Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Η ιστορία της πολιορκίας της Λισαβόνας, του Jose Saramago

feature_img__i-istoria-tis-poliorkias-tis-lisabonas-tou-jose-saramago
Ή η αγωνία του επιμελητή (και του συγγραφέα και του μεταφραστή) πριν από το τυπογραφείο

Η περίπτωση να είναι εξίσου αδιάφορα για το Θεό και το ναι και το όχι και το καλό και το κακό, δε χωράει σε κεφάλια σαν τα δικά μας, γιατί σε τελευταία ανάλυση, σε κάτι πρέπει να χρησιμεύει κι ο Θεός

Όταν η λογοτεχνία αναφέρεται στον εαυτό της μιλάει για την ιστορία, για τη θρησκεία, για την κοινωνία, για τον έρωτα: Έτσι κι αλλιώς «η ιστορία δεν είναι πραγματική ζωή αλλά λογοτεχνία και τίποτα άλλο». Όταν η λογοτεχνία μιλάει για τον εαυτό της γίνεται σαν το φίδι που κυνηγάει την ουρά του αλλά το μετανιώνει την τελευταία στιγμή, όπως εκείνο το μικρό σύμβολο που την παλιά, προ wordprocessing εποχή αντιστοιχούσε στην απαλοιφή, το φοβερό, χαριτωμένο deleatur. Τότε που η χειροποίητη γραφή βρισκόταν, σαν τέχνη, πιο κοντά στη ζωγραφική. «Έτσι κι αλλιώς ‘η λογοτεχνία υπήρχε πολύ προτού γεννηθεί’, όποιος δεν μπορεί να γράψει ζωγραφίζει, αυτό κάνουν και τα παιδιά. Η ζωγραφική είναι λογοτεχνία φτιαγμένη με πινέλα» (σελ. 16)

Ο αρχικός διάλογος μεταξύ του καθηγητή ιστορίας και συγγραφέα της Ιστορίας για την Πολιορκίας της Λισαβόνας και του επιμελητή Ραϊμούντο Σίλβα, στα χέρια του οποίου περνάει το σύγγραμμα πριν το τυπογραφείο, ένας διάλογος χωρίς τελείες και εμφανείς εναλλαγές προσώπων, που αυτές, οι τελείες και οι αλλαγές προσώπων γίνονται αντιληπτές μόλις ο αναγνώστης βυθιστεί στο κείμενο κι ακολουθήσει τη ροή ενός -περισσότερο προφορικού παρά γραπτού- λόγου, προϊδεάζει τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και σε επίπεδο μορφής αυτό που θα ακολουθήσει: Ένα μεγαλοφυές μυθιστόρημα που κλείνει τη μαγεία του σε κάθε λέξη και εικόνα, μια ιστορία που διηγείται ότι «το σφάλλειν, όπως είπε κάποιος που ήξερε, είναι ανθρώπινο, πράγμα που σημαίνει, αν δεν είναι σφάλμα να το πάρει κανείς κατά λέξη, ότι αυτός που δεν έσφαλλε δεν θα ήταν πραγματικος άνθρωπος. Ωστόσο το ύψιστο αυτό αξίωμα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως παγκόσμια δικαιολογία, γιατί θα άνοιγε σε όλους μας το δρόμο για κρίσεις κουτσές και γνώμες ανάπηρες. Όποιος δεν ξέρει οφείλει να ρωτάει, να έχει αυτή την ταπεινοφροσύνη» αρκεί βέβαια να έχει «τη σύνεση και την πρόνοια να μην πιστεύει τυφλά σε εκείνο που νομίζει ότι γνωρίζει, αφού από εκεί προέρχεται η μεγαλύτερη εξαπάτηση και όχι από την άγνοια». (σελ.28)

Σε περιβάλλον προ-ψηφιακής εποχής (την εποχή των χειρογράφων, κάπως σαν να λέμε δεινοσαύρων) ο επιμελητής Ραϊμούντο Σίλβα («… κι εδώ ήρθε η ώρα να το πούμε, το επάγγελμά του συμπεριλαμβάνεται στα πιο κακοπληρωμένα της υφηλίου»,) συμβουλεύεται αμέτρητους τόμους γύρω από κάθε γνωστικό πεδίο και οι αναφορές σ’ αυτούς τους τόμους καταλαμβάνουν σχεδόν ολόκληρη σελίδα: Μια περιπετειώδης αναφορά βιβλίων η οποία τελειώνει με το Λεξικό Σπανιοτήτων, Απιθανοτήτων και Παραδοξοτήτων, τόμος απ’ όπου αντλείται, σαν παράδειγμα ευρέως αποδεκτού λάθους, η θέση του Αριστοτέλη για τον αριθμό των ποδιών μιας μύγας:

Η κοινή οικόσιτη μύγα κατά τον Αριστοτέλη έχει τέσσερα πόδια, αριθμητική μείωση που την επαναλάμβαναν για αιώνες οι μεταγενέστεροι συγγραφείς, ενώ τα παιδιά ήξεραν από πάντα, από ασπλαχνία και πειραματισμό, ότι τα πόδια της μύγας είναι έξι, γιατί τα ξερρίζωναν ηδονικά, ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, ώσπου τα παιδιά μεγάλωναν και πήγαιναν σχολείο και μάθαιναν ότι όχι, δεν είναι έξι αλλά τέσσερα: Τέτοια είναι η δύναμη της αυθεντίας του μέντορα και τόσο πολύ υποφέρει η αλήθεια από το μάθημά της.

Η μητέρα του επιμελητή του το έλεγε από τότε που ήταν μικρός, κι ας μην είχε διαβάσει ποτέ της το σχετικό αξίωμα του Σενέκα: «Όσο πιο πολύ διαβάζεις, τόσο πιο λίγα μαθαίνεις». Έτσι κι αλλιώς «δε μας ωφελούν αυτά που ξέρουμε, ούτε είμαστε ικανοί να φανταστούμε όσα λείπουν».

Η μαγεία των εικόνων παραμονεύει παντού: Ο μουεζίνης φτάνει πάνω στο μιναρέ για την πρωινή προσευχή. «Η δόνηση του άχρωμου ακόμα ανατέλλοντος φωτός, η αγνή διαύγεια που προηγείται της ημέρας φέρνει στο δέρμα του μια ανατριχίλα σαν από αόρατα δάχτυλα». Ο μουεζίνης είναι τυφλός, όχι τυχαία. Η ιστορική αλήθεια είναι πως τους ιμάμηδες τους επέλεγαν σκόπιμα τυφλούς (χωρίς την όρασή τους δεν ήταν σε θέση να γίνουν αδιάκριτοι, κοιτώντας από εκεί ψηλά στο μιναρέ μέσα στις ανοιχτές κάμαρες των σπιτιών της πόλης). Η περιγραφή ανήκει σε μια άλλη εποχή, σ’ αυτήν που διαδραματίζεται η ιστορία της πολιορκίας της Λισαβόνας η οποία βρίσκεται υπό Μαυριτανική κατάληψη. Το βιβλίο που ξεκινάει να επιμελείται ο Ραϊμούντο Σίλβα, παρεμβάλλοντας τις δικές του σκέψεις, υπαρξιακές αναζητήσεις, προσδοκίες, απομαγεύσεις. Δουλεύει με την ευσυνειδησία που τον χαρακτηρίζει σαν επαγγελματία επιμελητή. Πρέπει να διαλέγει τις σωστές λέξεις, «οι λέξεις δεν μπορούν να μεταφέρονται πέρα δώθε με ελαφρότητα, θέλουν προσοχή». Βασανίζει τις λέξεις ψάχνοντας τη σωστή απόδοση στους αμέτρητους τόμους του. Η Παραγωγή όμως σνομπάρει τους δημιουργικούς κρίκους της αλυσίδας – «συγγραφείς, μεταφραστές, επιμελητές και τα παιδιά στη στοιχειοθεσία, όλοι μοιάζουν με ποδοσφαιρική ομάδα, όλο φρουρού, πάσες, τρίπλες, κεφαλιές, αλλά αν ο τερματοφύλακας είναι κανένας παραλυτικός ή ρευματικός αντίο πρωτάθλημα. Ο Ραϊμούντο εξισώνει αλγεβρικά: Η Παραγωγή είναι για τον εκδοτικό οίκο ότι ο τερματοφύλακας για την ομάδα». 

Όμως «οι επιμελητές είναι νηφάλιοι άνθρωποι, έχουν δει πολλά τα μάτια τους στη ζωή και τη λογοτεχνία». «Αρκεί να αναλογιστείτε, κύριε καθηγητά, την καθημερινή ζωή τους, σκεφτείτε την τραγωδία τους να πρέπει να διαβάσουν μία, δυο, τρεις, τέσσερις και πέντε φορές βιβλία που πιθανότατα δεν θα άξιζαν ούτε μια πρώτη ανάγνωση». Και οφείλει να είναι πάντα μετριόφρων, γιατί «ο τσαγκάρης δεν πρέπει να ανεβαίνει πάνω απ’ το σανδάλι, ιστορική φράση κύριε καθηγητά». Κι ας μη σκεφτούμε εδώ τι «εκρηκτικά αριστουργήματα από διορθώσεις και προσθήκες» θα ήταν τα τυπογραφικά που επιμελήθηκε ο Balzac ή ο Έσα. Έτσι κι αλλιώς το τελικό αποτέλεσμα μετράει. Δε βοηθάει σε τίποτα να ξέρουμε τις απόπειρες και τους δισταγμούς του Dante ή του Camões.

Γιατί όμως ένας επιμελητής να μην έχει λόγο στο τελικό αποτέλεσμα; Τι θα γινόταν αν πρόσθετε μια λέξη σ’ ένα κρίσιμο, το κρισιμότερο σημείο της ιστορίας; Τι αντίκτυπο θα είχε αυτό στους αναγνώστες; Αδιανόητο. Μα θα το επιχειρήσει. Και η ιστορία θα ανταμείψει την τόλμη του δίνοντάς του την ευκαιρία να πει τη δική του εκδοχή. Αυτό κι αν είναι αδιανόητο.

Η αναζήτηση της αλήθειας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πώς επιλέγει κανείς στρατόπεδο; Περιπλανώμενοι μέσα στην αρχαία πόλη αναρωτιόμαστε κι εμείς από ποια πλευρά των τειχών βρισκόμαστε, πολιορκητές ή πολιορκημένοι, μελλοντικοί νικητές ή απαρηγόρητοι ηττημένοι; Ανάλογα με την πλευρά οι ιδέες και τα σύμβολα γίνονται απεχθή ή ιερά. Ποια είναι λοιπόν η καλύτερη οπτική; Θα το κρίνει η ιστορία. Ή μπορεί και όχι. Μάλλον δεν είναι αυτός ο ρόλος της.

Ας αμφισβητούμε λοιπόν τα πάντα. Αυθεντίες, δόγματα αλλά και κάθε είδους παροράματα που επιβάλλουν τη μία ή την άλλη αλήθεια, «βλέπε όχι δεν όπου δεν, βλέπε οι σταυροφόροι βοήθησαν όπου οι σταυροφόροι δεν βοήθησαν» (σελ. 98). Γιατί τη νύχτα εδώ, ανάμεσα στα χαμηλά σπίτια, μαζεύονται τρία φαντάσματα:

Αυτό που έγινε, αυτό που ήταν να γίνει κι αυτό που θα μπορούσε να έχει γίνει: δε μιλούν, κοιτάζονται, όπως κοιτάζουν οι τυφλοί και σωπαίνουν.

«Αχ, τι θα γινόμασταν χωρίς την απαλοιφή», αναστέναξε ο επιμελητής.

 Θα ήταν παράλειψη να μην γίνει αναφορά στη σπουδαία μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά.

1
Μοιράσου το