Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, οι φοβεροί και τρομεροί αδερφοί Κοέν είχαν γράψει ένα σενάριο για ένα ντόμινο φόνων που εκτυλίσσεται σε ένα τυπικό καλοβαλμένο και αποστειρωμένο σκηνικό αμερικανικών προαστίων, στη δεκαετία του ’80. Για τον φίλο τους George Clooney, ο οποίος παραδοσιακά υποδύεται κάποιον όχι και τόσο ευφυή χαρακτήρα στις ταινίες τους, είχαν κατά νου τον βραχύ, αλλά τελείως πιασάρικο, ρόλο ενός ασφαλιστή που ανακαλύπτει τη βασική πλεκτάνη. Το παρατημένο αυτό πρότζεκτ ανέβαλε, λοιπόν, ο George Clooney, αλλάζοντας την πλοκή σε ορισμένους ουσιώδεις άξονες.
Χαϊδάρι, 1944. Ο Ναπολέων Σουκατζίδης, μαζί με χιλιάδες ακόμη Έλληνες, βρίσκεται κρατούμενος των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων. Εκτελεί χρέη διερμηνέα των Ναζί και ως εκ τούτου γίνεται συχνά αυτόπτης μάρτυρας της κτηνωδίας τους. Λόγω της ιδιαίτερης θέσης του, έχει αναπτύξει διαφορετική σχέση με τον Γερμανό διοικητή του στρατοπέδου. Μια σχέση ψυχοφθόρα, καθώς στην ουσία αδυνατεί να βοηθήσει τους συμπατριώτες του, οι οποίοι κοιτούν, δικαιολογημένα από τη μεριά τους, με καχυποψία την επαφή του με τον σκληρό διοικητή.
Όπως διατρανώνει εμφατικά ο τίτλος του, το «Χωρίς αγάπη», του σπουδαίου Ρώσου Andrey Zvyagintsev, φύεται κακήν κακώς σε ένα κόσμο στραγγιγμένο από οποιαδήποτε τρυφερότητα και ενσυναίσθηση. Σε ένα κόσμο άνυδρο και στείρο. Το αληθινά σπαρακτικό, όμως, στο σύμπαν του “Loveless” είναι ότι ανιχνεύονται, ακόμη και στα πιο σκοτεινά του σημεία, κάποιες στάλες ανάγκης. Ανάγκης για εκδήλωση συμπόνοιας, για κυοφόρηση αισθήματων, για την ανθρωπιά του να νοιάζεσαι και να μοχθείς για ένα σκοπό που σε υπερβαίνει εξ ορισμού και καθ’ ολοκληρίαν.
Ο Φινλανδός σκηνοθέτης Aki Kaurismäki στην ταίνια “The Other Side of Hope” μας δείχνει την άλλη πλευρά των ανθρώπων και των μεταξύ τους σχέσεων. Αποδομεί κάθε είδους στερεότυπες συμπεριφορές που σχετίζονται με ρατσιστικές ή μισαλλόδοξες προκαταλήψεις μέσα από τους φαινομενικά αταίριαστους χαρακτήρες του. Η ταινία ακροβατεί μεταξύ αληθινού και φανταστικού αποκαλύπτοντας μια διττή πραγματικότητα που αντικατοπτρίζει τον εσωτερικό κόσμο του κάθε ατόμου. Οι ήρωες της ταινίας, δοσμένοι με κωμικοτραγικά στοιχεία, φανερώνουν τόσο τις αδυναμίες όσο και τις πηγαίες δυνάμεις της ανθρώπινης φύσης. Ο χώρος και ο χρόνος καταρρίπτονται προσδίδοντας μια καθολική διάσταση στο θέμα, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τη μουσική που μοιάζει να ενώνει όλα τα κομμάτια της ιστορίας. Και οι δύο αυτοί μηχανισμοί προωθούν και εξελίσσουν τον μύθο της πλοκής αρμονικά συνδέοντας οτιδήποτε φαίνεται να είναι αποκομμένο από το όλον της δραματουργίας που έχει επιδέξια στήσει ο Aki Kaurismäki.
Το 1945 η θρυλική κοκκινομάλα έριξε το γάντι στον ανδρικό πληθυσμό, κι εκείνος ανταποκρίθηκε κατατάσσοντάς την στις πιο ωραίες και ελκυστικές γυναίκες που πέρασαν από την κινηματογραφική οθόνη. Χορεύτρια, ηθοποιός, pin up girl κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, «Θεά» του έρωτα, πριγκίπισσα, η Rita Hayworth έπαιξε πολλούς ρόλους εντός κι εκτός οθόνης, μένοντας πάντα ένας εσωστρεφής και ντροπαλός άνθρωπος, που ήθελε να κάνει οικογένεια μακρυά απο τις κινηματογραφικές κάμερες.
Το “Loving Vincent” γυρίστηκε πρώτα ως ταινία δράσης με ηθοποιούς, που δούλεψαν είτε σε σκηνικά διαμορφωμένα για να μοιάζουν με πίνακες του Βαν Γκογκ είτε σε green screen. Έπειτα, ζωγράφοι ανέλαβαν να αποτυπώσουν κάθε καρέ της ταινίας πάνω σε καμβά, ακολουθώντας την τεχνοτροπία του Βαν Γκογκ. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου που έγινε εξ ολοκλήρου με ζωγραφική στο χέρι! Κάθε ένα από τα 65.000 καρέ του έργου είναι μια ελαιογραφία ζωγραφισμένη με το χέρι από 125 επαγγελματίες ζωγράφους, που ταξίδεψαν από όλο τον κόσμο για να πάρουν μέρος στην παραγωγή. Πρόκειται για μια βρετανο-πολωνική παραγωγή, καθώς το ζευγάρι των σκηνοθετών (Πολωνέζα εκείνη, Βρετανός εκείνος) είναι ζευγάρι και στην πραγματική ζωή.
Η είδηση της κινηματογραφικής μεταφοράς του «Χιονανθρώπου» του Jo Nesbø στη μεγάλη οθόνη ήχησε εξαιρετικά θετικά στα αυτιά των απανταχού σινεφίλ ανά τον κόσμο. Ένα είδος που τελευταία έχει χάσει εν πολλοίς την αίγλη του, το λεγόμενο αστυνομικό θρίλερ, ετοιμάστηκε να υποδεχθεί το νέο του έμβλημα. Οι προσδοκίες μάλιστα γιγαντώθηκαν όταν έγινε γνωστό ότι τη σκηνοθεσία ανελαβε ο εξαιρετικός Tomas Alfredson και το ρόλο του αντικονφορμιστή ντετέκτιβ Χάρι Χόλε ο Michael Fassbender.
O θρυλικός Γάλλος δημιουργός Luc Besson επιστρέφει, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη το γαλλικό Graphic Novel “Valerian and Laurelein”, ένα από τα διασημότερα και πλέον πετυχημένα γάλλο-βελγικά κόμικς της δεκαετίας του ‘60. Το κάνει με εμφανέστατη δημιουργική έμπνευση και αγάπη για το επικό, πολύχρωμο και χαρακτηριστικά 60s πρωτογενές υλικό, χωρίς, ωστόσο, να φαίνεται διατεθειμένος να βάλει φρένο ή έστω μια κάποια τάξη στον δημιουργικό χείμαρρο που μας παρουσιάζει.
Τριάντα πέντε χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση μιας ταινίας που έμελλε να αλλάξει για πάντα τον τρόπο που βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε τα sci-fi blockbusters, ένας από τους πλέον αξιοσέβαστους δημιουργούς του Hollywood, o Denis Villeneuve, μας χαρίζει ένα sequel που είναι μάλλον προορισμένο να διχάσει. Γιατί η ιστορία του “Blade Runner” έμοιαζε ολοκληρωμένη και κάθε σκέψη για συνέχεια φάνταζε σχεδόν ως ιεροσυλία. Έτσι, ο μεγαλύτερος θρίαμβος του αριστουργηματικού “Blade Runner 2049” είναι το γεγονός ότι καταφέρνει να μας πείσει ότι αξίζει να υπάρχει. Δεν αποτελεί reboot, remake ή “re-imagining”, δεν ανακυκλώνει ανέμπνευστα την πλοκή του θρυλικού προγόνου του. Προχωράει την ιστορία μπροστά, μοιάζει σαν φυσική εξέλιξη όσων προηγήθηκαν, αντανακλά στοχαστικά τα όσα συνέβησαν παλιότερα, σεβόμενο το παρελθόν, αλλά με το βλέμμα στραμμένο σταθερά μπροστά.
O Orson Welles αποτελεί φαινόμενο στην πορεία και την εξέλιξη της έβδομης τέχνης κυρίως για τις στυλιστικές του καινοτομίες, αλλά και για τα θεματικά μοτίβα γύρω απ' τα οποία έπλαθε τα σενάρια του. Υπήρξε καλλιτέχνης με όλη τη σημασία της λέξης και επιδιδόταν με πάθος στη δημιουργία πρωτότυπων τρόπων κινηματογράφισης που οδηγούσαν σε εντυπωσιακά αποτελέσματα. Απο την άλλη, ο θεματικός άξονας γύρω από τον οποίο στριφογύριζε την πλοκή και την μπέρδευε με χρονικές και χωρικές παραμορφώσεις υπήρξε η αιτία να δει τις πόρτες του Hollywood να κλείνουν η μία μετά την άλλη μπροστά του.
Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας σήμερα και σας παρουσιάζουμε τους πιο εμβληματικούς κινηματογραφικούς ήρωες που πάσχουν από κάποια ψυχική ασθένεια.
Ένα απ’ τα πιο τρομακτικά βιβλία κι ο λόγος που βρίσκεις περισσότερους κλόουν σε άσυλο παρά σε παιδικό πάρτι ξαναγίνεται viral με το περιβόητο remake. Αυτό είναι το “It” («Το Αυτό») και αυτός είναι ο νέος Pennywise. (RIP)
Πιστές στο ραντεβού τους όπως κάθε Σεπτέμβρη, οι Νύχτες Πρεμιέρας ήταν εδώ για να αποχαιρετήσουν το καλοκαίρι που τελείωσε και να φέρουν το φθινόπωρο στην πόλη μαζί με μερικές σημαντικές ταινίες. Ταινίες ρεπερτορίου, επιλεγμένες μικρού μήκους, ταινίες «φεστιβαλικές» που οι Αθηναίοι δε θα είχαν διαφορετικά την ευκαιρία να δουν στις αίθουσες, επιβεβαιώνοντας τον πραγματικό ρόλο των φεστιβάλ, που δεν είναι άλλος απ’ το να προβάλλουν όλα εκείνα τα μικρά αριστουργήματα που δε θα πάρουν διανομή και δε θα φτάσουν στη μικρή συνοικιακή αίθουσα και το ευρύ κοινό.
Έχοντας αφήσει πίσω μας το πιο υποτονικό και κινηματογραφικά άνυδρο καλοκαίρι των τελευταίων ετών, εισερχόμαστε αισίως σε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και παραγωγική περίοδο για το σινεμά με εξαιρετικά γόνιμες ιδέες, καλπάζουσες παραγωγές και πάνω απ' όλα μερικές ιδιαίτερα στοχευμένες επανακυκλοφορίες κλασικών ταινιών. Κι όλα αυτά τα γράφω εν θερμώ, έχοντας μόλις παρακολουθήσει το τόσο κομψό και περίτεχνο “Mystery Train” του 1989, ένα από τα ωραιότερα (αν όχι το ωραιότερο) δείγματα γραφής του πιο παλαβού γκουρού του ανεξάρτητου σινεμά Jim Jarmusch, το οποίο και κυκλοφορεί πλέον σε ανανεωμένη ψηφιακά επεξεργασμένη έκδοση.