Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Κωστής Παλαμάς-οι μούσες που αγάπησα, της Μαρίας Παναγιωτακοπούλου

feature_img__kostis-palamas-oi-mouses-pou-agapisa-tis-marias-panagiotakopoulou
Μια αντι-παρουσίαση του παραπάνω βιβλίου επιχειρώ, παραβλέποντας καθιερωμένα σχήματα βιβλιοπαρουσιάσεων. Αναζητώ δύο τινά: (α) αυτό που λέγεται έρωτος φύσις, εν προκειμένω στην Παλαμική ποιητική τέχνη, και (β) την τέχνη της Μαρίας Παναγιωτακοπούλου να την σεναριογραφεί.

Σπεύδω να δηλώσω ευθύς εξ αρχής ότι διαβάζοντας το βιβλίο της Μ.Π. μου γεννήθηκαν, συν τοις άλλοις, δύο προβληματισμοί, οι οποίοι ασφαλώς επιδέχονται κριτική και αμφισβήτηση, για τους οποίους ανά πάσα στιγμή είμαι έτοιμος να αλλάξω γνώμη εάν χρειαστεί. Ποιοι είναι αυτοί; (α) Ο Παλαμάς δεν είναι ερωτικός, ο Έρως είναι παλαμικός και εξ αυτού του λόγου η έρωτος φύσις είναι Παλαμική και (β) οι λεγόμενοι ερωτικοί ποιητές δεν είναι οπωσδήποτε δέσμιοι εμπαθούς και μυστηριώδους σεξουαλικότητας, όσο αν και γι΄ αυτές τις αντιλήψεις πολλών, ειδικών και μη, ψυχαναλυτών, αποδομηστών, αλλά και θεολόγων ηθικολόγων, ευθύνονται εν πολλοίς και οι ίδιοι με τον ιδιαίτατο τρόπο του βίου τους. Μα συχνά και η κλονισμένη σωματική υγεία τους. Εκλαμβάνουμε την εξ αποστάσεως ονειροπόλησή τους, που την προκαλεί κάθε θελκτική ύπαρξη, ως αληθινό έρωτα. Περιπτώσεις άπειρες και στους μεγάλους μουσικούς. Ο Π. Κανελλόπουλος αναφέρει την έλξη που ασκούσε στον Schubert, που ήταν και ποιητής, η μικρή μαθήτριά του Καρολίνα που ήταν μόλις δεκατριών ετών. Μα δεν ήταν έρωτας.

«Βλέπεις» στο υπόψη βιβλίο τον μεγάλο ποιητή με την ακοή. Γιατί φρόντισε η Μαρία, με την ανθηρότητα της τέχνης της, να τον βγάλει από την απομόνωσή του και να τον κάνει λίαν ομιλητικό. Σεναριογραφεί η συγγραφέας, μεριμνώντας μήπως και φανεί κατώτερη της πρωτοβουλίας της να μιλάει για λογαριασμό του. Φρόνιμος αγωνία την κατέχει, την εκδηλώνει στον πρόλογο. Δέος ταπεινό απέναντι στον ποιητή, καθώς τον ζωντανεύει μπροστά μας ζωντανό λίαν, αυτό-πρόσωπο-γραφόμενο. Και εδώ που τα λέμε, χωρίς υπερβολή, η έκπληξη δεν είναι στο βιβλίο οι μούσες του ποιητή, αλλά η τέχνη της συγγραφέα-υποβολέα ενός θρύλου. Η αρτιότητα του λόγου της μας δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι διηγείται ο ίδιος τα του βίου του. Τα διηγείται και μας απορροφά, όπως το παραμύθι ένα μικρό παιδί. Η συνέχεια γνωστή, η σκηνοθεσία του κορυφαίου Γρηγόρη Βαλτινού θα βρει στο κείμενο της Μαρίας πρόσφορο τόπο για να ζωντανέψει ένα ποιητή-θρύλο.

Μένεις πάντως με την εντύπωση ότι δεν πρόκειται για τον «άλλο» Παλαμά, όπως θα έλεγε κάποιος, τον ερωτικό. Κανένας δεν είναι εν τέλει «άλλος» στον έρωτα, απεναντίας είναι ο αυθεντικός εαυτός του. Δεν εξαιρούνται οι ποιητές, αφού ανέραστοι δεν ευδοκιμούν. Τον όποιο διχασμό τους τον υπερβαίνει θριαμβευτικά η ποίησή τους. Και η πέραν του Εγώ τους παλικαρίσια συνάντηση, που τόσο εμφατικά διατύπωσε ο περιπλανόμενος στην Χάραρ Arthur Rimbaud: «Εγώ Είναι ο Άλλος». Πρωτίστως στον έρωτα.

Στις σελ.105 και 110 του βιβλίου συναντάμε, συμπτωματικά όπως εκτιμώ, τον P.B. Shelley. Ναι, καλά διαβάσατε, αυτόν που έγραψε την «Υπεράσπιση της ποίησης». Δύο τινά ανακαλούνται στη μνήμη μας με το που αναφέρεται. Πρώτον, το ερωτικό ποιητικό έργο του «Επιψυχίδιον» (1821) για την ευγενή και ατυχή κυρία Εμίλια Ε, μια, όπως ο ίδιος δηλώνει, εξιδανίκευση ζωής και συναισθημάτων και, δεύτερον, επανέρχεται στη μνήμα μας και η άποψη για την ποίηση δύο κορυφαίων, του Hölderlin και του Ελύτη. Ο πρώτος, με έκδηλη την απογοήτευσή του, αναρωτήθηκε «Τι έχουν να μας πουν οι ποιητές σε μίζερους χρόνους» (1801!). Απάντηση ολόκαρδη: «Μα εσύ γνωρίζεις πολύ καλά από ποίηση, στη ποδιά της σφάζονται τα παλικάρια του έρωτα». Ακόμα και στην πιο φευγαλέα αισθησιακή μέθη. Τι λέει ο Λόρκα; «Από έρωτα πεθαίνουν τα παιδιά…». Ο δεύτερος, ο Ελύτης, «ερωτικός» λίαν και αυτός, μας άφησε παρακαταθήκη, μεταξύ άλλων, το εξαίσιο κείμενο «Πρώτα-πρώτα η ποίηση».

Ποιητές, έρωτας, ποίηση. Εάν παραφράσω τον Παλαμά, όχι αυτόν της συζύγου του Μαρίας, αλλά ετούτον εδώ της Μαρίας Παναγιωτακοπούλου, μάλλον αυτά τα τρία είναι τα «δικαιολογητικά του κόσμου» (σελ. 146). Επάγγελμα-ποιητής, αυτοπαρουσιάζεται στην Ελένη Κορτζά (σελ.106) και την εκπλήττει. Μα δείτε στη συνέχεια τι του έκαμε, «τάραξε» τη ζωή του! Είχε, βλέπεις, φως στα μάτια της (σελ.109). «Συνάντηση» (“Begegnung”) με τα όλα της, που πολύ θα ήθελε ο O. F. Bollnow να την αντιστοιχούσε με ανάλογες στον «αγαπημένο του» Rilke. Ώρα να θυμηθούμε και πάλι τον Shelley που αποκαλεί την Εμίλια «άγγελο φωτός, φως του φεγγαριού που βλέπει μέσα από θνητά σύννεφα, ένα αστέρι πέρα από όλες τις καταιγίδες». Χάνεσαι σε παραδείγματα, όταν η ύπαρξη ενός ποιητή αυτοδηλώνεται στον έρωτα και στην ποίηση με υποβολέα την Μ.Π.

Το συναντησιακό στοιχείο, εκδηλώνεται επίσης στον Παλαμά σε ήπια ανθρωπολογική διάσταση, όπως στη συνάντηση με τον Ε. Βενιζέλο (σελ.76). Μια σπανίως παρατηρούμενη στα καθ΄ ημάς εμφανισιακή δίδυμος κομψότης -κυριολεκτικά και μεταφορικά- Βουλής και Ποίησης. Και οι δύο ευγενικοί, απαλοί και αιθέριοι. Διατρέχει αυτό το συναντησιακό στοιχείο όλες τις σελίδες του βιβλίου ως υπαρξιακή έκ-σταση, πρωτίστως στη σχέση του ποιητή με τις «μούσες», αλλά και στα εκρηκτικά γεγονότα του οργισμένου πλήθους που τον χλευάζει (σελ.57 και 81). Το συναντάμε και με υπερβατικό παρονομαστή στον «Γύφτο» που, όπως λέει ο ίδιος ο Παλαμάς, «με το βιολί του μου τραγούδησε και με τ΄ αμόνι του με έπλασε» (σελ. 69). Ας μην παραλείψουμε με την ευκαιρία και την «περδικόστηθη τσιγγάνα» του! Με τρώει πάντως η απορία, εάν ο Παλαμάς είχε υπόψη του τους εξής στίχους του Rimbaud:

Δεν θα μιλώ, δεν θα σκέφτομαι τίποτα: αλλά ο απέραντος έρωτας θα ξεσηκώσει την ψυχή μου, και θα ξεμακραίνω, όλο και πιο μακριά, σαν τσιγγάνος, μέσα στην Φύση,- ευτυχισμένος σαν να’ χα ένα κορίτσι.

Όσο για τη διαφορά έρωτα και αγάπης θα μας τα πει ο ίδιος μιλώντας για τη σύζυγό του Μαρία, η οποία «δεν ήξερε να γράφει ποιήματα» (σελ.125). «Την αγάπησα δεν την ερωτεύτηκα» (σελ.51) θα μας διευκρινίσει. Σε παραλλαγή τώρα: «Αμέσως με το γάλα της μάνας μου βύζαξα την αγάπη της γυναίκας» (σελ.39). Και έπεται συνέχεια, μια διαβάθμιση με των ρημάτων την εναλλαγή: αντί «σ ΄αγαπώ» «σ΄ αγαπάω» (σελ.111). Ο Παλαμάς αγαπά τη Μαρία και αγαπάει την Ραχήλ! Η διάκριση αυτή, εμφατικά διατυπωμένη από τον ποιητή, μα και από τον άγιο Πορφύριο, ο οποίος μας συνιστά να μην λέμε «σ΄ αγαπώ», αλλά «σ΄ αγαπάω», είναι μια ηχηρή ανα-βάθμιση της αγαπητικής σχέσης, την οποία κομίζει η κατάληξη -άω. Μα και πάλι, δεν είναι ικανή να υποκαταστήσει, ας πούμε, τον ερωτικό παλμό του Συμεών του Νέου Θεολόγου. 

Έχοντας υπόψη μου και το βιβλίο του Π. Βουτουρή «Ο ερωτικός Παλαμάς» διευκρινίζω ότι το βιβλίο της Μ.Π. έχει περιεχόμενα, δομή και στόχο διαφορετικό από εκείνο. Μπορεί κανείς να αναζητά με κάθε πρόσφορο μέσο τις εσωτερικές σελίδες των ερώτων ενός ποιητή. Μπορεί ο ειδικός να καταφύγει σε ψυχαναλυτικές ερμηνευτικές διαδικασίες, στις οποίες συχνά το κερασάκι της τούρτας είναι η Sublimierung και το τραύμα. Δεν ξέρω τι θα μας έλεγε εάν γνώριζε την περίπτωση του Τh. Medwin(1788-1869) -την τόσο συχνά επαναλαμβανόμενη στην ανθρώπινη ιστορία- που ερωτεύτηκε και απήγαγε τη σύζυγο του συναδέλφου του. Στο βιβλίο της Μ.Π. δεν είναι αυτό το πρόταγμα. Εδώ μιλάει η ταλαντούχος της σκηνικής τέχνης του λόγου, εκεί η τεκμηρίωση επιστημονικών απόψεων. Δεν παραβλέπει τον μελαγχολικό, ερημίτη και «μυστικό» Παλαμά η Μ.Π., αλλά τον παραλαμβάνει από εκεί που άλλοι τον είχαν ξαπλωμένο «στο ντιβάνι» του Freud και τον ανεβάζει ρωμαλέο στη σκηνή. Με το δικό μου βλέμμα αυτομάτως και στη σκηνή του κόσμου.

Ας αφήσουμε τους ποιητές να μιλούν για έρωτα, αλλά και να τον ζουν. Ξέρουν πολύ καλά τι λένε και τι κάνουν. Ας μην τους χρεώνουμε πάντα σκοτεινά πάθη. Το θεωρούμενο εσωτερικό τους σκότος δεν είναι ύποπτο. O Shelley το αξιολογεί ως χορηγό ερωτικής επιθυμίας που σε υποδαυλίζει να βρίσκεται πάντα ερωτευμένος με κάποιον ή με κάτι. Τούτο ισχύει για όλους τους ανθρώπους που έχουν σάρκα και αίμα και αναζητούν διηνεκώς σε μια θνητή εικόνα το Αιώνιο. Ζω σημαίνει μαθαίνω να είμαι ερωτευμένος. Οι έρωτες των ποιητών είναι ο τρόπος με τον οποίο αναθάλλει από το χρυσοφόρο υπέδαφός τους, η πιο αυθεντική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξής μας, η αμοιβαιότητα. Είναι μια μορφή «αγχιβασίης» (Ηράκλειτος), προσέγγισης και αμφισβήτησης αυτού που όντως είμαστε, της άγιας, της καταγωγικής, μυστηριακής δύναμης, που διψά για τον Άλλον και δεν κηλιδώνεται ακόμα και στην πιο προκλητική έκφανση της σωματικότητας. Καταφεύγουμε στην αφιέρωση του Παλαμά στην νεαρή Αρτέμιδα:

Σιωπηλός το σώμα σου ύμνος ιερός
Προς θρησκεία και του φτερού και του δεσμού,
Χαριτωμένη

Δεν είναι λοιπόν οπωσδήποτε υπόθεση Sublimierung και ντιβανιού ο εσωτερικός κόσμος ενός ποιητή. Το παρακάνουμε με το να «χωνόμαστε στα πόδια τους», όταν μας αποφεύγουν! Ο Helmuth Plessner κατέκρινε τον Rousseau, τον «κλασικό» του ανοίγματος της καρδιάς στον Άλλον, ότι βλέπει τις σχέσεις μονοδιάστατα. Ο άνθρωπος έχει την τάση να δειχθεί και να αποκαλυφθεί, έχει όμως εκ φύσεως και την αντίθετη τάση, αυτή της ντροπής και της απόκρυψης. Στο «ήθος της απόλυτα ανεπιφύλακτης στάσης» ο Plessner αντιτάσσει την «τέχνη της μη εγγύτητας» (Kunst des Nichtzunahetretens), μιας παραλλαγής του «μη μου άπτου». Οφείλεις να μην υπεισέρχεσαι στα «χωρικά ύδατα» του Άλλου να μην τον ενοχλείς (Michael Großheim, Lob der Entfremdung, in)

Αδυνατούμε να κατανοήσουμε ότι τα χωρικά ύδατα του ποιητή δεν είναι κόλαση, όσο κι αν οι ίδιοι αδικούν τον εαυτό τους με τον τόσο μελαγχολικό τους λόγο. Αυτός είναι ο πυρήνας της conditio humana κάθε ποιητή, ο σκόλοπας, την χαμένη τιμή του οποίου αποκατέστησε ο Παύλος. Οπότε, το λογιζόμενο σκότος αναδεικνύεται εν τέλει σε πηγή φωτός. Υποφώσκει εδώ και το δικαίωμα καθενός να απολαμβάνει την «απουσία του». Οι πολλαπλοί και αλλοτριωτικοί κοινωνικοί ρόλοι, τον εκθέτουν στον ορίζοντα ετερότητα-σχέση, του στερούν κάποτε και το δικαίωμά του σε αντικατοπτρισμούς, όχι αναγκαστικά απωθημένων και ναρκισσιστικών πλεονασμάτων, αλλά εκείνων που τον αναδεικνύουν σε καρδίαν νήφουσαν. Αυτή είναι η χώρα του ποιητή! Παλαμική, εκτατό τοις εκατό, έρωτος φύσις

Με μια αναβάθμιση από το αγαπώ στο αγαπάω και από εκεί στον έρωτα, πέραν κάθε καλού και κακού του ερωτισμού, ξεδιπλώνει ο ερωτικός-σκηνικός Παλαμάς το βίο μας στο Ωραίο και ξεκλειδώνει την ποίηση μας από τους καημούς εμφυλίων και κοινωνικών επαναστάσεων. Ότι δεν κλήθηκε στη δεξίωση (σελ.54) από το Δήμαρχο ο συντάκτης του Ολυμπιακού Ύμνου -παρακμιακών το ανάγνωσμα- λίγο το κακό, αφού δεξιώνεται τον ποιητή από τότε συνεχώς η ανθρωπότητα τραγουδώντας τον Ύμνο κάθε λίγο και λιγάκι. Σημειωτέον ότι δεν έχασε και το καλά μαγειρεμένο φαγητό της Μαρίας του! Ο Παλαμάς υπερβαίνει την εποχή του, αντιστέκεται σ΄ αυτή και, υπ΄αυτή την έννοια, είναι «φιλόσοφος». Ότι όμως εν τέλει η Ναυσικά του μαράζωσε που «προδόθηκε» από τον Σικελιανό (σελ.126) και υπεράνω όλων ότι ο Άλκης αγγελοποιήθηκε, είναι δύο από εκείνα τα «συναντησιακά» γεγονότα που ταλανίζουν τον ποιητή ως πατέρα. Αδύνατον ο Παλαμάς να αγνοούσε τον πόνο του «Μεσολογγίτη» Byron, όταν έχασε την πενταετή κόρη του Αλλέγκρα. Είναι μόνον ο έρωτας ή η ποίηση αντίδοτο σε τέτοια συναντησιακά γεγονότα; 

Το βιβλίο της Μ. Παναγιωτακοπούλου εμπεριέχει μιαν απάντηση, που γνώμη μου είναι ότι η ίδια δεν την έχει συνειδητοποιήσει όντας απορροφημένη και σχεδόν «ερωτευμένη» με τον ποιητή. Εμπεριέχεται στην αναφορά της στους γονείς της – βρίσκεται στο βιογραφικό της- και στο όχι και τόσο αυτονόητο γεγονός ότι έχει μια φιλότεχνη και φιλόμουση («άμ’ έπος άμ’ έργον») οικογένεια: το Σάκη, την Άσπα, την Έλενα. Από τους γονείς της αντλεί, όπως η ίδια σημειώνει, την δίψα της δημιουργικότητας, την αξία της Τέχνης και της Γνώσης, αλλά και την έμπνευση για τις σπουδές της. Άλλο έρωτας, άλλο αγάπη, έχει δίκιο ο Παλαμάς. Δεν υποκαθιστά τον έρωτα η οικογένεια. Αλλά στην περίπτωση της Μ. Π. διαψεύδονται Παλαμάς και Shelley. Η ίδια η ζωή, ερήμην ποιητών και διανοούμενων, φιλτράει τον έρωτα και σου τον επιστρέφει αλώβητο στο χάδι των παιδιών σου, για τα οποία σε ευγνωμονεί, αφού χάρη σ΄αυτά την αιωνίζεις. Για Αιώνιο δεν ψάχνουν οι ποιητές; Μετά το σκότος, ας «ευλογήσουμε» φέρνοντάς το στα μέτρα μας και το «Επιψυχίδιον» (από το επί, εδώ με την έννοια του περί και ψυχούλα) τιμώντας τα παιδιά μας: “concerning or about a little soul”.

ΥΓ. Ανάγκη μου εσωτερική μια αναφορά, Νιτσεϊκής απόχρωσης, στο Σάκη, στην Άσπα και στην Έλενα, τα μέλη της οικογένειας της Μ. Π. Γεννήθηκε με το που άκουσα τη μουσική του Σάκη Παπαδημητρίου, τα μελοποιημένα ποιήματα του Παλαμά, καθώς και όταν είδα ποιοι ήταν οι συντελεστές της θεατρικής παράστασης που έγινε υπό την αιγίδα του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά στο Μεσολόγγι. Ας προετοιμαστώ για την αναφορά μου. Η μουσική του Wagner προκάλεσε νευρικό κλονισμό στον Ludwig Schnorr von Carolsfeld, δηλαδή στον πρώτο τραγουδιστή του Τριστάνου και της Ιζόλδης. Πέθανε το 1865 σε ηλικία 29 ετών κατά τη διάρκεια ενός «τριστανικού» ντελίριου αμέσως μετά την πρεμιέρα του. Σε ένα γράμμα του ο Wagner παραδέχεται ότι «η μουσική μου οδήγησε τον τραγουδιστή στην Άβυσσο». Ο Nietzsche, που από θαυμαστής έγινε χλευαστής του Wagner, ζήτησε να γίνει η μουσική «μεσογειακή», έχοντας ακούσει είκοσι φορές την “Carmen” του Biset. Έτσι δεν ένοιωθε «τον άρρωστο ιδρώτα («σορόκο») του βαγκνερικού ήχου». Σημειώνει γι΄ αυτή τη μουσική: «Έρχεται με ελαφρότητα, ευλυγισία, ευγένεια. Το καλό είναι ελαφρό, καθετί θεϊκό τρέχει με απαλά πόδια: πρώτη αρχή της αισθητικής μου». H προέκταση: ο Σάκης, η Άσπα, η Έλενα στην μετα- βαγκνερική τέχνη… Η αισθητική μας.

Κωστής Παλαμάς-οι μούσες που αγάπησα, της Μαρίας Παναγιωτακοπούλου
Εκδόσεις Ηδύφωνο
σελ. 184

τ. Καθηγητής Φιλοσοφίας των Επιστημών της Εκπαίδευσης
Ι. Ε. Θεοδωρόπουλος
- γράφει για το Artcore
1
Μοιράσου το