Καθώς το ημερολογιακό έτος ετοιμάζεται να μας αποχαιρετήσει, το πάλαι ποτέ αγαπημένο σας δίδυμο συντακτών επιστρέφει για ένα τελευταίο «χτύπημα», παρουσιάζοντάς σας τις -κατά την κρίση του- καλύτερες αμερικανικές τηλεοπτικές σειρές των τελευταίων χρόνων!
1919: ο μικρός George Bailey ζει σε μια μικρή πόλη, το Bedford Falls, και δουλεύει για να βοηθήσει την οικογένειά του. Από παιδί, υπερασπίζεται τη μικρή εταιρία δανεισμού του πατέρα του και το συμφέρον των συμπολιτών του απέναντι στον πλούσιο τραπεζίτη Mr. Potter, που φιλοδοξεί να αγοράσει ολόκληρη την πόλη και να εκμεταλλευτεί την περιουσία και την εργασία των κατοίκων της. Μεγαλώνοντας, ο George αφήνει πίσω του τις προσωπικές του φιλοδοξίες και το όνειρό του να ταξιδέψει σ' όλον τον κόσμο και αναλαμβάνει την εταιρία του πατέρα του. Τα χρόνια περνούν, παντρεύεται την παιδική του φίλη, Mary, δημιουργούν μια όμορφη οικογένεια και με κάθε ευκαιρία προσπαθεί να βοηθήσει και να προστατέψει τους συμπολίτες του από τον αδίστακτο και πλούσιο Potter.
Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης (The Boy) επιστρέφει στα κινηματογραφικά δρώμενα, με ένα project τολμηρό, πειραματικό και ιδιαίτερα προσωπικό, που μπορεί να φαντάζει απρόσιτο για το ευρύ κοινό, παραμένει, όμως, αισθητικά εντυπωσιακό και θεματικά άκρως ενδιαφέρον.
Δεν ξέρει κανείς πώς να ξεκινήσει ένα κείμενο για τον Andrei Tarkovsky. Είναι εκ των πραγμάτων δύσκολο να προσεγγίσεις, έστω και ακροθιγώς, τα έργα και τις ημέρες ενός εκ των ιδεολογικών πατέρων της σύγχρονης κινηματογραφικής θεωρίας, χωρίς ταυτόχρονα να διακινδυνεύεις την αντικειμενικότητα των λεγομένων σου και να εκθέτεις το γραπτό σου στο ρίσκο μιας εγκωμιαστικής κενολογίας. Ο Tarkovsky ήταν χωρίς αμφιβολία οραματιστής και πνευματικά αεικίνητος, ορθόδοξος τω πνεύματι και τη ψυχή, δεκτικός με το παρελθόν και ζηλωτής της τάξης· μα ταυτόχρονα κι ίσως περισσότερο εμφατικά ήταν βαθιά ανατρεπτικός και ρηξικέλευθος. «Λογοπλάστης» και θεμελιωτής νέων κόσμων κατά τον Bergman, ο μεγάλος Ρώσος σκηνοθέτης έζησε με ορμητικές ανησυχίες για το επέκεινα και ήταν ακριβώς αυτή η βιαιότητα του οντολογικού ερωτήματος που τον κατέτρυχε πνευματικά η οποία στιγμάτισε ανεξίτηλα το έργο και τις ιδέες του.
Ο Sean Baker έχει από καιρό ανακηρυχθεί το νέο τρομερό παιδί του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά. Το προπέρσινο “Tangerine” εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν το προσωπικό του στίγμα στον σύγχρονο κινηματογράφο. Γυρισμένο αποκλειστικά με τη χρήση iphone, το αναιδές αυτό αριστούργημα τάραξε τα νερά του indie κόσμου, με την ασύγκριτη αμεσότητά του και την γενναιότητα με την οποία προσέγγιζε τα δύσκολα κοινωνικά θέματά του.
Εσύ τα ξέρεις όλα για την πιο επιτυχημένη χριστουγεννιάτικη ταινία; Μάλλον όχι! Διάβασε 17 πληροφορίες που δε θα φανταζόσουν ποτέ!
Δύο χρόνια μετά την μεγάλη επιστροφή του franchise που συγκίνησε τρεις γενιές, δημιούργησε μία θρησκεία και προσέφερε μία υπέροχη σύνταξη στον George Lucas, ο Πόλεμος των Άστρων επιστρέφει με τους «Τελευταίους Jedi». Δύο χρόνια μετά το «Force Awakens» που ακόμα διχάζει το κοινό για το αν ήταν αντιγραφή ή φόρος τιμής το Falcon επιστρέφει. Και ο ενθουσιασμός είναι διπλός, διότι η ταινία έκανε πρεμιέρα στην ώρα της, μιας και δε γύρισε νέα ταινία ο Παπακαλιάτης. Μία όμως παράκληση. Επειδή, ο «Πόλεμος των Άστρων» είναι ένα πάθος και κάθε πάθος πρέπει να βιώνεται προσωπικά αιτείται να επιτραπεί η χρήση του α΄προσώπου. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν.
Και κάπως έτσι, ανέλαβα καθήκοντα ανταποκριτή για τον πιο αγαπημένο «πόλεμο» όλων των εποχών, προκαλώντας τη ζηλοφθονία των φίλων μου, που έχουν στρατευτεί από χρόνια με την Επανάσταση. Για να είμαι ξεκάθαρος, δεν είμαι φαν της σειράς. Προφανώς, αγαπάω τις ταινίες και απολαμβάνω τις διαστημικές ιστορίες που αφηγούνται, αλλά στη περίπτωση του “Star Wars” είναι πιο εύκολο να γίνεις Τζεντάι απ’ ό,τι φαν. Επίσης, ενίσταμαι κατά της επιλογής του Artcore για την απαίσια γραμματοσειρά. Αιτούμαι κίτρινων, πηχυαίων γραμμάτων που ταξιδεύουν στο σύμπαν.
Το «Εγώ, ο Κολοκυθάκης» (Ma vie de Courgette) είναι μια ταινία που την είδαμε στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» στο φεστιβάλ των Καννών του 2016. Στο περσινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης προβλήθηκε ως η μία από τις τρεις ευρωπαϊκές ταινίες που ήταν υποψήφιες για το βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθέτησε ο Ελβετός Claude Barras.
Καλοκαίρι του 1950, στην πολυσύχναστη πλαζ του Κόνι Άιλαντ, στα περίχωρα του Μπρούκλιν. Ένα σμήνος από λουόμενους, φασαριόζικο και παλλόμενο μεν, άμορφο και ακανόνιστο δε, απολαμβάνει τα θερινά του μπάνια. Στο πίσω φόντο, το ξόρκισμα των -κυρίως ψυχολογικών- δεινών του πολέμου και η δυσκολία επανάκαμψης σε μια γωνιά του Μεγάλου Μήλου που δεν βιώνει το baby boom και το αμερικάνικο μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα. Σύμβολο της γειτονιάς αυτής η ρόδα του λούνα παρκ, η διάσημη Wonder Wheel, που υπόσχεται και υλοποιεί ένα μόνο θαύμα: αυτό της αδιαπραγμάτευτης στασιμότητας.
Ψευδαίσθηση: ψευδής και αντίθετη προς την πραγματικότητα αντίληψη, εκτίμηση μιας κατάστασης· αυταπάτη, [λόγ.ψευδ(ο)- +αίσθη(σις) -ση]. Αν κάποια κινηματογραφική ταινία έχει καταφέρει να σας δημιουργήσει αυτή την αίσθηση και να εντυπώσει μέσα σας μια τάση πλάνης κι απόδρασης από τον κόσμο της υλικής πραγματικότητας που σας περιτριγυρίζει, τότε σίγουρα αυτή η δύναμή της οφείλεται στις τεχνικές που εισήγαγε ο Georges Méliès. Ένας πραγματικός μάγος της τότε νεογέννητης τέχνης του σινεμά, που γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1861, και στάθηκε ικανός, μέσω των οπτικών τρικ που χρησιμοποιούσε, να ξεγελάει τις συνειδήσεις των θεατών και να τους μεταφέρει στους φαντασιακούς τόπους των έργων του. Διέθετε τη δύναμη και την τέχνη να παρακινεί το κοινό να γευτεί το εξωπραγματικό θέαμα που τους προσέφερε, καθιστώντας τους ίδιους τους θεατές μετόχους στη μαγεία που αποκαλυπτόταν στο λευκό πανί μπροστά τους.
Μια φλεγματική σαιξπηρική ηρωίδα που ταξιδεύει ως τη Ρωσία μέσα από τη νουβέλα του Nikolai Leskov, για να ξαναβρεθεί στην αποξένωση της βρετανικής υπαίθρου του 19ου αιώνα. Ταξικά χάσματα και υπαρξιακά κενά, που μόνο μέσα απ’ τον έρωτα μπορούν να γεμίσουν, να εκπληρωθούν, να γεφυρωθούν, σε μια ατμόσφαιρα που έχει κάτι από Ανεμοδαρμένα Ύψη και μια ηρωίδα που έχει κάτι από Μαντάμ Μποβαρύ.
Όταν ήταν μικρή η Marilyn Monroe ονειρευόταν πως ήταν ο πατέρας της, ενώ η Joan Crawford είχε πει πως ήταν ο πιο αρρενωπός άντρας που είχε γνωρίσει ποτέ. Ο Clark Gable έδινε την εντύπωση ότι πίσω από την αρρενωπή και σκληρή του εμφάνιση, κρυβόταν ένας έντιμος κι ειλικρινής άνθρωπος. Ο Rhett Butler, που δεν έδινε δεκάρα για την κακομαθημένη Scarlett, έφυγε σε ηλικία 59 ετών.