είναι αγαπημένο θέμα των μυθιστοριογράφων. Πώς διαφοροποιείται το «Κάποτε στη Σαλονίκη» κατά τη γνώμη σας;
Δεν είμαι σίγουρη ότι διαφοροποιείται. Δεν υπάρχουν 100 τρόποι να περιγράψεις έναν καταδικασμένο έρωτα. Αν όμως το κάνεις καλά ο αναγνώστης θα το ευχαριστηθεί με τον ίδιο τρόπο που θα ευχαριστηθεί ένα καλομαγειρεμένο φαγητό, κι ας το έχει δοκιμάσει εκατοντάδες άλλες φορές στη ζωή του. 

Πολλοί συγγραφείς αναφέρουν ότι τα ονόματα των ηρώων είναι μείζονος σημασίας. Σε κάποιο σημείο η Χριστίνα λέει στον Αλμπέρτο πως δεν είναι δυνατόν μία Χριστίνα να απαρνηθεί τον Χριστιανισμό και να αλλαξοπιστήσει. Τι σημασία έχουν για εσάς τα ονόματα των μυθιστορηματικών σας παιδιών;
Κάποιες φορές αρκετή, κάποιες φορές καθόλου. Στην Χριστίνα ήθελα αυτό το όνομα, γιατί η φράση της, που κι εσείς ξεχωρίσατε, ήταν από τα πράγματα που ήξερα από την αρχή ότι θα έγραφα σ’ αυτό το βιβλίο. Σε άλλα όμως πρόσωπα η επιλογή ονόματος ήταν εντελώς τυχαία. 

Είστε ικανοποιημένη από την ανταπόκριση του κόσμου; Ποια είναι η γνώμη των κριτικών και του κοινού;
Θα ήμουν πραγματικά αχάριστη αν δήλωνα δυσαρεστημένη από την ανταπόκριση του κόσμου από το 2012 που κυκλοφόρησε η πρώτη μου ιστορία μέχρι σήμερα. Υπήρξε θερμή και ξεπέρασε κάθε προσδοκία μου. Νομίζω ότι σε γενικές γραμμές αυτά που γράφω αρέσουν. Όχι βέβαια σε όλους ούτε όλα εξίσου. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν αφύσικο. 

Η πίστη στις παραδόσεις, στη θρησκεία, στην πατρίδα – η έννοια της πίστης διατρέχει όλο το μυθιστόρημα κατά τη γνώμη μου. Έχει αλλοιωθεί η έννοια της πίστης σήμερα;
Κατά κάποιον τρόπο ανέκαθεν αλλοιωμένη ήταν η πίστη. Υπήρχαν οι λίγοι που πίστευαν γνησίως σε μια ιδέα, σε μια θρησκεία, σε μια πατρίδα και οι πολλοί που έκαναν αυτήν την «πίστη» σημαία μίσους νοθεύοντας το περιεχόμενό της. Νομίζω ότι και σήμερα όπως και χθες όπως και αύριο μια μειοψηφία θα κρατά την ουσία της κάθε πίστης και θα την μεταλαμπαδεύει στην επόμενη γενιά.

Κάποτε στη Σαλονίκη, της Μεταξίας Κράλλη
Εκδόσεις Ψυχογιός
σελ. 742

Συνέντευξη: Ελένη Μαρκ

1
Μοιράσου το