Η Πετρούνια είναι μία γυναίκα τριάντα δύο ετών που ζει σε μία μικρή πόλη της Βόρειας Μακεδονίας με τους γονείς της. Ιστορικός στο επάγγελμα, αδυνατεί να βρει δουλειά και ετοιμάζεται για μία ακόμα συνέντευξη για μία θέση άσχετη με τις πανεπιστημιακές της σπουδές. Και ενώ η μέρα των Θεοφανίων έμοιαζε σαν κάθε άλλη στη ζοφερή συλλογή της, η Πετρούνια αποφασίζει ενστικτωδώς να επαναστατήσει: λαμβάνει μέρος στην ανδροκρατούμενη τελετή ανέλκυσης του σταυρού, πιάνοντας η ίδια το θρησκευτικό «έπαθλο» και μετατρέποντας τον καθαγιασμό των υδάτων σε σκάνδαλο για το ήθη της κοινωνίας.
Μια εφιαλτική και παγωμένη δαγκεροτυπία της ανθρώπινης κατάστασης. Ή αν ο «Επαναστατημένος Άνθρωπος» του Camus ήταν ταινία, θα μπορούσε να ήταν ο «φάρος», στην ίδια την καρδιά του κλασικού κινηματογράφου.
Ο Σαλβαδόρ είναι ένας μεσήλικας σκηνοθέτης σε καλλιτεχνική και προσωπική κρίση. Όταν η ταινιοθήκη της Μαδρίτης αποφασίζει να προβάλει την αποκατεστημένη κόπια μίας τριακονταετούς ταινίας του, προσκαλώντας τον δημιουργό να προλογίσει και να συμμετάσχει σε ένα Q and A με το κοινό μετά την προβολή, εκείνος αποφασίζει ότι είναι έντιμο να προσκαλέσει και τον Αλμπέρτο, πρωταγωνιστή της ταινίας του. Μόνο που οι δυο τους έχουν να βρεθούν τριάντα χρόνια, ακριβώς με το πέρας των γυρισμάτων του φιλμ, οπότε και διαπληκτίστηκαν έντονα σχετικά με την ερμηνεία του ηθοποιού. Η επικείμενη συνάντηση των δύο ανδρών αναστατώνει τη λημνάζουσα δυστυχία του Σαλβαδόρ, φέρνοντας στο νου του θύμισες από όλη του τη ζωή που τον καθόρισαν αλλά και έναν ανεξερεύνητο φόβο θανάτου.
Το πολυαναμενόμενο sequel του "Breaking Bad" μόλις έκανε πρεμιέρα στο Netflix! Αξίζει τελικά να το δει κανείς, λάτρης ή μη της σειράς;
Η πνευματική αναμέτρηση με το έργο του κινηματογραφικού πατέρα Bergman είναι για όλους ανεξαιρέτως μια διαρκής κι αειφόρος διαδικασία, κατά την οποία διαφαίνονται συνεχώς -με σισύφεια σχεδόν επαναληψιμότητα- νέες προοπτικές ανάλυσης, και προστίθενται από εποχή σε εποχή καινούργιες, επικαιροποιημένες θεωρητικές κι αισθητικές προσεγγίσεις. Κι όταν σου δίνεται η ευκαιρία να απολαύσεις ένα από τα πιο στιβαρά και πολυδαίδαλα αριστουργήματά του στις φυσικές του διαστάσεις, δεν γίνεται να την αφήσεις ανεκμετάλλευτη. Κάτι θα έχει πάλι να σου πει. Κι έτσι, σε επανακυκλοφορία αυτήν την εβδομάδα η «Σιωπή». Το φιλμ που συγκλόνισε τον Wim Wenders και διαπέρασε τη φιλμογραφία του Tarkovsky· ένας από τους λαμπρότερους καλλιτεχνικούς φάρους του δυτικού πολιτισμού.
Η Μάρα εργάζεται στην ΗΠΑ σαν νοσηλεύτρια, αφιχθείσα λίγο καιρό πριν νομότυπα από τη Ρουμανία, δυνάμει άδειας προσωρινής διαμονής. Παντρεύεται τον Αμερικανό Ντάνιελ και λίγο καιρό μετά υποδέχονται από κοινού τον δεκάχρονο γιο της, οραματιζόμενοι μία φυσιολογική οικογενειακή ζωή. Σε αυτό το πλαίσιο, η σκληρά εργαζόμενη Μάρα κινεί τις νόμιμες διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίσει άδεια μόνιμης διαμονής, ως σύζυγος Αμερικανού πολίτη. Η διαδικασία αυτή όμως αποδεικνύεται πολύ πιο επίπονη από όσο έμοιαζε αρχικά.
Τα θυρανοίξια του φετινού κινηματογραφικού χειμώνα, κι όλη η εβδομάδα που μας πέρασε, σημαδεύτηκαν δυστυχώς από την απογοητευτική προσέλευση των θεατών στους ανά την Ελλάδα σινεμάδες. Γεγονός βέβαια εντυπωσιακά παράλογο αν αναλογιστεί κανείς πως το πρόσωπο που φιγουράριζε στη μετόπη των περισσότερων αιθουσών ήταν εκείνο του Brat Pitt, από την τελευταία «διαστημική» δημιουργία του Αμερικανού James Gray.
Ο Ανρί Βερντού είναι ένας τέως τραπεζικός υπάλληλος που έχει χάσει τη δουλειά του λόγω της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη Γαλλία στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Πένης και αδύναμος να στηρίξει την οικογένειά του, ο άλλοτε αξιοσέβαστος κύριος συλλαμβάνει και θέτει σε εφαρμογή ένα πανούργο σωτήριο σχέδιο: παντρεύεται και στη συνέχεια εξαφανίζει μυστηριωδώς πλούσιες γυναίκες. Χήρες, κληρονόμοι, αυτοδημιούργητες, νικήτριες του λαχείου, καμία δεν εξαιρείται από το παλμαρέ του. Ωστόσο, όπως είναι αναμενόμενο, το ριψοκίνδυνο πλάνο του Βερντού κάποια στιγμή παρουσιάζει επιπλοκές.
Το "Yesterday" γεννιέται, βρίσκει σφυγμό, ορθώνει ανάστημα και χαράζει ρότα στη βάση ενός αδιανόητου “high concept” (ενός απίθανου “what if” σεναριακού ευρήματος, για να το διατυπώσουμε απλούστερα). Φανταστείτε, λοιπόν, ότι το καλλιτεχνικό έργο και η μουσική κληρονομιά των Beatles αφανίζονται αυτοστιγμεί από προσώπου Γης. Χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις, χωρίς περιττά πώς και γιατί, χωρίς κάποια περίπλοκη sci-fi πλατφόρμα να ρίχνει βαριά σκιά στην παρανοϊκή αυτή σύλληψη, το "Yesterday" εκμεταλλεύεται στο έπακρο την πρωταρχική του μαγιά.
(Από τον Schopenhauer ως τον Freud: η τελειότητα σ’ επανέκδοση). Ένας από τους πολλούς λόγους που το καλοκαίρι διακρίνεται ως εποχή, πέρα απ’ τις ακρογιαλιές, τον ήλιο, ταταξίδια και τους πίνακες του Sorolla, είναι κι οι πολυαναμενόμενες επανεκδόσεις εμβληματικών ταινιών του παγκόσμιου κινηματογράφου. Αριστουργήματα που υπερέβησαν την αμείλικτη βάσανο του χρόνου και της κριτικής, για να φθάσουν στο σήμερα σε καινούργιες, αποκατεστημένες κόπιες και να διατρανώσουν το μεγαλείο και τη διαχρονικότητα των ανθρώπινων στοχασμών. Πάνω σ’ αυτό το σκεπτικό λοιπόν, η Bibliotheque προσέφερε απλόχερα στους εν Ελλάδι κινηματογραφόφιλους το εκπληκτικό “Death in Venice” του Luchino Visconti, 48 ακριβώς χρόνια μετά την πυριφλεγή του έξοδο στις σκοτεινές αίθουσες του Λονδίνου και των Καννών!
Μπορεί οι μέρες του σερίφη Γούντι με τον αγαπημένο του Άντι να ανήκουν οριστικά στο παρελθόν, αυτό όμως δε σημαίνει ότι το τρυφερό παιχνίδι έχει παύσει το θεάρεστο έργο του. Πλέον βρίσκεται, μαζί με όλη την παλιοπαρέα, στη συντροφιά της Μπόνι, η οποία ετοιμάζεται διστακτικά να ξεκινήσει τη σχολική της καριέρα. Την πρώτη μέρα του νηπιαγωγείου, λοιπόν, ο σερίφης τρυπώνει στην τσάντα της για να διασφαλίσει ότι όλα θα κυλήσουν ομαλά και έτσι γίνεται μάρτυρας της εφευρετικότητας του κοριτσιού: η Μπόνι φτιάχνει εκ των ενόντων ένα ολοκαίνουριο παιχνίδι!
To «Αντίο Φίλε» του Jean Herman, που φιγουράρει σε επανέκδοση στα ελληνικά θερινά, προσφέρει μπόλικες αφορμές για να θεωρηθεί ντεμοντέ και παλαιικό από τον σημερινό θεατή, ασχέτως αν μισό αιώνα (συν ένα χρόνο) νωρίτερα είχε κάψει καρδιές, σμπαραλιάζοντας το γαλλικό box office. Με πρώτη και καλύτερη στη λίστα των «παρωχημένων» στοιχείων αυτή την ατμόσφαιρα ακραιφνούς αρρενωπότητας, αυτή την αίσθηση τελετουργικού machismo που διατρέχει τη ραχοκοκκαλιά της επαφής και της επικοινωνίας των δύο βασικών χαρακτήρων. Σε τελική ανάλυση, πάντως, οι ήρωες που ενσαρκώνουν ο Alain Delon και ο Charles Bronson συμπεριφέρονται, ενεργούν, πράττουν και αντιδρούν με τον τρόπο, αλλά πάνω απ’ όλα με τους κώδικες, που απορρέουν από αυτό τον τόσο μελαγχολικό και σπαραξικάρδιο τίτλο.
Στην κιουμπρικική «Οδύσσεια», υπάρχει μια πολύ χαρακτηριστική στιγμή της εναρκτήριας σεκάνς, κατά την οποία ένας από τους πιθήκουςέχει την ενστικτώδη σύλληψη να χρησιμοποιήσει ως όπλο του ένα κόκκαλο του νεκρού ζώου που κατασπάραξε η αγέλη του. Το συγκρατεί στο χέρι του, το υψώνει μεγαλειωδώς στον αέρα κι υπό τις ιαχές του πλήθους και τους ήχους του μνημειώδους «Also sprach Zarathustr» δολοφονεί τον αρχηγό της αντίπαλης φυλής. Η μετουσίωση του θανάτου σε εργαλείο επικράτησης κι επιβολής της βίας, αυτή η νιτσεϊκή αλληγορία της απόλυτης υπέρβασης, της απελευθέρωσης από τη θεϊκή παντοδυναμία και της ωδής στην αυταξία της ζωής, απλώνεται στον Kubrickαπό τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι το αχανές τεχνολογικό μέλλον και φωταγωγεί ένα εγγενές κι ακατάλυτο ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Τη βία!
O Γιάννης (ο Άνταμ Μπουσδούκος, ένας ιδιαίτερα αγαπητός ηθοποιός χάρη στις ταινίες του Φατίχ Ακίν) δεν βιώνει τις ομορφότερες μέρες της ζωής του. Χρωστά χρήματα σε ανθρώπους που δεν αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη κατανόηση την καθυστέρηση πληρωμών, οφείλει ενοίκια πέντε μηνών στην πιεστική σπιτονοικοκυρά του, ζει σε ένα εργένικο αχούρι, που μοιάζει να έχει αφεθεί στη μοίρα του μετά έναν μάλλον επώδυνο χωρισμό, το επαγγελματικό του μέλλον δεν προμηνύεται ακριβώς λαμπρό. Η λύση που προκρίνει ο Γιάννης για όλα τα ζόρια που αντιμετωπίζει είναι εξαιρετικά απλή: η φυγή από τη Λευκωσία, χωρίς εισιτήριο επιστροφής, η οποία θα συνοδευτεί από το αναμενόμενο «κανόνι» απέναντι σε υποχρεώσεις, δανειστές, εκκρεμότητες.
Η προώθηση της ταινίας στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξε υποδειγματική, με τον τίτλο "Monika, the Story of A Bad Girl!" και τα αισθησιακά ενσταντανέ που κυκλοφόρησαν στις αμερικάνικες αφίσες να αφήνουν μια προκλητική υπόσχεση να πλανιέται στον αέρα. Η υποδοχή στην Ευρώπη, πάντως, δεν ήταν λιγότερο ενθουσιώδης. Φρόντισε ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ για αυτό, εξάλλου, αποθεώνοντας την ταινία και χαρακτηρίζοντας το πλάνο στο οποίο η πρωταγωνίστρια Harriet Andersson κατεδαφίζει τον τέταρτο τοίχο και εκτοξεύει ένα ηδυπαθές, αυθάδικο και παραπονεμένο βλέμμα στο κοινό «μία από τις πιο θλιμμένες στιγμές στην ιστορία του σινεμά.»
To 2014, την εποχή που πραγματοποιούσε την έξοδό τους στις αμερικάνικες αίθουσες το "John Wick", ελάχιστοι μπορούσαν να προβλέψουν, ή ακόμη και να φαντασιωθούν, την ιλιγγιώδη συνέχεια. Ο Keanu Reeves, πάλαι ποτέ ζεν πρεμιέ και περιζήτητος front man του Χόλιγουντ, είχε περιέλθει σε καθεστώς ανυποληψίας και χαμηλών εισπρακτικών πτήσεων, οι “shoot ‘em up” movies δεν διήγαγαν και τον πιο ανθηρό τους βίο, στην καρέκλα του σκηνοθέτη βρισκόταν ο πρώην stuntman Chad Stahelski, εν ολίγοις τίποτα δεν μπορούσε να προοικονομήσει τα όσα ακολούθησαν.
Ο Ματέο και ο Έτορε είναι δύο αδέρφια που ουσιαστικά δεν γνωρίζονται. Ο πρώτος ζει μία έντονη ζωή στην Ρώμη, διαθέτει πολύ μεγάλο εισόδημα και εκρηκτική κοινωνικότητα. Ο δεύτερος είναι καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη μικρή πόλη όπου οι δύο ομογάλακτοι μεγάλωσαν, συντροφιά με τη μητέρα του, όπου διάγει έναν ήρεμο οικογενειακό βίο με τη γυναίκα του και το παιδί του. Ένας όγκος στον εγκέφαλο του Έτορε όμως θα ανατρέψει την υφιστάμενη κατάσταση και θα φέρει τους δύο αδελφούς ξανά κοντά, καθώς ο Ματέο αναλαμβάνει όλα τα έξοδα της θεραπείας του ασθενή αδερφού του, καθώς και τη φιλοξενία του στο προικισμένο με πλείστες ανέσεις διαμέρισμά του στην ιταλική πρωτεύουσα.
11 χρόνια. 4 φάσεις. 21 ταινίες. 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια συνολικό μπάτζετ. 20 δισεκατομμύρια δολάρια στο παγκόσμιο ταμείο. Εσχάτως και 3 βραβεία όσκαρ. Τα νούμερα αυτά που προκαλούν ζάλη ανήκουν στο πιο σπουδαίο φαινόμενο της σημερινής κινηματογραφικής ποπ κουλτούρας, ένα αληθινό σημείο αναφοράς για το παρόν και το μέλλον του αμερικανικού στουντιακού σινεμά. Το κινηματογραφικό σύμπαν της Μάρβελ φτάνει ( ; ) στο τέλος του και δε θα μπορούσε να αποχαιρετήσει τους ορκισμένους οπαδούς του με κάτι άλλο πλην της πιο επικής συνάθροισης που τους έχει προσφέρει. "Avengers: Endgame".
Κάπου στο «Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο» ο Ζοζέ Σαραμάγκου τοποθετεί στα χείλη του Ιωσήφ έναν ταπεινό αλλά δυσβάσταχτο αναστεναγμό: «Αχ ζωή χιλιόπικρη, πως μας τυλίγεις έτσι;». Και σφετερίζομαι εδώ αυτήν την οδυνηρή οιμωγή, την τόσο νηφάλια και κρυστάλλινη θρηνωδία των βιβλικών προσώπων, γιατί μου είναι πραγματικά αδύνατο να βρω δικά μου εναρκτήρια λόγια που να προσιδιάζουν -έστω και ελάχιστα- στο φιλμικό μεγαλείο του «Ένας Ελέφαντας Στέκεται Ακίνητος». Είναι σχεδόν αδιανόητο να βάλω λέξεις στη σειρά, τόσο κατάλληλες ώστε να δίνουν την όποια ιδέα για το απροσμέτρητο βάθος που ιχνηλατεί αυτό το αριστουργηματικό έργο του Κινέζου κινηματογραφιστή Hu Bo.
«Για δες καιρό που διάλεξε...» που λέει κι εκείνο το θυμόσοφο απόφθεγμα του αγωνιστή. Ε λοιπόν, σήμερα (χθες δηλαδή για σένα που διαβάζεις) που ο καιρός της Θεσσαλονίκης μας έκανε τη χάρη να μας ντύσει λίγο με ανοιξιάτικα, αποφάσισα κι εγώ τελείως ανάποδα να γράψω για ένα από τα πιο βραδυφλεγή και χαμηλόφωνα δράματα που έφτασαν πρόσφατα στις ελληνικές αίθουσες. Κι ο λόγος για το συμπαθέστατο “Amanda” του παριζιάνου Mikhael Hers, ταινία που μας συστήθηκε πριν από περίπου 6 μήνες στα πλαίσια του 59ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου κι ήρθε τώρα η ώρα να την απολαύσει το ελληνικό κοινό όπως της πρέπει: σε ευρεία προβολή και κατάμεστες αίθουσες. Όπως δηλαδή ήταν και σ’ εκείνο τον υπέροχο Νοέμβρη του 2018 ο κινηματογράφος του Ολύμπιον.
Αυτή είναι μόλις η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του γεννημένου στη Βιέννη Αυστριακού σκηνοθέτη Wolfgang Fischer. Η πρώτη του είχε τίτλο "Was du nicht siehst" (2009) και είχε κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Μόντρεαλ εκείνης της χρονιάς. Τούτη η ταινία του έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό φεστιβάλ Βερολίνου, όπου είχε πάρει μέρος στο τμήμα "Panorama". Εκεί τιμήθηκε με τρία βραβεία: Οικουμενικής Επιτροπής, Label Europa Cinemas και Heiner Carow, ενώ ήταν η μία από τις τρεις υποψήφιες ταινίες για το περσινό βραβείο LUX.
Τι σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στο περιώνυμο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Sundanceτου 2016 και στο σήμερα; Ανάμεσα στο τραγούδι “Thunder Road” -ένα από τα πιο όμορφα και καθηλωτικά κομμάτια του The Boss (κατά κόσμον Bruce Springsteen)- και σ’ έναν επικήδειο λόγο; Η απάντηση είναι κινηματογραφική κι ευχάριστα ιδιαίτερη. Γιατί όλα τα παραπάνω συναντιούνται στη γλυκόπικρη και ομότιτλη του τραγουδιού δραματική κομεντί “Thunder Road”, το σκηνοθετικό δηλαδή ντεμπούτο του Jim Cummings που αποθεώθηκε κι αγκαλιάστηκε από το ελληνικό κοινό από την πρώτη κιόλας προβολή του περασμένου Σεπτέμβρη, στις Νύχτες Πρεμιέρας της Πρωτεύουσας.
Ο Μπίλι Μπάτσον, χάρη στην ευγενική «χορηγία» ενός αρχαίου μάγου, κάθε φορά που φωνάζει τη λέξη – SHAZAM! – μεταμορφώνεται από 14χρονο έφηβο στον ενήλικα σούπερ ήρωα "Shazam!" Ωστόσο, παρά το θεόρατο γεροδεμένο σώμα του, παραμένει μέσα του παιδί και όπως είναι φυσικό διασκεδάζει με την ενήλικη έκδοση του εαυτού του, κάνοντας ό,τι θα έκανε κάθε έφηβος που θα αποκτούσε ξαφνικά υπερδυνάμεις: σπάει πλάκα!
O διαχρονικά και σεσημασμένα άνισος François Ozon, με μια φιλμογραφία γεμάτη από ηχηρά ολισθήματα και μικρούς θριάμβους, μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη μια αληθινή ιστορία συγκάλυψης σεξουαλικών σκανδάλων στους κόλπους της (γαλλικής) Καθολικής Εκκλησίας, η οποία είχε προκαλέσει κρότο στην κοινωνία της Λιόν. Η αρχική πρόθεση του Ozon, μάλιστα, ήταν να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τη συγκεκριμένη ιστορία ερεβώδους σιωπής και αδράνειας, προτού λάβει τελικά την απόφαση να την μεταπλάσει σε μια ταινία μυθοπλασίας, η οποία πατά και με τα δυο πόδια στα πραγματικά περιστατικά, ευτυχώς όμως όχι με τη στείρα λογική της γεγονοτικής καταγραφής. Προχωρώντας σε μία (εννοείται) αυθαίρετη υπόθεση, θα τολμούσαμε να πούμε πως το αρχικό πλάνο μιας ταινίας τεκμηρίωσης ενδεχομένως και να ωφέλησε το όλο πόνημα, καθώς ο Ozon απέφυγε τον φωνακλάδικο εντυπωσιασμό που έχει χαντακώσει το αναμφίβολο ταλέντο του σε πλείστες άλλες περιπτώσεις στην καριέρα του.
Ο δόκτωρ Λούις Κριντ μετακομίζει με τη γυναίκα του και τα δύο τους παιδιά από την θορυβώδη Βοστώνη στην ήσυχη επαρχία του Μέιν. Έχοντας αποκηρύξει το φρενήρες τέμπο της αστικής ζωής, ο ευκατάστατος επιστήμονας αναζητά τη γαλήνη της περιφέρειας σ’ ένα πανέμορφο, μεγάλο σπίτι που μόλις αγόρασε. Η συνολική έκταση του οικοπέδου του περιλαμβάνει και ένα δάσος το οποίο μοιάζει μακάβριο, καθώς περικλείει ένα νεκροταφείο ζώων. Σύντομα ανακαλύπτει πως στο συγκεκριμένο δάσος φιλοξενούνται μεταφυσικές δραστηριότητες, καθώς ένα συγκεκριμένο σημείο του αποτελεί την πύλη για την ανάσταση νεκρών σωμάτων.
Ο Στιβ Κρικρής έκανε σπουδές στον Κινηματογράφο (BFA) στο San Francisco Art Institute. Έχει υπογράψει τη σκηνοθεσία σε περισσότερα από 500 διαφημιστικά σποτ, ντοκιμαντέρ, ταινίες μικρού μήκους και θεατρικές παραστάσεις. Το 2010, πρωτοστάτησε στη διοργάνωση του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Πάτμου. To "The Waiter" είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, η οποία έκανε τη διεθνή της πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, λαμβάνοντας μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα, όπου και τιμήθηκε με δύο βραβεία από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου: καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και καλύτερου location.
“Mektoub” στα Αραβικά σημαίνει μοίρα, το απροσδιόριστο «γραμμένο». Γι’ άλλους μια συναρπαστική και θελκτική tabula rasa και γι’ άλλους μια αναπόδραστη, σκληρή ειμαρμένη. Πάντα διττή ήταν δηλαδή η φύση της μοίρας, πάντα αχανές κι απροσδιόριστο το νόημά της. Το μόνο σίγουρο είναι όμως ότι όλοι, τόσο οι απελευθερωμένοι απ’ τα δεσμά της όσο κι οι βαθιά σιδηροδέσμιοι, προσπαθούν να την ιχνηλατήσουν, να τη βιώσουν και να την προσεγγίσουν· με λίγα λόγια να προετοιμαστούν για τα μελλούμενα. Αυτός φαίνεται να είναι κι ο αγνός στόχος της τελευταίας ταινίας του Γαλλοτυνήσιου σκηνοθέτη Abdellatif Kechiche, του μεθυστικά καλοκαιρινού “Mektoub, My Love: Canto Uno”.
Η σκιά που βαρέθηκε να είναι υπόδουλη στο σώμα και διεκδικεί την ελευθερία κινήσεων. Το είδωλο που δεν υπακούει πια στη δύναμη της αντανάκλασης και παλεύει να ξεγλιστρήσει από τα ασφυκτικά όρια του καθρέφτη. Οι πιο πανίσχυροι εχθροί εξ ορισμού και αναντίρρητα. Οι σιαμαίοι μας, καταδικασμένοι να ζουν στο αθέατο περιθώριο, οι οποίοι άπαξ και αποφασίσουν να αυτονομηθούν, αποκτούν αυτομάτως το πάνω χέρι.
Μια ανθρώπινη κουκκίδα σε ένα πάλλευκο τοπίο. Ένα σήμα κινδύνου γραμμένο στην απεραντοσύνη του τίποτα. Στον μοναχικό και άνισο αγώνα απέναντι στη φύση, ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να ενεργοποιήσει καθετί, εγγενές και επίκτητο, που μπορεί να επιστρατευτεί. Τη λύσσα για ζωή με την οποία εξοπλίζεται κάθε έμβιο ον από την πρώτη κιόλας ανάσα. Την ευρηματικότητα του νου που θα αγγίξει άγνωστες ώς τότε κορυφές. Σε συνθήκες βολής και άνεσης, στο κουκούλι της κοινωνίας και του πολιτισμού, τείνουμε να το λησμονούμε, αλλά ο μόνος αληθινός νόμος που διέπει τα πάντα, από καταβολής κόσμου, είναι εξαιρετικά απλός: μια ακόμη δρασκελιά, ένα ακόμη σύρσιμο, για μια ακόμη ανάσα. Ακόμη κι αν ξέρεις ότι θα είναι η στερνή.
Τι είναι αυτό που με τόση σιγουριά ονομάζουμε «νορμάλ»; Τι μπορεί να κατατάξει κάποιον σε αυτή την κατηγορία, η να του προσδώσει τον αντίστροφο αφοριστικό χαρακτηρισμό; Είναι νορμάλ μόνο να παίζουν τα κορίτσια με κούκλες και τα αγόρια με μηχανές; Οι άντρες να στήνονται μπροστά σε λάγνα σόου από γυναίκες performers και οι γυναίκες να ασχολούνται αποκλειστικά με το τρίπτυχο σπίτι-κρεβάτι-παιδί μέχρι τα βαθιά γεράματα;
Οι ιστορίες και τα τραύματα οικογενειών της Μοσούλης μετά το πέρασμα του ISIS, βρίσκονται στο επίκεντρο του ντοκιμαντέρ των Franchesca Mannochi και Alessio Romenzi, που βρέθηκαν στο Ιράκ και κατέγραψαν μερικές από τις πιο φρικιαστικές στιγμές ενός τραγικού πολέμου. Μια ταινία μέρος του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που πραγματεύεται ένα μνημειωδώς δύσκολο ζήτημα, αλλά στέκεται αξιοθαύμαστα στο ύψος του.
«Κάθε μαύρος που γεννήθηκε στην Αμερική, γεννήθηκε στην Beale street, ανεξάρτητα από το αν στην πραγματικότητα γεννήθηκε στο Τζάκσον του Μισισίπι ή το Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Η Beale street είναι η κληρονομιά μας». Τάδε έφη ο συγγραφέας και δοκιμιογράφος James Baldwin, τα λόγια του οποίου εμφανίζονται γυμνά, γενναία, στέρεα και επιβλητικά στο εναρκτήριο πλάνο της νέας ταινίας του Barry Jenkin. Το "If Beale Street Could Talk", που εκδόθηκε το 1974, υπήρξε το πέμπτο μυθιστόρημα της συγγραφικής καριέρας του Μπόλντγουιν, με τη δράση να εκτυλίσσεται στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, αλλά τον τίτλο να παραπέμπει στη θρυλικό οδό με αυτό το όνομα, που βρίσκεται στο Μέμφις της πολιτείας του Τενεσί.
Νέα Υόρκη, 1962. Ο Τόνι «Λιπ» Βαλελόνγκα είναι ένας αγαθός Ιταλοαμερικάνος μπράβος που ζει στο πετσί του την αγωνία της βιοπάλης. Έχοντας συνηθίσει να μετρά τα κουκιά για να τα βγάλει πέρα και να συντηρήσει την οικογένειά του, αναζητά κάθε πιθανή ανακούφιση στην οικονομική του δυσπραγία. Έτσι, όταν ο διάσημος μαύρος πιανίστας δόκτωρ Ντον Σέρλεϊ του προσφέρει τη δουλειά του προσωπικού του οδηγού για την επικείμενη τουρνέ του στον αφιλόξενο αμερικάνικο νότο, ο Τόνι την αποδέχεται παρά τις έντονες επιφυλάξεις του.
Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η γεννημένη στις 18 Φεβρουαρίου του 1974 (45χρονη λοιπόν) πανέμορφη Λιβανέζα Nadine Labaki, η οποία είναι και ηθοποιός και σεναριογράφος. Προηγήθηκαν οι ταινίες: "Caramel" ("Sukkar banat", 2007) και «Όταν θέλουν οι γυναίκες» ("Et maintenant on va où?/ Where Do We Go Now?/" 2011).
Ένας πολύχρωμος αισθησιακός χορός, σαν ένα πουλί που στροβιλίζεται αρμονικά όχι στους ουρανούς, αλλά σε απόσταση εκατοστών από το έδαφος. Ένα προαιώνιο κάλεσμα για ζευγάρωμα, ένα τελετουργικό διαιώνισης. Ο άνθρωπος παλεύει με τον Χρόνο και θριαμβεύει χάνοντας, ιδίως όταν δεν αντιλαμβάνεται τον θάνατο ως ένα περιοριστικό φινάλε. Εκ πρώτης όψεως, βρισκόμαστε στη μέση του πουθενά. Σε ένα άνυδρο κρατήρα που έχει στραγγίξει κάθε ίχνος ζωής ώς εκεί που φτάνει το μάτι. Σκόνη, ξεραϊλα, μια Γη χαρακωμένη κι αυλακωμένη. Το γοερό κλάμα του ανέμου η μόνη απόδειξη κίνησης. Αυτό που φαντάζει, όμως, στη δική μας κοσμοθεωρία ως η απόλυτη ερημιά, για τη φυλή των Γουάγιου, στη Βόρεια Κολομβία, είναι ο ομφαλός του κόσμου.
Με 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων καλύτερης ταινίας, καλύτερης σκηνοθεσίας και καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου, το enfant terrible του ελληνικού weird cinema φαίνεται να εγκαθιδρύει για τα καλά το σκηνοθετικό ονομά του στην παγκόσμια καλλιτεχνική κοινότητα, σε ένα ανοιχτό στο κοινό και την κριτική ταξίδι ενηλικίωσης, από τις άδειες αίθουσες του Ολύμπιον στα μισά της Κινέττας το μακρινό 2005, στις κατάμεστες αίθουσες του Φεστιβάλ Βενετίας το 2018, όπου ο Γιώργος Λάνθιμος και οι υπόλοιποι συντελεστές της ταινίες καταχειροκροτήθηκαν για την «Ευνοούμενη».
Άγρια αχλαδιά, άγριο και συναρπαστικό σινεμά από τον Nuri Bilge Ceylan («Κάποτε στην Ανατόλια» 2011, «Χειμερία Νάρκη» 2014), τον δεξιοτέχνη του τουρκικού νεορεαλισμού και καλλιτεχνικό επίγονο του –επίσης βραβευμένου στις Κάννες- Yılmaz Güney («Ο Δρόμος» 1982, «Η Ελπίδα» 1970), που έφερε μια νέα πνοή στο νέο τουρκικό αφηγηματικό σινεμά.
Η ταινία «Η Ντιλιλί στο Παρίσι» (Dilili à Paris) είναι η έβδομη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Michel Ocelot, μετά τις εξής: «Ο Κιρικού και η μάγισσα» ("Kirikou et la sorcière", 1998 – μαζί με τον Raymond Burlet), «Πρίγκιπες και πριγκίπισσες» ("Princes et princesses", 2000), «Ο Κιρικού και τα άγρια θηρία» ("Kirikou et les bêtes sauvages", 2005 – μαζί με την Bénédicte Galup), «Ιστορίες της νύχτας» ("Les contes de la nuit", 2011), «Ο Κιρικού και οι άνδρες και οι γυναίκες» ("Kirikou et les hommes et les femmes", 2012) και "Ivan Tsarévitch et la princesse changeante" (2016).
Στην ανδροκρατούμενη Βρετανία του 16ου αιώνα, ήταν η διαμάχη μεταξύ δύο γυναικών που καθόρισε της τύχες των λαών. Από τη μία μεριά η προτεστάντισσα Ελισάβετ η Α’, Βασίλισσα των Άγγλων, περιέργως μακροημερεύσασα για την εποχή και απολύτως εμβληματική φιγούρα της αγγλικής ιστορίας. Από την άλλη, η συγγενής της καθολική Μαρία της Σκωτίας, φέρουσα το βαρύ επώνυμο «Στιούαρτ» και νόμιμη κληρονόμος του θρόνου τόσο της Αγγλίας όσο και της Σκωτίας. Τα έργα και της ημέρες της τελευταίας επισκέπτεται η Josie Rourke στο κινηματογραφικό της ντεμπούτο, ενώ το σενάριο υπογράφει ο υπηρέτης της δραματοποιημένης πολιτικής ίντριγκας Beau Willimon των "House of Cards" και "The Ides Of March".
Το “Glass” αποτελεί μία συνάντηση, μία συνένωση χαρακτήρων που είχαμε γνωρίσει σε δύο προηγούμενες ταινίες του M. Night Shyamalan (“Unbreakable”, 2000 και “Split”, 2016). Ο σκηνοθέτης κατασκευάζει το δικό του πολυεπίπεδο και αντισυμβατικό σύμπαν (αντι)ηρώων, στο οποίο ενσωματώνει τους David Dunn (Bruce Willis), Kevin Wendell Crumb (James McAvoy) και Elijah Price (Samuel L. Jackson), με σκοπό να γράψει τον πολυαναμενόμενο επίλογο μιας τριλογίας.
Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ (που προφέρεται κανονικά Φαν Χοχ), το 1888, βρισκόταν ήδη σε ένα βαθύ ψυχολογικό τέλμα, ασφυκτιώντας μετά από 2 χρόνια παραμονής στο πολύβουο Παρίσι, με τον κανιβαλιστικό καλλιτεχνικό ανταγωνισμό και τις μηδαμινές διεξόδους για πλήρη απομόνωση. Το Παρίσι, για τον μεγάλο ζωγράφο -που ήδη προσπαθούσε να ενσωματώσει, μέσα από το δικό του πρίσμα, τις διδαχές των Ιμπρεσιονιστών στον καμβά του- «δεν διέθετε το κατάλληλο φως», το φως που θα διέλυε τα δαιδαλώδη σκοτάδια που φώλιαζαν στο μυαλό του.
«Πέρασαν χρόνια και κατάλαβα τι φταίει, που όλοι δειλιάζουμε μπροστά στην ομορφιά» γράφει σ’ ένα από τα πιο θαυμαστά κομμάτια της δισκογραφίας του ο Γιάννης Αγγελάκας. Και το εμβληματικό κινηματογραφικό κομψοτέχνημα που συνέθεσε ο ευφυής Κορεάτης Chang-dong Lee και για το οποίο θα μιλήσουμε σήμερα, αποτελεί την καλύτερη δυνατή οπτικοποίηση του ανθρωπιστικού βάθους μιας τέτοιας διατύπωσης. Προερχόμενη στην πραγματικότητα από ένα ολιγόλογο διήγημα του Ιάπωνα θρύλου (σύγχρονου hype) Χαρούκι Μουρακάμι, η εν λόγω φεστιβαλικών προδιαγραφών ταινία έρχεται ύστερα από μια οχτάχρονη απουσία του δημιουργού και κλέβει την παράσταση αυτών των ημερών έχοντας ήδη συναρπάσει κοινό και κριτικούς στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών.
Τo "Der Hauptmann" (ε.τ. «Η Στολή του Λοχαγού») χρησιμοποιεί δομή (κατάμαυρης) φάρσας παρεξηγήσεων (με αφορμή μια πλαστοπροσωπία) και ύφος …"Kill Bill", για να αφηγηθεί μια (εφιαλτικά) απάνθρωπη ιστορία. Υπερβολικά σκοτεινό για να γελάσεις, υπερβολικά γκροτέσκο για να το πάρεις (εκ προοιμίου) σοβαρά. Το ότι βασίζεται σε πραγματικό γεγονός (απίστευτο κι όμως αληθινό, που λένε) απλά ενισχύει – με τον πιο άβολο τρόπο – τον παραλογισμό του. Σάμπως όμως και η εποχή στην οποία αναφέρεται δεν υπήρξε περίοδος γνήσιας παραφροσύνης; Απρίλιος ’45, μερικοί μήνες χωρίζουν την ανθρωπότητα απ’ το τέλος του πιο αδυσώπητου πολέμου, όταν οι (ψυχικά και σωματικά) αποκαμωμένοι Γερμανοί στρατιώτες εγκαταλείπουν κατά κύματα ένα μέτωπο που καταρρέει.
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Dominique Rocher. Την παγκόσμια πρεμιέρα της η ταινία την έκανε στο φεστιβάλ ταινιών πρωτοεμφανιζόμενων Ευρωπαίων δημιουργών Premiers Plans D’Angers τον Ιανουάριο του 2018. Από τότε, έλαβε μέρος σε μια σειρά από φεστιβάλ, όπως εκείνα του Ρότερνταμ, του Τορίνο και της Τραϊμπέκα.
Η Έριν Μπελ είναι μία αστυνομικός που διάγει την καριέρα της υπό τη σκιά της παταγώδους αποτυχίας μίας παλαιάς αποστολής παρείσφρησης σε μία συμμορία και αποτροπής μίας ληστείας. Δεκαέξι χρόνια μετά τα συμβάντα, ο αρχηγός της σπείρας επιστρέφει κουβαλώντας μαζί του όλους τους δαίμονες της διαλυμένης Μπελ και εκείνη αποφασίζει να τον σταματήσει, αψηφώντας οποιοδήποτε κόστος.
Μια δεκαετία μετά το "Gran Torino", o Clint Eastwood περνά και πάλι μπροστά από την κάμερα σε ταινία που σκηνοθετεί ο ίδιος (διατελώντας, επίσης, χρέη παραγωγού), μόνο που τούτη τη φορά δεν καταθέτει έναν στιβαρό αποχαιρετισμό στα όπλα, καταπίνοντας δαίμονες και αγγέλους του παρελθόντος. Αντιθέτως, σιγοτραγουδά –αναπολογητικά, απενοχοποιημένα και με πλήρη ξεγνοιασιά- μια μπαλάντα γλυκού κατευόδιου.
Ο δύο φορές βραβευμένος με Όσκαρ Ιρανός σκηνοθέτης Asghar Farhadi μόλις γύρισε την πρώτη του ισπανόφωνη ταινία με πρωταγωνιστικό δίδυμο τους Bardem-Kruz.
Μερικές δεκαετίες μετά την πρώτη επίσκεψη της πιο αγαπημένης νταντάς στα χρονικά του κινηματογράφου, η οικογένεια Μπανκς έχει αλλάξει. Ο τρανός κύριος Τζορτζ Μπανκς, μετά της συζύγου του Γουίνιφρεντ, έχουν αποδημήσει εις Κύριον και το σπίτι ανήκει στον Μάικλ. Τα προβλήματα όμως έχουν απλώσει την σκιά τους πάνω από την οικογένεια του πάλαι ποτέ υπέροχου μπόμπιρα, καθώς αυτός έχει προσφάτως χηρεύσει και έχει απομείνει σε δεινή οικονομική κατάσταση να φροντίζει τα τρία παιδιά του. Ακριβώς πριν τα πράγματα φτάσουν στο απροχώρητο, η Μέρι Πόπινς ακούει το υπερβατικό κάλεσμα και προσγειώνεται με τη μαγική της ομπρέλα στο σπιτικό προκειμένου να αποκαταστήσει το χαμόγελο στα χείλη της οικογένειας.
Ο Μάιλς Μοράλες είναι ένας έφηβος που ζει στο Μπρούκλιν. Όπως οι περισσότεροι συνομήλικοί του, αισθάνεται ότι οι γονείς του, ιδίως ο αστυνομικός πατέρας του, αδυνατούν να αντιληφθούν τα ανεξερεύνητα βάθη του περιπεπλεγμένου ψυχισμού του. Η εγγενώς δυσάρεστη θέση του επιδεινώνεται από την αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος. Ο ευφυής και ετοιμόλογος Μάιλς βρίσκεται στο κατώφλι μίας ακόμα τιτανομαχίας με διακύβευμα την αναγνώρισή του ως δημοφιλούς, αρεστού και εν γένει κουλ τύπου στο νέο περιβάλλον.
Πόλη του Μεξικό, 1970. Η Κλέο είναι μία νεαρή ιθαγενής που εργάζεται για λογαριασμό μίας εξαμελούς μεσοαστικής οικογένειας. Γίνεται μάρτυρας των κρίσεων και των αδιεξόδων της, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει τις δικές της δοκιμασίες. Όλα αυτά τοποθετούνται στο πλαίσιο μίας κοινωνίας που κοχλάζει στη σκιά του αποκαλούμενου μεξικανικού οικονομικού θαύματος, μετά τους ιστορικούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968 και το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου, αμφότερα θεμελιωμένα πάνω σε ζεστό αίμα απλών ανθρώπων.
Ο "Aquaman" είναι ένας υπερήρωας της DC Comics, των Paul Norris και Mort Weisinger, ο οποίος έκανε το ντεμπούτο του στο More Fun Comics #73, που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 1941. Ενώ αρχικά παρουσιαζόταν ως εφεδρικός χαρακτήρας σε τίτλους – ανθολογίες της DC, ο Aquaman εντέλει πρωταγωνίστησε σε διάφορα τεύχη ως ο βασικός υπερήρωας της ιστορίας. Στα 50s και τα 60s, εποχή γνωστή ως Silver Age, για τα κόμικς, ο Aquaman αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Justice League.
Αν πριν μερικά χρόνια ισχυριζόταν κάποιος πως ο ιδεαλιστής Thomas Vinterberg θα δούλευε πάνω σ’ ένα σενάριο χολιγουντιανών προδιαγραφών, μακριά από τους υπαρξιακούς προβληματισμούς και τα ψυχογραφικά ξεσπάσματα του παρελθόντος, θα τον θεωρούσαμε σίγουρα παράφρονα. Κι όμως, ο πάλαι ποτέ ριζοσπαστικός Δανός, απογαλακτισμένος πλέον από προκαταλήψεις και θεωρίες, αναδιπλώνεται όσο ποτέ πριν και μας παρουσιάζει μια αμφίσημη «ιστορική» ταινία που τον διαφοροποιεί σαφώς από τις ιδέες που ο ίδιος δημιούργησε κι εγκαθίδρυσε στο παρελθόν.
Ο Μπίλι Μουρ, νεαρός Βρετανός πυγμάχος εθισμένος στα ναρκωτικά, οδηγείται με συνοπτικές διαδικασίες στις πιο σκληρές και κακόφημες φυλακές της Ταϊλάνδης, με την κατηγορία της εμπορίας ναρκωτικών. Πρώτο του μέλημα –και δυσκολότερο– να διατηρηθεί στη ζωή. Η μάχη του φέρει ψυχοσωματικές διαστάσεις και όταν έρχεται σε επαφή με μία παρεμφερή του Κικ Μπόξινγκ τοπική πολεμική τέχνη που καλείται Μουάι Τάι, αντιλαμβάνεται ότι η μύησή του σε αυτήν είναι η ασφαλέστερη οδός για την επιβίωση. Μία επιβίωση όμως που τσακίζει σαρωτικά σώμα και πνεύμα.
Έχουν περάσει 41 ολόκληρα χρόνια από τη στιγμή που το “Suspiria” του Dario Argento άφησε μια για πάντα το στίγμα του στις ταινίες τρόμου, αποτελώντας την κορωνίδα του κινηματογραφικού είδους του giallo, και παράλληλα έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους του. Εκ των πραγμάτων, ο Luca Guandanino, αποφασίζοντας να γράψει και να σκηνοθετήσει το remake μιας τόσο εμβληματικής ταινίας, γνώριζε τους κινδύνους και τις δυσκολίες που ελλοχεύουν, όταν καλείσαι να αναμετρηθείς με ένα έργο τέχνης με χιλιάδες φανατικούς πιστούς. Ίσως για αυτό η προσέγγισή του είναι τελείως διαφορετική από αυτήν τουπρωτότυπου, από κάθε άποψη,αφού το “Suspiria” του Guandanino, δεν αποτελεί ακριβώς remake. O Guandanino αποδομεί την πρωτότυπη ιστορία με μια σχεδόν Ντερινταϊκή μεθοδικότητα, της προσθέτει βάθος, πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, την εμπλουτίζει, την κάνει ολότελα δική του.
Έργο ζωής (δέκα ολόκληρα χρόνια το πάλευε, απορρίπτοντας οτιδήποτε άλλο στο ενδιάμεσο προκειμένου να δουλέψει σε αυτό απερίσπαστος) για τον Rupert Everett το αποσπασματικό biopic που επικεντρώνεται στα τελευταία χρόνια (χρόνια οδύνης και πικρής μοναξιάς) της ζωής του Όσκαρ Ουάιλντ, όταν βρισκόταν εξοστρακισμένος στη Γαλλία, κατορθώνοντας στο μεσοδιάστημα για λίγο να ξανασμίξει στη Νάπολη με τον νεαρό εραστή του, λόρδο Άλφρεντ «Μπόσι» Ντάγκλας.
Αυτή είναι η όγδοη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος σε ένα προάστιο του Τορίνο, στην Ιταλία, αλλά μεγαλωμένος στην Φρανκφούρτη, Lars Kraume. Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ήταν η ταινία "Viktor Vogel – Commercial Man", το 2001. Η πρώτη του ταινία που πήρε διανομή για την Ελλάδα ήταν η 6η μεγάλου μήκους της καριέρας του, με τίτλο «Υπόθεση Φριτς Μπάουερ» (Der Staat gegen Fritz Bauer), η οποία αν και έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, τον Αύγουστο του 2015, προβλήθηκε στη χώρα μας τον Ιανουάριο του 2017. Μάλιστα, δύο από τους πρωταγωνιστές εκείνης της ταινίας, οι Burghart Klaussner και Ronald Zehrfeld, έχουν βασικό ρόλο και στη νέα του ταινία.
Ο Βρετανός Steve McQueen, στην τέταρτη ταινία του, επιλέγει να διαφοροποιηθεί αισθητά από την ώς τώρα πορεία του. Πρωτίστως, διότι δεν επικεντρώνεται σε κάποιο υπαρξιακό angst που λαμβάνει τη μορφή συμβολικού και πολυεπίπεδου αγώνα. Στο "Hunger" συναντούμε την απόλυτη κατεδάφιση του ατόμου προς ανάδειξη ενός ανένδοτου συλλογικού αγώνα. To σώμα εκμηδενίζεται, εξαϋλώνεται, είναι συγκοινωνούν δοχείο με την ψυχή, που αντισταθμίζει τη σαρκική εξασθένηση. Στο "Shame", η απόλυτη εξατομίκευση έχει μετατραπεί από ελευθερία σε φυλακή, σε ένα κοινωνικό ιστό διαλυμένο ψυχικά, από μέσα πεθαμένο όπως λέει και το άσμα. Το σώμα γίνεται και πάλιφτης του πνεύματος, αλλά με αντίστροφη φορά. Από όπλο στη διάθεση των υψηλών ιδανικών, μετατρέπεται σε κυματοθραύστης απέναντι στη στοιχειωδέστερη μορφή τους.
Η Λέτα είναι μία ανύπαντρη μητέρα ενός βρέφους δίχως σταθερή δουλειά. Προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της ίδιας και του παιδιού της και χωρίς να διαθέτει καν στέγη, αναλαμβάνει τη φροντίδα μιας γηραιάς και βαριά άρρωστης κυρίας που δε μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί. Η ζωή όμως συνεχίζει να φέρνει όλο και περισσότερες δυσκολίες στον ούτως ή άλλως δύσβατο δρόμο της και έτσι η άτυχη γυναίκα βλέπει την τύχη της να εξαρτάται σε αποκλειστικό βαθμό από την επιβίωση της κατάκοιτης γυναίκας, καθώς είναι αδύνατο να εξασφαλίσει τα μέσα του βιοπορισμού της από άλλη πηγή.
Το πολυαναμενόμενο κι εκρηκτικό "Girl" του μόλις 26χρονου Lukas Dhont, είναι η κινηματογραφική έκπληξη των ημερών. Κι όχι τόσο για τον ίδιο τον πυρήνα του, το επίκαιρο θέμα δηλαδή που επιχειρεί να θίξει (κάπως επιτηδευμένα κι αφύσικα), μα κυρίως για τα παλιρροιακά κύματα σχολιασμών κι απόψεων που ξεσήκωσε με τις πρώτες προβολές του. Ο Φλαμανδός δημιουργός πέρα απ’ το ότι κατάφερε με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ένα αμιγές ψυχογραφικό δράμα, να κερδίσει τις εντυπώσεις στο φετινό φεστιβάλ των Καννών, κατάφερε και κάτι πολύ σημαντικότερο για το καλό σινεμά. Να κερδίσει τη συγκίνηση και τα συναισθήματα των θεατών, κι αυτό έχει την υπέρτατη αξία!
Ο Marcelo Martinessi επιλέγει, στο ντεμπούτο του, να αφηγηθεί μια ιστορία που δεν θα ειπωθεί συχνά, αλλά ούτε και εύκολα. Κέντρο βάρους της ταινίας στέκεται ο γυναικείος ψυχισμός, καθώς και η ταξική πραγματικότητα της παραγουανής κοινωνίας.
Βρετανία, αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα. Η 16χρονη Μέρι Γουόλστονκραφτ Γκούντγουιν, κόρη του εκδότη Γούιλιαμ Γκούντγουιν, αποβάλλεται από το σπίτι της και διατάσσεται να ενταχθεί σε ένα αυστηρό σχολείο θηλέων. Το ατίθασο πνεύμα της ενοχλεί την –μονόπατα αντιπαθέστατη στο φιλμ- μητριά της, η οποία πείθει τον καθόλα προοδευτικό –θεωρητικό της αναρχίας- πατέρα της Μέρι ότι αυτή είναι η μόνη οδός για να επιστρέψει το κορίτσι στο δρόμος της τάξεως. Στην πορεία όμως η νεαρά γνωρίζει τον γοητευτικό πλούσιο ποιητή Πέρσι Σέλεϊ και μεταξύ τους αναπτύσσεται ένα ρομάντζο που δοκιμάζει τα όρια της εποχής. Θεωρητικά τουλάχιστον, γιατί η δύναμη του μεταξύ τους έρωτα λάμπει δια της απουσίας της στο φιλμ της 44χρονης Haifaa al-Mansour.
Ο Νιουτ Σκαμάντερ και η παρέα του, μετά τις νεοϋορκέζικες περιπέτειες του πρώτου μέρους που γνώρισαν απρόσμενα καλή κινηματογραφική μεταχείριση, μεταφέρεται στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στο Παρίσι. Στόχος τους αυτή τη φορά να εντοπίσουν τον πανίσχυρο μάγο Γκέλερτ Γκρίντελβαλντ, ο οποίος έχει αποδράσει από την αμερικανική φυλακή, και να ανατρέψουν τα νοσηρά σχέδιά του. Καθοδηγητής και εμπνευστής του αγώνα του ο λατρεμένος του κινηματογραφικού και αναγνωστικού κοινού Άλμπους Ντάμπλντορ.
Ίσως λιγάκι γλυκερό, ίσως υπέρ του δέοντος ιμπρεσσιονιστικό ή μπορεί και να ‘ναι όντως κάπως άβολα αισθαντικό στην επιφάνεια του. Όμως στον πυρήνα του, στην πιο αληθινή του ουσία, το φιλμ που συνέθεσε ο Αμερικανός Jeremiah Zagar βασιζόμενος στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Justin Torres είναι ένα λαμπρό έργο τέχνης· ένα πραγματικό αριστούργημα. Το “We the Animals” έκανε την πρεμιέρα του στα πλαίσια του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος του 59ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου και χάρισε μια απαράμιλλη κινηματογραφική εμπειρία σ’ όσους είχαν το προνόμιο να παρευρεθούν στην ιστορική αίθουσα του Ολύμπιον για την προβολή.
Μπορεί η φετινή διοργάνωση να εγκαινίασε τις εκδηλώσεις της το βράδυ της 1ης του Νοέμβρη με την προβολή της ταινίας «Κλέφτες Καταστημάτων» στους επισήμους, ωστόσο η πρώτη ταινία που προλόγισε μπροστά στο ευρύ κοινό ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ Ορέστης Ανδρεαδάκης ήταν το ονειρικό «Στο Νεφέλωμα του Νεκρού Αλόγου» του Τούρκου φέρελπι Tarik Aktas. Από το τμήμα Another Take των Ανοιχτών Οριζόντων λοιπόν, που συγκεντρώνει τα γονιμότερα υλικά του σύγχρονου παγκόσμιου κινηματογράφου, με το βραβείο του «Καλύτερου Ανερχόμενου Σκηνοθέτη» από το Φεστιβάλ του Locarno και με αυτόν τον πραγματικά εφευρετικό κι άκρως διεγερτικό τίτλο, γέμισε το απόγευμα της προηγούμενης Παρασκευής η αίθουσα Frida Liappa, και με το σκηνοθέτη να δίνει το παρόν στην προβολή βρεθήκαμε όλοι μπροστά σε μια πολύ ενδιαφέρουσα και πρωτοποριακή εν πολλοίς ταινία.
Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης σβήνει φέτος τα 59 κεράκια στην τούρτα και φέρνει στο ανέβασμα της αυλαίας μια ταινία-σύμβολο του σύγχρονου παγκόσμιου κινηματογράφου. Γιορτάζοντας το αληθινό και διεισδυτικό σινεμά κι επενδύοντας για μια ακόμα στους στέρεους κοινωνικούς δεσμούς κι όχι στη ρηχότητα του καθημερινού, το ΦΚΘ φέρνει στην έναρξη τον μεγάλο νικητή του Χρυσού Φοίνικα στο πρόσφατο Φεστιβάλ των Καννών, τον Ιάπωνα κινηματογραφιστή Hirokazu Kore-eda και το αριστουργηματικό του έργο “Shoplifters”.
Άραγε πόσο δυνατό είναι μια πολιτική κατάσταση να βρει αντίκρισμα στις ανθρώπινες σχέσεις; Πόσο δυνατό είναι μια ερωτική σχέση να βρει την αναλογία της στην ψυχροπολεμική πραγματικότητα, την οποία βιώνει ο μεταπολεμικός κόσμος; Και ύστερα ποια θα είναι η ποιότητα αυτής της σχέσης; Πώς θα μπορέσει να τοποθετηθεί απέναντι στο χρόνο και στις αλλαγές που τον συνοδεύουν; Ο Pawel Pawlikowski στη νέα ταινία του “Zimna wojna” (Cold War/Ψυχρός Πόλεμος), δημιουργεί την παραπάνω ερωτική σχέση με τους δικούς του σκηνοθετικούς κανόνες και με την εμπλοκή αντικρουόμενων πολιτισμικών και πολιτικών στοιχείων.
Ήταν Οκτώβρης του 1978, όταν ο Michael Myers έκανε την πρώτη του εμφάνιση στις αμερικάνικες κινηματογραφικές οθόνες, στιγματίζοντας το κοινό και διεκδικώντας επάξια τη θέση του στο πάνθεον των σημαντικότερων κινηματογραφικών «Τεράτων».
Σεναριακά προσχηματικό σε ακραίο σημείο, το "Mandy", από τα πρώτα του κιόλας λεπτά, καθιστά σαφές ότι δεν θα ασχοληθεί με τα απομεινάρια της ορθολογιστικής παράδοσης που ακόμα μαστίζουν την κινηματογραφική δραματουργία. Δηλαδή με τη σκιαγράφηση μιας –λιγότερο ή περισσότερο πειστικής- «ιστορίας». Για το μεταμοντέρνο σινεμά του Κοσμάτου, η υπερρεαλιστική επανάσταση έχει πετύχει.
Ιδού μια πολύ ωραία συνταγή για εμπορική και οσκαρική επιτυχία: Ένα all-american και ταυτόχρονα διεθνές ως προς τον αντίκτυπό του ιστορικό θέμα, όπως το πρώτο βήμα του ανθρώπου στο φεγγάρι (που, περιέργως, δεν είχε ως τώρα ιδιαίτερη κινηματογραφική προσοχή). Μια γενική αναζωπύρωση της συζήτησης στη Δύση για τα του διαστήματος: Τα σχέδια αποίκισης του Άρη, οι κρουαζιέρες στο διάστημα, οι δυνάμει «φιλόξενοι» πλανήτες και την ίδια στιγμή η διακριτική αλλά υπαρκτή επέλαση του ανορθολογισμού και της συνωμοσιολογίας, ο Trump, τα doomsday σενάρια για την κλιματική αλλαγή.
Μ’ ένα καλοδουλεμένο και μεστό ψυχολογικό θρίλερ κοινωνικών προεκτάσεων μας συστήνεται o αγγλοτραφής σκηνοθέτης Michael Pearce, θέτοντας ψηλά τον πήχη των προσωπικών του φιλοδοξιών και ανεβαίνοντας την εβδομάδα αυτή στις κορυφές των κινηματογραφικών ενδιαφερόντων. Το Beast είναι μια ταινία πρωτόλεια και εν πολλοίς αδύναμη νοηματικά, μα ταυτόχρονα γοητευτική κι ελκυστική για τη διεισδυτικότητά της.
Με το "The Third Murder" (Το Τρίτο Έγκλημα) που προβλήθηκε στην περσινή Μόστρα της Βενετίας, ο φετινός θριαμβευτής (με το "Shoplifters") των Καννών αποπειράται μια μετάθεση ύφους από τον Όζου (του οποίου θεωρείται πανάξιος διάδοχος) στον Kurosawa, λιγότερο αποφασιστική εν τούτοις με βάση τις (προφανείς) απαιτήσεις ενός θέματος που τον κάνει να μοιάζει (ελαφρώς) έξω απ’ τα νερά του. Η ουμανιστική θέρμη των προηγούμενων έργων του παραχωρεί τη θέση της σε ένα ψυχρό, πολυεπίπεδο δικαστικό (αν και εντός αιθούσης συμβαίνουν ελάχιστα) θρίλερ νουάρ αποχρώσεων, το οποίο – μέσα από μεθοδευμένες εκπλήξεις και ανατροπές (ο σκηνοθέτης δίνει την αίσθηση ότι κολακεύεται που τις επιλέγει) – επιχειρεί να αποδομήσει το σύστημα απονομής δικαιοσύνης.
Ένα πάρτυ. Ένα εγκαταλελειμμένο σχολείο στη μέση του πουθενά. Μια ομάδα χορευτών. Μια ποτισμένη με LSD σανγκρία. Μια φωτιά. Ένα μαχαίρι. Ένας διάδρομος. Μια σημαία. Μια εφιαλτική νύχτα, που ξεκινά από μια απλή χορευτική πρόβα και καταλήγει σε μια κατάβαση στην κόλαση. Μια συλλογική παράνοια και μια προσωπική αναμέτρηση των παρευρισκομένων με τους βαθύτερους και πιο επικίνδυνους δαίμονές τους.
«Για πολλά χρόνια έκανα ταινίες για καλές γυναίκες, τώρα έκανα μία για ένα σατανικό άνδρα». Αυτή ήταν μία από τις δηλώσεις του Lars von Trier, όταν κλήθηκε να σχολιάσει την τελευταία του ταινία. Κι η επόμενη σκέψη είναι σχεδόν προφανής, αντανακλαστική κι αναπόφευκτη. Ο ανδρικός ήρωας στο "The House that Jack Built" είναι μια αντανάκλαση ειδώλου στον καθρέφτη. Ο αποκτηνωμένος loner, με τις μεγαλομανείς εμμονές και τις εκρήξεις σαδισμού.
Η τρίτη ταινία του Βρετανού σκηνοθέτη Steve McQueen βασίζεται στην ομότιτλη αυτοβιογραφία του Solomon Northup, ο οποίος απήχθη το 1841 στην Ουάσινγκτον και πέρασε 12 χρόνια στην κόλαση της δουλείας του αμερικάνικου νότου. Ο Northup επί της ουσίας δεν απελευθερώθηκε, αλλά επέστρεψε στο στάτους του ελεύθερου πολίτη, το οποίο κατείχε πριν την απαγωγή του και την αποστέρηση της πραγματικής του ταυτότητας. Το 1853, με το που επέστρεψε στην πρότερη ζωή του, κατέγραψε τις δραματικές εμπειρίες του από αυτή τη δωδεκαετία, ενώ ενεπλάκη με ζήλο στον αγώνα για την κατάργηση της δουλείας. Η εξέλιξη αυτή επήλθε επισήμως μετά το πέρας του Αμερικάνικου Εμφυλίου, με την Τροπολογία του Δεκεμβρίου του 1865, αλλά όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, η ουσιαστική απάλειψη της δουλείας έμελλε να αργήσει ακόμη αρκετά.
Με τα δύο στιβαρά βραβεία, Σκηνοθεσίας και Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας στο ενεργητικό της ήδη από την παρουσίασή της στο Φεστιβάλ Βενετίας, αλλά και τα πέντε συνολικά βραβεία από την Ιρανική Ακαδημία Κινηματογράφου, η «Περίπτωση συνείδησης» του Vahid Jalilvand (“Wednesday, 9 May”) έρχεται, αν και καθυστερημένα, στις ελληνικές αίθουσες από την Ama Films, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για διανομή ταινιών μικρής παραγωγής αλλά μεγάλης λάμψης. Το ιρανικό σινεμά, ιδιαίτερα αγαπητό στο ελληνικό κοινό ήδη από τις πρώτες επαφές του με τον κινηματογράφο του Asghar Farhadi και του Abbas Kiarostami, συνεχίζει να εκπλήσσει με τη διαύγειά του και την ειλικρινή του ανάγκη να αφηγηθεί ιστορίες. Ο Jalilvand συνεχίζει την παράδοση του χαμηλόφωνου και βραδείας καύσεως κοινωνικού θρίλερ των συγχρόνων του, σκιαγραφόντας την αστική Τεχεράνη του σήμερα μέσα από τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων της.
Το έχω ξαναγράψει πολλές φορές, ώστε κινδυνεύω πλέον να εξοκείλω στα χώματα του κοινότοπου και του ανιαρού· ο σκανδιναβικός κινηματογράφος -ή «σκανδιναβινογενής» εν προκειμένω- συνιστά τον αρτιότερο χώρο στοχασμού στο σύγχρονο ευρωπαϊκό σινεμά. Με στέρεους τους καταγωγικούς δεσμούς του με κινηματογραφικά χρονικά αριστοτεχνικής ακριβείας, κάθε ταινία εδώ μοιάζει λίθος τόσο συμπαγής -σχεδόν μενίρ- και κρυστάλλινος που έχει την ικανότητα να ακτινοβολεί μέσα από τις μεγαλύτερες ατέλειες, αφομοιώνοντάς τες σε οργανικό στοιχείο της ύπαρξής του. Σ’ όλα αυτά, δεν αποτελεί εξαίρεση το χαριτωμένο ''What Will People Say'' της Νορβηγίδας πακιστανικής καταγωγής Iram Haq, η οποία και επιχειρεί μια τίμια κι εν πολλοίς αυτοβιογραφική κατάδυση στο διττό κόσμο των «εξευρωπαϊσμένων» μεταναστών ανατολικής καταγωγής.
Η τετραμελής οικογένεια των Γκρέιαμ, η οποία δεν παρουσιάζει κάποια εμφανή εξωτερικά παθογένεια, βρίσκεται μπροστά σε μία δύσκολη όσο και αναπόφευκτη συνθήκη. Καλείται να διαχειριστεί την απώλεια της μητριαρχικής φιγούρας, της γιαγιάς από την πλευρά της μητέρας, η οποία εγκατέλειψε τα εγκόσμια διανύοντας την ένατη δεκαετία της ζωής της, ανήμπορη να αντιμετωπίσει τον ανίκητο φθοροποιό χρόνο. Και ενώ θα περίμενε κανείς πως αυτή η απολύτως αναμενόμενη κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας δοκιμασία δε θα διατάρασσε σημαντικά την οικογενειακή καθημερινότητα, έδωσε την αφορμή για μια σειρά από εξελίξεις και αποκαλύψεις που σταδιακά απειλούν να διαλύσουν τους συνεκτικούς δεσμούς της οικογένειας.
Όπως δηλώνει με σαφήνεια και ο τίτλος της ταινίας, βρισκόμαστε στο 1945. Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στην ανατολή μιας εποχής γεμάτης συντρίμμια, πληγές, τραύματα και άσβεστες ενοχές. Ένα μικρό ουγγρικό χωριό, στο οποίο η σοβιετική παρουσία είναι πλέον εμφανής, αλλά όχι ακόμη στα όρια της μπότας και της επιβολής, ζει μια φαινομενική μέρα γιορτής. Ο τοπικός και ολίγον γλοιώδης κοτζάμπασης, που λύνει και δένει, παντρεύει τον γιο του με μια όμορφη χωριατοπούλα. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, όμως, η γιορτή μοιάζει ξινισμένη και καταναγκαστική. Ένας γάμος ιδιοτελής και συμφεροντολογικός. Μια ατμόσφαιρα συγκρατημένης χαράς, ψεύτικου χαμόγελου.
Μετά τον θάνατο του διάσημου συγγραφέα Βικτόρ Αντελμάν, ένας δημοσιογράφος επισκέπτεται τη χήρα του, τη Σάρα Αντελμάν, με την ελπίδα να της αποσπάσει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες της κοινής, συζυγικής τους ζωής. Ήταν πίσω στο 1971, τότε που η Σάρα συνάντησε για πρώτη φορά τον Βικτόρ και στη συνέχεια έγινε η μούσα του. Αγάπησε με πάθος τόσο τον ίδιο όσο και τη δουλειά του – και παρά τις ενστάσεις των μελλοντικών της πεθερικών, οι δυο τους τελικά παντρεύτηκαν. Δεν θα ήταν ο ευκολότερος των γάμων ετούτος, κι ας κράτησε (με ένα μικρό διάλειμμα) σχεδόν 45 χρόνια.
Έξι χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση, ο πανίσχυρος Τιτάνας Thanos ετοιμάζεται για την τελική του κίνηση. Στόχος του, να συγκεντρώσει όλα τα πετράδια της αιωνιότητας και να «σβήσει» το μισό σύμπαν με ένα απλό χτύπημα των δακτύλων του. Το σύμπαν δεν βρισκόταν ποτέ σε μεγαλύτερο κίνδυνο, ωστόσο οι Avengers, που θα μπορούσαν να σταθούν απέναντί του, μετά τα γεγονότα του “Civil War” είναι διαλυμένοι και νικημένοι. Το “Infinity War” σηματοδοτεί τα δέκατα «γενέθλια» του κινηματογραφικού σύμπαν της Marvel, που ξεκίνησε με το πρώτο “Iron Man” και κατάφερε να επαναπροσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο φτιάχνονται τα blockbusters. Η εταιρία υιοθέτησε, και στην πορεία τελειοποίησε, μια επεισοδιακή αφηγηματική δομή που θυμίζει περισσότερο τηλεοπτική σειρά ή μηνιαίο κόμικ και λειτουργεί εξαίσια στην πράξη.
Δεσμοί αίματος και ενοχής στο “Sami Blood” της Amanda Kernell.
Πόσο επιβλητικά καλαίσθητος κι εκλεπτυσμένος, πόσο ξεχωριστός, πόσο σπουδαίος είναι στ’ αλήθεια ο σκανδιναβικός κινηματογράφος; Απόμακρος, σκοτεινός κι ανεξιχνίαστος μα την ίδια ακριβώς στιγμή αληθινά και βαθιά γήινος· ανθρώπινος στον πυρήνα του, με ρεαλιστικές ανησυχίες και αδυσώπητα ερωτηματικά που κατατρύχουν παραδοσιακά τον άνθρωπο σ’ όλη τη διαδρομή της ύπαρξής του. Πρόκειται ίσως για το καλύτερο δείγμα του σύγχρονου ευρωπαϊκού σινεμά, κι αυτό επιβεβαιώνεται για μια ακόμα φορά στην καινούργια ταινία του Joachim Trier, του παλαβού Νορβηγού που ανάμεσα στο πλούσιο παλμαρέ του δεσπόζει (πάντα σύμφωνα με τη γνώμη του γράφοντος) μια από τις σπουδαιότερες σκανδιναβικές ταινίες όλων των εποχών, το θεσπέσιο “Oslo, 31. August”.
Υπάρχει ένας άγραφος -αλλά συχνά επιβεβαιωμένος- κανόνας, ο οποίος υπαγορεύει ότι πολλοί σπουδαίοι σκηνοθέτες καταλήγουν, έστω και ασυναίσθητα, να γυρίζουν την ίδια ταινία, σε ολόκληρη την καριέρα τους. Προφανώς όχι με τη μορφή ακριβούς διπλοτυπίας, αλλά μέσα από απροσμέτρητες παραλλαγές που στροβιλίζονται γύρω από ένα κοινό νοηματικό, εννοιολογικό, συμβολικό, αισθητικό άξονα. Το σύμπαν του Wes Anderson, εκ πρώτης όψεως, εμπίπτει στο βεληνεκές αυτού του κανόνα. Ένα βασίλειο της αέναης συμμετρίας, της ιδεοληπτικής λεπτομέρειας, των παστέλ κάδρων. Ένας κόσμος του φετιχισμού των μικρών αντικειμένων, των ψυχαναγκαστικών ενδυματολογικών επιλογών που ομοιάζουν με στολές. Με τρυφερά τράβελινγκ και στιβαρά jump cuts που απομονώνουν τους ήρωες της ταινίας σε ένα σύμπαν ξεκούδουνο και απομακρυσμένο από τον θορυβώδη έξω κόσμο.
Τούτη η ταινία του Tony Gatlif δεν ήταν η καλύτερη που είδαμε στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών. Με διαφορά, όμως, αποτέλεσε την πλέον αγαπημένη μας! Εκεί, προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα, ως μοναδική νέα ταινία του προγράμματος “Cinéma de la plage”. Ουσιαστικά, είναι ένα πρόγραμμα που δομείται από ταινίες οι οποίες προβάλλονται στην παραλία των Καννών, κάτι σαν θερινός κινηματογράφος με δωρεάν είσοδο. Και επιλέχτηκε τούτη η ταινία για προφανείς λόγους. Μπόλικη μουσική, χορός, ευθυμία παντού.
Εργασίες, σκαλωσιές, εργοτάξια, τρυπάνια, σωλήνες, κλάγγες μετάλλων, σκόνη και ιδρώτας, σε μια πολύβοη συνοικία, στη Βηρυττό του Λιβάνου. Μια υδρορροή, που έχει τοποθετηθεί παράτυπα, και στάζει νερά. Ένας φανατικός Χριστιανός, αρχιμηχανικός ενός συνεργείου αυτοκινήτου, ορκισμένος ακόλουθος του ντόπιου Χριστιανικού Κόμματος. Ένας Παλαιστίνιος πρόσφυγας, επικεφαλής των πολεοδομικών έργων μιας κατασκευάστριας εταιρίας, που έχει βρει καταφύγιο, όπως πάμπολλοι ξεριζωμένοι συμπατριώτες του, στον Λίβανο. Μια επίμονη διαφωνία, μια φιλονικία φαινομενικά υπερβολική και τραβηγμένη από τα μαλλιά. Κι ενώ η όλη αντιπαράθεση μοιάζει, σε πρώτο επίπεδο, να έχει ξεπηδήσει από αυτό το -πάντα φορτισμένο- τίποτα της καθημερινότητας, σχεδόν αμέσως κυοφορείται η υπόνοια πως αυτό που βλέπουμε είναι μονάχα η αφορμή και όχι η αιτία.
Πού θα κατοικούσε, τι θα επαγγελλόταν, πώς θα έμοιαζε ο Καρλ Μαρξ αν ζούσε στο σήμερα; Θα τον έλεγαν Μαρσέλ στο μικρό, θα ήταν ένας πρώην συγγραφές και νυν λούστρος, αυτοεξόριστος στο δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της Γαλλίας, τη Χάβρη, απαντά ο Aki Kaurismäki. Πάνω απ’ όλα, όπως άλλωστε όλοι οι «καουρισμακικοί» ήρωες θα ήταν μποέμ, δυσβάσταχτα και απολαυστικά μποέμ, πιο μποέμ απ’ όσο μπορούμε να φανταστούμε και να αντέξουμε. Ο αδιόρθωτος Φινλανδός φτιάχνει μία ακόμη σωρεία μικρών θαυμάτων πατώντας στα πιο ταπεινά υλικά. Και αρθρώνει μία κινηματογραφική γλώσσα ικανή να αλλάξει κάθε κόσμο, οπότε (γιατί όχι;) και τον δικό μας.
“Any moment now, a last kick And the dark river will fold it away”. Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η Clio Barnard μετά το ντοκιμαντέρ “Arbor” (2010) και την ταινία μυθοπλασίας «Ο εγωιστής γίγαντας» (The Selfish Giant, 2013). Το σενάριο της ταινίας το υπογράφει η ίδια η Barnard, η οποία αναφέρει ως πηγή έμπνευσής της το βιβλίο της Rose Tremain “Trespass”. Ο δε τίτλος της ταινίας προέρχεται από το φημισμένο ποίημα του Ted Hughes “Dark River”.
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί το ιταλικό δίδυμο των Grassadoria και Piazza, μετά το “Salvo” (2013), ενώ αμφότερες οι ταινίες έκαναν την παγκόσμια πρεμιέρα τους στις Κάννες, στο τμήμα «Εβδομάδα της Κριτικής». Μετά τις Κάννες, το “Sicilian Ghost Story” έλαβε μέρος σε πολλά κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Πήρε μέρος και στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» στην Αθήνα, όπου και τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερου σεναρίου.
Σε μια ακόμη προσπάθεια να σπάσει τη χολιγουντιανή κατάρα που θέλει όσες ταινίες βασίζονται σε video games να κινούνται ποιοτικά ανάμεσα στο μέτριο και στο ανεκδιήγητα κακό, η MGM ποντάρει στην εκμοντερνισμένη εκδοχή μιας εκ των δημοφιλέστερων πρωταγωνιστριών της βιομηχανίας του gaming.
“The Death of Stalin” λοιπόν. Τίτλος περιεκτικός, σαφής και ξεκάθαρος που επιχειρεί εκ προοιμίου να θέσει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων και να μας βουτήξει χωρίς περιστροφές στην ουσία του θέματος. Γνωρίζετε ήδη πως γράφτηκαν και ακούστηκαν πολλά τις τελευταίες μέρες γύρω από τη συγκεκριμένη ταινία του συμπαθούς Σκωτσέζου Armando Iannucci κι ως εκ τούτου ήθελα οπωσδήποτε να τη δω και να σχηματίσω γνώμη. Μια ταινία για την οποία αξίζει να γνωρίζουμε πως είχε ως αφορμή το ομότιτλο graphic novel του Γάλλου Fabien Nury που κυκλοφόρησε πρόσφατα και στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Οξύ σε εικονογράφηση του Thierry Robin και μετάφραση της Κατερίνας Φράγκου.
Είναι η Agnès Varda μια μεγάλη κυρία του κινηματογράφου; Παρά την αξιοζήλευτη σταδιοδρομία της που μετρά έξι δεκαετίες, ο τίτλος αυτός μοιάζει να μην της ταιριάζει. Και αυτό διότι κρύβει μέσα του μια αποστασιοποίηση, ένα δέος -με την ετυμολογική έννοια. Το σινεμά της σπουδαίας Γαλλίδας δημιουργού είναι τόσο ζεστό και ανθρώπινο που απαγορεύει οποιαδήποτε απονομή χαρακτηρισμών που μαρτυρούν έναν παγωμένο σεβασμό. Τρανή απόδειξη των παραπάνω αποτελεί η τελευταία ταινία της και ιδίως η σχέση που αναπτύσσει με τον συσκηνοθέτη της JR.
Ο Ισραηλινός Samuel Maoz, οκτώ χρόνια μετά τον Χρυσό Λέοντα για το “Lebanon”, επιστρέφει στο Φεστιβάλ Βενετίας, αποχωρώντας αυτή τη φορά με το αργυρό λιονταράκι. Με το “Foxtrot” να μοιάζει με τον χορό που του έχει δανείσει το όνομα. Διότι επιστρέφει στο σημείο εκκίνησης, χωρίς καλά καλά να αντιληφθεί πώς βρέθηκε εκεί. Διότι κρύβει μέσα του μια απέραντη μελαγχολία, ένα πνιχτό γέλιο που ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταλήξει σε λυγμό.
Τέλη του 2013. Ο Paolo Sorrentino, δίχως ποτέ να προειδοποιήσει επαρκώς τον κινηματογραφικό κόσμο, μοιράζεται μαζί του την «Τέλεια Ομορφιά». Κοινό και κριτικοί στέκουν εμβρόντητοι και οι απολύτως δικαιολογημένοι διθύραμβοι δεν μπορούν ούτε στο ελάχιστο να χωρέσουν το μέγεθος του θαύματος που επέτυχε ο Ιταλός. Ο Sorrentino είχε καταφέρει το ακατόρθωτο∙ να αναβιώσει μια κινηματογραφική φιλοσοφία, να επικοινωνήσει ευθέως με τον Φελίνι και να περπατήσει δίπλα του στις λεωφόρους της παρακμάζουσας Αιώνιας Πόλης. Για να απαλλαγεί από τα φαντάσματα του ίδιου του μεγαλείου του, απαιτούνταν πολύ μεγάλο καλλιτεχνικό βάθος, που με την εν λόγω ταινία του δείχνει ότι το διαθέτει.
Το –σόλο- σκηνοθετικό ντεμπούτο της Greta Gerwig, μπορεί να μην κέρδισε κάποιο από τα πέντε Όσκαρ για τα οποία είχε προταθεί, αλλά έχει κερδίσει επάξια μια θέση ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, τις καλύτερες ανεξάρτητες ταινίες των τελευταίων ετών αλλά και μια θέση στην καρδιά μας. Αφού μοιάζει με την κορύφωση της δημιουργικής ωρίμανσης της Gerwig, σε ένα φιλμ εξίσου αστείο και συγκινητικό, αλλά κυρίως απόλυτα αυθεντικό.
H Βαλέρια είναι μια εγκυμονούσα δεκαεπτάχρονη η οποία ζει με τη μεγαλύτερη αδερφή της και διατηρεί μια αγνή σχέση με τον πατέρα του κυοφορούμενου. Ούσα απομακρυσμένη από τη μητέρα της, την γοητευτική Αμπρίλ, επιθυμεί να κρατήσει κρυφή από αυτήν την εγκυμοσύνη της. Η αδερφή της όμως δεν καταφέρνει να κρατήσει το μυστικό και έτσι η Αμπρίλ έρχεται στο σπίτι των κοριτσιών προκειμένου να φροντίσει την κόρη της και εν συνεχεία την εγγονή της. H μητρική παρουσία αποδεικνύεται ιδιαίτερα τοξική για τα κορίτσια και ιδιαίτερα για τη Βαλέρια, που συχνά βλέπει τη μητέρα της να παρουσιάζεται ιδιαίτερα επεμβατική.
Στις 21 Αυγούστου 2015, τρεις νεαροί Αμερικάνοι που επέβαιναν στο τρένο που πραγματοποιούσε το δρομολόγιο Άμστερνταμ – Παρίσι, μετατράπηκαν, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, από απλοί καθημερινοί άνθρωποι σε ήρωες που απέτρεψαν ένα βαρβάτο μακελειό. Ο Spencer Stone, εκπαιδευόμενος διασώστης της Αμερικάνικης Αεροπορίας, ο Alek Skarlatos, μέλος της Εθνοφρουράς του Όρεγκον και ο σπουδαστής Anthony Sadler, που ουδεμία σχέση είχε με οτιδήποτε στρατιωτικό, εξουδετέρωσαν έναν πάνοπλο Μαροκινό φονταμενταλιστή, ακριβώς προτού αυτός ανοίξει πυρ και αρχίσει να σκορπά πτώματα δεξιά κι αριστερά.
O Scott Cooper κάνει ταινίες για καλούς (κατά βάθος) άντρες. Συχνά πυκνά παραιτημένους-συμβιβασμένους ή παραστρατημένους (ή και τα δύο), εξαρτημένους απ’ τη βία, ηθικά χρεοκοπημένους, σύμφωνοι. Όμως ο έντιμος (ως προς τις αρχές του), βασανισμένος και παρεκκλίνων τύπος είναι το θέμα του (o Jeff Bridges στο “Crazy Heart”, o Christian Bale στη «Σκουριασμένη Πόλη», κείνο το «Ανίερη Συμμαχία» με τον Johnny Depp δε θέλω καν να το θυμάμαι). Είναι ενδιαφέροντες οι συγκεκριμένοι τύποι; Στο περίπου, θα ‘λεγε κανείς. Κυρίως εξ όσων συμβαίνουν γύρω τους (των καταστάσεων που τους περιβάλλουν) – λιγότερο (οι ίδιοι) ως χαρακτήρες, περισσότερο βάσει αντιδράσεων και συμπεριφοράς.
Διανύουμε αναμφισβήτητα μία από τις πλέον γόνιμες και δημιουργικές κινηματογραφικές περιόδους των τελευταίων ετών, η οποία και μας εφοδιάζει μ’ ένα συνεχώς αυξανόμενο πλεόνασμα αξιόλογων και ελκυστικών καλλιτεχνικών έργων. Η αφθονία φυσικά αυτή επεκτείνεται με ανάλογο τρόπο και στον κινηματογραφικό Τύπο (έντυπο και διαδικτυακό) κι ως εκ τούτου είμαι απολύτως βέβαιος ότι θα έχετε διαβάσει πάρα πολλά σχετικά με την καινούργια ταινία του εκκεντρικού Μεξικανού Guillermo del Toro, το θαυμάσιο “The Shape of Water” που ξεκίνησε να προβάλλεται από την προηγούμενη εβδομάδα και στις ελληνικές αίθουσες. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη και με τη μεγαλύτερη κατά το δυνατόν ψυχραιμία και νηφαλιότητα, θα ήθελα κι εγώ με τη σειρά μου να τολμήσω να γράψω δυο τρεις κουβέντες γι’ αυτό το πραγματικά εξαίσιο έργο, με τη φιλοδοξία να ξεκαθαρίσω κάπως τα πράγματα για όσους τελευταίους δεν έχουν προλάβει να δουν την ταινία.
Για πάνω από 30 χρόνια κανείς δεν γνώριζε την πραγματική ταυτότητα του ανθρώπου που ουσιαστικά έδωσε όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να γραφτούν τα περίφημα άρθρα στην Washington Post, ώστε να αποκαλυφθεί το σκάνδαλο Watergate και εντέλει να έχουμε για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ παραίτηση ενεργού Προέδρου από το αξίωμά του, ακριβώς λόγω της αποκάλυψης του σκανδάλου. Και μιλάμε βεβαίως για τον Nixon. Τελικά, ο Mark Felt, το 2005, αποκάλυψε πως αυτός ήταν ο ανώνυμος πληροφοριοδότης, μέσω ενός άρθρου στο Vanity Fair. Το έκανε σε ηλικία 91 ετών! Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να γραφτεί ένα βιβλίο και μέσω αυτού να μπορέσει να δώσει μια γερή «προίκα» στα εγγόνια του. Η ιστορία αγοράστηκε από την εταιρία Playtone του Tom Hanks και εντέλει αποτέλεσε την πρώτη ύλη για να γυριστεί τούτη η ταινία, στην οποία συμμετέχει και η Scott Free Productions του Ridley Scott.
«Μετά τη μάχη της Ισσού ο Αλέξανδρος μπήκε μαζί με τον Ηφαιστίωνα στη σκηνή που κρατούσαν τις γυναίκες και τις κόρες του Δαρείου. Καθώς ήταν ντυμένοι με τα ίδια ρούχα, η μητέρα του Δαρείου έπεσε να προσκυνήσει τον Ηφαιστίωνα που ήταν ο ψηλότερος από τους δύο. Όταν ένας από τους ακολούθους της την τράβηξε στην άκρη και της έδειξε ποιος ήταν πραγματικά ο Αλέξανδρος, εκείνη ντράπηκε τόσο που ζήτησε να αποσυρθεί. Αλλά ο βασιλιάς της απάντησε πως δεν έκανε κάποιο λάθος, αφού ο Ηφαιστίωνας είναι κι αυτός Αλέξανδρος». «Αλεξάνδρου Ανάβασις» - Λούκιος Φλάβιος Αρριανός (ιστορικός του 2ου αιώνα μ.Χ.)