Scroll Top

Άλλαι Τέχναι

Dark River, της Clio Barnard

feature_img__dark-river-tis-clio-barnard
“Any moment now, a last kick And the dark river will fold it away”. Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η Clio Barnard μετά το ντοκιμαντέρ “Arbor” (2010) και την ταινία μυθοπλασίας «Ο εγωιστής γίγαντας» (The Selfish Giant, 2013). Το σενάριο της ταινίας το υπογράφει η ίδια η Barnard, η οποία αναφέρει ως πηγή έμπνευσής της το βιβλίο της Rose Tremain “Trespass”. Ο δε τίτλος της ταινίας προέρχεται από το φημισμένο ποίημα του Ted Hughes “Dark River”.

Η Άλις επιστρέφει στη γενέτειρά της, μετά τον θάνατο του πατέρα της, για πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε χρόνια. Εκεί, θα έρθει αντιμέτωπη με τον αδερφό της, τον οποίο μετά βίας αναγνωρίζει. Όχι, εννοείται, ως εμφάνιση, αλλά ως χαρακτήρα. Κουρασμένος από τις προσπάθειες χρόνων να διατηρήσει το οικογενειακό αγρόκτημα, είναι πλέον αποφασισμένος να το πουλήσει, προς μεγάλη έκπληξη κι απογοήτευση της αδερφής του. Η διαφωνία τους θα φέρει στην επιφάνεια τραυματικές μνήμες για την Άλις, οι οποίες ήταν αδρανείς για χρόνια. Θα καταφέρουν τα αδέρφια να προχωρήσουν μπροστά ή τα γεγονότα του παρελθόντος θα στοιχειώνουν για πάντα το μέλλον τους;

Την αρχή την έκανε η ταινία “The Levelling” της Hope Dickson Leach, την οποία είδαμε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2016. Ακολούθησε η ταινία «Του Θεού η χώρα» (God’s Own Country) του Francis Lee, την οποία είδαμε στο περσινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ είχε και διανομή, επομένως και εμπορική προβολή σε κάποιες αίθουσες της χώρας μας. Προϋπήρξε όλων το “The Goob” (2014) του Guy Myhill. Όλες βρετανικές παραγωγές, δράματα που λαμβάνουν χώρα στη σύγχρονη επαρχιακή Αγγλία, σε φάρμες. Κάτι ωθεί ταλαντούχους σκηνοθέτες της Γηραιάς Αλβιόνας να ομφαλοσκοπήσουν, να βγουν στην ύπαιθρο, να αναδείξουν δράματα που έχουν να κάνουν με την πρωτογενή παραγωγή, με την αρχέγονη σχέση του ανθρώπου με τη γη.

Η Barnard είχε γοητεύσει τους πάντες με τη συγκλονιστική προηγούμενη ταινία της. Εδώ, όμως, τα πράγματα δεν κύλησαν εξίσου καλά. Είναι φως φανάρι πως τούτη είναι μια πολύ πιο φιλόδοξη ταινία, το τελικό αποτέλεσμα όμως δεν δικαιώνει τις προσδοκίες. Και το βασικό πρόβλημα, έχει να κάνει με το σενάριο ενώ λίγο ευθύνεται και το μοντάζ. Σκηνοθετικά, η Barnard δεν τα πάει άσχημα, ίσα ίσα. Βγάζει μια σπουδαία ερμηνεία από τη δημοφιλή (λόγω της συμμετοχής της στο τηλεοπτικό σίριαλ “The Affair”) Ruth Wilson, που αποτυπώνει τη σκληράδα ενός working girl το οποίο μπήκε από νωρίς στα βάσανα της βιοπάλης, αλλά και το εύθραυστο μιας φοβισμένης γυναίκας, η οποία κουβαλάει ένα τραύμα τεραστίων διαστάσεων από την εφηβική της ηλικία.

Σε εφάμιλλα επίπεδα κινείται ο συμπρωταγωνιστής της Mark Stanley, στον ρόλο του αδελφού της Τζο, ο οποίος, αν σας θυμίζει κάτι, είναι επειδή έπαιζε στο “Game of Thrones” (υποδυόταν τον Grenn στις τέσσερις πρώτες σεζόν, μέλος των Night’s Watch). Κι άλλα μέλη του καστ έπαιζαν στο “Game of Thrones”: ο Joe Dempsie, που υποδύεται στην ταινία τον Ντέιβιντ, παλιό φλερτ της Άλις, παίζει τον Gendry, τον νόθο γιο του πρώην βασιλιά Robert Baratheon και εν δυνάμει διεκδικητή του Σιδερένιου Θρόνου. Και βέβαια, έχουμε και τον Sean Bean, που υποδύεται σε φλασμπάκ τον πατέρα της Άλις και στο “GoT” έπαιζε τον Ned Stark, που έφαγε το κεφάλι του νωρίς, στην πρώτη μόλις σεζόν! Ερμηνευτικά, λοιπόν, το εγχείρημα πιάνει υψηλές επιδόσεις. Οι οποίες, όμως, πέφτουν στο κενό.

Κι αυτό επειδή η Barnard παίζει με τον θεατή ένα παιχνίδι γάτας με ποντίκια, όπου όμως τα πάντα είναι σικέ. Θέλω να πω, από νωρίς ακόμα και ο λιγότερο εξοικειωμένος θεατής καταλαβαίνει για ποιον λόγο η Άλις έφυγε από το σπίτι της κι έμεινε μακριά από αυτό για 15 ολόκληρα χρόνια και γύρισε σε αυτό μόνον όταν πέθανε ο πατέρας της. Η σκηνοθέτιδα όμως, είπαμε, θέλει να παίξει με τον χρόνο και μας παρουσιάζει συνεχόμενα, ελλειπτικά φλασμπάκ, που δείχνουν τη δυναμική της σχέσης τόσο της νεαρής Άλις με τον αδελφό της όσο και με τον πατέρα της.

Θέλει να δημιουργήσει ατμόσφαιρα και σασπένς; Θέλει να είναι λιτή και να υπονοήσει όσα δεν θέλει να ξεστομίσει; Θέλει να αποφύγει ενδεχομένως την περίπτωση να κατηγορηθεί για εκμετάλλευση μελοδραματικά του κεντρικού αυτού θέματος; Πάντως, η επιλογή της σακατεύει το φιλμ. Όπως και η απουσία της μητέρας, που δεν υπάρχει σε κανένα φλασμπάκ, ούτε γνωρίζουμε πώς και με ποιον τρόπο εξαφανίστηκε από τη ζωή της κόρης, του γιου, της οικογένειας. Και οι επιλογές στο μοντάζ δείχνουν πως μάλλον αλλού το πήγαινε το καράβι η Barnard και αλλού κατέληξε, οπότε πέρα από τον ελλειπτικό τρόπο παρουσίασης, που αποτελεί αισθητική και «ηθική» επιλογή, υπάρχουν νοητικά κενά.

Κρίμα. Γιατί η «εχθρότητα» ανάμεσα στα δύο αδέλφια παρουσιάζεται με μπόλικο ενδιαφέρον. Εκείνη θέλει επιτέλους να ριζώσει σε αυτό που γνώρισε ως σπίτι της, παρά τα πολλά χρόνια απουσίας σε… περιοδείες ανά τον κόσμο, πάντα δουλεύοντας σε δουλειές που είχαν να κάνουν με τα πρόβατα –και να στείλει στο διάβολο το τραυματικό παρελθόν. Εκείνος έχει κουραστεί και θέλει να γλυτώσει από όλα αυτά. Ήθελε να προστατέψει την αδελφή του. Μετά της κάκιωσε που τον άφησε μόνο του, να τραβήξει όλο το λούκι.

Και μετά την προστατεύει ξανά, όταν σχεδόν σε παραίσθηση εκείνη, προβαίνει σε μια πράξη, που δεν δικαιολογείται με κανέναν τρόπο. Δεν πετυχαίνει το σενάριο, το μοντάζ, το πώς γυρίζεται η συγκεκριμένη σκηνή, να πείσει τον θεατή πως το παλιό τραύμα οδηγεί στο παρόν της ταινίας σε μια εκτός τόπου και χρόνο εξέλιξη. Κρίμα, λοιπόν, για τις καλές ερμηνείες. Κρίμα για την υπέροχη διεύθυνση φωτογραφίας. Κρίμα για το πολύ όμορφο τραγούδι της PJ Harvey “An Acre of Land”, διασκευή πάνω σε ένα παραδοσιακό, αγγλικό κομμάτι. Μια ταινία – χαμένη ευκαιρία.

Dark River, της Clio Barnard
Είδος: Δράμα
Διάρκειας: 89'

*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine

1
Μοιράσου το