Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Die Hard, του John McTiernan

feature_img__die-hard-tou-john-mctiernan
Το καλοκαίρι του 1988, όταν βγήκε δηλαδή το “Die Hard” («Πολύ σκληρός για να πεθάνει») στις αμερικάνικες αίθουσες, έθεσε έναν άγραφο κανόνα. Όταν διοργανώνεις χριστουγεννιάτικο πάρτι και διαβλέπεις τον κίνδυνο οποιουδήποτε προβλήματος κι οποιασδήποτε αναταραχής, η λύση είναι μία και προφανής. Προσκαλείς τον Τζον ΜακΛέιν. Ο οποίος θα έρθει φυσικά και απρόσκλητος, εφόσον διαθέτει ισχυρό κίνητρο. Όπως το να τα βρει με τη σύζυγό του, με την οποία έχουν απομακρυνθεί και η οποία έχει μετακομίσει στο Λος Άντζελες με τα δυο παιδιά τους. Ένας to the bone νεοϋορκέζος μπάτσος, λοιπόν, ένας θεματοφύλακας της παράδοσης στον ναό των γυάλινων επιφανειών και των νέον πινακίδων, της corporate απληστίας, της μετά-μοντέρνας αποξένωσης. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι το κτίριο όπου εκτυλίσσεται όλος ο κακός χαμός στέκει ως μία απειλητική ενσάρκωση μίας ζοφερής νεωτερικότητας που προσπαθεί να εδραιωθεί με κάθε τρόπο. 

Ο Τζον ΜακΛέιν, πάντως, δεν είναι ένας κοινότυπος υπερασπιστής του καλού, του δίκαιου, των ταπεινών και καταφρονεμένων. Αντιθέτως, το μακελειό που θα προκαλέσει είναι μία διττή κραυγή. Πρωτίστως, αυτή του απλού ανθρώπου που δεν κατανοεί πλέον το πόσο πολύπλοκος έχει καταστεί ο κόσμος. Που δεν αντιλαμβάνεται πώς το άυλο έχει επικρατήσει του υλικού, που δεν μπορεί να δεχτεί τη γυναικεία χειραφέτηση (ο ΜακΛέιν σε κανένα σημείο δεν μπορεί να αποδεχτεί την καριερίστικη συμπεριφορά της συζύγου του). Που θέλει να στραφεί ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας, από τα χειριστικά κι αδηφάγα μίντια ώς τα επίσημα όργανα επιβολή της τάξης, που απεικονίζονται απρόθυμα, αήθη και πτωχά τω πνεύματι. Που θέλει να προκαλέσει ένα blue-collar πλήγμα στην πανίσχυρη, αν και νεόκοπη, white-collar στρατιά. 

Επιπλέον (και ουχί δευτερευόντως), αυτή ενός τρεκλίζοντος ρηγκανικού συντηρητισμού απέναντι στην επέλαση νέων ηθών, απέναντι στην εισβολή και τη διείσδυση εξωτερικών στοιχείων –ανθρώπων, εταιριών και αδιόρατων μηχανισμών- στον πυρήνα των good old American values. Το χριστουγεννιάτικο πάρτι διοργανώνεται από την ιαπωνική εταιρεία Nakatomi Corporation, σε ένα χώρο που προσομοιάζει με Πύργος του Κακού. Οι δε τρομοκράτες που επιθυμούν να πιάσουν την καλή, αλλά και να επιφέρουν ένα παράλληλο χτύπημα στην κακόβουλη νέα τάξη πραγμάτων είναι ευρωπαϊκής καταγωγής και δη, γερμανικής, περισσότερο ως υπόμνηση της RAF, παρά του ναζιστικού καθεστώτος. 

Σταθείτε μία στιγμή κι αναλογιστείτε ότι υπήρχε κάποτε μία εποχή, κατά την οποία ένα χολιγουντιανό blockbuster θα διέθετε Γερμανούς και όχι Σέρβους (mid-90s), Άραβες (00s), Βορειοκορεάτες (πρόσφατη μόδα, βλέπε “Olympus Has Fallen”) τρομοκράτες ή Ρώσους (οι Ρώσοι είναι σαν τη μόδα, πάνε και έρχονται, ανάλογα με τις επιμέρους γεωπολιτικές εξελίξεις) και γουρλώστε τα μάτια από έκπληξη. Παράλληλα, συγκρίνετε τη ραδιούργα ακτινοβολία της παγωμένης αντάρας που εκπέμπει ο Alan Rickman και βυθιστείτε στη μελαγχολία για την αβάσταχτη αδιαφορία των σημερινών «κακών», σε ανάλογες ταινίες. 

Ο Τζον ΜακΛέιν, όπως και ο Rambo λίγα χρόνια νωρίτερα, είναι ένας ήρωας -βουτηγμένος εννοείται στα κλισαρισμένα του στερεότυπα και τις συντηρητικές του καταβολές- ενός παλαιού κόσμου που αργοπεθαίνει και τρέμει μπροστά στο απειλητικό χάραμα. Αυτή τη φορά, η μάχη έχει μεταφερθεί από την αμερικανική ενδοχώρα, στο απόλυτο λίκνο του urban spirit. Ο Bruce Willis, λοιπόν, θα αναλάβει να προασπίσει τον μελλοθάνατο αυτό κόσμο, ξυπόλυτος και φορώντας μονάχα το φανελάκι του. Διότι, διόλου τυχαία, δέχτηκε επίθεση τη στιγμή που άλλαζε ρούχα, ακριβώς δηλαδή στη μεταφορική γέφυρα της μετάβασης στη νέα και καθόλου υποσχόμενη εποχή. 

Απαλλαγμένος, όμως, από όλα τα διακοσμητικά δεκανίκια που ούτως ή άλλως του ήταν πάντα περιττά, θα περιδιαβεί φρεάτια ασανσέρ, αεραγωγούς εξαερισμού, στέγες και τζαμαρίες, σκορπώντας τον πόνο. Όχι ακριβώς για να σώσει τον κόσμο ολόκληρο, αλλά για να δώσει φιλί ζωής στον κόσμο όπως τον ήξερε. Αφήνοντας μία πρωτόλεια, πρωτόγονη, ακαταλαβίστικη και σχεδόν παγανιστική κραυγή. Yippee ki-yay motherfuckers. 

Die Hard, του John McTiernan
Είδος: Περιπέτεια, Θρίλερ
Διάρκεια: 132’

1
Μοιράσου το