Μία λάμπα φωτίζει αχνά ένα δωμάτιο. Αδυνατούμε να το διακρίνουμε ολόκληρο, προσανατολιζόμαστε αμυδρά. Παρατηρούμε σχολαστικά τα διάφορα αντικείμενα και καθώς η κάμερα μετατοπίζεται προς τα δεξιά, μας αποκαλύπτεται η παρουσία δύο ανθρώπων. Αρχικά, ενός άνδρα και έπειτα, μίας γυναίκας. Η σιωπή μεταξύ τους μοιάζει ατελείωτη. Η αναμονή να συμβεί το οτιδήποτε, βασανιστική. Η πρώτη ουσιαστική κίνηση της γυναίκας είναι να πειραματιστεί με τη θέση μίας κορνίζας. Αμέσως μετά, θα μετακινήσει κάποια από τα αντικείμενα του δωματίου.
Ακόμα και αν οι συντελεστές σειρών, από παραγωγούς, σεναριογράφους, σκηνοθέτες και ηθοποιούς λένε ότι δεν πτοούνται κάθε φορά που δεν είναι υποψήφιοι ή χάνουν το αγαλματίδιο, το πρεστίζ ενός βραβείου είναι σχεδόν για όλους ακαταμάχητο.
Το 1939, στις παρυφές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το παρισινό κοινό μάλλον αντικρίζει έντρομο το καθρεφτισμένο είδωλο του στο πανί. Αυτό μιας διεφθαρμένης, αμοραλιστικής κοινωνίας που βαδίζει με μαθηματική ακρίβεια στην αυτοκαταστροφή, με αποτέλεσμα να λογοκριθεί η ταινία ως «υποσκάπτουσα την ηθική». Είκοσι έξι χρόνια αργότερα, η αυθεντική μορφή της επιτέλους ανασυντίθεται και μία από τις ταινίες – σταθμούς στην ιστορία του κινηματογράφου στρογγυλοκάθεται στον θρόνο της.
Μουσείο Κινηματογράφου – Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης, 18 - 27 Σεπτεμβρίου 2015
Η νέα σειρά του Netflix που ακούει στο όνομα “Narcos” έκανε ντεμπούτο στις 28 Αυγούστου 2015. Δημιουργοί της σειράς είναι οι Chris Brancato, Carlo Bernard και Doug Miro, ενώ στη σκηνοθεσία συναντάμε τον Guillermo Navarro (γνώριμος απ' τον τηλεοπτικό “Hannibal”) και τον Jose Padilha. Ο τελευταίος εκτελεί επίσης χρέη παραγωγού. Το σόου αποτελεί την ωμή δραματοποίηση της ανόδου και της πτώσης του κακόφημου αρχιερέα της ντρόγκας Pablo Escobar, μέσα από τη διήγηση του Aμερικανού πράκτορα της DEA που τον κυνηγά ανελέητα.
«We are infinite!”
«Μια φορά με επισκέφθηκε ένας νέος άντρας, ένας ερασιτέχνης φωτογράφος. Τον ρώτησα το 1983, «Πώς επιβίωσες από αυτόν το σκληρό πόλεμο;» Μου είπε, «Ήταν πολύ εύκολο. Το αντιμετώπισα σαν μια μεγάλη εκδρομή». Είπε στον εαυτό του: «Πώπω! Τι σπουδαίες εικόνες: Πυροβολισμοί, κανονιές, πληγωμένοι, ουρλιαχτά...». Τα είδε όλα σαν να κοίταζε μέσα από μια φανταστική κάμερα. Τότε συνέβη κάτι: Η «κάμερά» του έσπασε. Είχε βρει ένα μηχανισμό για να μείνει έξω από την αυτήν την κατάσταση, σαν να έβλεπε μια ταινία για τον πόλεμο αντί να συμμετέχει. Αυτό τον προστάτευσε. Μόλις σύρθηκε από τα γεγονότα, δεν μπορούσε πια να αρνηθεί την πραγματικότητα. Ο τρόμος τον περικύκλωσε και σάλταρε».
Πιάνοντας το νήμα ακριβώς από εκεί που το αφήσαμε, θα εστιάσουμε στην υπόθεση που κόστισε στον Καζάν πολλούς φίλους και μπόλικη από την υστεροφημία του.
Ο Ελία Καζάν (Ηλίας Καζαντζόγλου) γεννήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου του 1909 στην ελληνική συνοικία του Φαναριού στην Κωνσταντινούπολη. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του μεταναστεύει στην Αμερική. Αφότου φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γέιλ, ο Καζάν γίνεται το 1932 μέλος του θιάσου «Group Theater», ο οποίος ανέβαζε θεατρικά έργα κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού. Μετά από μία σύντομη θητεία στην ηθοποιία, ο Καζάν στρέφεται στη θεατρική σκηνοθεσία. Το πρώτο μεγάλο του σουξέ έρχεται το 1942, με το έργο του Θόρντον Γουάιλντερ «Το δέρμα των δοντιών μας».
Ογδόντα, παρά κάτι μήνες. Αυτή είναι η ηλικία του Γούντι Άλεν, ο οποίος θα σβήσει 80 κεράκια στην τούρτα την πρώτη του προσεχούς Δεκέμβρη. Σαράντα έξι. Αυτός είναι ο αριθμός των ταινιών που έχει σκηνοθετήσει ο λατρεμένος φοβικός μας διοπτροφόρος. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, ο Γούντι σκηνοθετεί με ρυθμούς μυδραλιοβόλου, φοβούμενος, όπως έχει ξεκάθαρα παραδεχτεί, μήπως τον προλάβει ο θάνατος. H σκηνοθεσία ταινιών δεν είναι ούτε το επάγγελμα ούτε το πάθος του. Είναι μια βιολογική ανάγκη. Στο Irrational Man, ο Γούντι επιστρέφει στο θέμα της σύλληψης και εκτέλεσης του τέλειου φόνου, το οποίο τον απασχόλησε δεόντως τρεις φορές στο παρελθόν: α) στο παραγνωρισμένο του διαμαντάκι, Crimes and Misdemeanors, β) στην ίσως τελευταία «μεγάλη» του ταινία, το Match Point και γ) στο μάλλον μέτριο Cassandra’s Dream. Η πράξη του φόνου λοιπόν στο μικροσκόπιο, ως αφορμή για ένα διάλογο με ευρύτερο πεδίο.