Η διαδικασία επιλογής των ιστοριών που θα βραβευτούν μας άφησε με ανάμεικτα συναισθήματα. Πρωτίστως, χαράς και ενθουσιασμού, διότι ήταν απολαυστικό και συγκινητικό να διαβάζουμε τις προσωπικές σκέψεις και τα μύχια αισθήματα που σπεύσατε να μοιραστείτε μαζί μας. Από την άλλη όμως, υπήρχε και μια χροιά αμηχανίας και προβληματισμού. Η έκφραση, η εξωτερίκευση, η επικοινωνία, η τέχνη δεν κατατάσσονται, δεν κάνουν πρωταθλητισμό, δεν εμπίπτουν σε κάποιο point system, δεν τσουβαλιάζονται ως καλές, μέτριες και κακές. Δυστυχώς, ήμασταν υποχρεωμένοι, βάσει των εξαγγελιών μας, να καταλήξουμε στις τρεις ιστορίες.
Ο Μάκης Πανώριος είναι ένας δημιουργός που, δίχως μεγάλη υπερβολή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο ‘Πατριάρχης του ελληνικού Φανταστικού’, με σημαντικό συγγραφικό και ανθολογικό έργο που εκτείνεται στο πέρασμα δεκαετιών. Για το έργο του έχει τιμηθεί ουκ ολίγες φορές, ενώ επίσης έχει εργαστεί ως ηθοποιός και ζωγράφος (περισσότερα για την πορεία του αναφέρει ο ίδιος εντός της συνέντευξης). Κύρια μυθιστορήματά του η τριλογία «Η διαδρομή/Η Καταδίκη» (2005, επανέκδοση παλαιότερων έργων), «Το Μαυσωλείο» (2006) και «Η σιωπή στο τέλος του δρόμου» (2010), στα οποία πρωταγωνιστεί ο Αλέξανδρος, γενολογικό/γενόσημο [generic] όνομα του ανθρώπινου όντος.
Ο Καζούο Ισιγκούρο γεννήθηκε στη μαρτυρική πόλη του Ναγκασάκι στις 8 Νοεμβρίου του 1954 και μετακόμισε, μαζί με την οικογένειά του, στην Αγγλία, σε ηλικία έξι ετών. Μεγαλωμένος με ιαπωνική ανατροφή, σε ένα σπίτι όπου μιλιόταν η ιαπωνική γλώσσα, αλλά ζώντας σε αγγλικό έδαφος, ο Ισιγκούρο άντλησε στοιχεία από αμφότερες τις κουλτούρες με τις οποίες συναναστράφηκε. Πραγματοποίησε το συγγραφικό του ντεμπούτο το 1982, με το “A Pale View of Hills” και επτά χρόνια αργότερα, τιμήθηκε με το βραβείο Booker για το καταπληκτικό «Τα απομεινάρια μιας μέρας», το οποίο και θα μας απασχολήσει εν προκειμένω.
Ο σπουδαίος Παύλος Μάτεσις υποστήριζε πως είναι το κορυφαίο μυθιστόρημα του 20ού αιώνα (άποψη, αρκετά αιρετική, όταν οι περισσότεροι αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στον «Οδυσσέα» του Τζόις, το «Αναζητώντας Τον Χαμένο Χρόνο» του Προυστ και τον «Ξένο» του Καμύ). Ανεξάρτητα από το αν η καθολική εγκυρότητα μιας τέτοιας διαβεβαίωσης είναι, στην πραγματικότητα, συζητήσιμη (στη συνείδηση του γράφοντα, η «Βουή Και Η Μανία», πάλι του Φώκνερ, το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν, η «Ναυτία» του Σαρτρ, ο «Πύργος» του Kάφκα και η «Παναγία Των Λουλουδιών» του Ζενέ, διεκδικούν επίσης τη θέση της κορυφής), δε μπορείς παρά να νιώσεις δέος διαβάζοντας ένα έργο σαν το «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!». Ένα έργο τόσο περίπλοκο και πυκνό που το ίδιο το γεγονός ότι γράφτηκε να αποτελεί κάτι σαν σκάνδαλο.