Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Mektoub, My Love: Canto Uno, του Abdellatif Kechiche

feature_img__mektoub-my-love-canto-uno
“Mektoub” στα Αραβικά σημαίνει μοίρα, το απροσδιόριστο «γραμμένο». Γι’ άλλους μια συναρπαστική και θελκτική tabula rasa και γι’ άλλους μια αναπόδραστη, σκληρή ειμαρμένη. Πάντα διττή ήταν δηλαδή η φύση της μοίρας, πάντα αχανές κι απροσδιόριστο το νόημά της. Το μόνο σίγουρο είναι όμως ότι όλοι, τόσο οι απελευθερωμένοι απ’ τα δεσμά της όσο κι οι βαθιά σιδηροδέσμιοι, προσπαθούν να την ιχνηλατήσουν, να τη βιώσουν και να την προσεγγίσουν· με λίγα λόγια να προετοιμαστούν για τα μελλούμενα. Αυτός φαίνεται να είναι κι ο αγνός στόχος της τελευταίας ταινίας του Γαλλοτυνήσιου σκηνοθέτη Abdellatif Kechiche, του μεθυστικά καλοκαιρινού “Mektoub, My Love: Canto Uno”.

Ο βραβευμένος με το Χρυσό Φοίνικα καλλιτέχνης (πίσω στο Φεστιβάλ των Καννών του 2013) επιστρέφει μετά το αριστουργηματικό “La Vie d'Adèle” μ’ ένα βαθύτατα νατουραλιστικό ψυχογράφημα της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας, συνθέτοντας με απλά, ανόθευτα υλικά ένα σαγηνευτικό καλοκαιρινό έπος που διεγείρει όλες πραγματικά τις αισθήσεις του θεατή. Διασκευάζοντας ελεύθερα το μυθιστόρημα “La Blessure, la vraie” του Γάλλου συγγραφέα François Bégaudeau, oKechicheθα εστιάσει την αφήγησή του σε μια παρέα πανέμορφων κι ελκυστικών νέων που περνούν τις καλοκαιρινές τους διακοπές σε μια μαγευτική, παραθαλάσσια πόλη της Γαλλίας. Φιλοτεχνεί έτσι υπομονετικά και μεθοδικά μια σπινθηροβόλα, θερινή ιστορία που σφύζει από ζωή και λαχτάρα. Γεμάτη με ηλιοκαμένα νεανικά σώματα και έξοχα, φωτογενή πρόσωπα. Αυτή η έξοχη (εκ των υλικών της) σύνθεση θα είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που σχεδιάζεται να αποτελέσει το Magnum Opus του δημιουργού (με το δεύτερο τραγούδι/ Canto Due ή Intermezzo να βρίσκεται ήδη σε προπαρασκευαστικό στάδιο).

Βρισκόμαστε στον Αύγουστο του 1994 κι ο νεαρός Amin (Shaïn Boumedine), ένας ερασιτέχνης φωτογράφος κι επίδοξος σεναριογράφος, εγκαταλείπει τις ιατρικές σπουδές του στο Παρίσι κι επιστρέφει για το καλοκαίρι στην εξωτική, παραθαλάσσια γενέτειρά του κάπου στη Νότια Γαλλία. Εκεί θα βρει την παιδική του φίλη Ophélie (την οποία κι ενσαρκώνει η πραγματική αποκάλυψη και καθηλωτική ιέρεια του φιλμ Ophélie Bau) και το γυναικοκατακτητή ξάδερφό του Tony (Salim Kechiouche) με τον οποίο η πρώτη διατηρεί παράνομο δεσμό, θα γνωρίσει τη Celineκαι τη Charlotte, δύο πανέμορφες κι «ολόφρεσκες» τουρίστριες από τη Νίκαια της Γαλλίας, και θα ενσωματωθεί μαζί τους σ’ έναν ευρύτατο κύκλο φίλων και συγγενών με μια αίσθηση τρυφερής και συναισθηματικά φορτισμένης παλιννόστησης. Σαν να μην έφυγε ψυχικά και πνευματικά ποτέ από την πατρίδα. Ο Amin μοιράζει το χρόνο του μεταξύ της αναζωογονητικής, καλοκαιρινής «διάλυσης» και της δουλειάς στο οικογενειακό εστιατόριο και περνάει αυτές τις μέρες της ψυχικής ελευθερίας σε μια αέναη περιδίνηση μεταξύ παραλίας, χορού, νυχτερινής διασκέδασης και φωτογραφίας! Όλα μοιάζουν ιδανικά, αγνά κι αθώα. Κι όλα γιγαντώνονται και καταλήγουν μέσα από την αριστοτεχνική, ρεαλιστική ματιά του Kechiche στη φυσική τους και πελώρια διάσταση: τη νεανική εξάντληση. Την εκτόνωση των συναισθημάτων και των ψυχικών εντάσεων. Άγχη, μυστικά, τρυφηλές περιπτύξεις, ηδονικές ματιές αλλά και αβάσταχτες, άφατες λύπες θα κατασκευάσουν μια ρευστή και κοχλάζουσα πραγματικότητα στην οποία θα εξαγνιστούν όλα τα νεανικά πάθη. Θα απολυτρωθούν εν τέλει εκείνοι οι «αχνιστοί» καημοί που βιώνει ο άνθρωπος μέσα σ’ ένα κατάφωτο και πολύχρωμο καλοκαίρι.

Κι εκεί ακριβώς εδράζεται η δεξιοτεχνική ιδιοφυΐα του σκηνοθέτη. Παρ’ ότι χρησιμοποιεί ένα εκτενέστατο καστ (αν κι αυτό δεν στερείται ερμηνευτικής ικανότητας), η αμιγώς πραγματιστική και «ηθογραφική» μεθοδολογία της αφήγησης εγκλωβίζει μέσα στο ράθυμο φιλμικό χωροχρόνο τα συναισθήματα του θεατή σαν να βρίσκεται κι αυτός εκεί. Κι εν τέλει αυτή η αργόσυρτη, βραδυφλεγής ροή του μελοδράματος αποκτάει μια δυναμική επικοινωνίας των τελούμενων επί της οθόνης. Μπορεί ποτέ να μην αναπτύσσονται σ’ όλο τους το βάθος τα κίνητρα κι οι κοινωνικοσυναισθηματικές ιδιαιτερότητες των ηρώων -κεντρικών και περιφερικών-, πράγμα πολύ φυσικό άλλωστε δεδομένου του αριθμητικού πλήθους τους, παρ’ όλα αυτά το φιλμ δεν στερείται τίποτα στην ταύτιση του θεατή με την υπόθεση και τα πρόσωπα. Σ’ αυτό συμβάλει κι η αρτιότατη απόδοση των ρόλων από τους ηθοποιούς, γεγονός που σου υποβάλλει μια αμυδρή αίσθηση αυτοσχεδιαστικής ερμηνείας. Κι όμως, αυτή η αίσθηση αναδίδεται μόνο και μόνο χάρη στην εικαστική προσέγγιση και το φυσικότατο χειρισμό της κάμερας από τον σκηνοθέτη, πράγμα που φανερώνεται από τον αριστουργηματικό επιμερισμό της οπτικής πληροφορίας στην κάθε λήψη. Έχουν προηγηθεί προφανώς ατέλειωτες ώρες δουλειάς και προετοιμασίας κι ένα λεπτοδουλεμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια ντεκουπάζ για να παραχθεί αυτό το σαγηνευτικό αποτέλεσμα. Τα κάδρα του σκηνοθέτη είναι ως επί το πλείστον τετραγωνισμένα με λιτότατες συνθέσεις, που σε συνδυασμό με την ελεύθερη (σχεδόν ταλαντευτική) κίνηση της κάμερας μαγνητίζουν το ενδιαφέρον του θεατή στις γεωμετρικές τους λεπτομέρειες και στη δράση της υπόθεσης. Τα πλάνα είναι σφιχτά, μεσαία-κοντινά απομονώνοντας έτσι συχνά τα πρόσωπα του δράματος από τον περιβάλλοντα σκηνικό χώρο κι αναδεικνύοντας σε ύψιστο βαθμό την εκφραστική τους δυναμική. Άλλα στοιχεία που πιστοποιούν αφενός την τεχνική κατάρτιση του καλλιτέχνη και συμβάλλουν αφετέρου στην καθήλωση του βλέμματος στην οθόνη είναι ο γραμμικός (κι επομένως προσιτός κι ευκολοδιάβαστος) άξονας της αφήγησης, οι συχνές οριζόντιες γωνίες (στο ύψος του θεατή ούτως ειπείν), η φυσικότατη προοπτική των πλάνων καθώς και το ρεαλιστικό βάθος του πεδίου της λήψης, γεγονός που φέρνει την πλοκή πραγματικά κάτω από τα μάτια του θεατή. Ρεαλιστική κινηματογράφηση στο έπακρο!

Δεν αρκούν όμως αυτές οι πολύ υψηλές ομολογουμένως ποιότητες για να χαρακτηριστεί ένα φιλμ ως κομψοτέχνημα. Γιατί δυστυχώς το δημιούργημα του Γαλλοτυνήσιου σκηνοθέτη βρίθει πολλών και σημαντικών τεχνικών αλλά και εικαστικών αδυναμιών. Αρχικά, η βασική ατέλεια της ταινίας μπορεί να περιγραφεί με μία και μόνο λέξη: ΚΟΥΡΑΖΕΙ! Και δεν είναι τόσο η πολύ μεγάλη της διάρκεια. Και το αριστουργηματικό κι αειθαλές «La vie d'Adèle» τρίωρο ήταν άλλωστε. Είναι κυρίως οι γιγαντιαίες (τραβηγμένες από τα μαλλιά για την ακρίβεια) και σχεδόν αχρείαστες σεκάνς του Kechiche που από κάποιο σημείο και μετά αποξενώνουν από το φιλμικό γίγνεσθαι. Κι αυτό βέβαια έχει ως άμεση συνέπεια την καταβαράθρωση του ρυθμικού τέμπο που προσπαθεί απεγνωσμένα να συνθέσει ο σκηνοθέτης. Χάνει με λίγα λόγια η ταινία τη σπονδύλωση και τη στοχοπροσήλωσή της. Όλο νομίζεις πως κάπου θα καταλήξει κι όλο σκοντάφτει άτσαλα και χάνει το ρυθμό της. Καταλήγει έτσι άμορφη και άτονη να αιωρείται διαρκώς γύρω από το θέμα που θέλει να θίξει, χωρίς ποτέ όμως να το αγγίζει. Από την άλλη έχουμε τη γνώριμη ηδονοβλεπτική (αν όχι προβοκατόρικα πανηδονιστική) ματιά του Kechiche που γλύφει τα γυναικεία σώματα κι επικεντρώνεται σχεδόν ασταμάτητα στη σεξουαλικότητα του κορμιού των χαρακτήρων, γεγονός που από την πρώτη κιόλας σκηνή θα θίξει και θα σοκάρει τους περισσότερο αντιδραστικούς (κατηγορείται εύκολα από κάποιους η ταινία για σεξισμό- σίγουρα όχι από εμένα). Και μάλλον όλο αυτό, σε αντίθεση με την αμέσως προηγούμενη ταινία του δημιουργού, γίνεται λίγο προσποιητά και χάνει εκείνη την ανόθευτη και ατόφια ειλικρίνεια της προκλητικής και σκληρής αφήγησης που χαρακτηρίζει για παράδειγμα το σινεμά του Larsvon Trier (τη σκοτεινότερη κι ακριβώς αντίθετη από του Kechiche δηλαδή κινηματογραφική εκδοχή). Τέλος, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κάποιος την ανυπόφορη σεναριογραφική μοιρολατρία του πρωταγωνιστή, που μένει σχεδόν αμέτοχος στις σπαρταριστές και «ζουμερές» εξελίξεις του καλοκαιριού, στάση που δυσκολεύει σίγουρα το θεατή να ταυτιστεί μαζί του. Από την άλλη όμως, ας μην ξεχνάμε πως αυτό το φιλμ αποτελεί το πρώτο κομμάτι μιας πολυαναμενόμενης τριλογίας. Είναι δηλαδή ένα έργο τέχνης εν εξελίξει και μπορούμε κάλλιστα να παραχωρήσουμε το πλεονέκτημα της αμφιβολίας στο δημιουργό του, περιμένοντας τη συνολική κατασκευή που θα δικαιώσει την αναμονή και θα ολοκληρώσει έτσι τις μισοδουλειές και τις ατελέσφορες προσπάθειες του πρώτου μέρους. Γι’ αυτή και μόνο την ελπίδα και παρά την καταφανέστατη μετριότητα της ταινίας, αξίζει σίγουρα το χρόνο σας. Πρόκειται άλλωστε για έναν πραγματικά σπουδαίο κινηματογραφιστή και κάθε του ταινία αποτελεί από μόνη της μια είδηση.

Ελπίζω να έχετε μια αξέχαστη προβολή.

Mektoub, My Love: Canto Uno, του Abdellatif Kechiche
Μεταφρασμένος Τίτλος: Mektoub, Αγάπη Μου
Είδος: Κοινωνικό Δραμα, Κομεντί
Διάρκεια: 181'

1
Μοιράσου το