Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Γυμνό γεύμα, του William S. Burroughs

feature_img__gimno-geuma-tou-william-s-burroughs
Ο «θαυμαστός» κόσμος του «Γυμνού γεύματος». Μεταμοντέρνο, παρανοϊκό, προκλητικό, σκληρό, ωμό, πορνογραφικό, σιχαμερό, μπερδεμένο, επίκαιρο… Αυτά και άλλα πολλά έχουν ειπωθεί ή μπορούν να ειπωθούν για το, αν μη τι άλλο, εμβληματικό έργο του William S. Burroughs, «Γυμνό γεύμα» (“Naked Lunch”, 1959). Γεννημένο από τη Γενιά των Beat, το «Γυμνό γεύμα» σίγουρα τάραξε τα νερά τόσο στην συντηρητική Αμερική όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, προτείνοντας ένα μεταμοντέρνο, σίγουρα αποδομημένο, όραμα για τον κόσμο, μέσα από διαφορετικές και συχνά ασύνδετες μεταξύ τους βινιέτες («ρουτίνες» τις αποκαλεί ο Burroughs), οι οποίες καταπιάνονται με θέματα όπως τα ναρκωτικά, ο σαρκικός έρωτας, η παρακμή και η εξουσία.

Είναι λίγα τα βιβλία που διαβάζεις και σου προκαλούν ένα περίεργο συναίσθημα, ώστε να μην είσαι σίγουρος αν σου αρέσουν ή όχι. Το «Γυμνό γεύμα» είναι, για μένα, ένα τέτοιο βιβλίο. Η ανάγνωσή του είναι μια διαδικασία γεμάτη «σκαμπανεβάσματα»: η πρωτοτυπία, το ύφος και οι διατυπώσεις άλλοτε σου δημιουργούν το αίσθημα της απόλαυσης, και άλλοτε το αίσθημα μιας αρκετά αρνητικά φορτισμένης ανοικείωσης, όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με το ξένο, το παράξενο, το γκροτέσκο, το παρανοϊκό, και αυτό ακριβώς σε απωθεί, σα να μη σου ταιριάζει καθόλου. Σίγουρα αυτή η διττή αντίδραση σε ένα έργο αποτελεί πάντοτε μια πιθανότητα –η ανάγνωση δεν έχει σε καμιά περίπτωση δεδομένο το αποτέλεσμα της αισθητικής απόλαυσης. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά το έργο του Burroughs, πιστεύω ότι, άσχετα από το πώς αισθάνεται ο αναγνώστης, του αξίζει ιδιαίτερη μνεία και έπαινος για τον άκρως ενδιαφέροντα και ουσιαστικά προκλητικό τρόπο που το κείμενο συντάχθηκε και για τις εικόνες με τις οποίες καταπιάνεται, έτσι ώστε να προσκαλεί αυτούς που το προσλαμβάνουν να πιαστούν στον ιστό του και να παλέψουν να απελευθερωθούν.

Ένα πρώτο σημείο στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς σε ό,τι αφορά το αφήγημα αυτό του Burroughs, καθώς αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό που προκαλεί τον αναγνώστη να αναμετρηθεί με το κείμενο, είναι η δόμηση του «Γυμνού γεύματος». Το έργο είναι συντεθειμένο με μια ιδιαίτερη τεχνική (που ανάγεται ίσως κυρίως στο κίνημα των ντανταϊστών), σύμφωνα με την οποία ένα αρχικό κείμενο, που ακολουθεί μια πιο «ομαλή» πορεία αφήγησης, διαμελίζεται σε κομμάτια τα οποία έπειτα επανασυγκολλούνται και μπορούν να διαβαστούν με άλλη σειρά, με αποτέλεσμα να προκύπτει ένα διαφορετικό τελικό κειμενικό αποτέλεσμα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το λογοτεχνικό έργο ανοίγεται σε νέους ορίζοντες νοήματος, ερμηνειών και αναγνωστικών εμπειριών, όπως άλλωστε επιτάσσει και η μεταμοντέρνα οπτική που είχε υιοθετήσει ο Burroughs.

Ο Λόγος είναι χωρισμένος σε μονάδες που όλες μαζί θα φτιάξουν το κομμάτι κι έτσι συνολικά πρέπει και να λαμβάνεται, αλλά τα κομμάτια μπορείς να τα πάρεις και με όποια σειρά να ‘ναι, αφού συνδέονται μπρος πίσω, μέσα έξω, πρύμα πλώρα σαν ενδιαφέρον σύμπλεγμα ερωτικό. Τούτο το βιβλίο τα ξερνάει όλα προς πάσα κατεύθυνση μέσα απ’ τις σελίδες του, καλειδοσκόπιο πανοραμικών εικόνων […]

Και αλλού:

Μπορείς να μπεις στο «Γυμνό Γεύμα» από οποιοδήποτε σημείο διακλάδωσης

Αυτού του είδους η τεχνική που χρησιμοποιήθηκε στο «Γυμνό γεύμα» είχε ως αποτέλεσμα οι διαφορετικές βινιέτες που συνέθεσε ο συγγραφέας να συνδέονται μονάχα ελαφρά, και καθόλου αυστηρά ή δομικά, μεταξύ τους, δημιουργώντας ταυτόχρονα μια καλειδοσκοπική εντύπωση στον αναγνώστη, ο οποίος φαίνεται να «σύρεται» από τη μια σκηνή στην άλλη και να γίνεται μάρτυρας μιας τεράστιας ποικιλίας εικόνων και εμπειριών που εναλλάσσονται με ραγδαίες ταχύτητες και εντυπώνονται, σα καρφιά, στο νου του. Σ’ αυτό δε το χαρακτηριστικό, οφείλουμε να προσθέσουμε επιπλέον και το στοιχείο του καθρεφτίσματος, αφού γίνεται σαφές ότι στο «Γυμνό γεύμα» υπάρχει μια διαρκής τάση διάφορες δομές του κειμένου να «καθρεπτίζουν» η μία την άλλη, συχνά επαναλαμβάνοντας ακριβώς τις ίδιες λέξεις. Το γνώρισμα αυτό, νομίζω, λειτουργεί κυρίως σαν «φορέας» έμφασης, σαν επιτονισμός ορισμένων σημείων, σαν ένας δείκτης που υπενθυμίζει στον αναγνώστη πως είναι κλεισμένος και εγκλωβισμένος σε έναν λαβυρινθώδη κόσμο όπου τα ίδια μοτίβα και οι ίδιες ρουτίνες συμπεριφοράς (είτε είναι λαγνεία, είτε σκληρότητα, είτε παρακμή, είτε το οτιδήποτε άλλο) επαναλαμβάνονται και υπερισχύουν. 

Πέραν των γενικών αυτών σημειώσεων που αφορούν τη «σύνθεση» του «Γυμνού γεύματος», θα ήθελα να αναφερθώ στο στοιχείο που είναι το πλέον σημαντικό κατ’ εμέ, και αποτελεί τρόπον τινά τη βασική –αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έναν τέτοιο όρο σε ένα τόσο «αποδομημένο» κείμενο– ιδέα που διατρέχει το έργο: ο φοβερός, σκληρός, αηδιαστικός κόσμος στον οποίο είναι εκτεθειμένοι οι άνθρωποι. Αυτό το «όραμα» του Burroughs ξεκινά έχοντας ως πυρήνα το ζήτημα των ναρκωτικών, και από κει και πέρα αναπτύσσεται περισσότερο. Το «Γυμνό γεύμα» φαίνεται να επιμένει, ανάμεσα στα πολλά κομμάτια που το απαρτίζουν θεματικά, να επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο στα ναρκωτικά. Το λέει, άλλωστε, ξεκάθαρα:

Ο ιός της πρέζας είναι σήμερα το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας στον κόσμο. Μιας και το «Γυμνό Γεύμα» ασχολείται μ’ αυτό το πρόβλημα υγείας, είναι κατ’ ανάγκη σκληρό, αισχρό και αηδιαστικό.

Έτσι λοιπόν ο Burroughs ξεκινά και περιγράφει, καθ’ όλη την έκταση του κειμένου του, από χίλιες δυο οπτικές γωνίες, τις εμπειρίες των ναρκομανών, οι οποίες άλλοτε είναι σκληρές, άλλοτε απέλπιδες και απελπιστικές, άλλοτε γεμάτες αηδία, άλλοτε χωρίς αξιοπρέπεια, άλλοτε αρρωστημένες, άλλοτε γεμάτες ηδονή ή έκσταση, άλλοτε στο χείλος του θανάτου… Ο ναρκομανής στο «Γυμνό γεύμα» είναι ένα είδος ανθρώπου που παραδίνεται στο κατώτατο επίπεδο της ύπαρξης, με τρόπο παθολογικό και σχεδόν αυτοκτονικό, αναζητώντας διαρκώς, δίχως να αντιλαμβάνεται τις ψευδαισθήσεις που τρέφει, κάτι ανώτερο, κάτι παρόμοιο με την ευτυχία. Με αφορμή αυτή την εικόνα του ναρκομανή, ο Burroughs βρίσκει την ευκαιρία να αποκτήσει πρόσβαση σε ένα ολόκληρο σύμπαν παρακμιακών και ακραίων καταστάσεων, των οποίων μόνιμα χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι όχι μόνο η κατάχρηση ουσιών, αλλά και ο ερωτισμός, η σαρκική επαφή (ας μην ξεχνάμε πως το «Γυμνό γεύμα» κατηγορήθηκε ως πορνογραφικό), η βία καθώς και η άσκηση διαφόρων μορφών ισχύος και ελέγχου από το ένα άτομο στο άλλο (παραδείγματα τέτοιων μορφών εξουσίας και βίας περιγράφονται από τον συγγραφέα είτε με αφορμή την ιατρική και τους θεραπευτικού πειραματισμούς της, είτε με αφορμή την οργάνωση και τις ιεραρχικές διαστρωματώσεις εντός μιας κοινότητας, είτε ακόμα και με αφορμή σεξουαλικές περιπτύξεις). Όπως, άλλωστε, αναφέρει εύστοχα ο Burroughs, εν είδει περίληψης:

[…]ξεφωνητά πόνου και πάθους και ξεφωνητά σκέτης νοσηρότητας […]

Κοινός παρονομαστής όλων των βινιετών που εντάσσονται στο «Γυμνό γεύμα», και οι οποίες περιγράφονται με τρομερή διαύγεια, είναι και η επιμονή του συγγραφέα στην ωμότητα. Ο κόσμος του έργου είναι «θαυμαστός», όχι φυσικά επειδή είναι ωραιοποιημένος και ελκυστικός, αλλά ακριβώς για το αντίθετο, επειδή είναι σαφώς ωμός και απτός, σχεδόν επώδυνος να τον αντιλαμβάνεσαι και να τον συνειδητοποιείς. Ο κόσμος του είναι ένα σύμπαν για το οποίο αξίζει να απορείς και να προβληματίζεσαι. Μπορεί να μην είναι ρεαλιστικός στο σύνολό του, αλλά είναι στο έπακρον ειλικρινής. Το σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει ένα άτομο εντός του είναι ξεκάθαρο και ανταποκρίνεται, δυστυχώς, με αρκετή ακρίβεια και λεπτομέρεια στην πραγματικότητα του δικού μας κόσμου: σκληρότητα, εγκατάλειψη, βία, διάψευση προσδοκιών, παρακμή, ακόμη και θάνατος, σε συνδυασμό, βέβαια, συχνά με στοιχεία μιας πρόσκαιρης ηδονής. 

Ασχέτως με το αν η επίγευση που αφήνει το «Γυμνό γεύμα» είναι καλή ή κακή, αν δηλαδή ο αναγνώστης απόλαυσε ή όχι την ανάγνωση, σίγουρα καταλήγω στο ότι το βιβλίο αυτό είναι στην ουσία του ένα προκλητικό κείμενο που πετυχαίνει πάνω απ’ όλα να οδηγεί όποιον το διαβάζει σε μια αντιπαράθεση με τον ίδιο τον κόσμο στον οποίο ζούμε και με τον ίδιο τον εαυτό μας. Ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή και καλείται να απαντήσει ερωτήματα που σχετίζονται με τον προσανατολισμό του στη χαώδη κοινωνία όπου είναι εκτεθειμένος, και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να κατανοήσει καλύτερα το περιβάλλον στο οποίο ζει, συμπεριλαμβανομένης της δικής του συμπεριφοράς και της δικής του ταυτότητας. Όπως λέει ο Burroughs:

ο «Γυμνό Γεύμα» είναι ένα μηχανολογικό σχεδιάγραμμα, ένα Εγχειρίδιο Πλεύσης […] Οδηγός για να διευρύνεις το πεδίο εμπειρίας, ο οποίος σου ανοίγει την πόρτα στο βάθος του διαδρόμου… Πόρτες που ανοίγουν μόνο μέσα σε Σιωπή… Το «Γυμνό Γεύμα» απαιτεί τη Σιωπή του Αναγνώστη. Ειδάλλως ομφαλοσκοπεί μετρώντας το σφυγμό του…

Κλείνοντας, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, ανεξάρτητα αν μας αρέσει ή όχι, ότι ο συγγραφέας, με το προκλητικό και επιθετικό αυτό βιβλίο, κατόρθωσε να αποδώσει με ζωντανό και ωμό τρόπο τη μοίρα ορισμένων ανθρώπων μέσα σε μια κοινότητα που τους καταναλώνει και τους καταστρέφει. Ο Burroughs απογύμνωσε από κάθε προφύλαξη και διακριτικότητα την εικόνα του κόσμου, μας προσέφερε σε μιαν ανάγνωση το γυμνό μας γεύμα. Με δικά του λόγια:

Το βιβλίο σ’ αρπάζει απ’ το λαιμό […] Σε ρίχνει μαζί του στο κρεβάτι και κάνει σχέδια πέραν πάσης περιγραφής στο άτομό σου. Κατόπιν σου χώνει μια κρύα μακριά βελόνα βαθιά μες στη ραχοκοκαλιά σου και σου χτυπάει μια δόση παγωμένο νερό. […]Πίσω από το χιούμορ, την παρωδία, τα ανεκδοτολογικά σκετσάκια […] μπορεί κανείς να διακρίνει την ακραία απόγνωση, το γυμνό τοπίο όλο κροκάλες που σαν ομπρέλα το σκεπάζει το μαύρο ατομικό μανιτάρι της τελευταίας έκρηξης.

και επίσης:

«ΓΥΜΝΌ Γεύμα» –μια παγωμένη στιγμή μέσα στο χρόνο όταν οι πάντες βλέπουν τι υπάρχει στην άκρη του κάθε πιρουνιού

Γυμνό γεύμα, του William S. Burroughs
Μετάφραση: Γιώργος Γούτας
Εκδόσεις Αποπειρα
σελ. 319

Υ.Γ. Οφείλονται πάρα πολλά συγχαρητήρια για τη μεταφραστική δουλειά του Γιώργου Γούτα, ο οποίος αναμετρήθηκε με το φοβερό κείμενο του Burroughs στα αγγλικά και κατόρθωσε να προσφέρει μια μετάφραση που να μεταφέρει με επιτυχία τόσο την πειραματική ύφανση του κειμένου όσο και τον υφολογικό αντίκτυπο ενός έργου με τις θεματικές ιδιαιτερότητες του «Γυμνού γεύματος».

1
Μοιράσου το