Όλα όσα πρέπει να ξέρετε!
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Mustafa Kara, οχτώ χρόνιαμετά την πρώτη του, το “Umut adasi” (2015). Η ταινία «Το κρύο της Τραπεζούντας», αν και παραγωγή του 2015, ήταν η επίσημη υποψηφιότητα της Τουρκίας για τα ξενόγλωσσα Όσκαρ του 2016, δεν μπόρεσε όμως να μπει στις τελικές υποψηφιότητες και να διεκδικήσει το αντίστοιχο βραβείο που δόθηκε πριν περίπου ένα μήνα. Η ταινία προβλήθηκε σε μια σειρά από φεστιβάλ, όπως του Τόκιο, της Αντάλια, της Ανζέ, του Αμβούργου, της Χάιφας. Και στο φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης βραβεύτηκε με την Χρυσή Τουλίπα καλύτερης σκηνοθεσίας, αλλά και με τα βραβεία καλύτερης διεύθυνσης φωτογραφίας, μοντάζ και α’ ανδρικού ρόλου (στο εθνικό διαγωνιστικό τμήμα).
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Γιάννης Σακαρίδης, μετά το “Wild Duck” (2013). Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ της Μπουσάν. Ακολούθησε η παρουσία της στο φεστιβάλ του Σικάγο. Κατόπιν, ήταν η μία από τις τρεις ελληνικές ταινίες που έλαβαν μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου τιμήθηκε με Ειδική Μνεία για την ερμηνεία του Βασίλη Κουκαλάνι, αλλά και με το βραβείο Καλύτερης Ελληνικής Ταινίας από τη FIPRESCI. Πήρε μέρος και στο φεστιβάλ της Τεργέστης και η φεστιβαλική της πορεία συνεχίζεται.
«Κάπου, ήταν κάποτε ήδη…»
Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του John le Carre, η ταινία αφηγείται την ιστορία του μυστικού πράκτορα George Smiley (Gary Oldman) και σκιαγραφεί τα ανώτατα κλιμάκια των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών στη μέση του Ψυχρού Πολέμου. Ο Smiley, αφού αποσύρεται από την ενεργό δράση, καλείται να επιστρέψει για να διερευνήσει την ύπαρξη ενός διπλού πράκτορα, καθοδηγούμενου από τη Σοβιετική Ένωση, ο οποίος μάλιστα βρίσκεται σε εξέχουσα θέση στην ιεραρχία της αγγλικής αντικατασκοπείας.
O γεννημένος στη Νέα Ζηλανδία, αλλά με αμερικανικές ρίζες, σκηνοθέτης Andrew Dominik δεν συγκαταλέγεται στα ονόματα πρώτης γραμμής (και αναγνωρισιμότητας) του Χόλιγουντ. Εντούτοις, ό,τι έχει σκηνοθετήσει μέχρι τώρα, δεν φείδεται ποιότητας, στιλ και προσωπικής ματιάς. Από το καλτ προδιαγραφών ντεμπούτο του “Chopper” (2006) και το λυρικό γουέστερν “The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford” (2007) μέχρι το αεράτο και σαρκαστικό νεό-νουάρ “Killing Them Softly” (2012) και το πρόφατο ντοκιμαντέρ για τον “Νικ Κέιβ One More Time With Feeling” (2016).
Το 2003, στη Βαρκελώνη, έγινε η όμορφη αρχή. Δόθηκε το εναρκτήριο λάκτισμα του In-Edit Festival και το παροπλισμένο genre του μουσικού ντοκιμαντέρ βγήκε από την αφάνεια και ήρθε στο προσκήνιο. Έκτοτε, το In-Edit έχει διοργανωθεί σε περισσότερες από δεκαπέντε πόλεις σε ολόκληρο τον κόσμο, μετατρέποντας τη μουσική σε είδος πρώτης κινηματογραφικής ανάγκης.
Στις 10 Οκτωβρίου του 1985, ο θάνατος επισκέφτηκε το κατώφλι του Orson Welles, στερώντας του μια για πάντα τη δυνατότητα να ολοκληρώσει οποιοδήποτε από τα πολλά ημιτελή πρότζεκτ, που είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, συνήθως για λόγους ελλιπούς χρηματοδότησης ή αγεφύρωτων διαφωνιών με τους παραγωγούς. Μία ταινία στην οποία ο Welles είχε δοθεί ολόψυχα, και η οποία δεν κατόρθωσε να βρει ποτέ τον δρόμο προς τις σκοτεινές αίθουσες υπήρξε και το “The Other Side of the Wind”, το οποίο ο Welles γύριζε επί έξι ολόκληρα συναπτά έτη, μεταξύ 1970 και 1976!
Το σκηνοθετικό δίδυμο των Kristina Grozeva και Petar Valchanov μας συστήθηκε πριν τρία χρόνια. Η πρώτη τους ταινία, το εξαιρετικό «Μάθημα» (“Urok”, 2014), είχε λάβει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και είχε τιμηθεί με βραβείο καλύτερου σεναρίου και χάλκινου Αλεξάνδρου. Έπρεπε να περάσουν σχεδόν δύο χρόνια για να προβληθεί εκείνη η ταινία στους κινηματογράφους της χώρας μας. Στις 31 Μαρτίου του 2016, λοιπόν, βγήκε σε περιορισμένο κύκλωμα, μόνο στην Αθήνα! Αυτό δεν εμπόδισε τον γράφοντα να συμπεριλάβει την ταινία στη δεκάδα του με τις καλύτερες ταινίες που προβλήθηκαν εμπορικά στη χώρα μας για το 2016. Κι όσοι την έχετε δει είμαι σίγουρος ότι συμφωνείτε μαζί μου.
Το πέρας και του 19ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης επιβεβαίωσε κάτι προφανές εδώ και καμιά δεκαετία (και πλέον). Το να φτιάξει ο Έλληνας δημιουργός αξιόλογη ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους παραμένει το πιο δυσεπίλυτο πρόβλημα της εγχώριας κινηματογραφίας. Τόσο στη μικρού μήκους όσο και στο ντοκιμαντέρ (με το οποίο θα ασχοληθούμε εδώ) τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους.
Η Βερόνικα ζει στην Πολωνία. Εργάζεται σε ένα μουσικό σχολείο και ετοιμάζεται για την πρώτη της παράσταση όπερας. Η φωνή της είναι μία δίοδος προς το Θείο. Μία σκάλα που ανεβαίνει ως τους Ουρανούς και εξαφανίζεται. Ένα μέσο εξαΰλωσης, ένα θανατερό χάρισμα αθανασίας. Μία σπονδή του σώματος στην ψυχή.
Υπήρχε μια εποχή, στα τέλη των 90s και στην αυγή των 00s, που οι «σκοτεινές», σοβαροφανείς μεταφορές κόμικ στη μεγάλη οθόνη δεν ήταν η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Το κλίμα της εποχής επίτασσε οι κινηματογραφικές εκδοχές γνωστών κόμικ ηρώων να είναι όσο πιο «ενήλικες» γίνεται, στο πλαίσιο, φυσικά, της σήμανσης «άνω των 13ών», καθώς η κατηγορία «άνω των 18», ειδικά όσον αφορά ταινίες που απευθύνονται σε εφήβους και νέους ενήλικες, μπορεί να καταστεί εισπρακτικά καταστροφικό για μια ταινία που επιδιώκει να αποσβέσει ένα σοβαρό budget και να αποφέρει αρκετό κέρδος ώστε να δικαιολογήσει τις πολυπόθητες συνέχειες. Μερικές εξ αυτών πέτυχαν απόλυτα τον στόχο τους, αφού το πρωτογενές υλικό ταίριαζε με την πιο σκοτεινή αισθητική των κινηματογραφικών τους αντίστοιχων, όπως το «Κοράκι» και το πρώτο “Blade”.
Η Γαλλίδα γλύπτρια Camille Claudel [Καμίγ (και σίγουρα όχι Καμίλ) Κλοντέλ] (1864-1943) υπήρξε για περισσότερο από μία δεκαετία μοντέλο, μαθήτρια, μούσα και ερωμένη του περίφημου γλύπτη Ωγκύστ Ροντέν. Με το πέρας της θυελλώδους σχέσης τους, η Claudel αυτονομήθηκε καλλιτεχνικά και ξεκίνησε να εκθέτει τα δικά της έργα στα τέλη του 18ου αιώνα ως και τις αρχές του 19ου. Εκείνη τη χρονική περίοδο, εμφάνισε τα πρώτα δείγματα ψυχολογικών διαταραχών και απομόνωσης, τα οποία εντάθηκαν τα προσεχή χρόνια. Το 1913, λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα της και κατόπιν προτροπής του ποιητή αδερφού της, Paul Claudel, εισάγεται σε ψυχιατρική κλινική. Η Camille Claudel έμελλε να περάσει τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής της μεταξύ ασύλων και κλινικών, καθώς όλες οι απελπισμένες εκκλήσεις για βοήθεια που απηύθυνε προς την οικογένειά της, έπεσαν στο κενό.
Στις 18 Ιουνίου 1971, η εφημερίδα Washington Post ξεκίνησε να δημοσιεύει μία σειρά άρθρων, τα οποία είχαν ως βάση τη μελέτη του αμερικανικού Υπουργείου Άμυνας, που έχει μείνει γνωστή με το όνομα “Pentagon Papers”. Τα Pentagon Papers αποτελούσαν μία διεξοδικότατη καταγραφή της αμερικανικής πολιτικής και στρατιωτικής εμπλοκής στο Βιετνάμ, την περίοδο 1945-1967, και περιείχαν ποικίλες αποκαλύψεις που δεν είχαν ποτέ δει το φως της δημοσιότητας, όπως αθέμιτες ενέργειες κλιμάκωσης της έντασης και κινήσεις προπαγάνδας από πλευράς της αμερικανικής ηγεσίας.
Το καλοκαίρι του 1962, ο Φινλανδός Πρωταθλητής Ευρώπης, ο ερασιτέχνης πυγμάχος, Όλλι Μάκι, είναι έτοιμος να αγωνιστεί για τον τίτλο του Πρωταθλητή Κόσμου στην κατηγορία φτερού απέναντι στον έχοντα τον τίτλο Αμερικάνο Πρωταθλητή, Ντάεβι Μουρ. Ο δρόμος από την επαρχία της Φινλανδίας μέχρι την καρδιά του Ελσίνκι, μοιάζει να είναι στρωμένος για την επιτυχία. Το μόνο που χρειάζεται ο Όλλι Μάκι είναι να χάσει βάρος και να συγκεντρωθεί στην προπόνηση, υπό την επίβλεψη του πρώην πρωταθλητή πυγμαχίας Έλις Άσκ. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα… Ο Όλλι έχει ερωτευτεί τη Ράιγια!